Πώς στο καλό ξεκινάς να γράφεις μια κριτική για παιχνίδι που ανήκει σε franchise που λατρεύεις με μανία από μικρό παιδί; Ξέρετε, αυτή η δοκιμασία πολλές φορές είναι εξαντλητική, ειδικότερα όταν έχεις αποφασίσει και καταλήξει πως σου αρέσει να «μιλάς» στον αναγνώστη/ θεατή περισσότερο ως gamer και όχι ως κριτικός. Άλλωστε, αυτό το μέσο το ζω πρώτα απ’ όλα ως gamer, γι’ αυτό και δε θα μπορέσω ποτέ να αποβάλω αυτό το μικρόβιο. Γιατί…«αυτοί είμαστε» στην τελική!
Πριν ξεκινήσω, λοιπόν, να μεταφέρω τις σκέψεις μου για το Return to Monkey Island σε εσάς, οφείλω να σκαλίσω το παρελθόν μου με τη σειρά, για να ξέρετε και εσείς τι διακυβεύεται με αυτό το κείμενο τέλος πάντων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην μικρή επαρχιακή κωμόπολη της Αριδαίας, άνοιξε το πρώτο φροντιστήριο ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ως παιδιά τότε, εγώ και ο αδερφός μου είχαμε γραφτεί στις τάξεις του και ενθουσιαζόμασταν κάθε φορά που πηγαίναμε στα μαθήματα. Μέσα στο πρόγραμμα των «σπουδών» υπήρχαν και ελεύθερες ώρες, για να παίξουμε παιχνίδια.
Όλα τα πιτσιρίκια, λοιπόν, ξεζουμίζαμε ευλαβικά εκείνα τα μηχανήματα μέχρι και το τελευταίο διαθέσιμο λεπτό του διαθέσιμου χρόνου. Doom, Heretic, Wolfenstein, Mortal Kombat και ένα παιχνίδι με πειρατές, που τα περισσότερα παιδιά το έβρισκαν βαρετό και ανούσιο, μιας και δεν είχε ούτε σκοτωμούς, ούτε δράση, παρά μόνο διαλόγους (που φυσικά με το ζόρι καταλαβαίναμε). Αυτό το παιχνίδι λεγόταν The Secret of Monkey Island. Είτε το πιστεύετε, είτε όχι, αυτό το παιχνίδι το τελείωσα μέσα σε εκείνη τη μικρή αίθουσα του φροντιστηρίου της Αριδαίας και έκτοτε ξεκίνησε μια αγάπη που μακάρι να έβρισκα λέξεις για να σας τη περιγράψω όπως πρέπει, αλλά μου είναι πραγματικά δύσκολο.
Τα Monkey Island, λοιπόν, για εμένα δεν είναι καλά ή κακά παιχνίδια. Είναι μια υπέροχη, γλυκιά παιδική ανάμνηση από τα πιο αθώα και ομορφότερα χρόνια της ζωής μου. Το Return to Monkey Island δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία τελεία που ο Ron Gilbert ήθελε να βάλει στη σειρά από το 1992. Αν δεν είχατε ποτέ επαφή με τη σειρά και δεν τη βιώσατε ανά τα χρόνια, θαρρώ πως δεν έχει νόημα, ούτε να ασχοληθείτε με αυτήν τώρα, ούτε να συνεχίσετε να διαβάζετε το παρόν κείμενο. Δυστυχώς, τα Monkey Island είναι παιχνίδια «μικρά», παιχνίδια «σπόροι» που μεγαλώνουν μέσα μας, όσο μεγαλώνουμε κι εμείς, αλλά προϋποθέτουν να έχουν φυτρωθεί από παλιά. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση πως δεν είναι ικανά να μαγέψουν κάποιον τώρα.
Το Return to Monkey Island είναι το έκτο κεφάλαιο της σειράς, αλλά θεωρητικά αποτελεί συνέχεια του Monkey Island 2: LeChuck’s Revenge. Βέβαια, ο Gilbert το χαρακτήρισε ως «άμορφο» sequel μιας και στην πραγματικότητα ο τίτλος λαμβάνει υπόψιν αρκετά από τα γεγονότα που συνέβησαν μετά το δεύτερο κεφάλαιο. Για την ιστορία, ο Ron Gilbert έχει συν-δημιουργήσει τα δύο πρώτα παιχνίδια και δεν είχε σοβαρή ανάμειξη με τα όσα ακολούθησαν, οπότε και θέλησε να ολοκληρώσει την ιστορία του Guybrush Threepwood έτσι όπως την ξεκίνησε και εγώ μόνο χαρούμενος μπορώ να είμαι με αυτήν την εξέλιξη.
