Kinds of Kindness Review: Ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει στο πρώιμο στυλ του

Μια αμήχανη στιγμή στη φιλμογραφία του Έλληνα δημιουργού
28 Μαΐου 2024 22:09
Kinds of Kindness Review: Ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει στο πρώιμο στυλ του

Μετά το θριαμβευτικό σερί των “The Favourite” και “Poor Things”, είχαμε την πεποίθηση πως το άλλοτε τρομερό παιδί του ελληνικού κινηματογράφου είχε ωριμάσει για τα καλά. Με το “Kinds of Kindness” όμως, ο Γιώργος Λάνθιμος, μοιάζει να βγάζει με αυθάδεια τα παιδικά του παιχνίδια απ’ το συρτάρι για να παίξει άλλη μια παρτίδα με το σινεμά του παραλόγου, που ήταν και το πεδίο μέσα από το οποίο καθιερώθηκε.

Κι αν ο ίδιος, ενδεχομένως, το διασκέδασε πολύ, στα μάτια των θεατών το “Kinds of Kindness” αναπόφευκτα μοιάζει με πισωγύρισμα.

Χωρισμένη σε τρεις ιστορίες που δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά μόνο από μία χαλαρή κλωστή συναφών θεματικών και ενός μυστηριώδους χαρακτήρα, η ταινία δοκιμάζει τις αντοχές του θεατή με την εξωφρενική της διάρκεια και τα αντι επικοινωνιακά της τερτίπια.

Στην πρώτη ιστορία συναντάμε έναν χαρακτήρα - φερέφωνο που αδυνατεί να παρακούσει το αφεντικό του ακόμα κι όταν αυτό του ζητά να σκοτώσει έναν άγνωστο, στη δεύτερη βλέπουμε την επιστροφή μιας αγνοούμενης στη συζυγική της εστία και την καχυποψία που εγείρει η συμπεριφορά της στο σύζυγό της, ενώ στην τρίτη παρακολουθούμε τις αγωνιώδεις προσπάθειες δύο μελών αίρεσης να ανακαλύψουν την επόμενη πνευματική τους ηγέτη.

Κι αν όλα αυτά στο χαρτί -όπως τα διαβάζετε εδώ- μοιάζουν κατανοητά, στο πανί θα δυσκολευτείτε πολύ περισσότερο να ακολουθήσετε τους αφηγηματικούς αυτούς άξονες. Κάπου μέσα σε όλες αυτές τις ιστορίες, πιθανόν, να διακρίνετε βολές κατά του καπιταλισμού κι ένα κυνικό σχόλιο για τη νεύρωση και την εμμονή του δυτικού ανθρώπου με την ευδαιμονία, που τελικά όσο πιο πολύ την κυνηγά τόσο αυτή απομακρύνεται.

Το ζήτημα είναι όμως ότι ο Λάνθιμος ως σεναριογράφος (ο σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του Ευθύμης Φιλίππου φέρει σαφώς, επίσης, ευθύνη), επιλέγει αντί να τα δώσει με σαφήνεια όλα αυτά, να φέρει σε αμηχανία τον μέσο θεατή. Η τάση του να βυθίζεται στο absurd, αν και στο πρώιμο έργο του (“Dogtooth”, “Alps”) έμοιαζε οργανική και αποτελούσε μια φόρμα που αναδείκνυε το περιεχόμενο, εδώ περισσότερο φαντάζει ως μια νίκη του στυλ έναντι της ουσίας.

Είμαστε σίγουροι πλέον, ότι προτιμάμε το ύστερο σινεμά του Λάνθιμου, όπου ο δημιουργός περιορίζεται στο πόστο του σκηνοθέτη. Σαφώς, δεν είναι ότι είναι ανίκανος να διηγηθεί μια δική του ιστορία, αν κρίνουμε από το πόσο καλά κατάφερε να αναδείξει την ουσία στα έργα του Tony McNamara. Ίσως όμως, όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα δικό του σενάριο, αισθάνεται πως του επιτρέπεται να είναι περισσότερο εσωστρεφής και κρυπτικός, πράγμα που γυρίζει boomerang εις βάρος της αφήγησης.

Πολλοί θα πούνε, βέβαια, ότι δεν είναι πάντα απαραίτητο ένα έργο τέχνης να μας τα δίνει όλα στο πιάτο. Το ζήτημα όμως είναι να μπορούμε να καταλάβουμε και ως θεατές, αν όντως υπάρχει και κάτι που θα μπορούσε να μπει στο πιάτο. Στο “Kinds of Kindness” θα δυσκολευτεί κανείς πολύ να ανακαλύψει κάτι εκτός απ’ το παράλογο προς χάριν του παραλόγου και κάποιες λειτουργικές μακάβριες κωμικές νότες.

Από εκεί και πέρα, το βασικό cast που απαρτίζεται από την ίδια ομάδα ηθοποιών και στις τρεις ιστορίες, δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Η Emma Stone δοκιμάζεται στο πιο σκληροπυρηνικό Λανθιμικό στυλ και δίνει μια πιο εσωτερική -αλλά όχι λιγότερο εκρηκτική- ερμηνεία από αυτές που μας έχει συνηθίσει.

Ο Jesse Plemons αναδεικνύεται σε ιδανικό πρωταγωνιστή και εντάσσεται με ιδιαίτερη άνεση στο χαρακτηριστικό σκηνοθετικό ύφος. Ο Willem Dafoe κατορθώνει να είναι επιβλητικότατος και στις τρεις εμφανίσεις του, ενώ και η Margaret Qualley καταφέρνει να ξεχωρίσει, ειδικά στην τρίτη ιστορία που λαμβάνει και περισσότερο screen time. Η Hong Chau και ο Mamoudou Athie συμπληρώνουν αρμονικά το βασικό cast, ενώ και η Hunter Schaffer του Euphoria κερδίζει τις εντυπώσεις στο σύντομο ρόλο της.

Εν τέλει, το “Kinds of Kindness” αν και θα αποξενώσει το κοινό που κατέκτησε ο Λάνθιμος με τις δύο τελευταίες ταινίες του, κατα πάσα πιθανότητα δε θα απογοητεύσει τους hardcore fans του που τον ακολουθούν από την εποχή της “Κινέττας”. Σίγουρα όμως, δεν είναι μια καλή αφετηρία για τον αμύητο στα έργα του δημιουργού, καθώς αποτελεί μια από τις πιο αδύναμες στιγμές του και σίγουρα την πιο δυσπρόσιτη από τη διεθνή φιλμογραφία του.