Bonus Round: Η “νέα γενιά” - Μέρος 3ο

Μια προσωπική οπτική στα βιντεοπαιχνίδια
20 Φεβρουαρίου 2021 12:35
Bonus Round: Η “νέα γενιά” - Μέρος 3ο

Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια αυτού του άρθρου.


Η σχέση μας με τα έργα

Για το τέλος άφησα τη σχέση μας με τα ίδια τα έργα, μια σχέση που ούτε λίγο, ούτε πολύ, βρίσκεται στον πυρήνα προσδιορισμού κάθε μέσου. Ο τρόπος που εμπλεκόμαστε και συσχετιζόμαστε με αυτά, οι προσδοκίες, ο τρόπος που τα “καταναλώνουμε”, διαμορφώνει το μέσο σε έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο, ενδεχομένως, νομίζουμε. Οι προβληματισμοί που θα εκφράσω, ωστόσο, επ’ ουδενί δεν περιορίζονται στο στενό χώρο των βιντεοπαιχνιδιών. Παρόμοιες τάσεις και νοοτροπίες παρατηρούνται σε όλο το φάσμα της σύγχρονης, εμπορευματοποιημένης ποπ κουλτούρας, αποδεικνύοντας πως πρόκειται για σημεία της εποχής και όχι συγκεκριμένες παθογένειες των βιντεοπαιχνιδιών, παρόλο που ίσως εκεί να εμφανίζονται εντονότερα.

Η σχέση μας με τα έργα μοιάζει ποικιλοτρόπως δηλητηριασμένη. Διαστρεβλωμένη.

Σα να έχουμε ξεχάσει ορισμένες βασικές αλήθειες. Μεγάλο κομμάτι του προβλήματος είναι, θεωρώ, το γεγονός πως βαδίζουμε σταθερά, εδώ και χρόνια, προς μια πραγματικότητα όπου κυριαρχούν τα γιγαντιαία franchises, αυτά που ξεπερνούν τα στενά όρια ενός συγκεκριμένου μέσου, αυτά που προσπαθούν να είναι παρόντα σε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της καταναλωτικής μας ζωής. Από τα ρούχα, τα παπούτσια, τις τσάντες, τα ποτήρια, τα εσώρουχα μέχρι τα κουτάλια και τα πιρούνια που τρώμε. Φυσικά, η απόλυτη φιλοδοξία κάθε νέου IP στον καπιταλισμό είναι να εξελιχθεί σε ένα τέτοιο χρυσορυχείο, οπότε, ευλόγως, αυτά τα franchises έρχονται με ορισμένες τακτικές οικοδόμησης, στην βάση των οποίων βρίσκεται η μεθοδική καλλιέργεια ενός αφοσιωμένου κοινού, η αγάπη και προσκόλληση του οποίου κινείται στα όρια της θρησκευτικής λατρείας. Αυτό το αναδυόμενο φαινόμενο των καταναλωτών/”πιστών” είναι ευρύτερο και τρομερά πολύπλοκο για να το αναλύσω εδώ πέρα.

Εξάλλου, δεν έχω ούτε τις γνώσεις ούτε την ικανότητα να μπω σε τέτοια θέματα. Αλλά και να είχα, πάλι θα επέλεγα μια διαφορετική οδό. Η δική μου επιθυμία, είναι να εξετάσω την σχέση μας με τα έργα που μας ψυχαγωγούν από μια σκοπιά προσωπική και όχι κοινωνιολογική. Και προτιμώ αυτήν την προσέγγιση, διότι πολλές φορές όταν αναλύουμε τα πράγματα από την ψυχρή απόσταση των κοινωνικών ομάδων, των “μαζών”, τοποθετούμε τους εαυτούς μας, σχεδόν αυθόρμητα, εκτός της συζήτησης. Σα να διαβάζουμε για κάποιους άλλους. Και αυτό θα ήταν εντελώς αντίθετο προς τους λόγους ύπαρξης αυτών των άρθρων.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι κάπου στην πορεία λησμονήσαμε ορισμένες θεμελιώδεις αξίες, ή μπορεί και να μην τις είχαμε ποτέ ασπαστεί. Όπως και να ’χει, νιώθω ότι πλέον πρέπει να τις αναζητήσουμε επιτακτικά, πρώτα μέσα μας, ατομικά, κι έπειτα, νομοτελειακά θα αντικατοπτριστούν σταδιακά και “έξω μας”, στις συλλογικές αντιλήψεις.

