Το τελευταίο σημείωμα - Movie Review

Ένας ύμνος προς τη ζωή, αποτυπωμένος με τον γραφικό χαρακτήρα της ελευθερίας
24 Οκτωβρίου 2017 09:19
Το τελευταίο σημείωμα - Movie Review

Στις 16 Οκτωβρίου του 2017, "Το τελευταίο σημείωμα" του Παντελή Βούλγαρη άφησε με "χρυσά γράμματα" την δική του ιστορία επάνω στο πανί της μεγάλης οθόνης. Η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο Ολύμπιον μέσα στα πλαίσια ενός προπαρασκευαστικού εορταστικού γεγονότος εν όψει και του μεγάλου θεσμού της 58ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που θα διεξαχθεί από τις 2 έως τις 12 Νοεμβρίου. Την εκδήλωση αυτή, την οποία και εγώ παρακολούθησα μετά από πρόσκληση της Cosmote TV, συντόνισε ο διευθυντής του καλλιτεχνικού προγράμματος, Ορέστης Ανδρεαδάκης.

Έχουν παρέλθει κιόλας τέσσερα έτη έπειτα από την αριστουργηματική Μικρά Αγγλία του καταξιωμένου δημιουργού ο οποίος εδώ και χρόνια καταθέτει με μοναδικό τρόπο τα διαπιστευτήριά του στον χώρο της 7ης Τέχνης. Αυτή τη φορά ο εμβληματικός Έλληνας σκηνοθέτης μας  διηγείται ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του σύγχρονου ιστορικού αφηγήματος του λαού μας, το οποίο αφορά την μαζικότερη εκτέλεση που συνέβη ποτέ στην Ελλάδα, λαμβάνοντας  χώρα την 1η Μαΐου του 1944 στο Χαϊδάρι από τις ναζιστικές δυνάμεις. Ο τελικός απολογισμός: 200 νεκροί. Κανείς λιπόψυχος.

Ο κεντρικός άξονας του έργου περιστρέφεται γύρω από τον  Ναπολέοντα Σουκατζίδη (Ανδρέας Κωνσταντίνου), έναν 34χρονο πολυμαθή άνδρα με κρητικές και μικρασιατικές ρίζες που εκδιώχθηκε και φυλακίστηκε για τις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις ήδη από το 1936, καταλήγοντας έγκλειστος στο κέντρο κράτησης του Χαϊδαρίου το οποίο διηύθυνε ο διοικητής στρατεύματα των SS, Carl Fischer (André M. Hennicke). Ο τελευταίος υποχρεώνει τον Σουκατζίδη να επιτελεί καθήκοντα διερμηνέα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης για τις ανακρίσεις και την μεταφορά διαταγών στους φυλακισμένους. Κάθε μέρα ο Ναπολέων είναι αναγκασμένος να μεταβιβάζει τα 'θέσφατα' του Γερμανού αξιωματικού στους αποστάτες συμπατριώτες του, να λειτουργεί ενίοτε ως ξεναγός του αρχαιολάτρη λοχαγού και να μεταφράζει στον δυνάστη του κάθε πληροφορία που αποσπάται από τους κρατουμένους δια της βίας.

Ο παραλογισμός και η αναλγησία των τυραννικών στρατευμάτων αποδίδονται με αφοπλιστικό ρεαλισμό. Ο Σουκατζίδης καλείται να παίξει τον ρόλο του μάρτυρα σε βασανιστήρια, βίαια ραπίσματα, εξευτελισμούς και παντός είδους απηνείς  τιμωρίες. Οι τέσσερις τοίχοι των ασφυκτικά γεμάτων θαλάμων που χρησιμεύουν σαν υπνωτήρια για τους αιχμαλώτους του Fischer, άλλοτε είχαν ακούσει βαρείς αναστεναγμούς, ευσεβείς πόθους, σχέδια  και ευχές για την νίκη, και άλλοτε είχαν ποτίσει με βουβό πόνο, με ανυπομονησία για την  λύτρωση, για την στιγμή που οι δεσμώτες θα έσπαγαν τις αλυσίδες του κατακτητή και θα ανάπνεαν και πάλι το οξυγόνο της λευτεριάς. Και εκεί που έλεγες πως ο φόβος, η ανάγκη και η αβεβαιότητα στένευαν απειλητικά την κάμαρα τους, όλο και πάλι η ελπίδα, η φιλία και η αλληλοϋποστήριξη θέριευε την όρεξη για ζωή και την λαχτάρα για το σμίξιμο με τους δικούς τους.

