Συνέντευξη με τον φετινό νικητή του Grand Prize των Καννών, Νίκο Χριστοδούλου

Το ‘Inside’ τερμάτισε 1ο στην κούρσα των Καννών ως η Καλύτερη Φοιτητική Ταινία του 2023
14 Ιουλίου 2023 16:03
Συνέντευξη με τον φετινό νικητή του Grand Prize των Καννών, Νίκο Χριστοδούλου

Μιλήσαμε πρόσφατα με τον σκηνοθέτη Νίκο Χριστοδούλου, έναν ανερχόμενο, ταλαντούχο δημιουργό στον χώρο της 7ης Τέχνης, με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Η ταινία του, Inside, κατέκτησε στο Φεστιβάλ των Καννών το Grand Prize «Καλύτερης Φοιτητικής Ταινίας για το 2023», στην κατηγορία “Remember the Future”.

Ο Νίκος Χριστοδούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Σκηνοθεσίας του Μητροπολιτικού Κολλεγίου και ήδη μετράει αρκετές διακρίσεις στο ενεργητικό του, έχοντας λάβει μέρος και σε άλλους διεθνείς κινηματογραφικούς θεσμούς και διοργανώσεις, όπως στο Φεστιβάλ της Αλικαρνασσού όπου απέσπασε βραβείο «Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη», και στο Φεστιβάλ Phoenix των ΗΠΑ, κέρδισε το βραβείο «Καλύτερου Σκηνοθέτη».

Είχαμε την τιμή να συζητήσουμε μαζί του μέσα στα πλαίσια μίας συνέντευξης που αποκαλύπτει σημαντικούς σταθμούς της μέχρι τώρα διαδρομής του, από την αρχή της ενασχόλησής του με τη σκηνοθεσία μέχρι το ταξίδι του στις Κάννες, και το μετέπειτα. Απολαύστε την!

Τί είναι για εσένα το σινεμά και πώς κατάλαβες ότι θέλεις να ακολουθήσεις τη συγκεκριμένη πορεία;

Ν.Χ. Πάντα το ήθελα μέσα μου, αλλά ποτέ δεν ήξερα όταν ήμουν μικρός τί είναι αυτό που με τραβούσε προς τα εκεί. Έβλεπα συνέχεια ταινίες, και μου άρεσε η μαγεία του σινεμά χωρίς να το καταλάβω. Δηλαδή, άλλοτε έβγαινα έξω με φίλους και άλλοτε καθόμουν σπίτι και έβλεπα ταινίες, και αυτοί έβγαιναν και έπαιζαν, και όταν τους έφερνα σπίτι για να δούμε ταινίες αυτοί ήθελαν πιο πολύ να βγουν έξω, όχι βέβαια ότι δεν μου άρεσε και εμένα κάτι τέτοιο, απλά από μικρός δεν ξέρω κάτι με «έτρωγε» σε σχέση με το σινεμά. Στην πορεία ξεκίνησα λίγο να το ψάχνω, να δω το τί μου αρέσει. Άρχισα να ασχολούμαι με την υποκριτική και με διάφορα συναφή, δοκίμασα πολλά πράγματα. Τραβούσα βιντεάκια σπίτι μου συνέχεια! Τον αδερφό μου εδώ που τα λέμε τον έχω κάνει “τρελό” ηθοποιό εδώ και πόσα χρόνια.

Νομίζω λοιπόν, κάποια στιγμή, δεν ξέρω ακριβώς πότε, αλλά αποφάσισα ότι θέλω με αυτό το πράγμα να ασχοληθώ. Και μέχρι όντως να ασχοληθώ με το σινεμά, πάντα με «έτρωγε» στο πίσω μέρος του μυαλού μου έτσι και καταπιανόμουν με κάτι άλλο. Πάντα ήθελα να φτιάχνω ιστορίες, να ασχολούμαι με αυτό συγκεκριμένα και έτσι επέλεξα να γίνω σκηνοθέτης.

