Στην “Αλεξάνδρεια” συναντιέται ο Καβάφης με τον Miyazaki

Μια συνομιλία με τον Ραψωδό Φιλόλογο για το νέο του θαρραλέο εγχείρημα
13 Σεπτεμβρίου 2021 10:42
Στην “Αλεξάνδρεια” συναντιέται ο Καβάφης με τον Miyazaki

Είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστη η σύνδεση μεταξύ της hip hop μουσικής και των βιντεοπαιχνιδιών. Εννοώντας φυσικά, μια σύνδεση όχι ακουστική, αλλά σε ένα επίπεδο δομικής έμπνευσης και επιρροής. Οι δύο αυτοί “κόσμοι” φαντάζουν μακρινοί και εντελώς διαφορετικοί σε επίπεδο “κατασκευαστικό”. Όχι όμως για τον Αλέξανδρο Πτίνη ή αλλιώς “Ραψωδό Φιλόλογο”. Με πολύχρονη και επιτυχημένη παρουσία στην ελληνική Hip Hop σκηνή, ο Ραψωδός Φιλόλογος αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση καλλιτέχνη.

Η συνομιλία μου μαζί του, μου αποκάλυψε έναν άνθρωπο ευγενικό, πολύ συνειδητοποιημένο και ειλικρινά ταγμένο στην τέχνη του. Στις 3 Μαρτίου του 2021, μετά από πολύχρονη απουσία, κυκλοφόρησε έναν δίσκο με την ονομασία “Αλεξάνδρεια”, στον οποίο φαίνεται να επιχειρεί μια ιδιαίτερα δημιουργική σύνδεση μεταξύ των δυο αυτών, φαινομενικά ετερόκλητων, πεδίων: τα βιντεοπαιχνίδια και το hip hop.  

Είχα την χαρά να συνομιλήσω με τον Αλέξανδρο γι' αυτό το θαρραλέο εγχείρημά του, τα βιντεοπαιχνίδια, την επτάχρονη απουσία του και τα σχέδιά του για το μέλλον, οπότε παρακάτω μπορείτε να βρείτε ένα απόσπασμα από τη συζήτηση αυτή:

Θα μπω κατευθείαν στο ψητό. Στις σημειώσεις  για το νέο σου album αναφέρεις ότι είναι “εμπνευσμένο από τις αφηγηματικές τεχνικές του Ιάπωνα δημιουργού Hidetaka Miyazaki”. Θα ήθελες να επεκταθείς λίγο παραπάνω; 

Ο τρόπος με τον οποίο ο Hidetaka Miyazaki χτίζει τον κόσμο του ήταν ανέκαθεν ξεχωριστός στα μάτια μου. Η μαεστρία με την οποία «κρύβει» την πραγματική ιστορία που θέλει να διηγηθεί μέσα στον κόσμο του παιχνιδιού, στα περιβάλλοντα, στους ελάχιστους διαλόγους, στις περιγραφές των αντικειμένων κτλ. με επηρέασε καταλυτικά στην αφηγηματική δομή της «Αλεξάνδρειας». Κατά αντίστοιχο τρόπο κι εγώ, μέσα στην Αλεξάνδρεια έχω συμπεριλάβει μία κρυμμένη ιστορία. Ζητώ από τον ακροατή να είναι ιδιαίτερα παρατηρητικός για να μπορέσει να προχωρήσει βαθύτερα στην Αλεξάνδρεια και να γευτεί την ουσία της: να προσέξει τη σειρά των κομματιών, τα σύμβολα, τις λέξεις, τους ήχους που την απαρτίζουν και άλλα πολλά. Τα πάντα βρίσκονται εκεί που βρίσκονται για να εξυπηρετήσουν αυτό το σκοπό.

