Ghostbusters: Frozen Empire Review - Αρκεί η νοσταλγία για να μην μείνει... στον πάγο;

Οι εντυπώσεις μας από το παγωμένο sequel του “Afterlife“
11 Απριλίου 2024 15:28
Ghostbusters: Frozen Empire Review - Αρκεί η νοσταλγία για να μην μείνει... στον πάγο;

Οι “Ghostbusters” πρωτοεμφανίστηκαν στις οθόνες μας το μακρινό 1984, δια χειρός του σκηνοθέτη Ivan Reitman και ήταν δημιούργημα της ευφυούς πένας του συγγραφικού διδύμου των Dan Aykroyd και Harold Ramis, που μαζί με τον Bill Murray αποτέλεσαν και τους πρώτους, τους original κυνηγούς φαντασμάτων της. Το ομώνυμο theme song του Ray Parker Jr που συνόδευσε την ταινία, “στοίχειωσε” όλα τα παιδικά πάρτι της δεκαετίας του ‘80 και το φιλμ την Κυριακάτικη μεσημεριανή τηλεοπτική ζώνη των ελληνικών ιδιωτικών καναλιών που το πρόβαλλαν άπειρες φορές μέσα στα 90’s, μαζί με το sequel που το συνόδευσε το 1989. Ό,τι και να πούμε για την παρακαταθήκη που άφησαν οι πρώτες δύο ταινίες στην ποπ κουλτούρα θα είναι λίγο καθώς η επιτυχία τους ήταν άμεση και σαρωτική. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως τα studio του Hollywood δεν την στράγγιξαν και έκαναν σχεδόν δύο δεκαετίες να αναβιώσουν το franchise.

Το reboot της σειράς, με αμιγώς γυναικείο cast αυτή τη φορά, έφτασε στο πανί μόλις το 2016, εφόσον είχαν μεσολαβήσει 15 χρόνια άκαρπης προσπάθειας από τους Ramis (ο οποίος απεβίωσε το 2014) και Aykroyd να παραδώσουν ένα ικανοποιητικό, κατά την κρίση τους, σενάριο που παράλληλα θα δικαιολογούσε και την απουσία του Murray, που φαινόταν απρόθυμος να εμπλακεί στο project. Το reboot εκείνο πήρε ανάμεικτες κριτικές και παρά το ότι ξεπέρασε τα 200 εκατομμύρια δολάρια στο διεθνές box office, θεωρήθηκε αποτυχία από τους ιθύνοντες. Έτσι, το 2021, οι παραγωγή αποφάσισαν να επιστρέψουν στο original timeline με το “Ghostbusters: Afterlife”. Η καλλιτεχνική εποπτεία αυτή τη φορά επέστρεψε στην οικογένεια Reitman, καθώς στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθισε τώρα ο Jason, γιος του Ivan.

Το “Ghostbusters: Frozen Empire”, που βγαίνει σήμερα στις ελληνικές αίθουσες, αποτελεί άμεση συνέχεια του “Afterlife” κι έναν φόρο τιμής στον “μπαμπά” Reitman που απεβίωσε στο μεταξύ. Τα σκηνοθετικά ηνία ανέλαβε ο συνεργάτης του Jason Reitman στο σενάριο της προηγούμενης ταινίας, Gil Kenan, όπου συνυπογράφει εκ νέου και αυτό το σενάριο μαζί με τον Reitman. Μαζί με το δίδυμο των δημιουργών επιστρέφει και σύσσωμο το cast της προηγούμενης ταινίας, του οποίου ηγούνται και πάλι ο Paul Rudd με την Carrie Coon, μαζί με τους παλαίμαχους Bill Murray, Dan Aykroyd και Ernie Hudson.

Σύμφωνα με την πλοκή που εξελίσσεται τρία χρόνια μετά τα γεγονότα του “Afterlife”, οι βετεράνοι Ghostbusters επανενώνονται με το νέο αίμα της σειράς, για να αντιμετωπίσουν αυτή τη φορά μια αρχαία δαιμονική οντότητα, που σκοπεύει να βυθίσει τη Νέα Υόρκη σε πολικό ψύχος.

Σε πολικό ψύχος φαίνεται να βυθίζεται, βέβαια, και το χιούμορ της σειράς το οποίο εδώ είναι απειροελάχιστο, όπως και οι σκηνές τρόμου. Είναι ξεκάθαρο πως οι δημιουργοί κινήθηκαν προς μια πιο φιλική προς όλη την οικογένεια κατεύθυνση. Αυτό δεν θα ήταν  απαραίτητα κακό αν υπήρχε ένα πιο συνεκτικό σενάριο που δεν θα χαραμιζόταν κάθε τρεις και λίγο σε storylines που άνοιγαν για να μην κλείσουν ποτέ.

Στην προσπάθειά τους να χωρέσουν άπειρους χαρακτήρες στον περιορισμένο χρόνο των εκατόν δεκαπέντε λεπτών, οι δημιουργοί αντί να ακολουθήσουν μια οργανική πλοκή, διασπούν τη δράση τους σε βαρετά επεισόδια που τελικά δεν εξυπηρετούν και τον σκοπό τους. Ο οποίος φαντάζομαι δεν ήταν άλλος από το να δώσουν λόγο ύπαρξης στον κάθε έναν από τους αστέρες του βαρυφορτωμένου cast τους.

 

O Finn Wolfhard, ας πούμε, υπάρχει στην ταινία μόνο για να περιφέρει τις δάφνες του από το “Stranger Things”, καθώς οι σεναριογράφοι ξέχασαν να του δώσουν ρόλο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους παλαίμαχους “Ghostbusters”, που φέρνουν τη νοσταλγία του πρωτότυπου περιορισμένοι σε υπερδοξασμένα cameos, σχεδόν όλοι, πλην του Aykroyd που του δίνεται λίγο περισσότερο screen time. Από τους υπόλοιπους ξεχωρίζει η Mckenna Grace, που κλέβει την παράσταση τόσο από από τις παλιές όσο και από τις νέες προσθήκες του franchise. 

Η εισαγωγή της ταινίας μοιάζει να πλατειάζει και το φιλμ μόνο από το δεύτερο μέρος και μετά φαίνεται να βρίσκει τους ρυθμούς της. Ο σκηνοθέτης παλεύει να κρατήσει μια ατμόσφαιρα, αλλά δεν εκμεταλλεύεται καθόλου το πιο ενδιαφέρον οπτικά κομμάτι της πλοκής, αυτό του ψύχους, δηλαδή, που πλήττει την πόλη. Οι εικόνες καταστροφής αν και εντυπωσιακές, δεν καταλαμβάνουν το χρόνο που χρειάζεται για να νιώσουμε την απαραίτητη αίσθηση απειλής, που θα μας έκανε να ενδιαφερθούμε περισσότερο για την τελική έκβαση.

Εν ολίγοις το φιλμ αν και μάλλον δεν θα απογοητεύσει όσους αναζητούν να περάσουν έναν ψυχαγωγικό απόγευμα με την οικογένεια τους, δεν θα ικανοποιήσει τους πιο απαιτητικούς σινεφίλ, ούτε και τους νοσταλγούς του πρωτοτύπου.