Guardians of the Galaxy Vol 2 Movie Review

Ένα rollercoaster με μεγάλη καρδιά
07 Μαΐου 2017 21:21
Guardians of the Galaxy Vol 2 Movie Review

Το Guardians of the Galaxy Vol 2 ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που θα μπορούσα να του κάνω. Βλέπετε το πρώτο Guardians of the Galaxy είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel. Ήταν τόσο απενεχοποιημένα ελαφρύ, πολύχρωμο, παράξενο και γεμάτο αυτοπεποίθηση για τον εαυτό του που ήταν συνάμα μια διασκεδαστική όσο και φρέσκια εκδοχή των ηπερηρωικών ταινιών. Μια δημιουργία που ένιωθε άνετα μέσα στην pop κουλτούρα και όχι απλά δεν το έκρυβε, αλλά το γιόρταζε. Παρόλο που φυσικά στηρίζεται σε ήρωες που γεννήθηκαν στα comics, νομίζω πως περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ταινία της εταιρείας μέχρι τότε, κουβαλούσε το προσωπικό στίγμα του δημιουργού της, του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, James Gunn.

Γνήσιο τέκνο της ξέφρενης δεκαετίας του 80, ο Gunn βρήκε στο κοσμικό σύμπαν και τους απροσάρμοστους, “τσακισμένους” χαρακτήρες των Guardians έναν ιδανικό καμβά για να εκφράσει την ειλικρινή του αγάπη για όλη την κουλτούρα με την οποία μεγάλωσε αλλά και τις προσωπικές του ευαισθησίες. Και η ειλικρίνεια, ιδίως όταν φανερώνεται μέσα στα –συνήθως- άψυχα και τυποποιημένα blockbusters της σύγχρονης εποχής, δεν περνά απαρατήρητη. Σε μια σπάνια “ευθυγράμμιση των άστρων”, το ιδιαίτερο όραμα του Gunn ταίριαξε απόλυτα με τα “χνώτα” της Marvel η οποία του έδωσε απόλυτη ελευθερία να εξερευνήσει τον δημιουργικό του οίστρο, μια εξερεύνηση που συνεχίζεται πολύ επιτυχημένα σε αυτό το δεύτερο μέρος. Η ταινία λοιπόν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα.

Όχι μόνο εγώ φυσικά, άλλα οι περισσότεροι που αγάπησαν το πρώτο μέρος. Ο Gunn φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει απόλυτη επίγνωση των προσδοκιών που δημιούργησε και προσπαθεί εναγωνίως όχι μόνο να τις καλύψει αλλά και να τις ξεπεράσει. Αυτή η αγωνία του φανερώνεται διάσπαρτη από ‘δω κι από ‘κεί και δημιουργεί κατά διαστήματα, μια εντύπωση πως προσπαθεί υπερβολικά να κάνει μια πιο αστεία, πιο συναισθηματική, πιο φαντασμαγορική, πιο… απ’ όλα όσα ήταν η πρώτη γενικά, ταινία. Που, πάνω – κάτω, τα καταφέρνει κατά τη γνώμη μου, και είναι ένα διόλου αμελητέο επίτευγμα. Απλά, υπάρχουν ορισμένες στιγμές, κυρίως στο πρώτο κομμάτι της ταινίας, που νιώθεις πως κάθε διάλογος ανεξαιρέτως έπρεπε να είναι είτε αστείος, είτε συναισθηματικά φορτισμένος και αυτό, ενδέχεται να δημιουργήσει μια μικρή, περιστασιακή ασφυξία στον θεατή αν το αντιληφθεί.

Εγώ πάντως θεωρώ πως η πολυπόθητη ισορροπία που κρατούσε με μαγικό τρόπο το πρώτο μέρος, χάνεται στον ελαφρώς πιο τραβηγμένο κωμικό τόνο, εδώ. Υπάρχουν δηλαδή και ορισμένα όχι τόσο πετυχημένα αστεία, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει πως δεν γέλασα και πάλι με την ψυχή μου ή πως χάνει σοβαρά τον ρυθμό της. Από την άλλη μεριά πάντως, στο συναισθηματικό – δραματικό κομμάτι αλλά και στο εικαστικό, νομίζω ο Gunn πετυχαίνει όλους τους στόχους του. Η φωτογραφία του σφύζει από έντονα χρώματα, τα μαύρα επιτέλους είναι σκοτεινά όπως πρέπει (και όχι ξεθωριασμένα)  και η σύνθεση των εικόνων έχει γίνει με μεράκι και μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Τόση, που δεν εξαντλείται σε καμία περίπτωση με την πρώτη θέαση.