Πολύ ενδιαφέρον! Πρέπει να τον ξανακούσω προσεκτικά! Αυτός ο κατακερματισμός της πληροφορίας μου φαίνεται πολύ πιο εύκολος στα βιντεοπαιχνίδια που είναι μια τέχνη “χώρου” κι έχεις έναν “πραγματικό” κόσμο που μπορείς να εξερευνήσεις με τον δικό σου ρυθμό, παρά σε μουσικά κομμάτια. Εγώ για να είμαι ειλικρινής, ακούγοντας τον δίσκο και έχοντας στο μυαλό μου τις επιρροές τόσο του Miyazaki όσο και του Καβάφη που αναφέρεις, εξέλαβα απευθείας την Αλεξάνδρεια ως μια πόλη περισσότερο “εσωτερική”, μια αναπαράσταση του εσωτερικού κόσμου, παρά “εξωτερική”. Και αυτό συνάδει πολύ με τους κόσμους του Miyazaki (ιδίως των Demons Souls και Bloodborne)  όπου μετά από ένα σημείο, νιώθεις ότι περιηγείσαι σε έναν χώρο υπερβατικό, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψυχική προβολή. Εννοώ ότι, πέρα από την δομή, έκανα και μια αισθητική/θεματική σύνδεση. Ήταν κάτι που είχες επίσης στο μυαλό σου;   

Ναι, σαφώς και η ανάγνωση αυτή είναι υπαρκτή, η υπερβατική/μυστικιστική είναι ξεκάθαρα μία από τις διαστάσεις της Αλεξάνδρειας. Να, για παράδειγμα, αυτή η παρατήρηση που έκανες «ξεκλειδώνει» ένα από τα ζωτικά σημεία της «κρυμμένης» ιστορίας. Αρκεί εννοείται κάποιος να βρει το αρχικό άκουσμα αρκετά ενδιαφέρον ώστε να έχει κίνητρο να καταβάλει τον αντίστοιχο κόπο.

Ως καλλιτέχνης, επηρεάζεσαι αν βλέπεις ότι το κοινό δεν “πιάνει” αυτό που είχες σκοπό να εκφράσεις; Σε πειράζει αν οι ακροατές σου μείνουν στην επιφάνεια ή παρερμηνεύσουν το έργο;

Όχι, δεν με πειράζει ούτε και επηρεάζομαι πλέον. Έκανα αυτή τη συζήτηση με τον εαυτό μου πολύ καιρό πριν και ήταν συνειδητή μου επιλογή να βγάλω μία τέτοια δουλειά. Σαν ψυχολόγος στο επάγγελμα γνωρίζω πως οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε cognitive misers, δηλαδή ο φυσικός μας προγραμματισμός είναι  να καταβάλλουμε τον λιγότερο δυνατό πνευματικό κόπο που μπορούμε για να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα. Εξ άλλου, δεν θέλουν όλοι να ακούσουν μουσική για τους ίδιους λόγους και είναι απόλυτα φυσιολογικό. Με την Αλεξάνδρεια, απευθύνομαι στους ανθρώπους εκείνους που τους μαγεύει η χαρά της ανακάλυψης και της αποκωδικοποίησης του στίχου. Ήρθα σε επαφή με αρκετούς από αυτούς ως τώρα και νιώθω ευγνώμων και ικανοποιημένος γι’ αυτό.

Η “Αλεξάνδρεια” ήρθε 7 χρόνια μετά τον τελευταίο σου δίσκο, ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Δούλευες πάνω του όλα αυτά τα χρόνια; 

Τα πρώτα 4 χρόνια άφησα τον εαυτό μου να πάρει απόσταση από τη γραφή καθώς ένιωσα ότι είχα εξαντλήσει αυτά που είχα να πω και δεν ήθελα να επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα με άλλους στίχους. Έστρεψα τον εαυτό μου σε νέα γνωστικά πεδία, νέες εμπειρίες, έγινα πιο «πλούσιος» άνθρωπος. Η ιδέα της Αλεξάνδρειας ήρθε στα 3 χρόνια που προηγήθηκαν της κυκλοφορίας της. Από αυτά, τον πρώτο χρόνο έπλαθα την Αλεξάνδρεια στο μυαλό μου και τα 2 τελευταία, μαζί με όλους τους ανθρώπους που με βοήθησαν στη διαδρομή, της δώσαμε την τελική της μορφή.

Μιας και η δεύτερη μεγάλη επιρροή σου είναι ο Καβάφης, ποιο είναι το αγαπημένο σου ποίημα;

Το “Περιμένοντας τους Βαρβάρους”, τουλάχιστον στην παρούσα περίοδο ζωής.

