Το Creed, το Black Cinema και ο Stallone

Συνειρμική περιπλάνηση στο μύθο...
03 Φεβρουαρίου 2016 14:34
Το Creed, το Black Cinema και ο Stallone

Με αφορμή το Creed θα ήθελα να ξεφορτωθώ κάποιες ιδέες και απόψεις που έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό μου σχεδόν κάθε μέρα, σε άκυρες στιγμές, και το ομολογώ ότι αρχίζουν και με κουράζουν. Μην πανικοβάλλεστε, δεν θα σας φέρω σε δύσκολη θέση, δεν θα σας εκμυστηρευτώ σκοτεινά μυστικά, δεν θα βγάλω τους σκελετούς μου από την ντουλάπα. Απλά θέλω να ξεφορτωθώ κάποιες παλιές και καινούριες ιδέες και απόψεις σχετικά με τον Stallone (Σταλλλόουν σε σωστά/ή νεοϋορκέζικα/ ιταλοαμερικανική/ “σκορτσεζική” προφορά), τον Ryan Coogler, το “black cinema” και γενικά οτιδήποτε έχω σκεφτεί παραπάνω από μία φορά και συνδέεται έστω και διαστρεβλωμένα, με το σύμπαν του Rocky. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, θα περιπλανηθώ μάλλον συνειρμικά.

Creed

Η πλοκή της ταινίας είναι σχετικά απλή και νομίζω ότι δεν χωράνε ερμηνείες και παρερμηνείες. Ένα παιδί από την αφροαμερικάνικη κοινότητα της Αμερικής με δύσκολα παιδικά χρονιά, αναμορφωτήρια, φασαρίες, απόντες γονείς κλπ, καταφέρνει να ξεφύγει από τις δυσκολίες και στη συνέχεια από τη βαρετή δουλειά του, παίρνοντας σωστές αποφάσεις και ανακαλύπτοντας τις ρίζες του και την καταγωγή του. Στην πορεία βρίσκει συμμάχους ένα γερασμένο ιταλοαμερικάνο ίνδαλμα της πυγμαχίας, μια αφροαμερικάνα τραγουδίστρια που σταδιακά χάνει την ακοή της, ghetto boys της Philadelphia και τη θετή του μητέρα, η οποία του συμπαραστέκεται από αρμόζουσα απόσταση. Τυπικό “underdog story” το οποίο το έχουμε δει χιλιάδες φορές.

Τα πράγματα όμως αλλάζουν ριζικά όταν η φρέσκια οπτική του Ryan Coogler, το ώριμο και “στρογγυλεμένο” τώρα πια  ταλέντο του Sly, ο χωρίς μανιέρες και στερεότυπα Michael B. Jordan, το χάσμα γενεών, το “ghetto philosophy”, το “racial awareness” και η “drill/ trap” μουσική συνδυάζονται σε μια κινηματογραφική εμπειρία την οποία θα ζήλευε ακόμα και ο παλιός, καλός Spike Lee. Και εξηγούμαι.

Black Cinema

Κάποτε στην Αμερική, πριν ο Eminem καθιερωθεί ως ο καλύτερος και πιο αποδεκτός ράπερ στον κόσμο και ο Tiger Woods ως ο καλύτερος γκόλφερ, μεσουρανούσαν σημαντικοί αφροαμερικάνοι σκηνοθέτες οι οποίοι εξέφραζαν την αφροαμερικάνικη κοινότητα και τα προβλήματά της. Spike Lee, John Singleton, The Hughes Brothers και F. Gary Gray οι σημαντικότεροι. Δυστυχώς όμως, τους περισσότερους από αυτούς είτε τους κατάπιε η μετριότητα και η “βασιλεία” της τηλεόρασης, είτε οι καιροί που ζούμε τους κατέστησαν “irrelevant”.  Υπάρχει και η περίπτωση του Spike Lee βέβαια, ο οποίος συνειδητά έχει διαλέξει να αφήσει τον κινηματογράφο ως μέσω έκφρασης και να επικεντρωθεί στον ακτιβισμό και στις συνεντεύξεις.