Γενικά, η ειλικρίνεια και αγάπη που τόσο έντονα φάνηκε στο πρώτο Guardians ξεχειλίζει και εδώ σε κάθε διεξοδικά προσεγμένο πλάνο. Είχα πει στην άποψή μου για το Doctor Strange πως πλέον η Marvel έχει ανοίξει τις πόρτες διάπλατα στις πιο εξωφρενικές και φανταστικές γωνιές του βασίλειού της και το Guardians με επαληθεύει με τον καλύτερο τρόπο. Απλά φροντίστε να ξέρετε όσο γίνεται λιγότερα πριν το δείτε. Το μεγαλύτερο προσόν του όμως παραμένουν οι χαρακτήρες του. Ανάμεσα στο φαντασμαγορικό, πολύχρωμο υπερθέαμα που προσφέρει, ο Gunn μένει δραματουργικά προσηλωμένος στους χαρακτήρες του, προσφέροντάς σε όλους μια εξελικτική πορεία που σχεδόν πάντα, καταλήγει σε ένα πειστικό και ικανοποιητικό κλείσιμο.

Η ιστορία έχει ως πυρήνα την σχέση του Peter Quill (Chris Pratt) με τον πατέρα του και περιστρέφεται γύρω από το τι σημαίνει “οικογένεια”. Δεν θέλω να αποκαλύψω τίποτα για το σενάριο καθώς έχει ορισμένες ωραίες εκπλήξεις, ιδίως όσον αφορά τους κακούς (που είναι από τους ωραιότερους σε ταινία της Marvel), απλά να πω ενδεικτικά, πως η διπλανή μου στο σινεμά, είχε πλαντάξει στο κλάμα (ΨΕΜΑΤΑ ΛΈΕΙ)*. Αυτό πάντως που εγώ εκτιμώ βαθύτατα στο γράψιμό του Gunn είναι πως αντιλαμβάνεται ότι είναι πάνω απ’ όλα ένας διασκεδαστής, ωστόσο, προσπαθεί με επιδέξιο τρόπο να μην θυσιάσει τους χαρακτήρες και την ιστορία του. Ξέρει ότι χωρίς αυτά, οι όμορφες εικόνες, η δράση, το χιούμορ, όλα καταρρέουν.

Στις στιγμές που τα καταφέρνει απόλυτα, που είναι σχετικά συχνές, κάνει μια ατάκα να λειτουργεί ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα: να είναι αστεία, ίσως και συγκινητική, αναφορική και πάνω απ’ όλα, να μεταφέρει την ουσία ενός χαρακτήρα ή των σχέσεων του με τους υπόλοιπους με έναν τρόπο που δεν φαίνεται σαν ξερό “exposition”. Η ταινία έχει μερικές τέτοιες στιγμές που συμπυκνώνουν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλη την χαρισματική προσωπικότητά της. Στιγμές που ξεχειλίζουν από οπτική φαντασία, έξυπνο χιούμορ και συναίσθημα ενώ ταυτόχρονα κλείνουν νοσταλγικά το μάτι στην κουλτούρα που την/μας έχει διαμορφώσει. Σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή της, το Guardians of the Galaxy Vol 2, ξέρει πολύ καλά που ανήκει και τι θέλει να είναι.

Είναι ένα αυθεντικό παιδί της pop κουλτούρας, μια αγνή ταινία θεάματος με τον ρυθμό ενός ξέφρενου rollercoaster, που θα σε κάνει να γελάσεις, να συγκινηθείς, να θαυμάσεις και να τα ξεχάσεις όλα για τα 136 λεπτά που διαρκεί. Και όλα αυτά χωρίς να χάνει ποτέ την ανθρωπιά και την συναισθηματική του ειλικρίνεια. Ένα θεσπέσιο δείγμα ψυχαγωγικού σινεμά.

*Εντάξει, έκλαιγε. Αλλά η ταινία ήταν πάρα πολύ συγκινητική. Τόσο είχε να συγκινηθεί η διπλανή του από τα τελευταία Χάρι Πότερ.

Βρείτε την ταινία στο IMDB