Το ‘Σμύρνη μου Αγαπημένη’ είναι ένα ταξίδι σε χαμένες πατρίδες | Review

Και ο ευσεβής πόθος του ατόμου να στεριώσει κάπου
27 Δεκεμβρίου 2021 12:14
Το ‘Σμύρνη μου Αγαπημένη’ είναι ένα ταξίδι σε χαμένες πατρίδες | Review

Ο Γρηγόρης Καραντινάκης μεταφέρει στο σινεμά το ομώνυμο επιτυχημένο θεατρικό έργο Σμύρνη μου Αγαπημένη (Smyrna) της Μιμής Ντενίση, παραδίδοντάς μας ένα φιλόδοξο, ενδιαφέρον και συναισθηματικά φορτισμένο ιστορικό, πολεμικό-κοινωνικό δράμα, με ρετρό αισθητική, αξιόλογες ερμηνείες, εντυπωσιακά κοστούμια και σκηνικά. 

Πρωταγωνιστούν οι: Ντενίση, Λεωνίδας Κακούρης, Burak Hakki, Κρατερός Κατσούλης, Κατερίνα Γερονικολού, Γιάννης Βογιατζής, Αναστασία Παντούση, Nathan Thomas, Γιάννης Εγγλέζος, Ταμίλλα Κουλίεβα, Ντίνα Μιχαηλίδου κ.ά.

Η υπόθεση εστιάζει στη Φιλιώ Μπαλτατζή, μία μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, η οποία το 2015 ταξιδεύει στη Λέσβο μαζί με την ελληνοαμερικανικών καταβολών εγγονή της, ‘Helen’, για να συντρέξει τους Σύριους πρόσφυγες που καταφτάνουν μαζικά στο νησί. Η κοπέλα αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο, στη Σμύρνη, μέσα από τις εμπειρίες που έχει αποτυπώσει στο χαρτί η συγγενής της, για να ρίξει περισσότερο φως στο πολύπαθο παρελθόν των οικείων της που είχαν υποχρεωθεί αντίστοιχα να εγκαταλείψουν τον τόπο τους σχεδόν έναν αιώνα πριν.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα φιλμ που καταπιάνεται με ένα επίκαιρο ζήτημα αυτό του βίαιου εκτοπισμού, συνδέοντας το χθες με το σήμερα. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η σύγχρονη προσφυγική κρίση του συριακού πολέμου έχουν ως κοινό παρονομαστή την οδύνη, το βίωμα του ξεριζωμού, την φυγή και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο κάπου αλλού.

Επίκεντρο του μύθου αποτελεί ο ευκατάστατος οίκος Μπαλτατζή, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με την προσφυγιά, αναγκασμένος μαζί με χιλιάδες άλλους να βρουν καταφύγιο μακριά απ΄ την πατρίδα τους και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από το μηδέν.

Τα περιστατικά, λοιπόν, που παρακολουθεί κανείς, δένουν σε μία τηλεοπτικής φόρμας αναπαράσταση. Βλέπουμε μία ατμοσφαιρική παραγωγή που παρουσιάζει τα τεκταινόμενα με την μορφή υποβλητικού σίριαλ περιόδου, θέτοντας επομένως ως βασικό στόχο της να αγγίξει το ευρύ κοινό, μέσα από έντονες συγκινησιακής φύσεως αποδόσεις συμβάντων και καταστάσεων.

Ένας αλλοτινός, νοσταλγικός κοσμοπολίτικος αέρας πνέει στην όλη εξιστόρηση, καλώντας μας να σεργιανίσουμε στα παράλια της Μικράς Ασίας ήδη από το 1916, και να δούμε να ζωντανεύει «ενώπιόν μας» η τότε πολυπολιτισμική Σμύρνη μέσα σε ένα σύνθετο και ταραχώδες περικείμενο, με σημαντικές πολιτικές αναταράξεις και τριγμούς.

