Us Review

Ο Jordan Peele επιστρέφει με έναν αλληγορικό εφιάλτη για γερά νεύρα
25 Μαρτίου 2019 11:55
Us Review

Στέλλα Παπασαραφιανού

Δύο χρόνια μετά το καθηλωτικό Get Out, ο βραβευμένος από την Ακαδημία, δημιουργός και σεναριογράφος, Jordan Peele δεν ξεστρατίζει εύκολα το μονοπάτι του αγνού ψυχολογικού τρόμου συνδυασμένου με έντονες κοινωνικοπολιτικές συνδηλώσεις. Έχοντας αναγνωριστεί σε αξιόλογο εκπρόσωπο του είδους χάρη σε αυτήν του την δουλειά που ανέδειξε την κοφτερή του ματιά και την ιδιαίτερη σκηνοθετική του μανιέρα, πλέον μας παραδίδει το Us.

Πρόκειται για μία ιδιαίτερη κινηματογραφική αφήγηση με αναφορές και από το επεισόδιο «Mirror image» (1960) του επιτυχημένου σόου The Twilight Zone, το reboot του οποίου θα φιλοξενήσει φέτος στο CBS ο Peele, στα χνάρια του θρυλικού Rod Serling.

Όσον αφορά το cast του Us κεντρικούς ρόλους ανέλαβαν οι πρωταγωνιστές του Black Panther, Winston Duke (Avenger: Infinity War, Person of Interest, Modern Family) και Lupita Nyong’o (12 Years a Slave) ενώ με την σειρά της, υποκριτικά τους πλαισιώνει και η Elisabeth Moss από το μεταποκαλυπτικό δράμα The Handmaid's Tale.

Ο ίδιος ο Peele που εδώ μεταξύ άλλων, επωμίζεται και καθήκοντα παραγωγού μέσω της εταιρείας του, Monkeypaw Productions, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Entertainment Weekly: «Για το 2ο φιλμ μου, ήθελα να δημιουργήσω μία μυθοπλασία με τέρας. Ήθελα να κάνω κάτι πολύ πιο σταθερό στο είδος του τρόμου αλλά που εξακολουθεί να κρατιέται από την αγάπη μου για ταινίες που είναι ανατρεπτικές αλλά συνάμα και διασκεδαστικές».

Για να επιτευχθεί αυτό, ο Peele συμβούλεψε την Nyong’o να παρακολουθήσει μία συγκεκριμένη λίστα φιλμ ώστε να «μοιράζονται μία κοινή γλώσσα μεταξύ τους» κατά τα γυρίσματα, οπότε της συνέστησε να δει τα: Dead Again, The Shining, The Babadook, It Follows, A Tale of Two Sisters, The Birds, Funny Games, Martyrs, Let the Right One In, και το The Sixth Sense.

Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν, η όλη πλοκή τοποθετείται στο σήμερα και εστιάζει σε δύο ζευγάρια, το ένα λευκών, δηλαδή της οικογένειας ‘Tyler’ (Elisabeth Moss & Tim Heidecker), και το άλλο έγχρωμων, της ‘Adelaide’ και του ‘Gabe’ Wilson (Lupita Nyong’o & Winston Duke). Η ‘Adelaide’ και ο ‘Gabe’ ξεκινούν την παραθέρισή τους μαζί με τα παιδιά τους στο εξοχικό όπου έζησε εκείνη όταν ήταν κοριτσάκι, στην ακτή της Βόρειας Καλιφόρνιας. Κάποια μέρα στην παραλία θα ανταμώσουν με τους γείτονές τους, τους ‘Tylers’.

Η ‘Adelaide’ η οποία στοιχειώνεται από ένα οδυνηρό ψυχικό τραύμα βασανιζόμενη από τις αλγεινές μνήμες που της άφησε, αρχίζει να γίνεται ολοένα πιο παρανοϊκή ότι κάτι δυσοίωνο θα συμβεί στους οικείους της. Μόλις πέφτει το σούρουπο, οι ‘Wilsons’ βλέπουν τέσσερις περίεργες σιλουέτες να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου ενώ στέκονται αμίλητοι στο κάτω μέρος από το δρομάκι της κατοικίας τους.