Τι επιρροές είχες από μικρός όσον αφορά στο σινεμά ώστε και εσύ να προσανατολιστείς προς τα εκεί και να επιλέξεις τη σκηνοθεσία πάνω σε κάτι ανάλογο; Είχες από την αρχή κάποιο αγαπημένο κινηματογραφικό είδος ώστε να πεις «εγώ σε αυτό θέλω να επενδύσω»;

Ν.Χ. Παλιά, δεν είχα ποτέ κάποιο συγκεκριμένο είδος ως αγαπημένο. Π.χ. έβλεπα κωμωδία, τον Charlie Chaplin, τον Χοντρό και τον Λιγνό, πολύ κλασικά έργα δηλαδή, και εντάχθηκα σε μια ομάδα θεατρικής αγωγής που υπήρχε τότε στην περιοχή μου, ένα γκρουπ στο οποίο ο δάσκαλος σου μάθαινε πώς είναι το να είσαι ηθοποιός. Εκεί λοιπόν, ξεκίνησα την υποκριτική. Μου άρεσε πάρα πολύ, απλά στην πορεία καταλάβαινα ότι ήθελα να έχω πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Ένιωθα ότι ήθελα να ‘μαι προς το παρόν απ’ έξω, και να μπορώ εγώ να μιλάω και να κατευθύνω τη δράση που παράγουν αυτοί οι άνθρωποι, το τί κάνουν. Οπότε στην αρχή, είχα την κωμωδία που μου άρεσε πάρα πολύ, και μετά άρχισαν να μου αρέσουν το μυστήριο, τα θρίλερ, αυτά που σε κάνουν να σκέφτεσαι περισσότερο, που σε ιντριγκάρουν.

Ποιος είναι ο δημιουργός που εσύ ξεχωρίζεις και ποια η αγαπημένη σου ταινία;

N.X. Μία από τις ταινίες που με έκανε να πω ότι θέλω να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία ήταν δύο: το Godfather το 1ο, και το Fight Club του David Fincher. Όμως, γενικά υπάρχουν πολλοί που τους θεωρώ κορυφή. Αλλά όντως, όπως είπα ο David Fincher είναι από τους αγαπημένους μου δημιουργούς μαζί με τον Christopher Nolan, τον Jordan Peele, και πολλούς άλλους στην κατηγορία τους. Τους αγαπάω όλους, τους λατρεύω! Αλλά ναι, για ‘μένα κάποιοι ξεχωρίζουν σίγουρα κατά τη γνώμη μου.

Με βάση τους σκηνοθέτες που αναφέρεις ότι ξεχωρίζεις, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι θέλεις να ασχοληθείς με είδη που περιλαμβάνουν το σασπένς, την αγωνία, τον ψυχολογικό τρόμο;

Ν.Χ. Ναι θα το ήθελα πάρα πολύ και γενικά αυτό που μου αρέσει και θέλω να φέρω στο σινεμά, και αυτό που επεδίωξα να φέρει και η ταινία μου, το Inside, είναι το να βάλω τον θεατή να σκεφτεί. Δεν του δίνω τίποτα εύκολα ή στο πιάτο, οπότε θέλω να καθίσει να προβληματιστεί. Η μητέρα μου όταν είδε την ταινία μου, εξέφρασε κάτι ανάλογο, όπως «τί έγινε τώρα;» και της απάντησα «δες το ξανά και θα καταλάβεις!». Θέλω να μετέχει και ο θεατής ενεργά στην όλη διαδικασία, να μην μένει παθητικός δέκτης.

Πέρα από την πρόσφατη βράβευσή σου στο Φεστιβάλ των Καννών, έχεις κατακτήσει και άλλες διακρίσεις. Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο και για αυτές;

