Με το 2020 να φτάνει σχεδόν στο τέλος του, μπορώ πλέον με ασφάλεια να δηλώσω πως το Ghostrunner είναι ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που έχω παίξει φέτος. Μάλιστα, αν με ρωτούσες πριν από μερικούς μήνες, θα σου απαντούσα πως δε γνωρίζω καν ποιο είναι το συγκεκριμένο παιχνίδι. Το έμαθα λίγες ημέρες πριν κυκλοφορήσει, αφού έπεσα πάνω σε ένα trailer του, που μου έκλεισε το μάτι και έτσι αποφάσισα να του δώσω μία ευκαιρία. Όχι, δεν ανυπομονούσα για χρόνια, δεν είχα hype, δεν είχα προσδοκίες και καμιά φορά, υπό αυτές τις συνθήκες και από εκει που δεν το περιμένεις έρχονται και καλύτερες εκπλήξεις.
Κοιτάζοντας, βέβαια, στη συνέχεια το «βιογραφικό» του παιχνιδιού, δεν είναι να απορείς που η ομάδα ανάπτυξης One More Level κατάφερε να χαρίσει μια εξαιρετικά απαιτητική, σκληροπυρηνική, arcade φιλοσοφίας εμπειρία, αφού είχε την καθοδήγηση της ιστορικής 3D Realms. Περνάω όμως στο ψητό και στους λόγους που με έκαναν να αγαπήσω το GhostRunner.
Όπως μου αρέσει πάντα να κάνω, θα ξεκινήσω με την ιστορία και ετοιμαστείτε γιατί θα πω τα καλύτερα! Στην πρώτη-πρώτη σκηνή βλέπουμε τον πρωταγωνιστή, τον GhostRunner, να κοιτάζει το ρομποτικό πρόσωπο του στην αντανάκλαση του σπαθιού του. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούμε στο κεφάλι μας μία φωνή να μας καθοδηγεί. Κανένας πρόλογος, κανένα cinematic, απολύτως τίποτα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η δράση έχει ξεκινήσει και βουτάς -κυριολεκτικά- στον πρώτο σου εχθρό. Έχεις χάσει τις αναμνήσεις σου, σε κυνηγάνε και προσπαθείς να ανακαλύψεις την αλήθεια, βρίσκεσαι σε έναν cyberpunk κόσμο, είσαι cyborg και έχεις στα χέρια σου ένα σπαθί. Μη μου πείτε πως δεν σας έχει ιντριγκάρει;
Νομίζω πως πολύ σκόπιμα το παιχνίδι ξεκινάει απότομα, αφού καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει μία αύρα μυστηρίου, με ελάχιστον exposition. Έτσι, λοιπόν, με τη δράση να μη σταμάτα ούτε δευτερόλεπτο, η μυστηριώδης αυτή φωνή θα ακουστεί πολλές φορές και θα δεις και θα ακούσεις -κυρίως- να ξετυλίγεται μία ιστορία με ανατροπές, μία ιστορία που καταπιάνεται με σύνθετα θέματα, η οποία αν και έχει κάποιες προβλέψιμες πτυχές, σε κάνει να σκεφτείς και να προβληματιστείς. Αυτό είναι κάτι που πραγματικά εκτιμάω πάντα.
Τι εννοώ όμως; Θα προβληματιστείς για το τι μπορεί να συμβεί από την περιβαλλοντική καταστροφή, από τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, τι θα συμβεί με την τεχνητή νοημοσύνη και την αντιμετώπισή της από και προς τους ανθρώπους, θα σου βάλει ακόμα και το υπαρξιακό δίλημμα -που μάλλον θα μας βασανίζει αιώνια- για το που ξεκινά και που τελειώνει η ελεύθερη βούληση και τι είναι τελικά η ανθρώπινη φύση. Ναι, καλά διαβάσατε, όλα αυτά σε ένα παιχνίδι με ρομπότ-νίντζα και παρκούρ.