Ποια είναι η σχέση σου με τα βιντεοπαιχνίδια;

Αγάπησα τα βιντεοπαιχνίδια από πολύ μικρός. Ήμουν 8 χρονών όταν ο παππούς μου, μου έκανε δώρο το πρώτο μου Atari. Μόνο τα παιχνίδια που είχε στη μνήμη. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον χώρο των games. Λίγο αργότερα απέκτησα το πρώτο μου Gameboy και κάποια χρόνια πιο μετά το Super Nintendo και εκεί ήταν που πραγματικά άρχισε να αναπτύσσεται αυτό το ειδύλλιο που καλά κρατεί μέχρι και σήμερα. Όταν άγγιξα για πρώτη φορά τα δύο αντίστοιχα Zelda (Link’s awakening και Link to the Past) ερωτεύτηκα πραγματικά. Τα γούστα μου έκτοτε παραμένουν «Ιαπωνικά» στο gaming. Στη συνέχεια γνώρισα και τα Final Fantasy και… αυτό ήταν! Πέρα από τα μεγαλειώδη και τα επικά τους σενάρια, ερωτεύτηκα και τη μουσική αυτών των παιχνιδιών, ιδιαίτερα τις συνθέσεις του Nobuo Uematsu. Οι μελωδίες των FF με ταξιδεύουν ακόμα και σήμερα και σίγουρα η επιρροή τους υπάρχει και σε πολλές από τις συνθέσεις της Αλεξάνδρειας. Είμαι solo gamer. Δεν έχω παίξει online με άλλους παίκτες ποτέ στη ζωή μου. Στα 36 μου πλέον, θα έλεγα πως παίζω περισσότερο για να έρθω σε επαφή με ένα μέσο τέχνης που με συγκινεί παρά για να διασκεδάσω. Ενδεικτικά, από την τελευταία γενιά, αγάπησα το Bloodborne, το The Last Guardian, το Ηellblade, το Red Dead Redemption 2, το The Last of Us Part II και πολλά άλλα, η λίστα είναι μάλλον αρκετά μεγάλη για να συνεχίσω να καταγράφω. Έχω ζήσει πραγματικά δυνατές στιγμές και αξιομνημόνευτες εμπειρίες μαζί τους.

Τα γούστα μας συνάδουν βλέπω σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Υπάρχει κάποιο παιχνίδι για το οποίο να σκέφτηκες ότι θα ήθελες να γράψεις μουσική ή κάποιο κομμάτι;

Όχι, μέχρι στιγμής δεν έχω νιώσει κάτι τέτοιο, έχω εμπνευστεί πολλές φορές όμως από τα παιχνίδια για ιδέες, τίτλους και πολλά άλλα. Για παράδειγμα το «Η Τελευταία Φαντασίωση» (κομμάτι της Αλεξάνδρειας) συνδυάζει στον τίτλο του κάτι από Final Fantasy και τον Τελευταίο πειρασμό του Καζαντζάκη.

Μια λίγο σαχλή ερώτηση μάλλον, αλλά, πιστεύεις θα μπορούσε η «Αλεξάνδρεια» να μετατραπεί σε παιχνίδι;

Ένα μικρής διάρκειας παιχνίδι (3-4 ώρες) ίσως να μπορούσε να υπάρξει σεναριακά, μπορώ δηλαδή να φανταστώ με το μυαλό μου κάτι όμορφο αισθητικά,  δεν ξέρω όμως πόσο ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει από άποψη μηχανισμών και αλληλεπίδρασης. Μιας που μου το ρωτάς όμως αυτό, μία επιπλέον επιρροή που είχε η “Αλεξάνδρεια” από το μέσο των games ήταν ο τρόπος επίλυσης των γρίφων στο Hellblade: Senua’s Sacrifice, το να δει ο ακροατής τα patterns και να “ανοίξουν οι πόρτες” και στην δική μου πόλη.

Ακούγοντας τον δίσκο από το Youtube, στο τέλος έλεγε “τέλος Α μέρους”. Θα υπάρξει και Β μέρος;

Η Αλεξάνδρεια είναι ένα μακροπρόθεσμο project. Η πρόθεση μου είναι να ολοκληρώσω μια τριλογία μέσα σε αυτό το σύμπαν. Κάθε μέρος θα έχει και έναν διαφορετικό θεματικό άξονα. Αν μπορούσα να δώσω κάποιους ενδεικτικούς υπότιτλους, το πρώτο μέρος ήταν «η πόλις», το δεύτερο θα είναι οι «βάρβαροι» και το τρίτο η «Ιθάκη».