Ν.Χ. Προς το παρόν έχω αρκετά selections και nominations. Θα μιλήσω συγκεκριμένα για αυτά που κέρδισα, που το ένα ήταν στο Φεστιβάλ της Αλικαρνασσού, στην Τουρκία και το άλλο στο Φεστιβάλ Phoenix. Είναι διακρίσεις σημαντικές, αλλά για εμένα ακόμη και το ότι ήταν υποψήφια η ταινία μου σε κάποιες από αυτές τις διοργανώσεις είναι εξίσου τιμητικό όσο με το να κερδίσει η ταινία μου. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι κάθισαν, είδαν αυτά που έκανες, “είδαν” αυτά που είχες μέσα στο μυαλό σου και διακρίθηκες μέσα από αυτούς και άλλους δημιουργούς, κάτι που επικυρώνει ότι ξέρεις τι κάνεις, ότι αυτό που κάνεις αξίζει και νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο που σου δίνουν τα φεστιβάλ, αυτό το boost. Αντιλαμβάνεσαι ότι σε τροφοδοτούν με την ώθηση που χρειάζεσαι, που είτε την παίρνεις από τον κόσμο είτε από αυτές τις διοργανώσεις. Και όλο αυτό είναι πολύ όμορφο σαν συναίσθημα.

Όσον αφορά στις πιο πρόσφατες επιτυχίες σου, πώς ένιωσες όταν ανακοινώθηκε ότι η δική σου η ταινία απέσπασε το Grand Prize στο Φεστιβάλ των Καννών ως η Καλύτερη Φοιτητική Ταινία για το 2023; Το πίστευες βαθιά μέσα σου ότι θα γινόταν;

Ν.Χ. Η αλήθεια είναι πως είναι πολλά συναισθήματα μαζί. Δεν είναι μόνο ένα αυτό που σε κατακλύζει. Και αυτό γιατί καταρχάς σου στέλνουν ένα email και σου λένε σε πρώτο στάδιο ότι είσαι υποψήφιος αλλά δεν ξέρεις τί θα συμβεί εκεί. Δεν έχεις ιδέα αν θα βγεις πρώτος ή όχι. Πήρα την κοπέλα μου, έναν φίλο μου από την Ιταλία και μία ηθοποιό που έπαιξε στην ταινία μου και η οποία τύγχανε να βρίσκεται στη Νίκαια εκείνη την περίοδο, και μπορούσε να κατέβει και αυτή στις Κάννες. Και πήγαμε ένα ταξίδι, και λέω «ναι θα κάνουμε ένα ταξίδι!». Πήγαμε λοιπόν, και είπαμε «ό,τι γίνει!». Εγώ ένιωθα ήδη πολύ ωραία. Αισθανόμουν κερδισμένος και μόνο που πάτησα το πόδι μου στο Φεστιβάλ με τους φίλους μου. Δεν ήθελα κάτι άλλο. Όταν μάλιστα, είδα το όνομά μου και την ταινία μου στο σινεμά μέσα σε τόσο κόσμο απ’ όλο τον πλανήτη λέω «ok!». Έπαθα ένα σοκ στην αρχή, μετά συνειδητοποίησα ότι «δεν έχεις ετοιμάσει κανένα λόγο», «δεν έχεις ετοιμάσει τίποτα να πεις», οπότε μέχρι να τα αντιληφθείς όλα αυτά, ανοίγουν τα φώτα, αρχίζει το χειροκρότημα και εσύ πρέπει να σηκωθείς και να πας εκεί κάτω και να πεις πέντε πράγματα.

Ευτυχώς ήταν όλοι πολλοί προσιτοί στο να σε καλοδεχτούν. Σε χειροκροτούν συνέχεια και σου δίνουν όλη αυτήν την ενέργεια που χρειάζεσαι για να βρεις το θάρρος να ξεκινήσεις να μιλάς. Τουλάχιστον αυτό ισχύει τις πρώτες στιγμές. Και μετά προφανώς, με το που βγήκα από το σινεμά πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο. Ο πατέρας μου ήταν έξω με παρέα και τον πήρα βίντεο-κλήση, του έδειξα το βραβείο και άνοιξαν σαμπάνιες σε ένα εστιατόριο κάτω στον Θερμαϊκό και έγινε ένας πανικός! Μου άρεσε πολύ όλο αυτό στο σύνολό του! Άρα, περνάς από πολλά στάδια με συναισθήματα. Και το σημαντικό είναι ότι είναι αμφίδρομο! Και παίρνεις και δίνεις! Είναι μία τεράστια βραδιά!