Θέλω, λοιπόν, να ξεκινήσω με το πιο κλισέ ερώτημα που υπάρχει: γιατί παίζουμε παιχνίδια; Και αντίστοιχα: γιατί βλέπουμε ταινίες; γιατί διαβάζουμε βιβλία; και ούτω καθεξής. 

Ενώ το ερώτημα φαντάζει τετριμμένο και οι απαντήσεις προφανείς, σε ένα πρακτικό, αληθινό επίπεδο, δε φαίνεται να είναι. Διότι, στην τελική δε μετράει τι νομίζεις στο μυαλό σου, αλλά τι κάνεις. Γιατί παίζουμε λοιπόν; H υγιής απάντηση εδώ, με την οποία  πιστεύω θα συμφωνήσετε, είναι η γενική “γιατί παίρνουμε πράγματα από αυτήν την δραστηριότητα”. Και λέγοντας πράγματα, εννοούμε προφανώς πράγματα για τον εαυτό μας. Παίζουμε για να συγκινηθούμε, να διασκεδάσουμε, να προβληματιστούμε, να ξεκουραστούμε και όλα τα συναφή. Εκεί που θέλω να σταθώ είναι ότι παίζουμε για εμάς. Για την προσωπική μας ευχαρίστηση. Και δεν το εννοώ με μια εγωιστική έννοια. Αυτά τα έργα (παιχνίδια, βιβλία, σειρές κτλ) είναι μια πνευματική τροφή, την οποία απολαμβάνουμε και χωνεύουμε και -όπως την οργανική τροφή ο οργανισμός μας-, παίρνουμε τα θρεπτικά συστατικά της σε ένα απόλυτα προσωπικό επίπεδο. Η διαφορά με την οργανική τροφή είναι ότι το κάθε έργο, δε δίνει τα ίδια συστατικά, σε όλους τους ανθρώπους. Την πνευματική τροφή την επεξεργαζόμαστε, την χωνεύουμε, την διασπάμε ο καθένας διαφορετικά. Ωστόσο, οι συνέπειες είναι παρόμοιες.

Τα οφέλη ή τα δεινά της, δηλαδή, είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Για να επεκτείνω την αναλογία, η εξοικείωση και η μελέτη της γλώσσας κάθε εκφραστικού μέσου μας χαρίζει ουσιαστικά πιο εκλεπτυσμένη γεύση αφενός και αφετέρου ένα “πεπτικό σύστημα” που επιτρέπει να διασπάμε με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και λεπτομέρεια αυτή τη τροφή. Θεωρητικά τώρα, αυτή είναι η σημαντική ιδιότητα των κριτικών και η ουσιαστική χρησιμότητά τους. Έχουν καλλιεργήσει το γούστο τους και έχουν μελετήσει τη γλώσσα, οπότε μπορούν να μας βοηθήσουν κι εμάς να πάρουμε περισσότερα από αυτήν την τροφή: να ξεχωρίσουμε τα θρεπτικά από τα επιβλαβή στοιχεία, τα νόστιμα αλλά “ανθυγιεινά”, τα πιο απαιτητικά αλλά πλούσια κτλ. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι κανένας, στην τελική, δε μπορεί να ξεφύγει από την υποκειμενική του αντίληψη, όποιες και αν είναι οι προθέσεις του. Ο καθένας έχει το δικό του πεπτικό σύστημα και τους δικούς του γευστικούς κάλυκες και δε μπορεί να δανειστεί αλλουνού. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα που τείνουμε πολύ συχνά να ξεχνάμε.

