Annabelle: Creation Movie Review

Ακόμη να πειστείς ότι οι πορσελάνινες κούκλες δεν είναι παιχνίδια;
26 Σεπτεμβρίου 2017 12:30
Annabelle: Creation Movie Review

Ανεξάρτητα πάντως από το εάν τις έβρισκες ανέκαθεν κακόγουστες ή όχι, αρκετές γυναίκες κυρίως της παλιότερης γενιάς, γιαγιάδες ή θείες,  ίσως να θεωρούν ακόμη τα αντικείμενα αυτά ως αναπόσπαστο κομμάτι του ντεκόρ στο σαλόνι τους. Ειδικά, αν έχεις πάει για επίσκεψη κάπου όπου επικρατεί αυτή η ρετρό διάθεση, σίγουρα θα έχεις προσέξει παρόμοιες φιγούρες σ' ένα καθιστικό, ανάμεσα σε μαξιλάρια με φραμπαλάδες στην μέση μιας πολυθρόνας. Σε μικρότερη ηλικία είχε τύχει και σ’ εμένα να πέσω πάνω σε κάτι αντίστοιχο  ενώ εξερευνούσα τον χώρο γύρω μου. Με το που αντιλήφθηκα όμως ένα ζευγάρι ορθάνοιχτα γυάλινα μάτια να με κοιτάζουν επίμονα, κατευθείαν μου βγήκε να κάνω μεταβολή ή να στρέψω ενστικτωδώς το βλέμμα μου αλλού!

Όταν λοιπόν, μας συστήθηκε η Annabelle, μέσω του The Conjuring (Το Κάλεσμα) το 2013, ομολογώ ότι μία από τις χειρότερες φοβίες που είχα με τις creepy κούκλες, ενεργοποιήθηκε και πάλι. Πράγματι, ο James Wan (Saw, Insidious I,II) κατασκεύασε την δική του ανατριχιαστική εκδοχή πάνω στην ανθολογία της παραψυχολογίας εγκαινιάζοντας ένα σύμπαν υπερφυσικού τρόμου που σου προκαλεί ρίγος. Το αρχικό spin off του Annabelle (2014) απέκτησε φέτος ένα prequel που εισάγει για ακόμη μία φορά τον θεατή σε θέματα της δαιμονολογίας και του παραφυσικού. Στην κινηματογράφηση αυτής της μακάβριας σύνθεσης έρχεται να προσθέσει αξιοπρεπώς και το δικό του λιθαράκι ο δημιουργός της πρωτότυπης ταινίας μικρού μήκους Lights Out, ο David F. Sandberg.

Μέσα από μία αρκετά ενδιαφέρουσα αναδρομή, το κοινό μαθαίνει για την απαρχή της απόκοσμης αυτής μυθοπλασίας της μεγάλης οθόνης. O Samuel Mullins (Anthony LaPaglia) και η σύζυγός του, Esther (Miranda Otto) έχουν χτίσει το σπιτικό τους σε μία ήσυχη επαρχιακή πόλη της Καλιφόρνια και μεγαλώνουν με αγάπη την μονάκριβη κόρη τους, Annabelle (Samara Lee). Η βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια διάγει έναν γαλήνιο και ενάρετο βίο, με τον πατέρα να επαγγέλλεται κουκλοποιός και την σύντροφό του να ασχολείται με οικιακές εργασίες. Η ήρεμη καθημερινότητά τους ισοπεδώνεται από την αναπάντεχη απώλεια του επτάχρονου παιδιού τους, που σκοτώνεται σε ένα δυστύχημα. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1955, το ανδρόγυνο αποφασίζει να δώσει τέλος στην απομόνωσή του από τα εγκόσμια. Προθυμοποιούνται, λοιπόν, να προσφέρουν τροφή και στέγη στην μοναχή Charlotte (Stephanie Sigman) και τις έξι ανήλικες προστατευόμενες που έχει υπό την επίβλεψή της, εφόσον οι εγκαταστάσεις του ορφανοτροφείου όπου διέμεναν έχουν κριθεί ακατάλληλες. Σύντομα όμως, οι φιλοξενούμενές τους καταλαβαίνουν πως η άφιξή τους συνοδεύεται από πολύ αλλόκοτα περιστατικά που διαδέχονται το ένα μετά το άλλο.