Επομένως, τί ήταν αυτό που σε ώθησε εξαρχής να το τολμήσεις και να στείλεις την ταινία σου στο Φεστιβάλ των Καννών και σε άλλα φεστιβάλ; Είπες ότι αυτές οι διοργανώσεις σου δίνουν κάτι ιδιαίτερο σαν boost. Αυτή η δημιουργική εγρήγορση ήταν που σε ώθησε εξαρχής να το τολμήσεις;

Ν.Χ. Έκανα την ταινία μου, την πτυχιακή μου που την παρέδωσα πέρυσι τον Ιούνιο. Ύστερα, για ένα διάστημα έκανα διακοπές το καλοκαίρι, και εκείνη την περίοδο δεν ήταν καλά ο παππούς μου. Οπότε όταν έφυγε από κοντά μας, τον Οκτώβριο, επειδή με βοήθησε πάρα πολύ στην ταινία μου, και γενικά στην όλη διαδικασία, είπα «θα το κάνω για τον παππού μου σίγουρα!» . Και ξεκίνησα να στέλνω την ταινία μου σε φεστιβάλ. Άρχισα σιγά σιγά να συγκεντρώνω κάποιες διακρίσεις, να εκλαμβάνω μία ωραία ενέργεια από τον χώρο αυτόν, και την έστειλα και παραπέρα. Ορισμένοι μου έλεγαν «είναι ακραίο να τη στείλεις εκεί», εγώ απαντούσα «ναι αλλά γιατί όχι; Μπορώ να προσπαθήσω!».

Δοκίμασα, το προώθησα όσο μπορούσα, την ξαναμόνταρα, την ξαναέφτιαξα από άποψη βελτίωσης, έκανα ό,τι μπορούσα για να την κάνω καλύτερη. Και όλο αυτό το αφιέρωσα όχι μόνο στη μνήμη του παππού μου, αλλά το χρωστούσα και στους ηθοποιούς που με εμπιστεύτηκαν όταν τους είπα «παιδιά, θέλω να κάνω την πτυχιακή μου και εγώ θα προσπαθήσω να την πάω όσο πιο μακριά μπορώ!». Επομένως, για ‘μένα προκύπτει ένα υπέροχο συναίσθημα όταν βλέπουν και αυτοί μέχρι που έχει φτάσει η συγκεκριμένη ταινία, γιατί τους το είπα από την αρχή και τώρα δικαιώνομαι σε αυτό το κομμάτι.

Έχοντας δημιουργήσει την ταινία αυτή ως πτυχιακή σου, είχες την αντίστοιχη καθοδήγηση από τον επιβλέποντα καθηγητή σου στο να σου δώσει κάποιες επιπλέον κατευθύνσεις και να σε παροτρύνει να στείλεις την ταινία σε φεστιβάλ;

Ν.Χ. Όταν κάναμε τις πτυχιακές μας, είχα ασχοληθεί και με την πτυχιακή ενός φίλου μου, του Νίκου, όπου εγώ είχα αναλάβει τη διεύθυνση φωτογραφίας στη δική του ταινία και εκείνος στη δική μου. Οπότε, επειδή όλο εκείνο τον χρόνο ασχοληθήκαμε με τις ταινίες μας, τις ολοκληρώσαμε εν τέλει και είπαμε «τώρα είμαστε έτοιμοι να παρουσιάσουμε!».

Και τότε θυμάμαι που πήγα στους καθηγητές μου και εγώ επειδή είχα δει το φιλμ μου ήδη πολλές φορές, ένιωθα αμήχανα. Και έβαλα την ταινία στο laptop, και βγήκα από την αίθουσα, γιατί δεν ήθελα ούτε να την ξαναδώ ούτε να την ξανακούσω. Την βλέπουν λοιπόν, με φωνάζουν πίσω στην αίθουσα και με το που μπαίνω μέσα μου λένε και οι δύο οι καθηγητές μου «πρέπει να τη στείλεις χθες!». Το καλό με τους καθηγητές μου είναι ότι δεν με προσγείωσαν ποτέ  αφού είδαν ότι είμαι προσγειωμένος από μόνος μου ως άνθρωπος, οπότε ίσα ίσα προσπάθησαν λίγο να με ταρακουνήσουν στο να αρχίσω να την στέλνω παραπέρα.