Πρώτον, δεν υπάρχουν καθολικές αλήθειες στην τέχνη. Υπάρχουν κάποιες γενικά αποδεκτές απόψεις για τα λεγόμενα “κλασικά” έργα, αλλά μέχρι εκεί. Κι αυτές οι “γενικά αποδεκτές” αντιλήψεις μπορούν να αλλάξουν με τον χρόνο. Η τέχνη δε σταματάει ποτέ να αναθεωρείται και να επανεξετάζεται. Όπως απέδειξε εμφατικά η μοντέρνα τέχνη τον 20ο αιώνα, ακόμα και η έννοια της τέχνης αλλάζει, εξελίσσεται, μεταμορφώνεται με την εποχή. Δεύτερον, η αξία κάθε έργου είναι μια προσωπική υπόθεση. Μπορείς να τσαμπουνάς ό,τι μεγαλοπρεπές επιχείρημα θες από την κριτική της τέχνης, όποια βαθυστόχαστη ανάλυση, άμα δεν αγγίζει τον άλλον προσωπικά, δεν έχει κάποια αξία. Όχι το έργο το ίδιο, αλλά, το έργο γι‘ αυτόν, προσωπικά. Για να επιστρέψω στην αναλογία μου, ένα πιάτο μπορεί να έχει πάρει όλα τα βραβεία του κόσμου, αλλά στην τελική δεν τρως τα βραβεία, το πιάτο τρως και πρέπει να αρέσει στους δικούς σου γευστικούς κάλυκες και να το “αντέχει” και το στομάχι σου για να πεις ότι πήρες κάτι, ότι βρήκες κάποια ουσία. Σταματάω κάπου εδώ τις κουβέντες για το φαγητό, όμως, γιατί θα πεινάσουμε.

Πού θέλω να καταλήξω με όλες αυτές τις αλλόκοτες γαστρονομικές παρομοιώσεις; Στο ότι δεν παίζουμε ένα παιχνίδι ούτε για να αποδείξουμε ότι ανήκουμε σε κάποια κουλτουριάρικη ελίτ, ούτε για να λάβουμε κάποια επιβεβαίωση του γούστου μας από την κοινή γνώμη. Δεν παίζουμε για να αποδείξουμε πόσο σπουδαίοι και εκλεπτυσμένοι είμαστε. Πόσο “δίκιο” έχουμε. Ιδίως στην εποχή του ίντερνετ και των social media όπου ευνοείται μια θεατρινίστικη αυτοπροβολή, επιβάλλεται να το υπενθυμίζουμε συχνά στους εαυτούς μας. Ποιος νοιάζεται αλήθεια; Ξέρω ότι είναι πανανθρώπινη ανάγκη να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου, ότι το γούστο μας είναι αποδεκτό, αλλά όπως είπαμε πριν, στο βάθος, στην ουσία, δεν παίζουμε για τους άλλους, παίζουμε για εμάς. Παίζουμε για να κάνουμε την ζωή μας καλύτερη, την καθημερινότητά μας πιο υποφερτή, παίζουμε για να κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα και γύρω μας. Όλα τα άλλα μοιάζουν με τα καμώματα ενός ρηξικέλευθου “εγώ”, μιας σαχλής ανασφάλειας και ματαιοδοξίας. Αν ακόμα κι εκεί γίνουμε υποκριτές, την έχουμε βάψει. Πρέπει να καταλάβουμε κάτι: το ποια παιχνίδια μας αρέσουν δεν μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, το ποια βιβλία γουστάρουμε δεν μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, το ποιες ταινίες μας συγκινούν δεν μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.