Τα τελευταία 2-3 χρόνια όμως, και παράλληλα με τη δίκαιη επιστροφή του Ice Cube στον θρόνο του, δείχνει να κάνει την εμφάνισή του ένα άτυπο “nouvelle vague” στο “black cinema”. Ένα “nouvelle vague” το οποίο ασχολείται με όλο το εύρος των προβλημάτων με ρεαλιστικό τρόπο και χωρίς στερεότυπα και υπερβολές. Το ξεκίνημα μπορούμε να πούμε ότι έγινε με το αριστουργηματικό “12 Years a Slave” του Βρετανού Steve McQueen και συνεχίζεται με ταινίες όπως το “Fruitvale Station”, “Dope”, “Creed”, “Tangerine”, “Girlhood” και την πιο ακριβή indie παραγωγή και ταινία-αποκάλυψη του τελευταίου Sundance Film Festival σύμφωνα με τους κριτικούς, “The Birth of a Nation” του Nate Parker, η οποία μόλις πρόσφατα αγοράστηκε από την “Fox Searchlight” για περίπου 18 εκ δολάρια! (Προσοχή, όμως! Υπάρχουν δύο ταινίες με τον ίδιο τίτλο οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.. Μπείτε στον κόπο να κάνετε ένα Google search και θα καταλάβετε τι εννοώ.)

Άποψη

Πιο συγκεκριμένα, βλέποντας το Creed μού έκαναν εντύπωση αρκετά στοιχεία σχετικά με την οπτική γωνία του Coogler και γενικά με τους τρόπους μέσω των οποίων εκφράζει τις ιδέες του και τις απόψεις του. Δυστυχώς όμως δεν θα μπορέσω να αναφερθώ σε όλα γιατί πρέπει να αφήσω αρκετό χώρο ώστε να μπορέσω να υφάνω λεπτεπίλεπτα την «αγιογραφία» του Sly…

Πρώτα απ’ όλα, επιβάλλεται να αναφερθώ στο πόσο φρέσκο και “up-to-date” είναι το Creed. Οι νέοι αφροαμερικάνοι της κινηματογραφικής εποχής μας δεν είναι κατά κανόνα και στην πλειοψηφία τους “corner boys” με ταλέντο στο μπάσκετ ή στο American football που περιμένουν να ανακαλυφθούν από κάποιον κυνηγό ταλέντων σε κάποιο playground σε κάποιο γκέτο της Αμερικής. Φυσικά και υπάρχουν και τα παιδιά αυτά, αλλά λίγα επιβιώνουν της καθημερινότητάς τους ώστε να ανακαλυφθούν και να καταφέρουν να κάνουν καριέρα.

Αντιθέτως, οι νέοι αφροαμερικάνοι της κινηματογραφικής εποχής μας, ξεφεύγουν από τα στερεότυπα και τα προκαθορισμένα. Σπουδάζουν, βρίσκουν βαρετές δουλειές γραφείου σαν τον Adonis και τα παρατάνε όλα για να κυνηγήσουν το όνειρό τους και να βρουν τις ρίζες τους. Δεν περιορίζονται στο gangsta rap αλλά ακούνε, γράφουν και παίζουν ηλεκτρονική και indie μουσική σαν την Bianca. Δημιουργούν καινούρια είδη μουσικής σαν την drill/trap, η οποία στα αφτιά μου ακούγεται σαν ριπές πολυβόλου παρόμοιες με αυτές που ακούς σε συμπλοκές μεταξύ συμμοριών, και καβαλάνε dirt-bikes. Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή ότι στο Creed συντελείται μια συμβολική αλλά και ρεαλιστική μετάβαση από το αδιέξοδο και τα στερεότυπα του παλιού προς το δημιουργικό και με επιλογές νέο.

Μια μετάβαση που γίνεται ακόμα πιο εμφανής όταν ο Rocky αποφασίζει να προπονήσει τον Adonis και επιστρέφει στα παλιά του λημέρια και συνειδητοποιεί ότι η Philadelphia, μια πόλη με κάποτε ισχυρή παρουσία ιταλοαμερικάνων και ιρλανδοαμερικάνων, τώρα πια έχει περάσει στην νέα εποχή. Έχει κυριευθεί από νεαρούς αφροαμερικάνους, τις μουσικές τους, την κουλτούρα τους, τη διάλεκτό τους και τον τρόπο ζωής τους. Χαρακτηριστική είναι η επόμενη στιχομυθία “-What's up with all these bikes? -It's a Philly thing. These guys are popping wheelies and making noise, going up and down the street. -Do you ride? -No. I had a Harley once but I fell off, so I decided to use my feet”. Αξία επίσης έχει να σταθούμε και στην ατάκα του Sly, “I have not seen food look like this in this house ever…Yes. You know, usually everything I have has sauce or something on it”.