Η μόνη ανακουφιστική παρηγοριά του Σουκατζίδη, είναι οι ολιγόλεπτες συναντήσεις του με την Χαρά Λιουδάκη (Melia Kreiling), την αρραβωνιαστικιά του που με καρτερικότητα και απέραντη αγάπη τον έβρισκε στο επισκεπτήριο, με μόνιμο εμπόδιο ένα άκαμπτο συρμάτινο διαχώρισμα και τα κρύα, παγερά βλέμματα των φρουρών. Την δυσβάσταχτη ρουτίνα του στρατοπέδου έρχεται να επιτείνει το νέο της δολοφονίας ενός υψηλόβαθμου στελέχους των SS και τριών ακολούθων του από αντιστασιακούς που τους είχαν στήσει ενέδρα στην Πελοπόννησο. Ο Carl Fischer εξαπολύει το ακόρεστο μένος του βλέποντας σε κάθε έναν φυλακισμένο έναν εν δυνάμει δίαυλο των Ελλήνων επαναστατών. Παρά την πρόθεσή του να ασκήσει ψυχολογικό πόλεμο στον Σουκατζίδη και να τον χτυπήσει σε νευραλγικό σημείο, αποτυγχάνει και έτσι αποφασίζει να στείλει 200 άτομα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Το προηγούμενο βράδυ, πριν οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα όσοι τους έλαχε ο κλήρος του θανάτου, μεταξύ αυτών και ο Ναπολέων, θα καλωσορίσουν την καταδίκη τους και θα ετοιμαστούν για το "ύστατο χαίρε". Το ξημέρωμα της Πρωτομαγιάς εκείνης οι αντοχές,  το σθένος και το φρόνημά του βασικού δρώντος θα δοκιμαστούν.  Όμως "ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι".

Πριν αρχίσουν να ηχούν οι κάλυκες των πολυβόλων στο σκοπευτήριο, η τραγικότητα, η αποκτήνωση, οι κακουχίες, και η εξαθλίωση όσων δεινοπάθησαν στα χέρια των Ναζί, δείχνουν να νοηματοδοτούνται από την δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής που δείχνουν οι άνδρες ενώ η κάνη στρέφεται αντίκρυ τους. Οι μελλοθάνατοι λυπούνται για τους αγαπημένους που αφήνουν πίσω τους, αλλά ξέρουν ότι υπάρχουν κι άλλοι που αγωνίζονται για τις καλύτερες μέρες που θα 'ρθουν. Και αυτό τ' αλλάζει όλα! Υποδέχονται το τέλος τους με θαυμαστό κουράγιο. Εναγκαλίζονται με το αιώνιο αναπόφευκτο μέσα από μία υπέρτατη θυσία, της ίδιας τους της ύπαρξης. Και εκεί ακριβώς ο δέκτης νιώθει την καθαρτήρια αίσθηση που επισφραγίζει την εμπειρία θέασης ενός σύγχρονου δράματος και αναζωογονεί την θέληση του για συνέχιση και εξέλιξη.

