Midsommar Review - Τρόμος και παράνοια στην ηλιόλουστη Σουηδία

Τρεις οπτικές για την ταινία του Ari Aster
02 Σεπτεμβρίου 2019 13:12
Midsommar Review - Τρόμος και παράνοια στην ηλιόλουστη Σουηδία

Στέλλα Παπασαραφιανού

Πάει ένας χρόνος από τότε που η Διαδοχή προβλήθηκε στο σινεμά, και ο ταλαντούχος δημιουργός της, Ari Aster απ’ ό,τι φαίνεται δεν σταματά να ακολουθεί με ευλάβεια τα μονοπάτια του αγνού ψυχολογικού τρόμου, παραδίδοντάς μας φέτος την φρέσκια, φιλόδοξη δουλειά του, το Midsommar.

Στην εν λόγω νέα του συνεργασία με την A24, ο ανερχόμενος σκηνοθέτης έχει διαλέξει ως πρωταγωνιστές της ιστορίας του την σταρ του Lady Macbeth, Florence Pugh (The Little Drummer Girl, Outlaw King) και εκείνον του Strange Angel, Jack Reynor (What Richard Did, Macbeth).

Το συγκεκριμένο δίδυμο της υποκριτικής, υποδύεται τους ‘Dani’ και ‘Christian’, ένα νέο ζευγάρι το οποίο προσπαθεί να ξαναβρεί τους ρυθμούς του έπειτα από ένα τραυματικό βίωμα που τους συγκλονίζει, και ειδικά την κοπέλα. Οι ήρωες αποφασίζουν να αναθερμάνουν την μεταξύ τους σχέση που είχε αρχίσει ήδη νωρίτερα να εμφανίζει αρκετά προβλήματα με αυτά να επιδεινώνονται περισσότερο εξαιτίας και της πιο πρόσφατης κρίσης που έζησαν. Για να αλλάξουν κάπως παραστάσεις, οργανώνουν μία εξόρμηση στην ενδοχώρα της Σουηδίας ώστε να χαλαρώσουν κάπως στην μικρή επαρχιακή πόλη ενός φίλου τους εν όψει ενός δημοφιλούς τοπικού φεστιβάλ που διεξάγεται εκεί κάθε ενενήντα χρόνια, στα μέσα του καλοκαιριού. Η ανέμελη παραθέρισή τους ωστόσο, δεν αργεί να πάρει την μορφή μίας ζωντανής κόλασης και όλα αυτά μέσα στους κόλπους μίας βίαιης αίρεσης της οποίας θα βρεθούν δέσμιοι.

Το επιτελείο των ηθοποιών συγκροτούν όμως και οι: Will Poulter (Detroit), William Jackson Harper (The Good Place), Ellora Torchia (Broadchurch), Archie Madekwe (Teen Spirit) και ο Vilhem Blomgren.

Ο Ari Aster μέσα από τον κινηματογραφικό του φακό επιλέγει να μας αφηγηθεί έναν ιδιότυπο, αλληγορικό horror μύθο ενορχηστρώνοντας έτσι την δράση του ώστε να ανθίσει ένας ακόμη εφιάλτης που παίζει με τις πιο ευαίσθητες χορδές του θεατή σε συναισθηματικό και υπερβατικό επίπεδο.

Στην ταινία αυτήν το μακάβριο, το ανεξήγητο και το μυστηριώδες συνδυάζονται αριστοτεχνικά με το στοιχείο του απόκοσμου. Κάτι που αρχίζει ως μία γραφική περιήγηση στην εξοχή σύντομα καταλήγει σε μία συνταρακτική εμπειρία βίας, ψυχικής και σωματικής οδύνης στα χέρια μιας μυστικιστικής κοινότητας που φέρνει αντιμέτωπους τους ‘Dani’ και ‘Christian’ με την αληθινή φρίκη και τον παραλογισμό. Οι δυο τους και ορισμένοι από την συντροφιά τους θα χρειαστεί να παλέψουν για την ζωή τους απέναντι στην παγανιστική αυτήν λατρεία που κοντεύει να απορροφήσει ολοκληρωτικά έναν από αυτούς.

Και ενώ αρχικά ο δέκτης παρακολουθεί πανέμορφες, βουκολικές εικόνες από την γραφική ύπαιθρο στο εσωτερικό της Σουηδίας, σε λίγο ενδόμυχά του νιώθει μία σύγκρουση να φουντώνει, μία ένταση να τον καταλαμβάνει σιγά σιγά. Η ανησυχία αυτήν ανατροφοδοτείται από διάφορα επεισόδια που λαμβάνουν χώρα, και τα οποία συνέχει διαρκώς κάτι απροσδιόριστα παράδοξο και αδιόρατα σκοτεινό που σε βάζει σε επιφυλακή και για ό,τι άλλο έπεται αργότερα.

Να τονιστεί εδώ ότι ο Ari Aster έχει προτιμήσει μία παλέτα με πολύ έντονα χρώματα, σε σύγκριση με το Hereditary όπου κυριαρχούν οι σκούροι τόνοι. Η αξιοποίηση του φυσικού φωτισμού συμβάλει στο να αναδείξει την αντίθεση του κάλους των τοπίων του περιβάλλοντα χώρου με την αποτροπιαστική όψη των σκηνικών που μεσολαβούν καθώς προχωράει η πλοκή, ενώ η κατάσταση γίνεται ασθμαίνουσα σε αρκετές φάσεις.

Το φιλμ μπορεί να ξεκινάει ως ένα ήρεμο ταξίδι αναψυχής αλλά μοιάζει να εξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο θρησκευτικό τελετουργικό μέθεξης όπου η αγριότητά του πλασάρεται με ένα ανατριχιαστικά παράξενο μειδίαμα στα χείλη των κατοίκων του φαινομενικά ήσυχου αυτού οικισμού.

Ο καλλιτέχνης παραμένει πιστός στην πρόθεσή του να ενσωματώσει στο έργο του μπόλικους συμβολισμούς. Επιχειρεί να απομυθοποιήσει το οικοδόμημα μίας ιδεατής και απόλυτα φιλειρηνικής κοινωνίας όπου όλα δήθεν βαίνουν καλώς, διατυπώνοντας παράλληλα και το δικό του σχόλιο για την ανάγκη της πίστης στο θείο και πώς μέσα από τον φανατισμό κάτι τέτοιο μπορεί εύκολα να διαστρεβλωθεί και να καταστεί επικίνδυνο. Ταυτόχρονα, αφήνει διάπλατα ανοιχτή την πόρτα προς το άγνωστο και το ανεξερεύνητο, μέσα από την οποία περιδιαβαίνει ανεμπόδιστα και ο αντίστοιχος φόβος συνομιλώντας με το συνειδητό και το ασυνείδητο του ανθρώπου.

Η απειλή υποβόσκει πάντα αν σταθεί κανείς πιο παρατηρητικά στους διαλόγους που διαμείβονται και στα τεκταινόμενα που εναλλάσσονται, με τον παράγοντα του απρόβλεπτου και της ανατροπής να εντοπίζεται σε καίρια σημεία.

Η σκληρότητα κάποιων συμβάντων, ενίοτε διαπερνά με υπέρμετρη ωμότητα το project, με το γεγονός του θανάτου και δη της φρικαλέας απώλειας να είναι ένα από αυτά.

Μεταξύ άλλων, ο Ari Aster υφαίνει το κουβάρι της υπόθεσης έτσι ώστε η παράμετρος του αποκρυφισμού να έχει τον πρώτο λόγο εδώ και να μεταστοιχειώνεται σε μία νοσηρή πραγματικότητα ψευδαισθήσεων, εμμονών, παρορμήσεων, ηθικών διλημμάτων και κατώτερων ενστίκτων καταβροχθίζοντας λαίμαργα την ελεύθερη βούληση του ατόμου με αποκορύφωμα τον επίλογο. Η έννοια της ζωής, του χαμού και της αναγέννησης υποτίθεται ότι μετατρέπεται σε έναν σχεδόν αδιάκοπο χορό θερινού ηλιοστασίου που όμως σε μουδιάζει με την έκβαση που παίρνει κάθε τόσο.

Ομολογουμένως, αυτοί που ξεχώρισαν από το cast ήταν η Florence Pugh και ο Jack Reynor των οποίων οι ερμηνείες ήταν πράγματι πολύ αξιόλογες, με την πρώτη ιδιαίτερα να κερδίζει αβίαστα πολλά συγχαρητήρια για την ικανότητά της να μπαίνει τόσο πειστικά στο πετσί του ρόλου.

Τα κοντινά πλάνα, οι γωνίες λήψης της κάμερας αλλά και η σταδιακή απομάκρυνση της από τα πρόσωπα που πρωτοστατούν εν προκειμένω, συνηγορούν στην ατμοσφαιρική απόδοση των όσων διαδραματίζονται και των ψυχικών μεταπτώσεων των δρώντων. Στην υποβλητικότητα που διαμορφώνεται συνεισφέρει επιπλέον η φωτογραφία του Pawel Pogorzelski σε συνδυασμό με την μουσική επιμέλεια από τον Bobby Krlic.

Όταν πια συντελείται το φινάλε, και η τραγωδία αποκαλύπτεται στο εκατό τοις εκατό, το κοινό ενδέχεται να σοκαριστεί ή ακόμη και να στριφογυρίσει αμήχανα στο κάθισμά του με το όλο θέαμα. Άλλωστε ο Ari Aster με το αντισυμβατικό ψυχόδραμα Midsommar δεν εξαιρεί από τους στόχους του το να προκαλέσει, να εκμαιεύσει αντιδράσεις, ή και να αναστατώσει, αφήνοντάς σου χώρο να αποκωδικοποιήσεις με τις προσωπικές σου προσλαμβάνουσες ό,τι είδες στην παραζάλη ενός εορτασμού-αγώνα επιβίωσης και στο peak ενός κινηματογραφικού καύσωνα που συμπορεύεται με τον τρόμο.


Πρίτσκας Γιώργος

Μόλις έναν χρόνο μετά το αριστουργηματικό Hereditary, ο Ari Aster επιστρέφει με μια ταινία τόσο ιδιαίτερη που είναι δύσκολο να μην γοητευτείς, αν όχι σε όλα, τουλάχιστον σε ορισμένα επίπεδα. Το Midsommar δεν εμπίπτει ξεκάθαρα σε κάποιο είδος, ξεχωρίζει για τον γενικότερο τρόπο που ο Aster μεταχειρίζεται κάθε λογής προσδοκία εντός του φιλμ αλλά και χάρη σε έναν πυρήνα που μένει πάντα ριζωμένος στο ανθρώπινο δράμα. Το Midsommar είναι horror λοιπόν, αλλά, και δεν είναι. Όπως ακριβώς το Hereditary ήταν στην βάση του ένα οικογενειακό δράμα με περίπλοκες δυναμικές σχέσεων, έτσι και εδώ, η έμφαση βρίσκεται στον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας και στις σχέσεις των χαρακτήρων. Είναι μια ταινία χωρισμού και θρήνου με το περιτύλιγμα του folk-horror. Και αυτό το περιτύλιγμα δεν υπάρχει τόσο για να σε “πετάει” από την καρέκλα κάθε τρεις και λίγο όσο το να δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό, μια άβολη ατμόσφαιρα, έναν εφιάλτη που μοιάζει αναπόδραστος όσο εντείνεται από το πανταχού παρόν εκτυφλωτικό φως της ημέρας και τα έντονα, χαρωπά χρώματα.

Η “φωτεινή” παλέτα του δεν αργεί φυσικά να πάρει μια “αρρωστημένη” τροπή. Ο Aster μετουσιώνει την χαμένη/μπερδεμένη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας του σε ένα ταξίδι με αλλόκοτα ήθη και τελετουργίες μιας απομονωμένης μικρής κοινότητας στη Σουηδία και ο θεατής βυθίζεται στην “ανήσυχη” ψυχεδέλεια των εικόνων νιώθοντας το ίδιο ξένος, μπερδεμένος και ανασφαλής με τους χαρακτήρες. Διέξοδος φυσικά, δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει για την Dani (πρωταγωνίστρια) που νιώθει να πνίγεται από τον θρήνο, την σχέση της, τη ζωή της. Τουλάχιστον, μέχρι να κορυφωθεί το φιλμ σε ένα από τα πιο διεστραμμένα λυτρωτικά φινάλε των τελευταίων ετών. Μέχρι να φτάσουμε εκεί όμως, ταλαιπωρούμαστε. Γι’ αυτό και το τέλος λειτουργεί τόσο καλά. Το πιο εξαντλητικό είναι ότι η ταινία ξεκινάει με ένα σοκαριστικό πρώτο δεκάλεπτο μέσα σε εκ διαμέτρου αντίθετες αισθητικές συνθήκες: πόλη, σκοτάδι, χιόνι. Ασφυξία στο σκοτάδι δηλαδή, ασφυξία και στο φως. Αυτή η αντίθεση που τονίζει το αναπόδραστο και εντείνει την απελπισία, τουλάχιστον μέχρι το ανακουφιστικό φινάλε, μου θύμισε το Seven. Εκεί η δομή ήταν ανάποδη (από βροχή στο μεγαλύτερο μέρος, στο εκτυφλωτικό φινάλε) αλλά η ιδέα παρόμοια.