Το επιτελείο των ηθοποιών συγκροτούν επίσης οι: Yahya Abdul-Mateen II (Aquaman), Anna Diop (24: Legacy), Shahadi Wright Joseph, Evan Alex, Madison Curry, Cali Sheldon, Noelle Sheldon και ο Tim Heidecker.

Με το καινούργιο αυτό εγχείρημα ο Peele παραμένει πιστός στην πρόθεσή του να διατυπώσει εύστοχα και με κατάλληλες δόσεις σοκ τα δικά του σχόλια πάνω στα κακώς κείμενα που συνθέτουν το μοντέρνο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι των Η.Π.Α. Καταρχάς, σε αυτό συνηγορεί η ίδια η αμφισημία που ανιχνεύεται ως προς την επιλογή του τίτλου του φιλμ. Εξασφαλίζεται έτσι η διττή του ανάγνωση από μεριάς του κοινού, αλλά υπογραμμίζεται παράλληλα και η απουσία του όρου «οι Άλλοι» που συμπληρώνει νοερά το αντιθετικό ζεύγος που εισάγει το «Εμείς».

Με την καυστικά παιγνιώδη αυτή διάθεση ο σκηνοθέτης πλάθει μία ιστορία που καταδεικνύει πόσο διχασμένη εξακολουθεί να παραμένει η χώρα που γέννησε το λεγόμενο «αμερικανικό όνειρο», παραδομένη σε φανταχτερές αντανακλάσεις και ενθυμήσεις του, στην εσωστρέφεια, την ανασφάλεια, τις χρόνιες αγκυλώσεις της, και την επιλεκτική της τύφλωση απέναντι σε ακανθώδη επίκαιρα και διαχρονικά ζητήματα.

Όμως εδώ ακριβώς είναι που μεσολαβεί και μία σχεδόν βάναυση αφύπνιση συνείδησης από την αυτοπροστατευτική βολή της αποστασιοποίησης. Αυτή την φορά, οι εχθροί των κύριων δρώντων μοιάζουν όπως η πιο νοσηρή εκδοχή του ειδώλου τους σε καθρέφτη. Φέρουν μία απροσδιόριστα μακάβρια και ζοφερή αύρα η οποία λόγω της εκπληκτικής εξωτερικής ομοιότητάς τους με τους ενοίκους του σπιτιού φαντάζει ακόμη πιο ανατριχιαστική. Οι εισβολείς-σωσίες των ιδιοκτητών εμφανίζονται από το πουθενά σαν σκοτεινά alter ego τους, ζωντανεύοντας τον πιο φρικτό εφιάλτη των ανυποψίαστων ανθρώπων που καλούνται να αμυνθούν παλεύοντας για την ζωή τους. Το αλλόκοτο βλέμμα τους, οι κινήσεις του σώματός τους και η βίαιη επιβολή τους προαναγγέλλει μονάχα την αρχή για μία αλληλουχία αποκαλύψεων και γεγονότων που προειδοποιούν τον θεατή να φυλάει τα νώτα του.

Η πολλά υποσχόμενη αυτήν αλληγορία που αποτυπώνεται στο πανί της μεγάλης οθόνης δίνει έμφαση σε μία κανονικότητα που απ’ την μια στιγμή στην άλλη ολισθαίνει επικίνδυνα, κινδυνεύοντας να συμπαρασύρει μαζί της στο χάος ό,τι έδειχνε καλώς τακτοποιημένο. Όμως εξαρχής καθίσταται σαφές ότι τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Η ψευδαίσθηση του φυσιολογικού υποχωρεί βαθμιαία κάτω από το βάρος μίας αμείλικτης πραγματικότητας και πετάει τους ήρωες με ορμή έξω από τα νερά της ασφάλειάς τους. Τα άτομα που κηρύττουν πόλεμο έναντι των ‘Wilson’ έχουν βαλθεί να πετύχουν τον σκοπό τους και δεν θα σταματήσουν έως ότου αυτό γίνει.