Παρόλα αυτά όμως, ο χαρακτήρας του Rocky που μαεστρικά έχει δημιουργήσει ο Stallone αντέχει στο χρόνο και δεν βαλτώνει μπροστά στις αλλαγές των καιρών. Μπορεί να φθείρεται σωματικά και να πέφτει στο καναβάτσο αλλά ως γνήσιο διαχρονικό pop icon θα σηκώνεται πριν το τελευταίο καμπανάκι για να δημιουργήσει σασπένς και με τον αλήτικο βηματισμό του θα αιωρείται κάπου ανάμεσα στον χρόνο και στον χώρο. Θα υπάρχει για πάντα στην κινηματογραφική ανθολογία, θα προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες και κατ’ επέκταση στην ίδια τη ζωή.

Διάλογοι - Ερμηνείες

Εντύπωση μου έκαναν οι διάλογοι μεταξύ των πρωταγωνιστών και ειδικά αυτοί μεταξύ του Adonis και της Bianca. Μου θύμισαν έντονα τους ρυθμικούς και έξυπνους διαλόγους των ταινιών του Spike Lee της δεκαετίας του 80. Γεμάτους νεύρο αλλά ταυτόχρονα βελούδινους και σχεδόν σαγηνευτικούς. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού ο Ryan Coogler είναι δηλωμένος θαυμαστής του Spike Lee. Σε αυτό βοήθησαν βέβαια και οι ειλικρινείς, χαμηλόφωνες και χωρίς υπερβολές ερμηνείες του Michael B. Jordan και της Tessa Thompson, η καλή χημεία των οποίων είναι εμφανής σε ολόκληρη τη διάρκεια της ταινίας.

Stallone

Η ερμηνεία του Stallone δεν θα μπορούσε παρά να αντανακλά την πορεία του στον κινηματογράφο αλλά και τη βιολογική φθορά του κινηματογραφικού χαρακτήρα του Rocky Balboa, γιατί “Time takes everybody out; time's undefeated”. Μεστός, ουσιώδης, χαμηλόφωνος και πιστός στρατιώτης. Χωρίς ξεσπάσματα, υπερβολές και ουρλιαχτά. Άλλοτε στο φόντο και άλλοτε στο προσκήνιο, ανάλογα με τις απαιτήσεις του ρόλου και κατ’ επέκταση με τις ανάγκες της βιομηχανίας. Προσωπικά δεν με εκπλήσσει η ερμηνεία του Stallone, γιατί όντας ένας ηθοποιός με επιρροές από το “method acting”, το μόνο που χρειάζεται είναι να του επιτραπεί από τη βιομηχανία να δείξει μία μικρή πτυχή του ενδιαφέροντος εαυτού του, μέσω του χαρακτήρα που έχει πλάσει ώστε να μαγνητίσει κοινό και κριτικούς.

O μύθος

Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον Stallone. Άλλα σωστά και άλλα λάθος. Ορίστε και η δική μου άποψη λοιπόν. Ο Sly δεν ήταν ποτέ “action hero” σαν τον Arnold Schwarzenegger ή σαν τον Vin Diesel. Για την ακρίβεια, οι ταινίες δράσης στις οποίες πρωταγωνίστησε ήταν από κακές ως μέτριες, με εξαίρεση το Cobra και ίσως το Over the Top (της αρκετά ενδιαφέρουσας εταιρείας παραγωγής με όνομα Cannon Group για την οποία θα αναφερθώ εκτενέστατα σε μελλοντικό κείμενο) τα οποία έχουν αποκτήσει ένα cult status και αποτελούν “guilty pleasures” για πολλούς σινεφίλ. Το παραπάνω ίσως να είναι και η απόδειξη ότι ποτέ δεν ήθελε να γίνει action hero. Πιο συγκεκριμένα, ο Stallone ήταν, είναι και θα είναι, και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό, ένας πιστός στρατιώτης της Αμερικάνικης βιομηχανίας θεάματος. Έκανε πάντα αυτό που χρειαζόταν ώστε να ικανοποιήσει τη βιομηχανία και τους θεατές, βάζοντας στην άκρη τα όνειρά του για πραγματικό και ουσιαστικό σινεμά, για χάρη του Hollywood και του American Dream.