Τί πιστεύεις ότι χρειάζεται για να γίνει κάποιος σκηνοθέτης;

Ν.Χ. Με το να είσαι τελείως προσγειωμένος ή να πετάς στα αστέρια, δεν θα καταφέρεις κάτι. Πρέπει να είσαι κάπου στο ενδιάμεσο. Να μετράς με ισορροπία τα δεδομένα που έχεις μπροστά σου. Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για τον εαυτό σου, όχι μόνο στην περίπτωση της σκηνοθεσίας αλλά και σε πολλές άλλες δουλειές και στη ζωή σου γενικότερα. Ναι μεν, να στοχεύεις πιο ψηλά αλλά με μέτρο. Και χαίρομαι πολύ που οι καθηγητές μου, και ο Ανέστης Ιωσηφίδης και ο Μιχάλης Webber, με βοήθησαν στην όλη διαδικασία και με προέτρεψαν να το κυνηγήσω. Ήταν εκεί για εμένα και εντός και εκτός σχολής, δίνοντάς μου το ελεύθερο να απευθυνθώ σε αυτούς όποτε και για ό,τι χρειαστεί.

Πώς συνέλαβες concept της ταινίας; Ένας άνθρωπος καταλήγει να εγκλωβιστεί λόγω συγκεκριμένων συνθηκών μέσα στο αυτοκίνητό του, χωρίς να έχει ένα μέσο επικοινωνίας γιατί και το ίδιο του το κινητό τον έχει εγκαταλείψει. Από μόνο του όλο αυτό είναι ιδιαίτερα αγχωτικό και κλειστοφοβικό, αρκετά μυστηριώδες, δημιουργεί ερωτήματα, και θέτει σε επιφυλακή τον θεατή. Ήταν μία ιδέα που την δούλευες εδώ και καιρό ή μήπως ήταν ένα δημιουργικό ερέθισμα που ήρθε εντελώς αυθόρμητα και είπες ότι μπορείς να χτίσεις πάνω σε αυτό;

Ήταν κάτι που συνέλαβα πριν από τρία χρόνια, όταν ξεκίνησα να σπουδάζω σκηνοθεσία. Είχα φτιάξει ένα γκρουπ με συμφοιτητές μου στο οποίο θέλαμε να αρχίσουμε να φτιάχνουμε κάποιο σενάριο. Προφανώς τα περισσότερα γκρουπ της πρώτης χρονιάς δεν κρατάνε για πολύ. Έτσι, και το δικό μας τράβηξε μέχρι 3-4 sessions, σε ένα καφέ της περιοχής, και συζητούσαμε πάνω σε διάφορες ιδέες. Μία από αυτές που μου είχε έρθει τότε ήταν σχετική με τον εγκλωβισμό. Επίσης, μου άρεσε ανέκαθεν η αλληγορία.

Το να μην είναι πάντα όλα αυτά που βλέπεις έτσι όπως τα βλέπεις. Έχοντας βρει αυτήν την ιδέα, την εξέφρασα, και προχωρήσαμε σε ένα πρώτο draft, τριών-τεσσάρων σελίδων σε διαφορετικό τότε concept έτσι για το χαβαλέ. Έπειτα, διαλύθηκε αυτή η ομάδα και δεν ασχολήθηκα ξανά καθόλου. Ωστόσο, η ιδέα με έτρωγε στο πίσω μέρος του μυαλού μου και την κράτησα. Ξεκίνησα να γράφω ένα σενάριο λοιπόν, γύρω από αυτή την ιδέα.