Τα μηνύματα που απηχεί "Το τελευταίο σημείωμα" φέρουν μία λεβεντιά αλλιώτικη, μία ανθρωπιά και μία γνήσια συναισθηματική χροιά που δεν σκοντάφτει σε στείρες ιδεολογίες και διδακτισμούς, αλλά κατορθώνει να εκμαιεύσει αβίαστα την αγνή συγκίνηση του κοινού μέσα από ένα πλήθος εύγλωττων παραστάσεων και εικόνων. Το αυθεντικό βιογραφικό και κοινωνιολογικό υπόστρωμα που χτίστηκε μέσα από την επισταμένη έρευνα των συντελεστών όσον αφορά τις εξομολογήσεις των οικογενειών των πραγματικών προσώπων, βοηθάει και στο να ψυχογραφηθούν ενδελεχώς οι χαρακτήρες. Ταυτόχρονα εξυπηρετεί ως μία απαράμιλλη κατάθεση ιστορικών βιωμάτων και τεκταινόμενων που συνθέτουν την συλλογική ταυτότητα του πρόσφατου παρελθόντος των Ελλήνων.

Η κινηματογραφική αυτή μυθοπλασία μπορεί κάλλιστα να τοποθετηθεί επάξια δίπλα σε άλλα υψηλών προδιαγραφών ευρωπαϊκά εγχειρήματα. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βούλγαρη δομήθηκε ένας ατμοσφαιρικός διάκοσμος ο οποίος μέσα από σωστές γωνίες λήψης και gros plan διαθέτει όλα τα απαραίτητα συστατικά για να αναδειχτεί στο μέγιστο η όλη πλοκή. Τα σκηνικά, τα κοστούμια, ο πολεμικός εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας, εισάγουν τον θεατή σε μία εποχή όπου ο φασιστικός κλοιός  έσφιγγε ολοένα και περισσότερο σαν μέγγενη γύρω από το ελληνικό έθνος και άλλα κράτη της Ευρώπης. Δεν θα ήταν υπέρβαση "Το τελευταίο σημείωμα" να επιδιωχθεί να διανεμηθεί ακόμη και στο εξωτερικό.

Το έναυσμα για τα γυρίσματα δόθηκε στις 20 Μαρτίου του 2017, στην τοποθεσία που απεικονίζεται και στα "Πέτρινα Χρόνια" (1985), στις Φυλακές του φρουρίου Ιτζεδίν στα Χανιά όπου ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων είχε σταλεί εκεί κατά την εμφύλια και μετεμφυλιακή περίοδο, ενώ και στην Αθήνα τραβήχτηκαν αρκετά πλάνα. Η επιλογή των ηθοποιών συγκρότησε ένα ζηλευτό διεθνές cast όπου προΐσταντο ως πρωταγωνιστές οι: Ανδρέας Κωνσταντίνου (Ουζερί Τσιτσάνης, Μικρά Αγγλία) ως Ναπολέων Σουκατζίδης, η ελληνοαμερικανίδα Melia Kreiling (The Borgias, Tyrant, Guardians of the Galaxy) ως Χαρά Λιουδάκη, ο Γερμανός André M. Hennicke (Downfall, A Dangerous Method, Pandorum) ως Carl Fischer. Ωστόσο, και οι υπόλοιπες φυσιογνωμίες που πλαισίωναν τους βασικούς ήρωες από τις πιο γηραιές έως και τις νεότερες επέδειξαν, τις αξιόλογες  υποκριτικές τους ικανότητες, όντας πολύ πειστικοί και εκφραστικοί ως προς  τις ερμηνείες τους. Μεταξύ αυτών οι: Τάσος Δήμας, Βασίλης Κουκαλάνι, Αινείας Τσαμάτης, Λουκάς Κυριαζής, Κωνσταντίνα Χατζηαθανασίου, Λευτέρης Λαμπράκης, Μιχάλης Αεράκης, Χρήστος Κωνσταντακόπουλος, Μανώλης Ψαρουδάκης κ.ά.

