Alone Review - Σασπένς, ένταση και ανελέητο κυνηγητό

Στο αγγλικό remake του σουηδικού "Gone" (Försvunnen)
30 Ιανουαρίου 2021 12:18
Alone Review - Σασπένς, ένταση και ανελέητο κυνηγητό

Κατά καιρούς έχουν βγει στο σινεμά αρκετές δυνατές ταινίες οι οποίες μοιράζονται τον χώρο που μεσολαβεί ανάμεσα σε ένα θρίλερ επιβίωσης και σε ένα δράμα εκδίκησης, όπως λ.χ. το The Last House on the Left (2009), το Revenge (2017), το The Nightingale (2018) κ.ά. Το είδος αυτό, λοιπόν,  εξακολουθεί να εμπλουτίζεται με ενδιαφέροντα project μεταξύ των οποίων είναι και το Alone του John Hyams.

Πρόκειται ουσιαστικά για το αγγλικό remake του σουηδικού φιλμ Gone (πρωτότυπος τίτλος “Försvunnen”), το οποίο σκηνοθέτησε το 2011 ο Mattias Olsson. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βλέπουμε εδώ την Jules Willcox (Bloodline, Chicago P.D), με τους Marc Menchaca (Homeland, Ozark) και Anthony Heald (The Silence of the Lambs, Boston Public) να συμπληρώνουν το cast.

Η δράση του φιλμ λαμβάνει χώρα στη δασική έκταση του Βορειοδυτικού Ειρηνικού (Pacific Northwest), και περιστρέφεται γύρω από την πρόσφατα χηρεύσασα ‘Jessica’ (Willcox) η οποία, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να διαχειριστεί την οδύνη από την απώλεια του συζύγου της φεύγει από την πόλη. Ωστόσο, πέφτει θύμα απαγωγής  και βρίσκεται έγκλειστη στο σπίτι ενός άγνωστου στη μέση του πουθενά. Η απόπειρά της να δραπετεύσει την φέρνει αντιμέτωπη με τους κινδύνους της άγριας φύσης, με μοναδικά μέσα για την επιβίωσή της το πολυμήχανο μυαλό της και την ισχυρή της θέληση να ξεφύγει από την απειλή του διώκτη της που την κυνηγά χωρίς έλεος.

Το εν λόγω έργο συνιστά μία τίμια κινηματογραφική δουλειά που καταφέρνει να συνδυάσει επιτυχημένα το σασπένς και την ένταση, θυμίζοντας παράλληλα σε ορισμένα σημεία κάτι από το Rust Creek (2018), ώστε να μοιάζει ίσως με μία πιο συγκρατημένη εκδοχή του. Επιπλέον, ο παράγοντας της ανατροπής παρεμβάλλεται όπου χρειάζεται, χωρίς να γίνεται κατάχρηση αυτού.

Στη μυθοπλασία αυτή, το κακό και το απερίγραπτα κτηνώδες βρίσκουν την ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια χωρίς προειδοποίηση με τον δημιουργό να υπογραμμίζει ότι μία τέτοια απειλή μπορεί να καραδοκεί οπουδήποτε και από τον οποιονδήποτε. Δεν υιοθετεί μία συγκεκριμένη ταυτότητα αλλά συγκεντρώνεται στο πρόσωπο ενός ανώνυμου άνδρα για τον οποίο αποκαλύπτονται σταδιακά ακόμη πιο σκοτεινές πτυχές του, ενόσω λυσσαλέα επιζητά να πιάσει την ‘Jessica’ και να της στερήσει την ζωή όσο πιο επώδυνα γίνεται.

