The Iron Claw Review: Zac Efron και Jeremy Allen White παίζουν στη νέα ταινία της A24!

Σιδερένια γροθιά στο ring των οικογενειακών σχέσεων
08 Φεβρουαρίου 2024 13:55
The Iron Claw Review: Zac Efron και Jeremy Allen White παίζουν στη νέα ταινία της A24!

Η οικογένεια Von Erich, που τη δεκαετία του 1980 μεσουράνησε στην αμερικάνικη επαγγελματική πάλη, απασχόλησε τα μέσα όχι μόνο για τις αθλητικές τις κατακτήσεις αλλά και για την τραγική κατάληξη που είχαν τα περισσότερα μέλη της. Παρόλο που η ιστορία της μετατράπηκε άμεσα σε έναν ηθικοδιδακτικό θρύλο σχετικά με τη γονεϊκή επιρροή, τον ενδοοικογενειακό ανταγωνισμό και τους κινδύνους του συγκεκριμένου αθλητικού χώρου, χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις δεκαετίες για να την αποτυπώσει κάποιος στην οθόνη.

Το εγχείρημα ήρθε να καλύψει ένας δημιουργός, ο οποίος αν και δεν έχει μεγάλο σε όγκο δείγμα γραφής, έχει κατορθώσει με τις δύο επιτυχημένες ταινίες του “Martha Marcy May Marlene” (2011) και “The Nest” (2020) να αφήσει το προσωπικό του στίγμα στον σύγχρονο ανεξάρτητο κινηματογράφο. Στην τρίτη του απόπειρα, ο Sean Durkin, φαίνεται να μη σπάει το σερί της καλλιτεχνικής του επιτυχίας.

Κατά γενική ομολογία του αμερικάνικου τύπου που το ύμνησε, το “The Iron Claw” είναι ίσως η πιο άδικη παράλειψη από τα φετινά Oscar. Πιθανόν βέβαια, το μεγαλύτερο ρόλο σε αυτό να έπαιξε και η άστοχη κίνηση της Α24 να μη διανείμει την ταινία το φθινόπωρο αλλά στην εκπνοή της κινηματογραφικής σεζόν. Όπως και να ‘χει, ακόμα και αν το βιογραφικό δράμα του Durkin, δε θα διεκδικήσει ούτε ένα αγαλματίδιο της Ακαδημίας, δεν παύει να αποτελεί Oscar material.

Βασισμένος σε αυτή την πραγματική ιστορία λοιπόν, της οικογένειας Von Erich, ο αναγνωρισμένος δημιουργός παραδίδει ένα βιογραφικό αθλητικό δράμα που λειτουργεί παράλληλα ως σπουδή στις οικογενειακές σχέσεις. Παρακολουθώντας την άνοδο και την πτώση των τεσσάρων αδελφών -παλαιστών- Von Erich που υπό την εποπτεία (αλλά και την πίεση) του επίσης παλαιστή πατέρα τους βγήκαν στο ρίνγκ, πλάθει ταυτόχρονα με πιστότητα και το πορτρέτο ενός γονιού που αναζητά δικαίωση μέσω των παιδιών του στη δική του προσωπική ματαίωση. Με αφετηρία του αυτή τη γνώριμη παθογένεια και πάνω σε αυτήν, ο Durkin εξυφαίνει μια οικογενειακή τραγωδία τόσο δυνατή σαν τη σιδερένια γροθιά του τίτλου.

Σε αυτό, φυσικά, τον βοηθούν κυρίως οι πέντε βασικοί ηθοποιοί του. Ο Zac Efron πιο συμπαθητικός από ποτέ, επωμίζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο και παραδίδει μια συγκινητική ερμηνεία που ακόμα κι αν δεν είναι η πιο δυνατή της ταινίας, είναι σίγουρα η πιο δυνατή της καριέρας του. Ο Jeremy Allen White, που έρχεται με φόρα από το “The Bear”, στέκεται άξιο αντίβαρο πλάι του και γεμίζει την οθόνη, τόσο με την επιβλητική φυσική του παρουσία όσο και με την ηλεκτρισμένη του ενέργεια.

Την τετράδα των αδερφών συμπληρώνουν αρμονικά οι Harris Dickinson και Stanley Simons, ενώ στο ρόλο του πατέρα συναντάμε τον ιδιαίτερα δραστήριο καρατερίστα Holt McCallany, που ενώ έχουμε συνηθίσει σε δεύτερους ρόλους, εδώ αξιοποιείται πλήρως και δείχνει το πραγματικό εύρος των δυνατοτήτων του. Όλοι μαζί επιτυγχάνουν με αξιοθαύμαστη χημεία να αποδώσουν το ισχυρό δέσιμο αλλά και τις αντιφατικές σχέσεις της οικογένειας Von Erich που παλινδρομούν ανάμεσα στην έντονη αλληλουποστήριξη και στον ανταγωνισμό.

Σε αντιπαραβολή με το οικογενειακό δράμα βέβαια, ο σκηνοθέτης εξερευνά και τη σκληρή φύση του ίδιου του αθλήματος της πάλης. Χωρίς να ξεχνά ποτέ την ουσία της ιστορίας του, διανθίζει την ταινία με καλοστημένες σκηνές αγώνων δίνοντάς της έτσι χρώμα και ιδιαίτερη ταυτότητα.

Η ανασύσταση της δεκαετίας του ‘80 και ειδικότερα του κόσμου της επαγγελματικής πάλης εκείνης της εποχής είναι υποδειγματική και προσφέρει ενδιαφέροντα οπτικά ερεθίσματα στον θεατή.

Η μόνη μου παρατήρηση, που δεν αποτελεί τόσο ένσταση όσο ευσεβή πόθο, αφορά τη διάρκεια της ταινίας και τη σεναριακή διαχείριση του πρωτογενούς υλικού: Αν και ο Durkin παραδίδει ένα συμπαγές κινηματογραφικό κατασκεύασμα με σφιχτούς ρυθμούς, έχω την αίσθηση πως η πραγματική ιστορία των Von Erich θα μπορούσε να προσφέρει όχι απλώς ταινία αλλά ολόκληρη μίνι σειρά, αν περιλαμβανόταν και ο χαρακτήρας του πέμπτου αδερφού που εδώ προφανώς για λόγους οικονομίας παραλείφθηκε.

Εκτός αυτού, και οι υπόλοιπες προσωπικές ιστορίες των μελών της οικογένειας αισθάνθηκα ότι χωρούσαν ανάπτυξη. Όπως και να ‘χει βέβαια, το τελικό προϊόν δε δίνει με τίποτα την αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας. Ποιός ξέρει; μπορεί στο μέλλον όντως κάποιος να ασχοληθεί εκτενέστερα με αυτό το τόσο πρόσφορο υλικό.