Μπορεί να μην υπάρχουν συνταρακτικές ερμηνείες, μπορεί να μην υπάρχουν πολλά cutscenes και σκηνές που θα σε σοκάρουν με τη σκηνοθεσία τους, ωστόσο έχει χτιστεί ένα φανταστικό lore και το παιχνίδι κρύβει μια ιστορία που έχει πράγματα να προσφέρει. Δεν το περίμενα σε καμία περίπτωση, αλλά αυτή ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη -ίσως- έκπληξη που μου επιφύλασσε το Ghostrunner. ΄
Περνάω στο gameplay που ομολογουμένως είναι και το ζουμί της υπόθεσης. Το μεγάλο ‘twist’ είναι πως όλοι οι εχθροί μπορούν να σε σκοτώσουν με ένα μόλις χτύπημα, αλλά ακριβώς το ίδιο μπορείς να κάνεις και εσύ. Αυτές οι ιδιαίτερες συνθήκες απομακρύνουν το παιχνιδι σχεδόν ολοκληρωτικά από τα hack ‘n’ slash. Μη σας δίνει λάθος εντύπωση το σπαθί που κρατάτε στα χέρια σας. Το Ghostrunner δεν είναι ένα παιχνίδι για όλους. Είναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Το διέπει μια gaming φιλοσοφία που είναι ριζωμένη στα arcades της δεκαετίας του ’90 και του ’00, με την επανάληψη, το trial & error και την αλάνθαστη εκτέλεση της κάθε κίνησης να βρίσκεται στον πυρήνα του. Μου είναι αρκετά ευκολότερο να το παρομοιάσω με ένα φουτουριστικό Mirror’s Edge με όπλα. Κάθε αρένα με εχθρούς είναι ένα περίτεχνος 3D Platforming γρίφος. Θα πρέπει να βρεις την μια από τις πολλές διαδρομές για να βγάλεις από τη μέση του εχθρούς και να συνεχίσεις παρακάτω.
Το σπαθί έχει μόνο μια επίθεση που λειτουργεί και σαν άμυνα, με τα σωστά upgrades και όλα τα υπόλοιπα πλήκτρα είναι αφιερωμένα στο dodge, το wall running, το άλμα και το grapple hook. Όλα εκτελούνται με τα bumpers και τα triggers, πράγμα που σημαίνει ότι οι αντίχειρες είναι καρφωμένοι στους αναλογικούς μοχλούς. Το Ghostrunner δεν αστειεύεται και απαιτεί συνεχής κίνηση για να παραμείνετε ζωντανοί. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πως τα διαθέσιμα εργαλεία είναι λίγα. Ωστόσο, οι gameplay μηχανισμοί έχουν λάβει τέτοια προσοχή που αγγίζουν την τελειότητα. Μέσα από την έντονη δράση και την γρήγορη ταχύτητα, όταν μπεις στο κλίμα, πραγματικά νιώθεις ότι είσαι ένας ταλαντούχος, επιδέξιος Ninja που μπορεί με το σπαθί του και το παρκούρ του να κάνει τα αδύνατα-δυνατά. Πραγματικά ένιωσα ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα όταν άρχισα να τα καταφέρνω, όμοιο με αυτό που απολαμβάνεις όταν ρίχνεις τα πρώτα σου boss στα Soulsborne παιχνίδια. Αξίζει να σημειωθεί πως το pacing εξυπηρετεί και διάφορα τμήματα καθαρού platforming, καθώς και μερικοί έξυπνοι γρίφοι.