Τόσο το όλο θέαμα όσο και το σφιχτό, ευρηματικό του σενάριο αποτελούνται από αλλεπάλληλες συμβολικές επιστρώσεις συνδυάζοντας ταυτόχρονα και τον παράγοντα της έκπληξης. Από τα τεκταινόμενα που εκτυλίσσονται και τα συνακόλουθα νοήματα που απορρέουν από αυτά, ξεχωρίζει το άνευ επιτηδευμένου ή στείρου διδακτισμού μήνυμα που ψέγει την ατζέντα του εμμονικά προσκολλημένου Donald Trump να περιχαρακώσει πίσω από τσιμεντένια τείχη τον λαό που κυβερνά. Είναι προφανής η κριτική που ασκείται στο σημείο αυτό δεδομένου ότι ο 45ος  Αμερικανός Πρόεδρος χρησιμοποιώντας τον παραμορφωτικό φακό του δίπολου «Εμείς-Αυτοί», φιλοδοξεί να νομιμοποιεί τις δικές του πολιτικές και «σταυροφορίες» απέναντι στην υποτιθέμενη απειλή που συνιστά ο γειτονικός «Άλλος».

Τα κοντινά πλάνα του σκηνοθέτη στα πρόσωπα της δράσης, η διεύθυνση φωτογραφίας από τον Mike Gioulakis και η μουσική επιμέλεια του soundtrack από τον Michael Abels με την προσθήκη του remix ενός πολύ δημοφιλούς hip hop κομματιού (!...) οπωσδήποτε συντείνουν στην υποβλητικότητα του project.

Η Lupita Nyong’o κερδίζει αβίαστα τις εντυπώσεις ως προς την ερμηνεία της, δίνοντας πάντα μέσα από τον διπλό της ρόλο τις κατευθυντήριες γραμμές πάνω στις οποίες ξετυλίγεται ο μίτος της υπόθεσης, με τον Winston Duke να εκτονώνει ενίοτε την βαριά ατμόσφαιρα και την ένταση που χτίζεται με ορισμένες ανακουφιστικές ανάσες χιούμορ.

Ο Peele κάνει αυτό του το έργο συνομιλήσει με το προηγούμενο, μέσω μίας χαρακτηριστικής σκηνής που παραπέμπει κατευθείαν στο Τρέξε και αποδίδεται ο ίδιος τρόμος που παραλύει κάποιον αφήνοντάς τον μουδιασμένο και εμβρόντητο.

Ο επίλογος του Us επισφραγίζεται με ένα ενδιαφέρον και αρκετά επιδέξιο μανουβράρισμα ανατροπής για το οποίο δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι βάζει την τελευταία πινελιά σε ένα δημιούργημα -τίμιο διάδοχο του Get Out- μεστό σε εναλλαγές της κανονικής και της ανεστραμμένης όψης των πραγμάτων της εποχής μας.

Πρίτσκας Γιώργος

Μετά την τεράστια επιτυχία του Get Out, ο Jordan Peele επιστρέφει με ένα horror film τόσο φιλόδοξο που, σε σημεία, φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό του. Αυτό που έκανε το Get Out να ξεχωρίζει στο είδος ήταν η ακρίβεια με την οποία σατίριζε, με έναν εφιαλτικό τρόπο, τις ριζωμένες ακόμα στα θεμέλια της κοινωνίας των Η.Π.Α., φυλετικές δυναμικές. Την υποκρισία και τον κρυφό ρατσισμό της “υψηλής”, “πολιτισμένης” τάξης. Ήταν απόλυτα εστιασμένο θεματικά και “χειρουργικά” εκτελεσμένο. Κάτι, που μετά από αυτήν την πρώτη θέαση, ένιωσα πως έλειπε από το Us. Είναι δεδομένο πως η ταινία δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μόνο ως αλληγορία.