Την έγραφα κάποιες φορές όποτε έβρισκα χρόνο, και όταν ήρθε ο τελευταίος χρόνος του Μητροπολιτικού που έπρεπε να τελειώσω, είπα να δώσω μία ευκαιρία. Στην αρχή κιόλας, είχα τελείως άλλη πτυχιακή. Εντελώς διαφορετικό concept. Είχε να κάνει με έναν ζωγράφο, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να βρω τα κατάλληλα άτομα και μέρη για να την υποστηρίξουν. Ήταν άλλου βεληνεκούς και ο χρόνος μας πίεζε. Αποφάσισα λοιπόν, να επιστρέψω σε εκείνη την πρωταρχική ιδέα αφού δεν ήθελα να «καεί» ως σύλληψη. Σκοπός μου ήταν να την αξιοποιήσω και αφότου είχα ολοκληρώσει το σενάριο το δοκίμασα. Επεξεργάστηκα το τελικό draft, διόρθωσα κάποια πράγματα, το δούλεψα καλύτερα το προσχέδιο.

Έτσι, έφτασε σε ένα σημείο που μου άρεσε και διαπίστωσα ότι ήταν ένα καλό σενάριο που άξιζε να το γυρίσω σε φιλμ. Επειδή έχω δουλέψει και δραστηριοποιούμαι και στον χώρο κινηματογράφησης μουσικών βίντεο, ξέρω κάποια πράγματα από συνεργεία, αλλά δεν ήξερα από ηθοποιούς αρκετά. Οπότε μέσα από τη σχολή μου και από αυτά που έμαθα μόνος μου, κατάφερα και από ανθρώπους που είχα δίπλα μου, να βρω άτομα να συνεργαστώ. Εν τέλει, είχα ανθρώπους που μπορούσα να εμπιστευτώ και με εμπιστεύτηκαν. Επομένως, γιατί να μην το επιχειρήσω; Αλλά, νομίζω ότι το καλύτερο πράγμα σε μία ιδέα είναι το deadline κατά τη γνώμη μου.

Άρα η προθεσμία ως παράγοντας εξασφαλίζει αυτό που λέμε το να αποδίδεις καλύτερα υπό πίεση;

Αν υπάρχει deadline, ναι. Και καλύτερα είναι να βγει μία ιδέα κι ας μην είναι τέλεια γραμμένη, παρά να έχεις ένα τέλειο σενάριο στο συρτάρι σου. Δεν το λέω με την έννοια ότι υπάρχει ένας παραγωγός πάνω από το κεφάλι σου και σου το ζητάει επιτακτικά μέχρι τις τάδε του μηνός. Είναι και deadlines που πρέπει να βάζεις και εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου, καθώς η δημιουργικότητα ποτέ δεν σταματάει και μπορεί να καταλήξεις να δουλεύεις πάνω σε ένα project για πάρα πολλά χρόνια. Από ένα σημείο και έπειτα είναι κρίμα για κάποια project αυτό, γιατί “καίγονται” και γίνονται τελείως άλλα πράγματα αφού και εσύ αλλάζεις ως άνθρωπος. Αν λ.χ. ένας σκηνοθέτης φτιάχνει μία ταινία και δεν έχει deadline και τη δουλεύει επί δέκα χρόνια, κάθε χρόνο αν έβλεπες το draft της ταινίας, θα ήταν σαν να βλέπεις και διαφορετική ταινία. Ο λόγος είναι ότι αλλάζει και αυτός ως άνθρωπος, επομένως αλλάζει και αυτό που θέλει να κάνει.

Θα έλεγες συνήθως ότι βασίζεσαι κυρίως σε ιδέες που είναι έμπνευση της στιγμής ή ότι δουλεύεις σχολαστικά πάνω σε μία ιδέα;

Νομίζω υπάρχει μία αιώνια εσωτερική σύγκρουση μέσα σε κάθε σκηνοθέτη αλλά και σε κάθε δημιουργό οποιουδήποτε πράγματος, ότι το κάνω αυτό ακολουθώντας το ένστικτό μου να το πάω προς τα εκεί, ή μήπως αυτό είναι καλύτερο ή το άλλο είναι πιο εμπορικό; Θέλει και πάλι ισορροπία, και να εμπιστευτείς τη διαίσθησή σου, αλλά προφανώς να μην σε συνεπάρει κατευθείαν ο ενθουσιασμός. Και αν σε συνεπάρει να κάτσεις να τα βάλεις σε μια σειρά όλα και να τα δεις λίγο πιο λογικά. Να δουλέψεις τη λογική σου με το συναίσθημα ταυτόχρονα, συνεχώς.

