Το Lamb του A24 μάς κάνει να μην πιστεύουμε στα μάτια μας | Review

Με τρόπο όμως που γρήγορα ξεφουσκώνει
23 Δεκεμβρίου 2021 11:27
Το Lamb του A24 μάς κάνει να μην πιστεύουμε στα μάτια μας | Review

Ο Ισλανδός δημιουργός Valdimar Jóhannsson επιχειρεί το πρώτο του μεγάλου μήκους project, παραδίδοντάς μας το ιδιαίτερο δράμα-φιλμ τρόμου Lamb στο οποίο επιστρατεύει ως πρωταγωνιστές του έργου τη Noomi Rapace και τον Hilmir Snær Guðnason.

Το εν λόγω έργο σε παραγωγή της A24 αποτελεί την κινηματογραφική πρόταση της Ισλανδίας για την διεκδίκηση υποψηφιότητας στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας όσον αφορά στην 94η Απονομή των Βραβείων της Ακαδημίας.

Το cast συμπληρώνουν επίσης οι: Björn Hlynur Haraldsson, Ingvar Eggert Sigurðsson, Ester Bibi, και ο Theodór Ingi Ólafsson.

Η πλοκή εστιάζει σε ένα άκληρο ζευγάρι, τη ‘Maria’ και τον ‘Ingvar’ οι οποίοι ανακαλύπτουν ένα παράξενο νεογέννητο ζώο στον στάβλο τους στην Ισλανδία. Μετά από αυτό το αναπάντεχο γεγονός, οι δυο τους καλώς ορίζουν στη ζωή τους την προοπτική μίας οικογένειας. Ωστόσο, δεν αργεί η ώρα που όλο αυτό το εύθραυστο οικοδόμημα ελπίδας θα καταρρεύσει με μία τραγική ανατροπή για όλους τους.

Η βραδυφλεγής αυτή σε ένταση ταινία δεν στοχεύει τόσο στο να κάνει τη διαφορά στο είδος ούτε στο να σοκάρει το κοινό μέσα από τον αγνό τρόμο. Εδώ διαφαίνεται περισσότερο η πρόθεση του σκηνοθέτη να ταρακουνήσει τον θεατή και να τον προβληματίσει πάνω σε ζητήματα που σχετίζονται με το διαφορετικό, το ασυνήθιστο και όλα αυτά δοσμένα μέσα σε έναν αλληγορικό μανδύα.

Η εν λόγω αφήγηση καταφέρνει να ενσωματώσει εντός της το στοιχείο του αντισυμβατικού και του αλλόκοτου με την έννοια του ότι μας εισάγει σε ένα πλαίσιο φαντασίας, μυστηρίου, μακάβριου και lore αρχετυπικών επιρροών προκαλώντας μας ξάφνιασμα ή και σάστισμα εξαιτίας της έμφασης που δίνει στο ανοίκειο και το ακατάληπτο.

Εν προκειμένω, οι ήρωες σιγά σιγά αγκαλιάζουν το παράδοξο το οποίο αν και αρχικά διεγείρει τον φόβο, την αμηχανία αλλά και την επιφυλακτικότητα του δέκτη εν τέλει εξελίσσεται έτσι που κερδίζει σταδιακά την συμπάθειά του αλλά από εκεί και έπειτα δεν μεσολαβεί κάτι δραστικό που να συντηρήσει ικανοποιητικά το ενδιαφέρον.

Απουσιάζει σημαντικά η αγωνία, το σασπένς, και ο παράγοντας του απρόβλεπτου ατονεί με εξαίρεση ίσως δύο σημεία. Σίγουρα ως έναν βαθμό ο αργός ρυθμός της μπορεί να σε κάνει να δυσανασχετήσεις κάπως, αλλά αυτό που θα σε ξενίσει περισσότερο είναι η προσκόλληση στην ανάδειξη του  παράταιρου χωρίς να έχει χτιστεί ένα ουσιαστικό και στιβαρό σεναριακό υπόβαθρο ώστε να εντοπίζονται αρκετά νοηματικά κενά, υπέρμετρος δραματικός τόνος και υπερβολές που δεν μπορούν να καλυφθούν ή να εξηγηθούν επαρκώς.

Συν τοις άλλοις, δεν προσφέρονται αρκετά ερεθίσματα για να σκιαγραφηθεί πληρέστερα το προφίλ των χαρακτήρων και η συνοχή λείπει σε κάποιες φάσεις. Οι ηθοποιοί παλεύουν με τις ερμηνείες τους να σώσουν το χαμένο έδαφος, εντούτοις δεν είναι εύκολο να μπορέσουν να αντισταθμίσουν τις ήδη υπάρχουσες αδυναμίες σε επίπεδο εξιστόρησης.

Το concept από το οποίο αφορμάται αυτή η μυθοπλασία ναι μεν μπορεί να τραβάει την προσοχή μας ως κάτι που φαντάζει αλλοπρόσαλλο και απίστευτο, αλλά δεν προσπαθεί αρκετά να εδραιώσει μία πιο σταθερή βάση για να “καμουφλάρει” στο σύνολο τις ατέλειές του. Οπότε καθώς εξασθενεί μέσα μας το πρώτο μούδιασμα, ξεφουσκώνει και ο αρχικός ενθουσιασμός.

Το Lamb, μαζί και με τον αναμενόμενο επίλογό του, καταλήγει ως ένα μέτριο horror φιλμ αφήνοντας στον θεατή μία αδιάφορη γεύση άβολου και τραγικού.