Η βιταμίνη D βοηθάει στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης

Νέα τεράστια έρευνα
21 Αυγούστου 2022 11:06
Η βιταμίνη D βοηθάει στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης

Τα σώματά μας χρειάζονται τη σωστή ποσότητα βιταμίνης D για να λειτουργήσουν κανονικά, τόσο φυσικά όσο και πνευματικά. Υπάρχουν ολοένα και περισσότερες αποδείξεις που συνδέουν τη βιταμίνη D με την κατάθλιψη και τώρα μία νέα μετα-ανάλυση 41 επιστημονικών μελετών, δείχνει πως τα συμπληρώματα βιταμίνης D μπορούν να μειώσουν τα συμπτώματα σε άτομα τα οποία έχουν ήδη διαγνωστεί με κατάθλιψη.

Οι επιστήμονες θεωρούν πως η χημική ισορροπία του εγκεφάλου μπορεί να ελεγχθεί ρυθμίζοντας τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφορικών αλάτων τα οποία ρυθμίζουν με τη σειρά τους διάφορες λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τη βιταμίνη D.

Τα ευρήματα αυτά θα ενθαρρύνουν τη διενέργεια νέων, υψηλού επιπέδου κλινικών δοκιμών σε ασθενείς με κατάθλιψη, για να ρίξουμε φως στον πιθανό ρόλο των συμπληρωμάτων βιταμίνης D στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης. – Tuomas Mikola, University of Eastern Finland

Η ανάλυση κάλυψε 53.235 συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων άτομα χωρίς κατάθλιψη ή και άτομα τα οποία έπαιρναν placebos. Μία τυπική δοσολογία ήταν 50-100 μικρογραμμάρια βιταμίνης D τη μέρα και βρέθηκε πως στους συμμετέχοντες με κατάθλιψη, τα συμπληρώματα βιταμίνης D ήταν πιο αποτελεσματικά από τα placebos στην ελάφρυνση των συμπτωμάτων. Μάλιστα φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικά σε βραχυπρόθεσμες περιόδους κάτω των 12 εβδομάδων.

Τα αποτελέσματα δείχνουν πως τα συμπληρώματα βιταμίνης D έχουν θετικά αποτελέσματα τόσο σε άτομα με σοβαρή κατάθλιψη όσο και σε άτομα με χαμηλότερου επιπέδου κλινικά σημαντικά συμπτώματα.

Η κατάθλιψη επηρεάζει 280 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως κάθε χρόνο, ενώ τα αντικαταθλιπτικά δε λειτουργούν για όλους, αναγκάζοντας τους επιστήμονες να εξερευνήσουν άλλες επιλογές θεραπείας. Έως τώρα δεν έχουμε αρκετά δεδομένα για να πούμε πως η έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί κατάθλιψη ή πως τα συμπληρώματα από μόνα τους μπορούν να είναι η θεραπεία. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες μεγαλύτερων κλινικών πληθυσμών για να παρατηρηθεί η δοσολογία και η διάρκεια της θεραπείας.

Παρά το μεγάλο εύρος αυτής της μετα-ανάλυσης, η βεβαιότητα των αποδείξεων παραμένει χαμηλή λόγω της ετερογενούς φύσης των πληθυσμών που μελετήθηκαν και λόγω του ρίσκου της προκατάληψης που σχετίζεται με μεγάλο αριθμό ερευνών.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Critical Reviews in Food Science and Nutrition.