Οποιαδήποτε απόπειρα κυριολεκτικής ανάγνωσης ενός τόσο παράλογου σεναρίου πέφτει σε μεγάλα νοηματικά κενά, γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση που ο Peele μπαίνει στην διαδικασία να εξηγήσει ακριβώς “τι” και “πώς”, κατά τη γνώμη μου, αποδυναμώνοντας την εφιαλτική υπόσταση της ταινίας.  Παρόλα αυτά, είναι δεδομένο πως κινείται σχεδόν απόλυτα στη σφαίρα του συμβολικού. Αυτό από μόνο του φυσικά δεν είναι κακό, αλλά, η συχνά πομπώδης και κραυγαλέα συμβολική αποτύπωση, της προσδίδει ενίοτε μια “φτηνή” χροιά. Σαν ένα καλογυαλισμένο b-movie που βρίθει ιδεών και η δίψα του δημιουργού της να πει κάτι “σημαντικό” ξεπετάγεται από παντού. Αλλά ούτε κι αυτό είναι απαραίτητα κακό κατά τη γνώμη μου. Όπως έχω ξαναπεί, προτιμώ να έχεις κάτι να πεις και ας κινδυνεύεις να φανείς “δήθεν” παρά το αντίθετο.

Το παιχνίδι των συμβολισμών είναι δύσκολο και απαιτεί λεπτότητα που πολλές φορές δεν κατέχει ο Peele ή δεν ενδιαφέρεται να ακολουθήσει. Ξαναλέω, κανένα πρόβλημα. Εξάλλου μιλάμε για είδος σινεμά που έχει τις δικές του συμβάσεις και τον δικό του πιο εξωστρεφή κώδικα. Το μόνο σοβαρό θέμα της ταινίας για μένα, εντοπίζεται στην απουσία αυτής της ξάστερης θεματικής διαύγειας που είχε το Get Out. Μπορείς να το ερμηνεύσεις κοινωνικά, ως μια πάλη ανάμεσα στους κοινωνικά προνομιούχους και τους κατατρεγμένους, αλλά και προσωπικά, ως μια εσωτερική πάλη ανάμεσα στον “πολιτισμένο” και τον “βάρβαρο”/υποσυνείδητο/ σκοτεινό εαυτό μας, αλλά, καμία από αυτές τις δύο ερμηνείες δεν υποστηρίζεται απόλυτα από την ταινία και αυτό δημιουργεί μια σύγχυση. Δηλαδή ενίοτε ταιριάζει περισσότερο η πρώτη, ενίοτε η δεύτερη.

Νομίζω πως το μεγαλύτερο κακό γίνεται από το ανατρεπτικό τέλος του, που κατά τη γνώμη μου δυναμώνει την πρώτη “κοινωνική” ανάγνωση αλλά αποδυναμώνει τη δεύτερη που υποστηρίζεται εξίσου σταθερά σε όλο το φίλμ, ενώ γεννώνται και νέα ερωτήματα. Το αποτέλεσμα με άφησε λίγο μπερδεμένο, λίγο “φλου” και όσο περισσότερο το σκεφτόμουν μετά, έπεφτα σε ορισμένα ερμηνευτικά αδιέξοδα. Ίσως ο Peele να το ήθελε αυτό.

Να ήθελε να προκαλέσει αντίδραση στον θεατή και να τον προκαλέσει να το ξαναδεί. Και για να είμαι ειλικρινής μια δεύτερη (και τρίτη ίσως) φορά επιβάλλεται για να βγει οριστικό πόρισμα. Ωστόσο, εγώ το είδα μία και δεν μπορώ να αρνηθώ πως σε αυτή τη πρώτη θέαση, ένιωσα σαν ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης να ρίχνει “δίχτυ” και ό,τι πιάσει, θεματικά. Ό,τι σε τρομάζει περισσότερο. Όπως το διαβάσεις.