Το χειρότερο ωστόσο, είναι ότι οι εσωστρεφείς οικοδεσπότες φέρουν ευθύνη για ό,τι συμβαίνει παρόλο που αρχικά διατηρούν μία αινιγματική και άκρως μυστικοπαθή στάση απέναντι στην όλη κατάσταση. Η εωσφορική ενσάρκωση που κατάφερε με πανουργία να διεισδύσει μέσα στην εστία τους, βρήκε οικητήριο σε μία αποκρουστική κούκλα που φέρει το ίδιο όνομα με το νεκρό κορίτσι του ζευγαριού. Η σατανική οντότητα θα επιδιώξει να ενδυθεί με ανθρώπινη μορφή εισερχόμενη σε έναν άλλον ξενιστή και μέσω αυτού θα επιτεθεί σε όλους τους ενοίκους σκορπώντας το χάος και τον θάνατο.

Οφείλει να παραδεχτεί κανείς ότι το  σενάριο του Annabelle: Creation διαφοροποιήθηκε αρκετά σε σύγκριση με εκείνο του πρώτου Annabelle που ήταν κάπως πιο προβλέψιμο, κάτι που μαρτυράει ότι μάλλον ο Gary Dauberman  στάθηκε εν προκειμένω προσεκτικότερος όσον αφορά τον μίτο της υπόθεσης. Η μυστηριώδης προϊστορία του φρικιαστικού ανδρείκελου που καταλήφθηκε από το ακάθαρτο και μοχθηρό πνεύμα της Κόλασης, αναδύεται στην επιφάνεια με μία πιο φρέσκια ματιά. Σε αυτή την κατεύθυνση έχει συνεισφέρει και η εποικοδομητική παρέμβαση του Sandberg που ομολογουμένως του αρέσει να παίζει με παλινδρομήσεις από το σκοτάδι στο φως και το αντίστροφο. Δομείται σιγά σιγά μία υποβλητική ατμόσφαιρα  γοτθικού στυλ, όπου το πένθος από την απώλεια συνυπάρχει με μία διάχυτη αίσθηση απειλής που επιτείνεται μέσα από τις απότομες εναλλαγές όσον αφορά τις γωνίες λήψης της κάμερας, τον σκοτεινό διάκοσμο, τις σκιές πάνω στην βαριά επίπλωση του οικήματος, τους απόκοσμους ήχους, το κυνηγητό των κοριτσιών ενώ αγνοούν ότι καραδοκεί η ζοφερή παρουσία μέσα στο σπίτι. Η σιωπή μάλιστα που μεσολαβεί ενίοτε, μοιάζει σαν νηνεμία πριν την καταιγίδα και έτσι ο φόβος εμφωλεύει ενδόμυχά σου σε δευτερόλεπτα. Τα jump scares δεν λείπουν, όμως συντελούνται με έναν ευρηματικό τρόπο με την πρόθεση να αποφευχθούν όπου είναι δυνατό τα horror κλισέ.

Η αφηγηματική ροή αποκτά εξαρχής  πιο συναισθηματική χροιά αφού τα υποψήφια θύματα του αδιόρατου εχθρού είναι στην πλειονότητά τους παιδιά, γεγονός που τα καθιστά περισσότερο εκτεθειμένα στον θανάσιμο κίνδυνο που ενεδρεύει. Οι καινούργιες αφίξεις περιπλανιούνται αμέριμνες και περιεργάζονται αχόρταγα τον κλειστό χώρο που τους εξάπτει την περιέργεια. Στην συνέχεια, η αίσθηση της αβεβαιότητας και η ανησυχία επιτείνονται ουσιαστικά από την παραπλάνηση της Janice (Talitha Bateman) που στοχοποιείται από το απόλυτο κακό. Το πρόβλημα δυσκινησίας που της άφησε η πολιομυελίτιδα, την κρατάει αποκομμένη από εξωτερικές δραστηριότητες όπως τους περιπάτους των νεαρών δεσποινίδων, καταδεικνύοντάς την ως πιο ευάλωτη ώστε σταδιακά οι άμυνές της να κάμπτονται από τον ψυχολογικό πόλεμο που της κηρύσσει η αποτρόπαιη οπτασία. Η πιτσιρίκα μεταξύ άλλων προσελκύεται από ένα χαριτωμένο κουκλόσπιτο, το πανούργο τέχνασμα του αδιόρατου εχθρού που καραδοκεί στους σκοτεινούς διαδρόμους και στην απαγορευμένη κάμαρα της κόρης των ιδιοκτητών. Το δέλεαρ για την ανυπεράσπιστη λεία του, δεν είναι καλούδια και λιχουδιές, αλλά η ίδια η κατοικία που με τις ανέσεις της στην πραγματικότητα συνιστά μία παγίδα, περίτεχνα στημένη με γνώμονα κανένας να μην μπορέσει εν τέλει να δραπετεύσει από εκείνο το μέρος… τουλάχιστον ζωντανός. 