Κάθε φορά και στο σετ, και στο draft και στη μίξη και σε όλα, και τα δύο πρέπει να συνυπάρχουν. Πιστεύω πως όσο μεγάλος σκηνοθέτης και αν είσαι, και όσο ακραίο ένστικτο και αν έχεις, πρέπει να πάρεις και μία τρίτη γνώμη. Να ακούσεις κάποιες επιπλέον απόψεις, να το δεις πιο προσγειωμένα, τί είναι εφικτό και τί όχι. Πρέπει να μπορείς να επικοινωνήσεις σωστά αυτό που θέλεις και σε σχέση με το τί έχεις στο μυαλό σου και με το συναίσθημα που θες να εκμαιεύσεις μέσα από την ταινία σου κάθε φορά. Η δουλειά του σκηνοθέτη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία με τον κόσμο γύρω του και έχει άλλη δυναμική. Για παράδειγμα, στο φιλμ μου, όποιον συνδετικό κρίκο κι αν έβγαζα, δεν θα μπορούσα να έχω την ίδια ταινία τώρα. Οπότε, το δικό μου τελικό όραμα έχει να κάνει με το πώς εγώ το επικοινωνώ.

Ποιο είναι το πιο καθοριστικό συστατικό όταν δημιουργεί κάποιος μία ταινία; Τί θα όριζες εσύ προσωπικά ως κινητήρια δύναμη ενός φιλμ;

Νομίζω ότι πρέπει να εμπιστευτείς το σενάριό σου, και το έκανα. Μου άρεσε και ήθελα πολύ να το δω να παίρνει μορφή. Σίγουρα, κάνω ταινίες που θα ήθελα να δω! Θέλω να δω κάτι που δεν έχει γίνει και θα ήθελα να το δω να πραγματοποιείται λόγω του ότι βασίζεται σε ένα καλοδουλεμένο σενάριο. Όπως έλεγε και ο Hitchcock, «χρειάζεσαι τρία πράγματα για να κάνεις μία καλή ταινία: το σενάριο, το σενάριο, και το σενάριο!». Το σενάριο είναι ο πυρήνας για τα πάντα, η πηγή για τη δημιουργία και για όλα. Από εκεί ξεκινούν όλα ασχέτως του ότι μπορεί εμένα να μου αρέσει μία κατάσταση και μέσα από αυτή να ξεκινήσω να γράφω ένα σενάριο και μετά να φτάσω στην ιδέα, δεν έχει σημασία. Όπως και να το πιάσεις, στο τέλος ο άλλος θα βγει από το σινεμά και θα σκεφτεί πάνω σε αυτό που είδε. Άρα, πρέπει και εσύ να σκεφτείς σαν θεατής, τί του πυροδότησες μέσα του.  

Ποιο θα ήταν το μήνυμά σου σε όσους νέους σκέφτονται να ακολουθήσουν το μονοπάτι της σκηνοθεσίας;

Να μην φοβούνται. Εντάξει, ο φόβος πάντα θα υπάρχει. Και είναι το νούμερο ένα πρόβλημα στη δημιουργία. Φτιάχνεις κάτι δικό σου και στην αρχή θα είναι άβολο, αμήχανο, και περίεργο. Και θα διαβάζει ένας φίλος σου το σενάριο και θα θες να ανοίξει η γη να σε καταπιεί. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Αυτό που στ’ αλήθεια μετράει και πρέπει να σε νοιάζει είναι ότι αυτό που έχεις στο μυαλό σου ξαφνικά αρχίζει και γίνεται πραγματικότητα. Και το να πραγματοποιείς μία ιδέα σου είναι το πιο σημαντικό. Να μη φοβάσαι να το κάνεις. Θα έχεις πολλά εμπόδια, και γενικά δεν υπάρχει στη ζωή τίποτα χωρίς εμπόδια. Ακόμη και μέχρι τα εβδομήντα σου θα έχεις να αντιμετωπίσεις προβλήματα. Το θέμα είναι το πώς διαχειρίζεσαι αυτές τις προκλήσεις. Εκεί αξίζει να στοχεύσεις. Να μάθεις να τα διαχειρίζεσαι, και τους φόβους και τα προβλήματά σου. Σκέψου πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει κάτι που κάνεις, εάν ήξερες ότι δεν θα είχες καμία αποτυχία. Οπότε, να στοχεύουν εκεί και να σκέφτονται και έτσι!

