Civil War Review - Το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ εμπνέει ακόμα μια δυστοπία

Ο δεύτερος Αμερικανικός Εμφύλιος όπως τον οραματίστηκε ο δημιουργός του “Ex Machina”
18 Απριλίου 2024 16:25
Civil War Review - Το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ εμπνέει ακόμα μια δυστοπία

Αν και την πρώτη δεκαετία της καριέρας του στον κινηματογράφο, ο Βρετανός Alex Garland, ασχολήθηκε αποκλειστικά με το σενάριο, παραδίδοντας μερικά εξαιρετικά δείγματα γραφής, όπως το “28 Days Later” ή τη διασκευή του μυθιστορήματος του νομπελίστα Kazuo Ishiguro “Never Let Me Go”, τα τελευταία δέκα χρόνια επεκτάθηκε και στη σκηνοθεσία με εξίσου αξιοθαύμαστα αποτελέσματα.

Με μόλις τρεις ταινίες στο ενεργητικό του, (“Ex Machina”, ”Annihilation”, “Men”), είχε ήδη κατορθώσει να βρει μια προσωπική σφραγίδα και να αφήσει ένα πολύ σαφές στίγμα στο διεθνές κινηματογραφικό τοπίο. Το “Civil War”, που έρχεται σήμερα στις ελληνικές αίθουσες,  αποτελεί την τέταρτη σκηνοθετική του απόπειρα κι ενδεχομένως την αρτιότερη της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του.

Τοποθετημένο στο δυστοπικό σύμπαν ενός κοντινού μέλλοντος, όπου έχει ξεσπάσει ένας δεύτερος αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, το “Civil War” ακολουθεί το πολυτάραχο ταξίδι μια τετράδας φωτορεπόρτερ, που οδεύουν προς την Washington με σκοπό να φωτογραφίσουν και να πάρουν συνέντευξη από τον τελευταίο πρόεδρο τον Η.Π.Α., ο οποίος έχοντας καταπατήσει το Σύνταγμα, διάγει δικτατορικά την τρίτη του θητεία.

Πέρα από τη ζοφερή συνθήκη ενός έθνους που οδεύει προς την αυτοκαταστροφή του, o Garland εδώ εξερευνά κυρίως τις ηθικές προκλήσεις που θέτει από τη φύση του το επάγγελμα του ρεπόρτερ. Το κυρίαρχο ερώτημα πάνω στο οποίο στήνεται η ραχοκοκαλιά της αφήγησης, μοιάζει να είναι το εξής: Κατά πόσο το αίτημα για μια αυστηρά ουδέτερη ματιά πάνω στα γεγονότα μπορεί να στερήσει σταδιακά την ανθρωπιά από έναν επαγγελματία των media;

Η κινηματογράφησή του, που μετά το πιο “ήσυχο” και υποβλητικό “Men”, επιστρέφει σε πιο επικούς blockbuster τόνους αντίστοιχους με το “Annihilation”, παραμένει πάντα θεαματική αλλά και διεισδυτική ταυτόχρονα. Η κάμερά του αποτυπώνει με την ίδια δεξιοτεχνία το βομβαρδισμένο τοπίο μιας φανταστικής εφιαλτικής Αμερικής, αλλά και το εσωτερικό τοπίο των ηρώων του.

Ο Garland καταφέρνει για άλλη μια φορά να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, τόσο από την πρωταγωνιστική του τετράδα, όσο και από τους πιο περιφερειακούς ρόλους. Η Kirsten Dunst που ηγείται του cast, κεντάει έναν αξέχαστο γυναικείο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, ενώ η Cailee Spaeny που έρχεται με φόρα από τις δάφνες που έδρεψε για την “Priscilla” της Sofia Coppola, κουμπώνει δυναμικά στο πλευρό της. Λόγω της αβίαστης χημείας τους, η μεταξύ τους σχέση καταλήγει να αποτελεί και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας. Ο Wagner Moura και ο Stephen McKinley Henderson τις πλαισιώνουν ιδανικά, ενώ ο Jesse Plemons στην μικρή του cameo εμφάνιση κλέβει την παράσταση σε μια από τις καλύτερες, αν όχι την καλύτερη στιγμή της ταινίας.

Κι αν και δεν έχουμε να προσάψουμε τίποτα στον σκηνοθέτη για τον τρόπο που χειρίστηκε την απαιτητική παραγωγή και το έμβιο υλικό του, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για τη θέση που κράτησε απέναντι στο σενάριο. Για την ακρίβεια, για τη θέση που δεν πήρε ποτέ. Η ουδετερότητα την οποία πασχίζει να διατηρήσει, καθώς διαχειρίζεται το προκλητικό του θέμα, ο Garland, αν και ταιριάζει γάντι με την “απάθεια” των ηρώων του που τους έχει αποκτηνώσει ο πόλεμος, είναι ίσως αυτό που στερεί από την ταινία μια κατακλείδα με πιο ισχυρό συναισθηματικό αντίκτυπο.

Στην προσπάθειά του να αποφύγει αιχμές κατά του Trump (είναι σαφές πως από εκεί άντλησε την έμπνευση για τον πρόεδρο, που υποδύεται εδώ ο πάντα απολαυστικός Nick Offerman), αλλά και αιχμές για την woke κουλτούρα, τηρώντας πάντα ίσες αποστάσεις από τα δύο άκρα, καταλήγει να κάνει μια πολιτική ταινία χωρίς πολιτική θέση, άρα και χωρίς δόντια.

Ακόμα κι έτσι βέβαια, το “Civil War”, δεν παύει να εγείρει προκλητικά ερωτήματα ακόμα κι όταν δεν δίνει απαντήσεις. Οι έντονες υπαρξιακές ανησυχίες για το έμφυτο σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης, που αποτελούν πια trademark για το σινεμά του Garland, είναι παρούσες και σε αυτό του το εγχείρημα και στέλνουν το “Civil War” καρφωτό στο πάνθεον με τα blockbuster, που το βάθος της ουσίας τους ανταποκρίνεται και στο ύψος της παραγωγής τους.