Πέρα από αυτά, στο “κατασκευαστικό” κομμάτι της, η ταινία είναι φανταστική. Από τα σεναριακά set ups που πάντα “ξεπληρώνονται” στην πορεία, τον εκπληκτικό ήχο, την μουσική, τα φοβερά κάδρα, το μοντάζ. Ο Peele είναι ένας δημιουργός που δίνει μεγάλη έμφαση στις λεπτομέρειες και αυτό εξυψώνει κάθε ταινία του. Επίσης, είναι αδύνατον να μην γίνει λόγος για την εκπληκτική Lupita Nyong’o που αποτελεί με την διπλή ερμηνεία της τον συναισθηματικό πυρήνα όλης της ταινίας. Καταλήγοντας, είδα το Us με κομμένη την ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι σίγουρα πιο “horror” από το Get Out και, από σκηνή σε σκηνή, μια υπέροχα καλοφτιαγμένη ταινία. Ωστόσο, το μπέρδεμα που μου δημιούργησε ως προς την ευρύτερη θεματική της, με κάνει να επιφυλάσσομαι για οριστικό πόρισμα, τουλάχιστον μέχρι να την ξαναδώ. 

Αντώνης Παυλίδης

Η καινούργια ταινία του σκηνοθέτη Jordan Peele, Us, μας διηγείται την ιστορία μίας φυσιολογικής οικογένειας με την μητέρα (Lupita Nyong'o – Όσκαρ Β’ Γυναικείου για το 12 Years a Slave) και πατέρα (Winston Duke – Black Panther) να επισκέπτονται με τα παιδιά τους το παραθαλάσσιο εξοχικό τους για να περάσουν ανέμελα χρόνο μαζί με φίλους. Όταν όμως η νύχτα πέφτει στο πρώτο τους βράδυ στο ειδυλλιακό αυτό περιβάλλον, η ηρεμία και η γαλήνη μεταστρέφεται γρήγορα σε έντονο χάος ύστερα από την ύπαρξη μίας απρόσκλητης οικογένειας η οποία εμφανίζεται μέσα στο σκοτάδι μπροστά στην αυλή τους.

Ας προσπαθήσουμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως. Η υπόθεση μας μεταφέρει αρχικά στο 1986 και στην παραδεισένια παραλία της καλιφορνέζικης Santa Cruz. Εκεί η μικρή Adelaide θα περιπλανηθεί μακριά από την επίβλεψη των γονιών της και θα καταλήξει μέσα σε ένα «μαγικό σπίτι»  ενός λούνα παρκ γεμάτο καθρέφτες όπου και θα βιώσει μια τρομακτική εμπειρία αντικρίζοντας κάτι παραπάνω από την αντανάκλασή της. Τρεις δεκαετίες μετά, πάντα σοκαρισμένη από την ανάμνηση του συμβάντος, θα επιστρέψει στην παραλία με τον άντρα της, τα δύο παιδιά τους κι ένα φιλικό ζευγάρι. Η τραυματική εμπειρία που έζησε στα παιδικά της χρόνια, εννοείται πως την ακολουθεί και την βασανίζει μέχρι και τώρα, δείχνοντας έντονα σημάδια πως δεν κατάφερε ποτέ να την ξεπεράσει.

 Στη δεύτερη και πολύ πιο φιλόδοξη από την πρώτη του απόπειρα πάνω στο πολιτικοποιημένο είδος του ψυχολογικού τρόμου, ο Jordan Peele μάς προσφέρει ένα εφιαλτικό όραμα της αμερικανικής κοινωνίας όπου ο χειρότερος εχθρός της δεν είναι κανένας άλλος παρά ο ίδιος της ο εαυτός. Κυριολεκτικά όμως. Στο Us, οι ήρωες μας έρχονται αντιμέτωποι με τον κακό τους εαυτό έχοντας σάρκα και οστά, τους γνωστούς από αστικούς αρχαίους μύθους, doppelgangers. Όντα δηλαδή, σχετικά όμοια ή ακόμα και με τα ακριβώς ίδια χαρακτηριστικά με άλλους ζωντανούς οργανισμούς όπου τις περισσότερες φορές εμφανίζονται σαν φαντάσματα και θεωρούνται προάγγελοι κακής τύχης.

