Trap Review: Αξίζει τελικά το νέο ψυχολογικό θρίλερ του M. Night Shyamalan;

Έλλειψη κατεύθυνσης και συνοχής;
22 Αυγούστου 2024 11:42
Trap Review: Αξίζει τελικά το νέο ψυχολογικό θρίλερ του M. Night Shyamalan;

The Sixth Sense, Unbreakable, Signs και το The Village, ήταν οι τέσσερις ταινίες που έκαναν τον M. Night Shyamalan, να ξεχωρίσει στον κόσμο του σινεμά τέλη δεκαετίας ’90 με αρχές του 2000. Πιο συγκεκριμένα, το The Village, κάνει πρεμιέρα 26 Ιουλίου, 2004.

Από τότε, έχουν περάσει 20 ολόκληρα χρόνια και ακόμα περιμένουμε να δούμε μια ταινία του που θα επαναφέρει την ίδια αίσθηση μυστηρίου και σασπένς που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο καινοτόμους σκηνοθέτες της εποχής του. Παρά τις προσπάθειες του να επιστρέψει με μεταγενέστερες ταινίες όπως το Split, το Glass αλλά και το περσινό Knock at the Cabin, δεν κατάφερε τελικά να ανακτήσει πλήρως την παλιά του φήμη.

Την φετινή χρονιά μας παρουσιάζει το Trap, ένα ψυχολογικό θρίλερ με πρωταγωνιστές τους Josh Hartnett, Ariel Donoghue, Saleka Night Shyamalan, Hayley Mills και Alison Pill. Η πλοκή ακολουθεί τον Cooper, έναν φαινομενικά συνηθισμένο πατέρα που αποφασίζει να πάρει την κόρη του, Riley, σε μια συναυλία της διάσημης ποπ σταρ Lady Raven.

Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, ο Cooper βγαίνει από τον συναυλιακό χώρο με την πρόφαση ότι πρέπει να πάει στην τουαλέτα, μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με εκατοντάδες αστυνομικούς που τοποθετούν κάμερες γύρω από το στάδιο. Οι αστυνομικοί φαίνεται να κυνηγούν έναν επικίνδυνο δολοφόνο που παραμονεύει μέσα στο πλήθος, επιλέγοντας τα θύματά του και παγιδεύοντάς τα με τρόπο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Έτσι, οι χαρακτήρες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια επικίνδυνη κατάσταση όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, και κάθε απόφαση μπορεί να έχει μοιραίες συνέπειες.

Η κεντρική ιδέα της ταινίας είναι πολλά υποσχόμενη. Ωστόσο, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, ο σκηνοθέτης επιλέγει να αποκαλύψει από νωρίς την πραγματική φύση του βασικού χαρακτήρα. Αυτή η απόφαση όχι μόνο αποκλιμακώνει την ένταση που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σταδιακά, αλλά και στερεί από την ιστορία την ευκαιρία να χτίσει μια κάπως πιο αγωνιώδη ατμόσφαιρα.

Η αποκάλυψη των μυστικών του χαρακτήρα θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην εξέλιξη της πλοκής, τόσο όσον αφορά την ανάπτυξη του ίδιου του χαρακτήρα, όσο και την επίδραση που θα είχε στα γεγονότα που ακολουθούν. Ίσως θεωρήθηκε ότι η καθυστερημένη αποκάλυψη των κινήτρων θα έδινε έναν φθηνό εντυπωσιασμό χωρίς ουσιαστική παρέμβαση στην πλοκή.

Επιπλέον, η έλλειψη ξεκάθαρης κατεύθυνσης για τους δευτερεύοντες χαρακτήρες τους κάνει να φαίνονται επίπεδοι και αδιάφοροι, με αποτέλεσμα να μην εμπλέκονται συναισθηματικά οι θεατές με αυτούς. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ίδια την ταινία. Φαίνεται δηλαδή σαν να μην ξέρει ακριβώς πού πρέπει να πάει ή τι ακριβώς θέλει να πετύχει.

Αυτή η αδυναμία συνοχής και κατεύθυνσης δημιουργεί μια αίσθηση αποπροσανατολισμού που τελικά αποδυναμώνει το τελικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν, βέβαια, και καλές στιγμές, όπου η ταινία δείχνει τη δυναμική της και προσφέρει κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές και συναισθηματικές κορυφώσεις. Ωστόσο, αυτές οι στιγμές είναι διάσπαρτες και δεν αρκούν για να ανυψώσουν το σύνολο. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι το Trap είναι μια ταινία μεμονωμένων καλών στιγμών, που όμως δεν καταφέρνουν να συνδεθούν αρμονικά μεταξύ τους.

Ωστόσο, η παρουσία του Josh Hartnett στον ρόλο του πατέρα, Cooper Adams, προσδίδει μια ιδιαίτερη βαρύτητα που αναδεικνύει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί ο σκηνοθέτης. Ο Hartnett καταφέρνει μέσα από την ερμηνεία του να αποδώσει έναν χαρακτήρα που, ενώ φαίνεται στοργικός, ταυτόχρονα, κυρίως μέσω του βλέμματος και της στάσης του σώματος, μεταμορφώνεται σε κάτι απειλητικό και επικίνδυνο. Είναι αυτή η διττή φύση του Cooper, που δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να εξερευνήσει και να παίξει με τη δυναμική ανάμεσα στην αγάπη και τα βίαια ένστικτα που κρύβει μέσα του ο κεντρικός του ήρωας.

Εν κατακλείδι, νομίζω ότι η φράση που αναφέρθηκε πιο πάνω στο κείμενο περιγράφει εύστοχα το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας. Το Trap είναι τελικά μια ταινία με μεμονωμένες καλές στιγμές, οι οποίες όμως δεν καταφέρνουν να συνδεθούν αρμονικά μεταξύ τους. Η φιλότιμη προσπάθεια του M. Night Shyamalan, παρότι εμφανής σε ορισμένες σκηνές, δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει πλήρως την δυναμική της.