Οι ομοιότητες με το αριστούργημα του Fincher σταματούν εδώ φυσικά, καθώς το Midsommar είναι μια τυπική ιστορία νεαρής παρέας σε ξένο τόπο, όπου τα πάντα είναι γραφτό ότι θα πάνε στραβά, σε συνδυασμό με… μια break up movie. Η ταινία παίζει με τις συμβάσεις των ειδών, κυρίως για να δώσει έμφαση και να κατευθύνει τους θεατές στο δικό της θέμα. Έτσι, ο Aster δημιουργεί κλισέ χαρακτήρες (όπως ο φίλος που δείχνει την υποστήριξη που στερείται από την σχέση της η βασική πρωταγωνίστρια και μοιάζει ιδανικός σύντροφος) και καταστάσεις (ο αφελής αλαζόνας της παρέας που προσβάλει άθελά του την κοινότητα) αλλά αρνείται να δείξει οποιονδήποτε από τους φόνους, ενώ, ενστερνίζεται ανοικτά την εξέλιξη που όλοι υποπτευόμαστε.

Παίρνει την οικειότητα του θεατή με τις συμβάσεις και του την γυρνάει μπούμερανγκ. Νιώθεις ότι το έχεις ξαναδεί αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο. Όπως ένα όνειρο μοιάζει με την πραγματικότητα αλλά με μια εντελώς “ρευστή”, ασύνδετη αίσθηση. Αυτό νομίζω είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του Midsommar. Η “άβολη” ατμόσφαιρά του εισχωρεί αργά μέσα σου και εντυπώνεται σαν αχνή αλλά μόνιμη στάμπα. Γι’ αυτό και εν τέλει, είμαι διατεθειμένος να παραβλέψω την απότομη πτώση του ρυθμού που έρχεται περίπου στα μέσα της διαδρομής. Ο Aster θέλει να βυθίσει τον θεατή αργά και να προσδώσει μια αληθοφάνεια και πειστικότητα στις συνήθειες της κοινότητάς του. Μάλιστα, το αρχικό cut της ταινίας ανερχόταν στις τρεις ώρες και σαράντα λεπτά. Οπότε οι δύο ώρες και είκοσι επτά λεπτά που διαρκεί τελικά, φαίνεται πως ήταν τα απολύτως απαραίτητα σύμφωνα με τους στόχους του σκηνοθέτη.

Τέλος, θέλω να σταθώ σε δύο ακόμα κομβικά σημεία. Αρχικά, στην εξαιρετική Florence Pugh που ενσαρκώνει στην εντέλεια την ευάλωτη, μπερδεμένη και καταβεβλημένη ψυχολογικά Dani που παλεύει να μείνει συγκροτημένη και έπειτα στην πολύ εύστοχη γραφή του Aster που καταφέρνει να αποτυπώσει τις μικρές στιγμές αμηχανίας και αλλοτρίωσης σε σχέσεις υπό κατάρρευση. Τόσο στην κεντρική ερωτική σχέση όσο και της παρέας. Αυτή είναι η πολύ σημαντική αφετηρία της συναισθηματική φθοράς του θεατή γιατί πηγάζει από πολύ “αληθινές” καταστάσεις που όλοι αναγνωρίζουμε σε ανθρώπινο επίπεδο. Ολοκληρώνοντας λοιπόν, αν του δώσεις την προσοχή και τον χρόνο, το Midsommar θα σε πάει σε ένα πολύ αλλόκοτο ταξίδι, από αυτά που αφήνουν μέσα σου ένα έντονο αόριστο συναίσθημα παρά συγκεκριμένες ιδέες ή εικόνες. Όπως οι χειρότεροι εφιάλτες.  