Ο παίκτης μπαίνει για ακόμη μία φορά στα παπούτσια του ξανθού, αφελή και ανώριμου πειρατή που φυτρώνει πάντα εκεί που δεν τον σπέρνουν. Ο Guybrush έχει βαλθεί να βρει το μυστικό του Monkey Island και απ’ ό,τι φαίνεται δε θα τα παρατήσει μέχρι να το κάνει. Τον βρίσκουμε, λοιπόν, σε μία ακόμη τυχοδιωκτική περιπέτεια η οποία ως αφετηρία έχει το πασίγνωστο Melee Island. Από εκεί θα ξεκινήσει ένα ακόμη τρελό ταξίδι με μπελάδες και γκάφες που μόνο ο Guybrush μπορεί να μπλέξει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 9ωρου -περίπου- ταξιδιού του, ο «mighty pirate» της καρδιάς μας, θα συναντήσει με κουλό τρόπο σχεδόν όλους τους γνώριμους χαρακτήρες της σειράς, από την Elaine και τον Wally, μέχρι τον Murray και τον θεότρελο Stan. Στο κυνήγι του «μυστικού» του Monkey Island, έχει, φυσικά, τον LeChuck να χώνεται στα πόδια του (ή το αντίστροφο) και το μεταξύ τους…beef μοιάζει πιο ξεκαρδιστικό από ποτέ, μιας και πλέον έχουν αποδεχτεί και οι δύο πλευρές την συνύπαρξή τους.
Στο παιχνίδι, ο παίκτης θα επισκεφτεί γνωστές τοποθεσίες, όπως το Melee Island και φυσικά το Monkey Island, ωστόσο υπάρχουν μερικά νέα νησιά που μεγαλώνουν την ταξιδιωτική λίστα προορισμών του Guybrush, όπως είναι το “Brrrr Muda Island” και το “Terror Island”. Ένα παράπονο που έχω είναι ότι η διαμονή στο εκάστοτε νησί, δε συνοδεύεται από απολαυστική διάρκεια μιας και πολλά τα ξεπέταξα γρήγορα χωρίς να τα ευχαριστηθώ ή να τα ανακαλύψω όσο θα ήθελα.
Όσον αφορά την ιστορία, σε ένα Monkey Island ποτέ δεν υπάρχουν σοβαρές απαιτήσεις. Το μόνο που υπάρχει είναι μια παλαβή εξέλιξη και σχεδόν πάντα μια ήρεμη κατάκτηση του στόχου. Το Return to Monkey Island έχει ακριβώς αυτά τα στοιχεία, μόνο που το τέλος του είναι ιδιαίτερο. Είναι ένα τέλος που φωνάζει ξεκάθαρα «δεν αντέχω τους δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς, οπότε bye» και το αφήνω εδώ για να μην το χαλάσω σε όσους δεν το τελείωσαν. Θα το ήθελα λιγάκι πιο ευφάνταστο στην πλοκή του; Θα το ήθελα. Θα το ήθελα λιγάκι πιο πλούσιο σεναριακά, σε επίπεδο ανατροπών και εκπλήξεων; Επίσης θα το ήθελα. Δεν είναι απογοητευτικό, αλλά δεν είναι και θριαμβευτικά ενθουσιώδες. Είναι απλά αποδεκτό.
Στα του gameplay τώρα, έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη point-and-click παιχνίδι του Gilbert και της παρέας του. Ο παίκτης θα πρέπει να χτενίζει τα δωμάτια και τις περιοχές για στοιχεία, να μιλάει με τους NPCs, να μελετάει και να συνδυάζει αντικείμενα του inventory του και ό,τι άλλο συνεπάγεται ένα point-and-click adventure παιχνίδι. Οι γρίφοι δεν είναι οι καλύτεροι που έχω συναντήσει σε παιχνίδι Monkey Island αλλά σίγουρα όχι και οι χειρότεροι. Πολλές φορές θα πρέπει να επιστρατευτεί η απλή λογική, ενώ κάποιες φορές απαιτείται και λίγη “Monkey Island φαντασία”, οπότε η κατάσταση με τους γρίφους ισορροπείται.
Με χάλασε λιγάκι το γεγονός ότι υπάρχει ένα hint book όπου ο παίκτης μπορεί να το συμβουλευτεί ανά πάσα ώρα και στιγμή και να ξεκολλήσει πολύ γρήγορα από κάποιο σημείο. «Μην το ανοίγεις» θα πει κάποιος πολύ εύστοχα, ωστόσο θα επιμείνω πως παιχνίδια σαν το Monkey Island που έτσι κι αλλιώς θα τα παίξουν άτομα που έχουν ζήσει στο πετσί τους τι πάει να πει «κολλάω σε έναν γρίφο», δε χρειάζονται τέτοιες σύγχρονες ανέσεις.