Οι μουσικές επιλογές στα opening credits του Peele, πλέον έχουν γίνει λατρεμένη συνήθεια βάζοντας τον θεατή απευθείας στο κλίμα που θα ακολουθήσει στην ταινία. Στο Get Out είχε χρησιμοποιηθεί το μυσταγωγικό  Sikiliza Kwa Wahenga, ενώ στο Us ακούμε το πιο οπερικό Anthem, αισθανόμενος την παράνοια που θα ζήσεις από τα γεγονότα που έρχονται. Τα δύο αυτά μουσικά κομμάτια είναι απλά ένα παράδειγμα πως τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη στους κόσμους που δημιουργεί ο Peele. Τα πάντα βρίσκονται εκεί για να εξυπηρετήσουν την έκβαση της ιστορίας αλλά και των χαρακτήρων. Από το λογότυπο στην μπλούζα της μικρής ακόμα Adelaide  από το άλμπουμ Thriller του Michael Jackson μέχρι τα διαφημιστικά σποτάκια στην τηλεόραση.  

Όσο αφορά την ανατροπή και τον τρόπο διαχείρισης της, ο Peele και πάλι παίζει με το μυαλό και την λογική σου, μόνο που αυτή την φορά σου δίνει περισσότερα στοιχεία και την περιμένεις να έρθει από την αρχή της ταινίας. Το έχεις δει μέσα σου, το περιμένεις, το θέλεις να έρθει με τον τρόπο που το έχεις φανταστεί και όταν πραγματικά έρχεται αλλάζουν τα πάντα και ολόκληρη η ταινία αποκτάει διαφορετικό νόημα και γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή και άρρωστη. Υπάρχουν δύο τρόποι για να ικανοποιήσεις το κοινό σου με ένα αποτελεσματικό plot twist και ο Peele έχει χρησιμοποιήσει και τους δύο με μεγάλη επιτυχία και στις δυο του ταινίες οι οποίες μάλιστα θεωρώ πως συμβαίνουν στο ίδιο σύμπαν. Ίσως όμως και να κάνω λάθος, μένει να το δούμε στην πορεία.

Αξίζει να πω και μερικά λόγια για την απίστευτη ερμηνεία της Lupita και ο τρόπος που ζει τον διπλό ρόλο της. Προσωπικά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της, η οποία, επίσης με μικρές κρυφές κινήσεις του σώματος της αλλά και εκφράσεις του προσώπου της, αποκαλύπτει τόσα πολλά για το τραύμα της αλλά και για το πώς πρόκειται να αντιδράσει στην κόλαση που θα ζήσει η οικογένεια της. Κάτι ξέρει που εμείς δεν ξέρουμε ή είναι απλά μία υπερβολική μητέρα που βλέπει παντού συμπτώσεις; Υπάρχουν σκηνές κάτι παραπάνω από εξαιρετικές στις οποίες συμμετέχει αλλά θα αποφύγω να αναφερθώ σε αυτές λόγο spoilers. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως το πειραγμένο και εμφανώς πιο σκοτεινό I got 5 on It των Luniz ακούγεται στην ίσως καλύτερη στιγμή της ταινίας.

Κλείνοντας θέλω να πω ότι αυτό το νέο είδους τρόμου που μας έχει παρουσιάσει ο Jordan Peele μου θυμίζει τις εποχές που περιμέναμε όλοι για την καινούργια ταινία του M. Night Shyamalan ο οποίος δυστυχώς χάθηκε μέσα στην υστεροφημία και στα δικά του εμπορικά λάθη. Νιώθω πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί στην περίπτωση του Peele. Έχει πολλά ακόμα να δώσει στις ταινίες τρόμου, φαίνεται ενθουσιασμένος και άνετος σε αυτού του είδους τις ταινίες και νιώθω πως το αντισυμβατικό του μυαλό θα συνεχίσει να μας χαρίζει όχι μόνο ποιοτικές ταινίες τρόμου αλλά και καλό και υψηλό σε τεχνικό επίπεδο κινηματογράφο.

Βρείτε την ταινία στο IMDB.