Το έργο επενδύουν ποιοτικά η άρτια φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, το μοντάζ του Τάκη Γιαννόπουλου, ενώ η εκπληκτικά υποβλητική μουσική υπόκρουση του Αλέξανδρου Βούλγαρη έρχονται να δέσουν απίστευτα φυσικά με την μανιέρα και την κοφτερή σκηνοθετική ματιά του σπουδαίου Έλληνα κινηματογραφιστή ο οποίος παρά τα εβδομήντα του χρόνια αποδεικνύει έμπρακτα πως έχει "ψυχή βαθιά" και αστείρευτο μεράκι για δημιουργία. Το σφιχτό σενάριο, χωρίς υπέρμετρη δραματικότητα, επιτηδευμένη μελαγχολία και λυρικές υπερβολές, επιμελήθηκε η Ιωάννα Καρυστιάνη, η σύντροφος του Βούλγαρη που εδώ και χρόνια αποτελεί συνοδοιπόρος και πολύτιμο στήριγμα σε κάθε του δουλειά.

Ο Παντελής Βούλγαρης μετά την προβολή δήλωσε για το φιλμ: «Ήταν μια ηθική υποχρέωση απέναντι στους 200 της Καισαριανής και ειδικά στον Ναπολέοντα, η ιστορία του οποίου δεν πρέπει να λησμονηθεί. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που πάλεψαν και πέθαναν· για τις πολιτικές τους επιλογές, αλλά κυρίως για την αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπισαν όλη αυτή την αγριότητα». 

Στην ερώτηση που απεύθυνα προς την κυρία Ιωάννα Καρυστιάνη, ποιά στιγμή της ταινίας θα ξεχώριζε και για ποιόν λόγο, εκείνη απάντησε: «Η πρόταση του Fischer προς τον Σουκατζίδη στην αυλή το πρωί. Πρέπει να έγραψα εκατόν, εκατόν πενήντα φορές εκείνον τον διάλογο. Έγραφα. Έσβηνα. Πρόσθετα. Αφαιρούσα. Γιατί για 'μένα έπρεπε να είναι λιτός, κοφτός και  να συμπυκνώνει χωρίς μελοδραματισμούς αλλά και χωρίς κραυγαλέα συνθηματολογία την σύγκρουση των δύο κόσμων που εκπροσωπούν ο Fischer απ 'τη μια, και ο Σουκατζίδης από την άλλη».

Ο σκηνοθέτης άδραξε τότε την ευκαιρία και εξέφρασε και την δική του γνώμη:

«Για 'μένα πάντως η καλύτερη στιγμή ήταν όταν τελειώσαμε την ταινία. Και το βράδυ όμως είχαμε δύο κεφάλια γραβιέρα και τσικουδιά, και μέσα στο σκοτάδι η αυλή γέμισε τραγούδια που δεν τα είχε ακούσει ποτέ αύτη η φυλακή. 13 Μαΐου. Ήτανε όλοι οι Κρητικοί και πίναμε μέχρι τις 4:00 το πρωί. Λοιπόν αυτήν ήταν η καλύτερη στιγμή για 'μένα».

Το ζευγάρι τόνισε επιπλέον τις τεχνικές προκλήσεις του όλου concept κυρίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι ηθοποιοί έπρεπε να παριστάνουν ότι δέχονται την χαριστική βολή και καταρρέουν, ώστε ναι μεν να απαντάται η σχετική αληθοφάνεια αλλά και να μην κινδυνεύσουν να τραυματιστούν κατά την πτώση. Αστειευόμενος μάλιστα ο σκηνοθέτης είπε προς την σύζυγό του μετά την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων γυρισμάτων:- «Όλοι σώοι! Τόσες σφαίρες φάγανε και δεν χτυπήσανε ούτε το γόνατό τους!»

"Το τελευταίο σημείωμα" είναι μία εντυπωσιακή συμπαραγωγή του Γιάννη Ιακωβίδη, της Black Orange, της COSMOTE TV και της Μικράς Αγγλίας Α.Ε, υπό την αιγίδα και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.  Έχει δρομολογηθεί να κυκλοφορήσει από την Tanweer στις 26 Οκτωβρίου σε όλες τις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.