Το παρόν θέαμα καταπιάνεται με πολύ ζωτικά ζητήματα που δυστυχώς βρίσκουν πολλά αναφερόμενα στον πραγματικό κόσμο, όπως: την τοξική αρρενωπότητα, την κάθε τύπου βία κατά των γυναικών (σεξουαλική κακοποίηση, άσκηση σωματικής βλάβης, πρόκληση ψυχικού τραύματος) και την συχνά θανατηφόρο κατάληξή της ώστε οι περιπτώσεις γυναικοκτονίας να αυξάνονται σημαντικά μέχρι και σήμερα με τους δράστες πολλάκις να διαφεύγουν της σύλληψης και να κυκλοφορούν ελεύθεροι και ατιμώρητοι. Εντούτοις, η κινηματογραφική αυτή παραγωγή προσεγγίζει το θέμα όχι με μία διάθεση θυματοποίησης ή στείρου διδακτισμού, αλλά με ανθρωπιά και μία αλλιώτικη δυναμική που ο δέκτης επιδοκιμάζει καθ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης και πάνω στην οποία αναλογίζεται ακόμη και μετά το πέρας του φιλμ.

Συν τοις άλλοις, μέσα από ρεαλιστικά δοσμένες σκηνές αποτυπώνεται άμεσα και παραστατικά, ο δύσκολος αγώνας της ηρωίδας να επιζήσει, με την Jules Willcox να κερδίζει αβίαστα την συμπάθεια του κοινού καθώς ξεδιπλώνει τις υποκριτικές της ικανότητες πολύ φυσικά, με μία ερμηνεία που δεν έχεις παρά να θαυμάσεις αφού στο σύνολό της αποφεύγει τις υπερβολές και κάθε τι επιτηδευμένο.

Από την άλλη, παρακολουθούμε τον συνάδελφό της, Marc Menchaca, να μεταμορφώνεται σε έναν αδίστακτο, στυγνό κατά συρροή βιαστή και δολοφόνο για τον οποίο σε πολλές φάσεις πιάνεις τον εαυτό σου να απορεί με το πόσο πωρωμένος και νοσηρά σαδιστής είναι, αν και φαινομενικά το φιλήσυχο παρουσιαστικό του παραπέμπει σε ένα άτομο της διπλανής πόρτας, υπεράνω πάσης υποψίας. Η επιμονή του μάλιστα, να καταδιώξει τον στόχο του μέχρις εσχάτων μαρτυρά πόσο εμμονικός έχει γίνει με το να εντοπίσει την ανθρώπινη λεία του. Ταυτόχρονα, νιώθει μία αρρωστημένη έξαψη χαράς πιστεύοντας ότι έχει εξουσία επ’ αυτής για όσο την βασανίζει ψυχολογικά και σωματικά μέχρις ότου να μπορέσει να την αποτελειώσει, παραμένοντας προστατευμένος σε μία βολική σφαίρα αφάνειας χωρίς να λογοδοτήσει για κανένα έγκλημά του. Κάθε που αυτός αποτυγχάνει να την αιχμαλωτίσει ή να κάμψει το φρόνημά της, η ‘Jessica’ καταφέρνει μέσα από μικρές αλλά κρίσιμες νίκες και από ένα καίριο πλήγμα στη ναρκισσιστική προσωπικότητά του.

Το αδύναμο φως που ξεπροβάλλει πότε πότε μέσα από την πυκνή βλάστηση του τόπου όπου διαδραματίζεται η αγωνιώδης φυγή της ‘Jessica’, καθιστά ακόμη πιο υποβλητική την όλη αφήγηση. Τα πλάνα διαδέχονται το ένα το άλλο με ασθματικά γρήγορους ρυθμούς την ώρα που εξελίσσεται το ανθρωποκυνηγητό ενώ η αδρεναλίνη κυριαρχεί σε μερικές παράτολμες πράξεις της παραπάνω γυναίκας που καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό της με όποιον τρόπο μπορεί, ωθούμενη από το έμφυτο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που αναδύεται κραταιό κάθε τόσο.

Το τέλος του Alone επισφραγίζεται με έναν επίλογο που φέρνει την πολυπόθητη κάθαρση ικανοποιώντας ταυτόχρονα το κοινό αίσθημα ηθικής και δικαίου, με τον θύτη να εγκλωβίζεται στην ίδια θανάσιμη παγίδα την οποία θέλησε να στήσει απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη που επέλεξε να δει ως θήραμά του.

Βρείτε την ταινία στο IMDB