Στις μέρες μας έχουμε πια παίξει αρκετά αποκλειστικά story driven παιχνίδια. Η Telltale Games χάραξε ένα μονοπάτι που η αλήθεια είναι ότι δίχασε τους gamers. Άραγε αν τα παιχνίδια της δεν συνδέονταν με γνωστές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές θα έκαναν τόσο ντόρο; Κι αν ήταν νέες ή ξεχωριστές original ιστορίες θα είχαν την ίδια αντιμετώπιση; Προφανώς δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σίγουρο είναι πως η συνταγή με τα χρόνια εξελίχθηκε και ανδρώθηκε πρώτιστος με τους τίτλους του David Cage, αλλά και άλλων αυτόνομων παραγωγών όπως το Firewatch, αποδεικνύοντας πως τα story driven παιχνίδια έχουν -παρά την διαμάχη- θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα genres και πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ήρθαν για να μείνουν.
Αν μη τη άλλο είναι μια διαφορετική πρόταση από αυτό που είχαμε συνηθίσει και γαλουχηθεί ως «βιντεοπαιχνίδι». Και η διαφορετικότητα έχει ένα θετικό. Δίνει επιλογές, προσφέρει οπτικές και ανοίγει ορίζοντες που αγνοούσαμε, ώστε να βιώσουμε νέες εμπειρίες. Άλλωστε αυτό δεν ζητάμε όλοι από τα παιχνίδια; Σίγουρα τα κριτήρια του καθενός είναι υποκειμενικά, όπως είναι και τα γούστα, όπως και το τι ψάχνει κάποιος όταν πιάνει στα χέρια του ένα χειριστήριο. Κοινός ωστόσο παρονομαστής σε όλους, είναι αυτή η αίσθηση που θα σου αφήσει όταν δεις τίτλους τέλους και κλείσεις την συσκευή σου. Αν αυτό που ένιωσες μέσα σου κάνει την ψυχή σου να φτερουγίσει, έχει στ’ αλήθεια τόση σημασία αν πάτησες παραπάνω κουμπιά ή έλυσες μερικούς γρίφους;
Όταν το 2015 κυκλοφόρησε ο πρώτος κύκλος του Life is Strange, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η Dontnod, ένα σχεδόν άγνωστο μικρό Γαλλικό studio χωρίς αξιοσημείωτο παρελθόν, θα παρέδιδε ένα απ’ τα καλύτερα interactive παιχνίδια της γενιάς που διανύουμε. Παρά τα αρχικά του στραβοπατήματα, συνολικά ήταν γλυκό, έντονα συναισθηματικό, με δυνατές προσωπικότητες και με μια υπέροχη ιστορία που είχε να κάνει με ανθρώπους. Όχι με απλά με χαρακτήρες. Μια ιστορία χωρίς νικητές και ήρωες.
Το Life is Strange αφορούσε καθημερινούς ανθρώπους με ανθρώπινα προβλήματα και ανησυχίες που απλά προσπαθούν να επιβιώσουν και να καταλάβουν τη θέση τους στον κόσμο. Αυτή η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια ανάμεσά τους ήταν η αιτία που μας έκανε να το ερωτευτούμε. Η βάση του Life is Strange 2 παραμένει ίδια. Ωστόσο, είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία, καταπιάνεται με διαφορετικά θέματα, έχει διαφορετικούς στόχους και οι χαρακτήρες του έχουν διαφορετικά προβλήματα και δαίμονες να αντιμετωπίσουν. Παρ' όλ' αυτά, δίνει από την πρώτη στιγμή την αίσθηση στον παίκτη ότι παίζει Life is Strange. Το σίγουρο είναι πως αν κάποιος προσπαθήσει να τα συγκρίνει ή έχει την εντύπωση πως θα βιώσει κάτι ανάλογο του πρώτου, θα απογοητευτεί.