Έχω βέβαια και κάποια παράπονα. Δεν είναι όλοι οι εχθροί τέλεια σχεδιασμένοι και μπορώ να πω πως ειδικά αυτοί που συνάντησα προς το τέλος του παιχνιδιού και αυτοκαταστρέφονται, ήταν αρκετά εκνευριστικοί, στερώντας την ελευθερία κίνησης πάνω στην οποία έχει δομηθεί όλο το gameplay. Λίγο με απογοήτευσαν και τα περιβάλλοντα, αφού τουλάχιστον οπτικά επαναλαμβάνονται σε κουραστικό, θα έλεγα, βαθμό. Το τελευταίο αρνητικό που θέλω να προσάψω έχει να κάνει με το περιεχόμενο το οποίο μπορεί να εξαντληθεί πολύ εύκολα. Το Ghostrunner διαθέτει μόλις ένα κεντρικό campaign, το οποίο μπορεί να σάς κρατήσει απασχολημένους από 4 έως και 10 ώρες. Είναι ένα καθαρά skill based παιχνίδι, οπότε αυτό εξαρτάται στο 100% από τις ικανότητές σας. Θα ήθελα όμως να δω περισσότερα challenges ή ίσως ένα mode που θα επέτρεπε στην κοινότητα να δημιουργήσει τα δικά της επίπεδα, θεωρώ πως είναι χαμένη ευκαιρία.
Παίρνοντας τώρα στα του τεχνικού τομέα, αυτό που κάνει το Ghostrunner να λειτουργεί είναι τα μηδενικά loading times. Σε ένα παιχνίδι που έχω χάσει τόσες φορές, νομίζω πως θα έσπαγα το χειριστήριο, αν χρειαζόταν να περιμένω ένα λεπτό κάθε φορά. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όμως, αφού δεν υπάρχει καν loading screen μετά από κάθε αποτυχημένη απόπειρα και το παιχνίδι φορτώνει κυριολεκτικά ακαριαία. Η έκδοση που δοκίμασα αρχικά ήταν αυτή του Xbox One X, αλλά εν τέλει ολοκλήρωσα το παιχνίδι στο Xbox Series X. Είμαι ελαφρώς απογοητευμένος από τα γραφικά του παιχνιδιού, ειδικά σε σύγκριση με την έκδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών που πραγματικά λάμπει χάρη στα ray-tracing χαρακτηριστικά της.
Ευτυχώς το next-gen patch είναι καθοδόν για τις αρχές του 2021, αλλά παρ’ όλ’ αυτά το οπτικό σύνολο στις προηγούμενης γενιάς κονσόλες δεν είναι και το καλύτερο αφού θα συναντήσετε framedrops, αλλά και σημεία στα περιβάλλοντα με textures χαμηλής ανάλυσης και άλλες θυσίες. Ευτυχώς το framerate που στοχεύουν οι developers είναι τα 60FPS, κάτι που είναι must εξάλλου για ένα παιχνίδι που βασίζεται στις γρήγορες αντιδράσεις και την ταχύτητα. Για την ιστορία, οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο έχουν τραβηχτεί από εμένα.
Τέλος, η μουσική είναι μαζί με την ιστορία η δεύτερη μεγαλύτερη έκπληξη του Ghostrunner. Την επιμέλειά της έχει αναλάβει ο Ρώσος συνθέτης Daniel Deluxe. Έντονα, μπασάτα, εθιστικά synthwave και retrowave θέματα θα κάνουν όλους τους λάτρεις της ηλεκτρονικής μουσικής να χαμογελάσουν και όχι απλά συμπληρώνουν τέλεια την δράση, αλλά είναι η μισή εμπειρία και δεν υπερβάλλω καθόλου Όταν χάνεις, η μουσική δε σταματά να παίζει. Τα beat βαράνε και συνεχίζεις σα να μην έγινε ποτέ. Είναι βασικό συστατικό της εθιστικής συνταγής. Ακόμα και αν δεν έχετε ποτέ σκοπό να παίξετε το παιχνίδι, σας προτείνω να ακούσετε τη μουσική του. Προσωπικά, ήδη συνοδεύει πολλά απογεύματά μου.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.