Ο φόβος για το άγνωστο και το ανεξήγητο προσλαμβάνει δυσανάλογες διαστάσεις στη σφαίρα της φαντασίας του δέκτη με αποτέλεσμα ακόμη και ένα τρίξιμο του κρεβατιού στα υπνοδωμάτια των κοριτσιών να σου παγώνει το αίμα! Η φωτογραφία, οι διάλογοι, οι προσηνείς ήρωες και η μουσική υπόκρουση σε εντάσσουν στο όλο κλίμα αβίαστα. Αν το ατού σου είναι η παρατηρητικότητα θα εντοπίσεις και τα λεγόμενα easter eggs που αφορμούνται από τον κόσμο του Conjuring. Στο ενδιάμεσο, θα νιώσεις και εσύ το καρδιοχτύπι των μικρών και αθώων αυτών υπάρξεων καθώς τρέχουν να σωθούν μακριά από το άδραγμα του διαβολικού πλάσματος που αποζητά να τις βλάψει.

Βέβαια, πλησιάζοντας προς τον επίλογο, ο θεατής θα βρεθεί σε αμηχανία διότι ενώ μέχρι πρότινος η υποχθόνια υπόσταση που στοιχειώνει την έπαυλη μοιάζει πανίσχυρη, η εντύπωση αυτήν αίρεται άγαρμπα τουλάχιστον όταν η δράση μετατοπίζεται στον αχυρώνα με αποτέλεσμα αυτό να σε φρενάρει κάπως απότομα. Το παρόν διάτρητο σημείο δημιουργεί κάποιες εύλογες ενστάσεις εξαιτίας της αντίφασης που ενέχει, αφού το επεισόδιο που διαδραματίζεται την δεδομένη στιγμή δείχνει να μην αξιοποιεί στο μέγιστο μία καλή ευκαιρία για περισσότερο σασπένς και μία πιο απροσδόκητη τροπή. Στις αδυναμίες του φιλμ συνυπολογίζεται το ότι οι συντελεστές σε πολύ συγκεκριμένη φάση δείχνουν να το παρακάνουν με τα CGI καρέ, πράγμα που γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν παρακολουθήσει κανείς το όλο σκηνικό όπου πλέον ο δαιμονικός εισβολέας έχει κάνει αισθητή την παρουσία του σε όλους και εφορμά στους πρώτους που θέλησαν να τον ξορκίσουν.

Το φρικαλέο μυστικό που έπρεπε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια, αποκαλύπτεται πια. Το έργο ολοκληρώνεται με ένα κυκλικό σχήμα που προκύπτει από την σεκάνς του φινάλε, η οποία συνδέει το Annabelle: Creation με την αμέσως προηγούμενη ταινία. Χάρη στο ευέλικτο κλείσιμο που επισφραγίζει τον μύθο, διαφωτίζονται μερικές πρόσθετες πτυχές που συμβάλλουν στο να βγαίνει νόημα όσον αφορά την αλληλουχία των τεκταινόμενων που περιστοιχίζουν την απαίσια κούκλα.

Αφού πέσουν και οι τίτλοι τέλους, ακολουθεί ένα επιπλέον σύντομο απόσπασμα-cliffhanger, το οποίο λειτουργεί σαν αξιόλογη πάσα για το The Nun, το προσεχές spinoff που είναι στα σκαριά και εμπλουτίζει στο σύνολό της την θεματολογία από το Κάλεσμα. Σε γενικές γραμμές, η κινηματογραφική αυτή απόπειρα υπήρξε αξιόμαχη παρά τις όποιες αστοχίες που ενδεχομένως να ανιχνεύει κάποιος. Ο κεντρικός άξονας της εν λόγω παραγωγής είχε τα φόντα να αναπτυχθεί και πιο δημιουργικά, απλά για έναν περίεργο λόγο η δυναμική του φιλμ περιορίστηκε από την φειδώ με την οποία επιχειρήθηκαν οι διάφοροι ευφάνταστοι χειρισμοί. Η αγωνία υφίσταντο, αλλά επιδεχόταν μία παραπάνω τόλμη στην αφήγηση ώστε να διατηρηθεί επαρκώς η ένταση του φιλμ μέχρι το τελικό σκοτείνιασμα του κινηματογραφικού κάδρου. Μετά την παρακολούθηση και αυτού του κεφαλαίου, αν σε ρεαλιστικά πλαίσια συμπέσει να σε προσκαλέσει ένα παιδάκι σε tea party με τις κούκλες του, σπεύδε βραδέως! Μια καλοπροαίρετη συμβουλή: έχε καλού κακού πρόχειρο και ένα «Πάτερ ημών»!

Βρείτε την ταινία στο IMDB