Η ιστορία του Life is Strange 2 δεν παίρνει σκοτεινή ή μυστήρια τροπή όπως η αντίστοιχη της Max, όμως έχει το δικό της χαρακτήρα με κοινό ωστόσο παρονομαστή το υπερφυσικό και τη σχέση ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές. Η γραφή είναι στιβαρή, με τις προθέσεις του στούντιο για σκληρές και επώδυνες αποφάσεις να είναι ξεκάθαρες από τα πρώτα λεπτά. Στοχεύει περισσότερο στην ουσία της σχέσεις ανάμεσα στα δυο αδέρφια που μετατρέπονται σε φυγάδες, βάζοντας στην άκρη το δράμα και τα τετριμμένα κλισέ. Καλεί ουσιαστικά ένα δεκαεξάχρονο παιδί να αφήσει πίσω τη ζωή του, να μεγαλώσει απότομα και να αναλάβει τον βαρύ ρόλο του κηδεμόνα για χάρη του μικρού αδερφού του.
Το Life is Strange 2 είναι ένα δύσκολο ταξίδι διαφυγής με έντονη πολιτική χροιά που αντανακλά το σύγχρονο μεταναστευτικό πρόβλημα στην Αμερική και τον ρατσισμό. Αν και πολύ εύκολα μπορεί από κάποιους να κατηγορηθεί για προπαγάνδα, η Dontnod με περίτεχνο τρόπο βάζει τον παίκτη στη θέση δυο αθώων παιδιών που βιώνουν τα γεγονότα και την κοινωνική σκληρότητα για πρώτη φορά. Χωρίς να έχουν πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις ή να είναι σε θέση να αντιληφθούν πως μια μερίδα της κοινωνίας διαχωρίζει ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, το στούντιο δεν φοβάται να τους φερθεί απάνθρωπα. Ίσα-ίσα υφαίνει μια ιστορία που δεν ενδιαφέρεται να χαϊδέψει αυτιά ή να την ωραιοποιήσει με ηρωισμούς και happy ending.
Καταπιάνεται με τα μικρά αυτά πράγματα που όλοι μας θεωρούμε δεδομένα, όμως στην πραγματικότητα είναι τόσο εύθραυστα, που αν το γνωρίζαμε θα τα προστατεύαμε όσο τίποτα. Το να έχουμε ένα σπιτικό, μια οικογένεια που είναι πάντα δίπλα μας και να βρίσκουμε όταν γυρίζουμε σε αυτό, φίλους που νοιαζόμαστε και μας νοιάζονται και εκείνες τις μικρές στιγμές χαράς που μπορεί να κρύβονται σε μια λιχουδιά, σε ένα ξέφρενο χορό στο άκουσμα ενός αγαπημένου τραγουδιού ή απλά στο να έχεις τη δυνατότητα να γράψεις μια παραμυθένια ιστορία κάτω από έναν έναστρο ουρανό. Το δικαίωμα του να ζεις με λίγα λόγια την παιδικότητά σου, αλλά και την υπόσχεση ότι μπορείς να την βρεις ξανά όταν τα πάντα γύρω σου την καταπατούν ή οι περιστάσεις απαιτούν να δεις τον κόσμο ως ενήλικας.
Το σίγουρο είναι ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε παραξενεύει. Η ουσία όμως του Life is Strange 2 δεν βρίσκεται ούτε στους γύρω χαρακτήρες, ούτε στην κεντρικό στόχο, ούτε στο «υπερφυσικό» στοιχείο που συνοδεύει τη σειρά. Έχει να κάνει με τους οικογενειακούς δεσμούς. Στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο πρωταγωνιστής για να προστατέψει τους ανθρώπους που αγαπά και ποια όρια ή φράγματα θα καταρρίψει για να τα καταφέρει. Στο σημείο αυτό, ο παίκτης έχει την ευθύνη των πράξεων, μέσω των αποφάσεων που θα πάρει, χωρίς να του είναι ευδιάκριτο το τι αποτέλεσμα θα έχει, παρά μόνο στο τέλος και μάλιστα χωρίς να έχει επιλογή να αλλάξει απλά με μια τελική απόφαση την έκβαση που θα δει να διαδραματίζεται μπροστά του. Κι εκεί ακριβώς είναι που το Life is Strange 2 ξεχωρίζει όχι μόνο από την πρώτη σεζόν, αλλά και από όλα τα άλλα παιχνίδια του είδους.
Σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια του genre, αλλά και mainstream τίτλους που αντιλαμβάνεσαι ότι έχουν σχεδιαστεί για να σε κάνουν να αισθανθείς «κυρίαρχος» των εικονικών τους κόσμων, το Life is Strange 2 κάνει το ακριβώς αντίθετο. Ότι και να κάνεις, όποια απόφαση και να πάρεις συνεχώς τα πράγματα ξεγλιστρούν από τον έλεγχό σου. Δεν είναι ξεκάθαρο πως μία απόφαση που θα πάρεις την παρούσα στιγμή θα επηρεάσει τα μετέπειτα γεγονότα και ποια επίδραση θα έχει στον μικρό σου αδερφό.
Το να του διδάξεις για παράδειγμα πως η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα, σίγουρα είναι ένας ευγενής στόχος, όμως τι γίνεται όταν αυτό συγκρούεται με τους ηθικούς κανόνες και τον νόμο; Όλο τα ταξίδι στο παιχνίδι είναι μια συνεχής προσπάθεια διαπαιδαγώγησης του Daniel. Μπορεί εμείς να παίρνουμε αποφάσεις ή να βάζουμε κανόνες στον μικρό Daniel για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει, αλλά αυτός ως παιδί δεν πάει να πει κιόλας ότι θα τις ακολουθήσει κατά γράμμα. Λάθη είναι φυσικό να γίνουν. Πόσο μάλλον για τον Sean, ο οποίος είναι ουσιαστικά ένα ακόμα παιδί που βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη σε μια θέση που του επέβαλε να γίνει απότομα υπεύθυνος. Ο μικρός απορροφά σαν σφουγγάρι κάθε πράξη και αντίδρασή μας, γυρίζοντάς τη μπούμερανγκ τόσο σε εμάς όσο και στους γύρω του.
Η συμπεριφορά που θα έχουμε απέναντι στον Daniel ύστερα από μια ανυπακοή, αν δηλαδή θα είμαστε επικριτικοί ή θα του δώσουμε ήρεμα να καταλάβει το λάθος του, επηρεάζει αρκετά τη σχέση που έχουν, αλλά και που θα έχουν από επεισόδιο σε επεισόδιο. Κάποιες φορές είναι σχετικά εύκολο να προβλέψεις το αποτέλεσμα κάποιων αποφάσεων, όμως τις περισσότερες όχι.
Ειδικά όταν ο μικρός αρχίζει να ενεργεί αυτόνομα. Αν για οποιοδήποτε λάθος μετανιώσεις, το παιχνίδι θα σου δώσει την ευκαιρία να επανορθώσεις. Το αν θα την εκμεταλλευτείς βέβαια, είναι στο δικό σου χέρι. Κι αυτό είναι κάτι που θα καθορίσει την ιστορία μέχρι την τελική της έκβαση, όπου μέσα σε μια στιγμή, θα σε κάνει να δεις τις αποφάσεις σου να περνούν σαν flash back από μπροστά σου και να αναρωτηθείς κατά πόσο έκανες καλή δουλειά. Μόνο που τότε...θα είναι πλέον αργά.