Μέσα από πολύ χαρακτηριστικά πλάνα ξυπνούν μνήμες και εικόνες από την κανονικότητα των ανθρώπων εκεί, σε ένα μέρος όπου η επιχειρηματικότητα άνθιζε στα χέρια πολλών φημισμένων Ελλήνων εκπροσώπων της αριστοκρατίας και του εμπορίου της εποχής κι όλα αυτά με την συνύπαρξή τους με Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους και πλούσιους Ευρωπαίους.

Η καρδιά της πόλης πάλλεται δυνατά με επιρροές από κάθε λογής κουλτούρα, γόνιμες ανταλλαγές πνευματικών ερεθισμάτων, μουσική και γεύσεις, την ώρα που οι οικονομικές ανισότητες βαθαίνουν κι άλλο, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας του Ελευθερίου Βενιζέλου εγείρει την ανησυχία και τις σφοδρές αντιδράσεις των εχθρών του, ενώ ο Κεμάλ συσπειρώνει πλήθος οπαδών τριγύρω του.

Ίντριγκα, συγκρούσεις συμφερόντων, σκοπιμότητες, πολύπλοκοι διπλωματικοί λαβύρινθοι, εθνικός διχασμός, αθέμιτες κινήσεις στο παρασκήνιο, η διεκδίκηση εξουσίας ανάμεσα σε συμμάχους και αντιπάλους, και οι ανάλογοι μετασχηματισμοί στο εσωτερικό της Ελλάδας είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ήρωες πασχίζουν να βρουν τη θέση τους, τα πατήματά τους σε μία ασταθή και ευμετάβλητη πραγματικότητα.

Οι κύριες φιγούρες που σκιαγραφούνται εδώ τοποθετούνται λιγάκι πιο φανερά στο δίπολο διάκρισής τους σε καλός και κακός αντίστοιχα, κάτι που παρατηρείται και για τους δευτεραγωνιστές, ώστε η εξέλιξη των χαρακτήρων σε μερικά σημεία να εμφανίζει κάποια σκαμπανεβάσματα.

Οι διάλογοι έχουν γραφτεί με τρόπο που άλλοτε είναι πολύ προφανής η θεατρικότητά τους και μοιάζουν να χάνουν τη φυσικότητα και τον αυθορμητισμό τους στην προσπάθεια των συντελεστών να μας μεταφέρουν όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικά περισσότερες πληροφορίες για το διεθνές προσκήνιο και την ιστορική συγκυρία μέσα στην οποία διαδραματίζονται όλα.

Η ταινία προσεγγίζει τον μαρασμό, το διαγενεακό τραύμα και την βίαιη μετακίνηση πληθυσμών με βαριές συναισθηματικές κλιμακώσεις και μελοδραματική χροιά, ενώ σε γενικές γραμμές προσπαθεί να τις μετριάσει κάπως με μία πιο στωική, ισορροπημένη στάση μέσω της πιο συγκρατημένης Φιλιώς, περιορίζοντας έτσι όσο μπορεί με μετριοπάθεια τις τυχόν λαϊκιστικές συνδηλώσεις που εντοπίζονται εν προκειμένω.

Τα νοηματικά κενά, οι κλισέ χειρισμοί και οι τεχνικές αδυναμίες στις εναλλαγές της δράσης βεβαίως δεν λείπουν και ίσως η διάρκεια του project να βοηθούσε περισσότερο αν ήταν κάπως πιο σύντομη και σφιχτή η δομή του.

Ο επίλογος του Σμύρνη μου Αγαπημένη επισφραγίζεται με τα γεγονότα που σηματοδότησαν το επίπονο τέλος της εκστρατείας του ελληνικού στρατού το 1922 και τις μη αναστρέψιμες τραγικές συνέπειές της, καθώς επανερχόμαστε ομαλά στον παραλληλισμό με το τώρα: ένα οικουμενικό και διαχρονικό ανθρωπιστικό ζήτημα, αυτό του κατατρεγμού που τα τελευταία χρόνια επιδεινώνεται στη Μεσόγειο, με κύματα ανθρώπων από τη Συρία να αναζητούν τη σωτηρία τους πλέοντας στ’ ανοιχτά μέσα σε μία επισφαλή λέμβο με αγωνία για το μέλλον τους.