 Αντώνης Παυλίδης

Η Dani και ο Christian είναι ένα νεαρό ζευγάρι από την Αμερική, του οποίου η σχέση είναι υπό διάλυση, όμως, μετά από μία οικογενειακή τραγωδία που ταράζει την νεαρή κοπέλα, το πένθος τους φέρνει και πάλι κοντά. Μαζί με φίλους αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην Σουηδία για ένα μοναδικό στο είδος του φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα το μεσοκαλόκαιρο σε ένα απομονωμένο χωριό. Αυτό που ξεκινάει σαν μία ανέμελη καλοκαιρινή περιπέτεια σε ένα ηλιόλουστο καταφύγιο, παίρνει νοσηρή τροπή, όταν οι κάτοικοι του χωριού προσκαλούν τους καλεσμένους να συμμετέχουν σε εορτασμούς που μεταμορφώνουν αυτόν τον παράδεισο σε ένα όλο και πιο ανησυχητικό και ενοχλητικό μέρος.

Στο σενάριο αλλά και στην σκηνοθεσία της ταινίας έχουμε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ari Aster με τους ηθοποιούς Florence Pugh, Jack Reynor, William Jackson, Will Poulter και Vilhelm Blomgren. Ο Ari Aster έκανε το μεγάλο μήκους κινηματογραφικό του ντεμπούτο  πέρυσι με την καλύτερη ταινία τρόμου της χρονιάς, το Hereditary, με τους Toni Collette, Alex Wolff, Milly Shapiro, Ann Dowd και Gabriel Byrne.

Από τα πρώτα του βήματα στον κινηματογραφικό χώρο, ο Aster μας δείχνει πως θα μπορούσε να κάνει αποκλειστικά ταινίες τρόμου επικεντρωμένες στον ανθρώπινο πόνο αλλά και στις πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, το ίδιο αποτελεσματικά. Επιπλέον, έχουμε καταλάβει πως του αρέσει να βάζει τον θεατή σε ένα απίστευτα ατμοσφαιρικό περιβάλλον με αργούς ρυθμούς στην πλοκή και στην συνέχεια να τον επιβραβεύει με σκηνές που θα του μείνουν στο μυαλό για αρκετό καιρό. Αυτό το ύφος και αυτή η δομή σεναριακά υπάρχει και στην δεύτερη του ταινία εστιάζοντας στις δυσκολίες του ζευγαριού και στους τρόπους ψυχολογικής αποσυμπίεσης της νεαρής κοπέλας έπειτα από το τραγικό συμβάν.

Όπως και το Hereditary έτσι και το Midosmmar, οπτικά είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικό με την υποβλητική φωτογραφία που καταφέρνει και αιχμαλωτίζει υπέροχα το καλοκαιρινό σκηνικό του απομονωμένου σουηδικού ηλιοστασίου. Ένα άλλο κοινό στοιχείο που συναντάμε και στις δυο του ταινίες είναι, ο εσωτερικός τρόμος που δημιουργεί στους θεατές αλλά και τα κατάλληλα gory ξεσπάσματα που απαιτεί το είδος. Επίσης, όπως η ανατριχιαστική απόδοση της Toni Collette στο Hereditary έτσι και εδώ, έχουμε την εξίσου καλή ερμηνεία της Florence Pugh. Το γεγονός αυτό μας δείχνει την επιτυχία του Aster να αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του αλλά κυρίως από τις πρωταγωνίστριες του.

Το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας είναι η τυποποιημένη της πλοκή. Δυστυχώς, έχουμε δει όλοι αμέτρητες ταινίες με μία παρέα ανθρώπων που παίρνουν την απόφαση να πάνε μια εκδρομή σε ένα μακρινό μέρος και στο τέλος να τους συμβαίνει κάτι κακό. Σε αντίθεση με το Hereditary το οποίο ήταν απρόβλεπτο με κάθε έννοια, εδώ γνωρίζουμε από την αρχή πως το στοιχείο της έκπληξης αφηγηματικά δεν πρόκειται να υπάρξει. Η υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια ταινία, ο αργός ρυθμός της αλλά και η τυποποιημένη της δομή στην πλοκή, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα κουράσει κάποιους από εσάς.

Βρείτε την ταινία στο IMDB.