Όπως είπα και πριν, το Life is Strange 2 είναι διαφορετικό από την ιστορία της Max. Η σκοτεινή τροπή που πήρε το πρώτο μετά το τρίτο επεισόδιο, εδώ δεν υφίσταται. Η ιστορία ωστόσο των αδερφών Diaz είναι αρκετά πιο ανθρώπινη, πολύ πιο σκληρή και κατά τη γνώμη μου πιο ώριμη. Αυτό είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνεις στην αρχή, παρά μόνο όταν φτάσεις στους τίτλους τέλους. Κι εγώ προσωπικά έπεσα στην παγίδα να το συγκρίνω με το πρώτο, μέχρι ότου διαπιστώσω κλείνοντας την κονσόλα, πως ήταν λάθος μου. Γιατί; Γιατί αυτό που το παιχνίδι μου έδωσε στο τέλος του ήταν κάτι άλλο από αυτό που μου έδωσε η ιστορία της Max.
Δεν είναι ο προορισμός του ταξιδιού. Δεν είναι ούτε καν το υπερφυσικό στοιχείο. Είναι η ξαφνική ωρίμανση που όλοι λίγο πολύ έχουμε βιώσει, η διάλυση της ψυχολογίας σε στιγμές που δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις, η δύναμη του να θάψεις τις ανάγκες και τα θέλω σου για χάρη κάποιου άλλου, η συνεχής μάχη του να δώσεις το καλό παράδειγμα, ο άθλος του να επουλώσεις τις πληγές που προκάλεσες ή σου προκάλεσαν και ο αγώνας στο να καταφέρεις μέσα από τις κακουχίες και την απανθρωπιά να βρεις και να εκτιμήσεις έστω και για λίγο ότι καλό έχει τούτος ο κόσμος να προσφέρει.
Δε σημαίνει βέβαια πως η ροή είναι στρωτή ή ότι δεν κάνει κοιλιά ή ότι δεν φλυαρεί (ειδικά στο τρίτο επεισόδιο) χωρίς λόγο. Όμως ξέρεις πως καμιά φορά αυτό που βλέπεις να διαδραματίζεται μπροστά σου, μπορεί να σου μιλά με χίλιους διαφορετικούς τρόπους χωρίς να σου λέει απολύτως τίποτα. Και το Life is Strange 2 είναι γεμάτο από τέτοιες στιγμές. Στιγμές αμηχανίας, δέους, στιγμές που σε αφήνουν άφωνο, που σε συγκινούν, στιγμές που κάνουν το στομάχι σου να δεθεί κόμπος.
Η ιστορία των αδερφών Diaz κλείνει με πέντε διαφορετικούς τρόπους και εξαρτάται απόλυτα από τις επιλογές που κάνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι θα ικανοποιήσει τους πάντες, όμως το σίγουρο είναι πως η ιστορία ολοκληρώνεται. Δεν ήταν η κατάληξη που προσωπικά ήθελα να δω, όμως ήξερα καλά ότι η Dontnod δεν είχε ποτέ πρόθεση να μου χαϊδέψει τα αυτιά. Γι’ αυτό το αποδέχτηκα. Ήταν σαν να μου είπε: «όπως έστρωσες θα κοιμηθείς».
Ως προς τα γραφικά, η Unreal Engine 4 προσέφερε ένα μαγικό αποτέλεσμα που από επεισόδιο σε επεισόδιο έβλεπες να βελτιώνεται αισθητά. Τεχνικά προβλήματα πέρα από κάποια μικρά glitches, ήσσονος σημασίας για να είμαι ειλικρινής, δεν εντόπισα, ενώ και το lip-sync είναι αρκετά ικανοποιητικό. Τα περιβάλλοντα είναι θαυμάσια και οι λήψεις της κάμερας σε συνδυασμό με τη μουσική επένδυση του Jonathan Morali (που από τον πρώτο κύκλο υπογράφει τη σύνθεση), ειδικά σε μερικές ιδιαίτερα συναισθηματικές στιγμές, έχουν την ικανότητα να προκαλούν ακόμα και δέος, συμπληρώνοντας στο εξαιρετικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα του τίτλου.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.