Πώς επιβιώνουν οι καμήλες χωρίς να πίνουν νερό για μεγάλα χρονικά διαστήματα;

Νέα αποκάλυψη για την ακραία βιολογία τους
25 Ιουλίου 2021 10:08
Πώς επιβιώνουν οι καμήλες χωρίς να πίνουν νερό για μεγάλα χρονικά διαστήματα;

Οι καμήλες είναι συναρπαστικά πλάσματα καθώς μπορούν να επιβιώσουν στην έρημο χωρίς να πιουν σταγόνα νερού για εβδομάδες. Στο “μανίκι” τους κρύβουν διάφορα βιολογικά κόλπα, όπως η ικανότητα να αποθηκεύσουν κάθε σταγόνα υγρού, να συλλαμβάνουν με τα ρουθούνια τους την υγρασία του αέρα που βγαίνει από το σώμα τους για να μην τη χάνουν, ενώ έχουν και τροποποιημένο αίμα το οποίο μπορεί να αντέξει την αφυδάτωση. Μπορούν να καταναλώσουν εκατοντάδες λίτρα νερού σε λίγα λεπτά, αποφεύγοντας το οσμωτικό σοκ και η θερμοκρασία του σώματός τους κυμαίνεται από 31 έως 41 βαθμούς Κελσίου έτσι ώστε να μειώσουν τον ιδρώτα.

Αυτού του είδους η ακραία βιολογία, τους επιτρέπει να επιβιώνουν στα πιο εχθρικά περιβάλλοντα στον πλανήτη, ωστόσο ερευνητές ανακάλυψαν ακόμα ένα “όπλο” στη φαρέτρα τους.

Σε μία έρευνα η οποία εξέτασε τα γονίδια των κυττάρων στα νεφρά των αραβικών καμήλων (Camelus dromedarius), αποκαλύφθηκε πως η ποσότητα της χοληστερόλης στα νεφρά παίζει ρόλο στη διαδικασία διατήρησης του νερού, κάνοντας τις καμήλες να παράγουν πολύ πυκνά ούρα για να μη χάνουν νερό.

Μία μείωση στην ποσότητα της χοληστερόλης στη μεμβράνη των κυττάρων των νεφρών, θα οδηγούσε σε κίνηση διαλυτών και νερού σε διάφορα μέρη του νεφρού – μία διαδικασία που απαιτείται για να ανακτηθεί αποδοτικά το νερό, παράγοντας μία πολύ υψηλά συγκεντρωμένη ποσότητα ούρων, αποφεύγοντας την απώλεια νερού. Αυτή είναι η πρώτη φορά από όσο ξέρουμε, που τα επίπεδα της χοληστερόλης συνδέονται απευθείας με τη διατήρηση νερού στα νεφρά. Έτσι, περιγράφουμε ένα καινοτόμο ρόλο αυτού του λιπιδίου το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και σε άλλα είδη.

Η αραβική καμήλα υποστηρίζει εκατομμύρια ανθρώπων από την εξημέρωσή της πριν 3.000 χρόνια, προσφέροντας γάλα, κρέας, ρουχισμό, μετακινήσεις ή ακόμα και καταφύγιο στα πιο ακραία μέρη του πλανήτη μας.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Communications Biology.

Tags: