A Quiet Place Part 2 Review - Μια από τα ίδια ή όχι;

Silencio...
05 Ιουνίου 2021 19:20
A Quiet Place Part 2 Review - Μια από τα ίδια ή όχι;

Μετά από πολλές αναβολές λόγω της πανδημίας, το A Quiet Place Part II είναι επιτέλους εδώ. Στην μόλις δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα το 2018, ο John Krasinski, επιστρατεύοντας και την -σύζυγό του- Emily Blunt σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο, γνώρισε την επιτυχία με ένα ιδιαίτερο θρίλερ που προσδιοριζόταν κυρίως από το πρωτότυπο concept του και μια καλοκουρδισμένη σκηνοθεσία στις σκηνές αγωνίας. Τώρα, επιστρέφει στην καρέκλα του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου για να επεκτείνει την ιστορία και το σύμπαν του. Το ερώτημα λοιπόν είναι ξεκάθαρο: έχει αυτό το δεύτερο μέρος όντως κάτι ουσιαστικό να συνεισφέρει;

Κατά τη γνώμη μου, όχι και πολλά. Αλλά παραμένει ένα διασκεδαστικό και άκρως αγχωτικό ταξίδι. Η ταινία ξεκινάει ακριβώς μετά τα γεγονότα του πρώτου. Η οικογένεια, έχοντας χάσει πλέον τον πατέρα και το σπίτι της, αναζητεί αλλού καταφύγιο για να επιβιώσει. Κάπως έτσι, θα συναντήσει έναν παλιό της γνώριμο ο οποίος έχει βιώσει τον δικό του Γολγοθά όλον αυτόν τον καιρό, χάνοντας εντελώς την ελπίδα του. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, τον οποίο ενσαρκώνει εξαιρετικά -ως συνήθως- ο Cillian Murphy, είναι ο πιο ανεπτυγμένος και πολυδιάστατος απ’ όλους και αρκετά λογικά εξελίσσεται σε θεματικό άξονα της ταινίας.

Η απελπισία και ο πόνος που τον έχουν οδηγήσει σε παραίτηση, σε μια παθητική και μίζερη επιβίωση, έρχονται σε σύγκρουση με την άσβεστη ελπίδα της μικρής Regan για μια καλύτερη ζωή (υπέροχη η Millicend Simmonds για ακόμα μια φορά), η οποία προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να κρατήσει το πνεύμα του πατέρα της ζωντανό.

Η δουλειά στους χαρακτήρες θεωρώ ότι κυμαίνεται στα ίδια χλιαρά επίπεδα με το πρώτο, ίσως και χαμηλότερα. Η αδυναμία εδώ είναι ότι εκτός από αυτούς τους δύο που ανέφερα, οι υπόλοιποι χαρακτήρες, δεν μοιάζουν να έχουν κάποιο δικό τους αφηγηματικό ή θεματικό νήμα και απλά... “επιβιώνουν” στον κόσμο της ταινίας. Ευτυχώς, υποστηρίζονται και αυτοί από πειστικές ερμηνείες (Emily Blunt, Noah Jupe). Γενικότερα πάντως, αυτή τη φορά, η ιστορία δίνει έντονα την αίσθηση ενός μικρού κεφαλαίου μιας ευρύτερης αφήγησης και δεν αφήνει εντελώς την εντύπωση του “ολοκληρωμένου”, όπως άφηνε -σχετικά- ικανοποιητικά το πρώτο. Το κάπως βιαστικό τελευταίο κομμάτι και το απότομο τέλος ενισχύουν αυτό το συναίσθημα. Αλλά νομίζω αυτό προέρχεται και από την απροθυμία του να σταθεί έστω και για λίγο, να “ξαποστάσει” και να δώσει λίγες ευκαιρίες να αναδειχτεί λίγο περισσότερο ο κόσμος του.

Έτσι, το “άνοιγμα” που κάνει προς μια μεγαλύτερη κλίμακα είναι ευπρόσδεκτο, και οι ιδέες και οι λεπτομέρειες που έχουν σκαρφιστεί είναι κάτι που απολαμβάνω, αλλά θεωρώ ότι δεν είναι αρκετά πειστικό σε αυτόν τον τομέα. Δύο ταινίες μετά και ακόμα δεν νιώθω ότι τον “ξέρω” αυτόν τον κόσμο. Ίσως το ίδιο το concept να δυσκολεύεται εν τέλει να τον υποστηρίξει και η λίγο βαθύτερη αποτύπωση να του έκανε περισσότερο κακό παρά καλό, ίσως πάλι να έγινε και από επιλογή για να παραμείνει εστιασμένο στην βασική πλοκή “χωρίς ανάσα”. Εξάλλου, ο ρυθμός του είναι αδιαμφισβήτητα “σφιχτός”. Όπως και να έχει όμως, ένιωσα πως κάτι έλειπε.

Το μεγάλο ατού της ταινίας και ο ουσιαστικός λόγος ύπαρξής της είναι, όπως και στο πρώτο, τα αγωνιώδη σκηνικά που είναι σε θέση να στήσει μέσα στο ιδιαίτερο πλαίσιο του concept του. Η υπερβολή αλλά και κάποιες “βολικές” εξελίξεις, υπάρχουν αλλά αν δεν είστε από αυτούς που περνούν τα πάντα από ένα αυστηρό λογικό φίλτρο, δεν θα μείνετε εκεί. Δεν αξίζει να μείνετε εκεί κατ’ εμέ. Ξεχωρίζω με άνεση δύο ακολουθίες σκηνών, μια στη μέση και μια στο τέλος, που διαπρέπουν τόσο για την σκηνοθετική τους εκτέλεση όσο και για το ωραίο μοντάζ. Επειδή, πλέον, η αφήγηση χωρίζεται στα δύο, οι παράλληλες ιστορίες που εξελίσσονται, δένουν πολύ όμορφα σε αυτές τις σκηνές με τον τρόπο που είναι μονταρισμένες.

Τις παρακολούθησα κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα. Νομίζω μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό το αποτέλεσμα κατέχει η τρομερή δουλειά που έχει γίνει στον τομέα του ήχου. Όντας μια ταινία που η ησυχία παίζει σημαντικό ρόλο, ο τρόπος που την χειρίζεται, η λεπτομέρεια και ο τρόπος που εστιάζει στον εκάστοτε θόρυβο, πότε επιλέγει να βάλει μουσική και πότε όχι, πότε μας δίνει την “οπτική” της κωφής Regan και πότε όχι, είναι νομίζω στις πλείστες των περιπτώσεων, εύστοχα επιλεγμένα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω πώς ο ήχος εδώ, μαζί με την χρήση της μουσικής, είναι η “μισή” ταινία.

Εν ολίγοις λοιπόν, αν σας άρεσε η πρώτη ταινία, είναι δεδομένο πως θα περάσετε καλά και στη δεύτερη. Οι αρετές της, όπως και οι αδυναμίες της, είναι σχεδόν παρόμοιες. Οι ευρηματικές αγωνιώδεις καταστάσεις και η άψογή εκτέλεση της σε σκηνοθετικό και τεχνικό επίπεδο την κάνουν μια πολύ διασκεδαστική πρόταση. Από την άλλη, η υπερβολή, το άνισο χτίσιμο των χαρακτήρων και το απότομο τέλος της, δεν την αφήνουν να ανέβει επίπεδο. Μια συμπαθητική συνέχεια λοιπόν, που και να μην υπήρχε, δεν θα έλειπε σε κανέναν.