Πολύ ικανοποιημένος είμαι με τους διαλόγους, οι οποίοι κρύβουν διαμάντια και με μια δεύτερη ανάγνωση δύναται να προσφέρουν τρομερή καυτηρίαση των κοινωνικών τεκταινομένων του σήμερα. Προτείνω να «διαβάζετε» πίσω από τις λέξεις και πιστέψτε με δε θα χάσετε. Άλλωστε αυτό το χιούμορ είναι και το πιο κοφτερό σπαθί στο οπλοστάσιο του Ron Gilbert, για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Πολύ ευτυχές βρίσκω το γεγονός ότι φωνές όπως του Dominic Armato ως Guybrush, της Alexandra Boyd ως Elaine και άλλων οικείων φωνητικών χορδών, δηλώνουν και πάλι βροντερό παρόν, ωστόσο η χαρακτηριστική φωνή του Earl Boen ως LeChuck λάμπει δια της απουσίας του, μιας και ο αγαπημένος voice actor έχει αποσυρθεί από το επάγγελμα. Η νέα φωνή του LeChuck, δια στόματος Jess Harnell, δε μπορώ να πω ότι με ξετρέλανε.
Ένας από τους λόγους που η αρχική αποκάλυψη του τίτλου -πέραν του αναμενόμενου ενθουσιασμού- συνοδεύτηκε και από αρκετή γκρίνια, είναι το νέο εικαστικό του Return to Monkey Island. Καταρχάς πρέπει να αναφερθεί πως υπεύθυνος για το τελικό αποτέλεσμα είναι ο Rex Crowle, ένας σχεδιαστής που έχει εργαστεί στα LittleBigPlanet της Media Molecule και Knights and Bikes της Double Fine (του φίλου και συνταξιδιώτη του Gilbert, Tim Schafer). Έτσι, στο μεγάλο φινάλε της σειράς, οι παίκτες είναι εκτεθειμένοι σε ένα θέαμα που μοιάζει με εικονογραφημένο βιβλίο, αλλά ταυτόχρονα κρατάει μια υποτυπώδη pixel-art υπόσταση, τουλάχιστον στο ύφος του.
Αν με ρωτάτε, θεωρώ πως ο Crowle και όλη η σχεδιαστική ομάδα, έκαναν εξαιρετική δουλειά και φαίνεται πως ό,τι «ζωγράφισαν» το έκαναν με μεράκι και αγάπη. Η παλέτα χρωμάτων είναι μαγική, η φαντασία είναι αστείρευτη, η αποτύπωση της κλίμακας, της διάθεσης και της ατμόσφαιρας της κάθε περιοχής, επίσης, πολύ πετυχημένη. Το πρόβλημα που έχω εγώ είναι πρακτικό. Ο σχεδιασμός είναι τόσο στυλιζαρισμένος, που θεωρώ πως χάνεται η συνοχή στο «μάτι» και καλύπτονται ζωτικής σημασίας πληροφορίες (ακόμη και καλλιτεχνικής φύσης) στο χαοτικό background.
Με απλά λόγια και να καταλάβετε ακριβώς τι θέλω να πω, πιστεύω πως η αισθητική διαστρεβλώνει τόσο πολύ την εικόνα που πολλές φορές ο παίκτης θα αργήσει να καταλάβει αν αυτό που φαίνεται εκεί πίσω είναι πόρτα, τραπέζι, άγαλμα ή κάποια άλλη καλλιτεχνική πινελιά. Οπότε στην περίπτωσή μου, ναι, καλλιτεχνικά βρήκα το εικαστικό εξαιρετικό σαν δημιουργία, αλλά λιγάκι «υπερβολικό» για την απεικόνιση παιχνιδιού που ζητάει παρατηρητικότητα από τον παίκτη.
Επίσης, αυτό το εικαστικό δε μπορεί να υποστηρίξει τη ζωντάνια των animations των χαρακτήρων, γι’ αυτό και θεωρώ πως θα πρέπει να προτιμάται σε εικονογραφίες βιβλίων και όχι σε "βιντεο”-παιχνίδια. Τέλος, να αναφέρω πως ο τίτλος παίζεται υπέροχα, τόσο με ποντίκι/ πληκτρολόγιο, όσο και με controller, με την έκδοση του Switch (στην οποία βασίστηκε το review) να είναι επίσης απροβλημάτιστη και καλοστημένη.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.