Έχεις σκεφτεί ήδη το επόμενό σου project, και γενικότερα τα νέα σου επαγγελματικά βήματα;

Ήδη από τον Απρίλιο μπήκε στα σκαριά το επόμενό μου project. Προς το παρόν, η αρχή για τα επόμενά μου βήματα είναι να χαλαρώσω λίγο τώρα το καλοκαίρι γιατί ήταν μία πολύ δύσκολη χρονιά. Πολλά πράγματα έγιναν. Έχω δύο ταινίες μικρού μήκους που θέλω να τελειώσω μέχρι το τέλος του 2023. Έχω μία ταινία που γράφω και είναι μεγάλης διάρκειας, και κάτι ακόμη, αλλά δεν μπορώ να πω περισσότερα αυτή τη στιγμή. Δεν γίνεται να το ανακοινώσω ακόμη. Όμως, συνέχεια δουλεύω, δεν σταματάω γιατί είναι το πάθος μου! Είναι αυτό που όσο κι αν προσπαθώ να το κάνω ως δουλειά, συγχρόνως με ηρεμεί κιόλας.

Το εξωτερικό είναι μέσα στα πλάνα σου;

Ναι, το σκέφτομαι να φύγω στο εξωτερικό, γιατί μ’ αρέσει πολύ το σινεμά του εξωτερικού, το σινεμά σε Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία και Αμερική είναι από τα αγαπημένα μου! Και όταν παρευρέθηκα στη τελετή απονομής, γνώρισα πολλούς ανθρώπους από πολλά μέρη του πλανήτη, συνθέτες, σεναριογράφους, σκηνοθέτες, παραγωγούς που θέλανε να συνεργαστούμε. Γνώρισα πλήθος ατόμων, και θέλω πολύ να πάω σε πολλές περισσότερες χώρες, και να γνωρίσω έτσι κόσμο και να δουλέψω. Ήδη με κάποιους ετοιμάζω κάτι. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει η Ελλάδα, αλλά θέλω να αξιοποιήσω και την προοπτική να πάω στο εξωτερικό. Και να πω ότι στο φεστιβάλ είτε έχεις πάρει βραβείο είτε όχι, νιώθεις πως είσαι νικητής σε πάρα πολλά πράγματα.

Οι άνθρωποι είναι πολύ ευγενικοί, σε υποδέχονται ζεστά, μιλάνε μαζί σου συνέχεια, σε προσεγγίζουν, τους προσεγγίζεις και εσύ. Ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, φυλής, όποιος και από όπου και αν είσαι σε πλησιάζουν και το ίδιο άνετα το κάνεις και εσύ. Όλο αυτό το συνέχει μία άλλη κουλτούρα. Και είναι και κάτι που μου άρεσε πολύ και θα ήθελα να το ξανακάνω, γι’ αυτό και θα ήθελα να φύγω και στο εξωτερικό.

Ευχαριστούμε πολύ τον Νίκο Χριστοδούλου για αυτή τη συνέντευξη που μας έδωσε! Όλη η ομάδα των Unboxholics, του ευχόμαστε να συνεχίσει με τα ίδια στιβαρά βήματα να προσθέτει στο παλμαρέ του επιτυχίες, και να φτιάχνει ταινίες και κόσμους που συναρπάζουν. Καλή τύχη και αστείρευτη έμπνευση σε ό,τι δημιουργήσεις και στο εξής!