Πολλά έχουν ειπωθεί επίσης και για τις ερμηνευτικές ικανότητες του. Η πλειοψηφία πιστεύει ότι ο Stallone δε μπορεί να αρθρώσει λέξη, κάποιοι ίσως πουν ότι παίζει τον ίδιο ρόλο ξανά και ξανά και κάποιοι άλλοι ίσως φανούν πιο γενναιόδωροι λέγοντας ότι έκανε μια καλή ερμηνεία στο Copland και αυτό ήταν. Λάθος! Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο Stallone, και αμέσως μετά την πρεμιέρα του Rocky, ο σημαντικότερος κριτικός κινηματογράφου της Αμερικής, ο Roger Ebert, τον είχε χαρακτηρίσει ως τον νέο Marlon Brando. Και όντως, η ωμή δύναμη και η απόλυτη ειλικρίνεια της ερμηνείας του στο πρώτο Rocky (αλλά και στο Ράμπο: Το πρώτο Αίμα) μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις αριστουργηματικές ερμηνείες του Brando στις ταινίες “A Streetcar named Desire” και “On the Waterfront”.

Κατά την άποψή μου, και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ο Sly ήταν, είναι και θα είναι ένας πρωτοκλασάτος “character actor” που μπορεί να ερμηνεύσει 2-3 ρόλους καλύτερα από τον οποιοδήποτε. Αρκεί βέβαια να του το επιτρέψει η βιομηχανία. Ανήκει στην ίδια κατηγορία με Steve Buscemi, Joe Pesci και Christopher Walken οι οποίοι έχουν εξίσου περιορισμένο ερμηνευτικό εύρος, αλλά η διαφορά τους εντοπίζεται στο γεγονός ότι, ενώ ο Stallone έχτιζε και προωθούσε το American Dream, οι προαναφερθέντες είχαν την τύχη να πρωταγωνιστούν σε ταινίες σκηνοθετών όπως ο Scorsese και οι Coen brothers, κάνοντας το εντελώς αντίθετο από αυτό που έκανε ο Stallone. Κατέστρεφαν, δηλαδή, το American Dream σε κάθε τους ταινία. Θέλω να κλείσω το κείμενο μου με ένα απόσπασμα από την κριτική του Todd McCarthy, κριτικού κινηματογράφου του Variety, για το Copland. Το απόσπασμα αυτό νομίζω ότι συνοψίζει τον Stallone ως ηθοποιό αλλά και γενικά ως ένα σύμβολο της σύγχρονης pop κουλτούρας.

“Stallone shambles about in a way that emphasizes the sadness of the character, a man whose one shining moment — the rescue of Liz — and original dreams lie far behind him.”

Υ.Γ.

Απάντηση στον φίλο, Bil128. Το ασιατικό σινεμά αντλεί τη θεματολογία του από τον ανυπολόγιστα τεράστιο ασιατικό πολιτισμό (Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Ταϋλάνδη, Χονγκ Κονγκ κτλ), την ασιατική μυθολογία και τη γνωστή και άγνωστη προς το δυτικό κόσμο ιστορία των παραπάνω τεράστιων πληθυσμιακά και γεωγραφικά Ασιατικών χωρών. Επίσης, μη ξεχνάς και το παρόν. Την καθημερινότητα δηλαδή όλων αυτών των εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι αλληλεπιδρούν και αυτή τους η αλληλεπίδραση δημιουργεί έξτρα θεματολογία και έμπνευση! Οπότε όπως καταλαβαίνεις η έμπνευση δεν θα στερέψει ποτέ στην Ασία. Αρκεί να υπάρχουν παρατηρητικοί και ικανοί σκηνοθέτες για να μεταφέρουν αυτήν την έμπνευση στη μεγάλη οθόνη.

Το θέμα δεν είναι ποιος αντιγράφει ποιον. Αλλά ποιος το κάνει καλύτερα. Όλοι οι σκηνοθέτες αντιγράφουν. Ο Scorsese για παράδειγμα έχει ξεπατικώσει ιταλικό νεορεαλισμό και αμερικάνικο κινηματογράφο της δεκαετίας του 50. Αλλά το κάνει αριστουργηματικά και προσθέτει και δικές του πινελιές. Το ίδιο και ο Tarantino με τα b-movies και τα exploitation films.