Το πόσο εκλεπτυσμένο γούστο έχουμε δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Το μόνο που καθορίζει την ποιότητα και την αξία του ανθρώπου σε αυτή τη ζωή, είναι οι πράξεις του και η καθημερινή επιρροή του στους γύρω του. Όλα τα άλλα είναι απλά ένας αόρατος, πολύπλοκος και συγκεχυμένος πρόλογος, που δεν είναι πάντα ξεκάθαρο το πώς επηρεάζει. Το σίγουρο πάντως είναι αυτό: μερικοί από τους καλύτερους ανθρώπους που γνωρίζω, έχουν γούστο που απέχει πολύ από αυτό που θα λέγαμε “καλλιεργημένο”. Θυμάμαι να διαβάζω μια συνέντευξη του Kubrick που ανέφερε πως ο Alex, ο πρωταγωνιστής  του “A Clockwork Orange”, ακούει κλασική μουσική ως ένα σχόλιο για την ανικανότητα της τέχνης να επέμβει ηθικά στον άνθρωπο. Ο Alex ακούει και συγκινείται από Beethoven λίγο πριν σπείρει λίγη “ultraviolence”. Και αυτή είναι μια μάλλον πικρή αλήθεια. Το γούστο μας λοιπόν δεν είναι κάτι άξιο προς επίδειξη, ούτε τεκμήριο της ποιότητάς μας ως άνθρωποι. Το καλλιεργούμε με έναν και μόνο σκοπό: να παίρνουμε περισσότερα, βαθύτερα πιο αληθινά για εμάς πράγματα από τα έργα. Παίζουμε για εμάς, διαβάζουμε για εμάς, βλέπουμε για εμάς λοιπόν, όχι για κάποια ματαιόδοξη ψευτό-επιβράβευση.

Όταν το αντιληφθούμε και το ασπαστούμε στ’ αλήθεια αυτό, τότε είμαστε εντελώς ανοικτοί απέναντι και στην κριτική. Όχι προς εμάς, αλλά προς τα έργα που αγαπάμε. Διότι αναγνωρίζουμε ότι μόνο να μας προσφέρει μπορεί. Από τη μία, κάτι με το οποίο δεν συμφωνούμε, κάτι που βρίσκουμε άστοχο, δεν μπορεί να μας “βλάψει” με κάποιον τρόπο, οπότε μπορούμε να το αγνοήσουμε ανέμελα. Ενώ από την άλλη, μια διαφορετική οπτική μπορεί να εμβαθύνει την αντίληψή μας ή και να μας “ανοίξει τα μάτια”, να μας αλλάξει τη γνώμη για ένα έργο. Να μας κάνει να δούμε πράγματα που δεν είχαμε δει. Το τελευταίο, εκτός και αν το βλέπεις εγωιστικά, μόνο καλό μπορεί να είναι, γιατί σημαίνει ότι αναγνώρισες στην ερμηνεία του έργου από τον κριτικό, κάτι αληθινό που δεν το είχες εντοπίσει από μόνος σου. Ουσιαστικά, σε γλιτώνει από μια πλάνη.

Σας φαίνονται προφανή όλα αυτά, αλλά, αν ρίξουμε μια ματιά στην βιομηχανία θα δούμε ότι δεν είναι καθόλου. Αν ήταν, θα είχαμε τόσο συχνά “ξεσηκωμούς” για έναν βαθμό και μια διαφορετική άποψη; Αν ήταν, θα υπήρχε αυτή η εμμονή με τα review scores; Αυτός ο ηδονισμός με τα βραβεία και τα νούμερα του Metacritic και του OpenCritic; Αναρωτιέμαι πώς ακριβώς μας επηρεάζει αν ένα παιχνίδι που παίξαμε και μας συγκίνησε, έχει πάρει 2 ή 72 βραβεία; Μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα για τον εαυτό μας; Αλλάζει το περιεχόμενο του τίτλου; Αρκετοί δυστυχώς, καταλαβαίνω ότι διαβάζουν μια κριτική ψάχνοντας απλά για μια επιβεβαίωση της γνώμης τους. Και όταν δεν την βρίσκουν αντιδρούν σα να διάβασαν κάποια προσωπική προσβολή. Αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως έχουμε ανάγκη για μια ελεύθερη, ποικιλομορφία απόψεών περισσότερο από ποτέ.

Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο -που λόγω και της σαρωτικής επιρροής των social media- η επικρατούσα άποψη να πλασάρεται σχεδόν σαν απόλυτη. Οτιδήποτε παρεκκλίνει από αυτήν, ελέγχεται απευθείας ως μια πονηρή και οπορτουνιστική ευκαιρία για προσοχή. Και δεν λέω ότι αυτό είναι αδύνατον να συμβεί σε ένα τέτοιο περιβάλλον που έχουμε πλάσει, μόνο ότι πρέπει να ενθαρρύνουμε την πολυφωνία και τις ποικίλες προοπτικές και όχι να τις καταπνίγουμε σε ένα κλίμα φόβου για… για... για τι ακριβώς; Μια ανακουφιστική για τον εγωισμό και την ανασφάλειά μας ομοιομορφία; Αυτό που συμβαίνει τώρα υποβιβάζει την κριτική σε έναν αφηρημένο και χοντροκομμένο μέσο όρο. Και ζημιώνει το μέσο, του στερεί αποχρώσεις, φρεσκάδα και μονοπάτια εξέλιξης.     

Ενδεχομένως αυτό το “για τον εαυτό μας”, αυτός ο υποκειμενισμός στον οποίο αναφέρομαι τόσο τακτικά να σας φαίνεται σαν μια σολιψιστική προσέγγιση που κάπως ακυρώνει τον δημόσιο διάλογο σε θέματα τέχνης. Ωστόσο, διαφωνώ. Απλά μετατοπίζει τον διάλογο σε πιο ουσιαστικά θέματα. Τον μετατοπίζει από συγκρίσεις και λίστες και βραβεία και ποσοτικές, ιεραρχικές, “αντικειμενικές” “αξιολογήσεις”, σε μια αληθινή κουβέντα για το περιεχόμενο, τις ιδέες, τα συναισθήματα, την εμπειρία. Την απελευθερώνει από όλο αυτό το εγωιστικό, επιδεικτικό φορτίο που κουβαλάει και της επιτρέπει να είναι ουσιαστική και ευεργετική για όλες τις πλευρές.

Δεν σημαίνει επίσης ότι όλες οι απόψεις έχουν αυτομάτως την ίδια βαρύτητα. Αυτό πάντα κρίνεται από το περιεχόμενό τους. Συχνά αυτό που αποκαλούμε “αντικειμενική” κριτική, είναι απλά μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη προσωπική οπτική. Όλα λοιπόν, στον δημόσιο διάλογο, πρέπει να έχουν να κάνουν με την ποιότητα της ανάλυσης και της τεκμηρίωσης.

Ωστόσο, υπάρχει ένας κόσμος -που όλο και πληθαίνει- που έχει τόσο άρρηκτα συνδεθεί με ένα προϊόν/έργο που του είναι δύσκολο να βρει την απαραίτητη απόσταση και να μην εκλάβει μια διαφορετική άποψη ως προσωπική επίθεση.


Η μάστιγα των σκληροπυρηνικών fans

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή. Θεωρώ το να είσαι fan, να θαυμάζεις δηλαδή και να ενθουσιάζεσαι για κάτι, ένα φαινόμενο όμορφο και απολύτως ανθρώπινο. Μάλιστα θεωρώ τον εαυτό μου fan πολλών έργων και δημιουργών. Δε θέλω, λοιπόν, να τσουβαλιάσω όλους τους fans και να τους δείξω με το δάκτυλο. Ωστόσο, θεωρώ το fandom στην σύγχρονη μορφή του, μια μάστιγα που συχνά δηλητηριάζει τη σχέση μας με τα έργα, ιδίως όταν είναι ακραίο. Ο λόγος είναι ο εξής: αν είσαι fan μετατοπίζεις την ουσία ενός έργου από την φιλοδοξία να εκφραστεί ελεύθερα σε ένα προϊόν που καλείται να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ανάγκες και προσδοκίες. Αυτό δημιουργεί τακτικά δύο ζημιογόνες καταστάσεις.

Πρώτον, οι fans νιώθουν ότι το έργο τούς ανήκει και ότι πρέπει να εξυπηρετήσει τις επιθυμίες τους όπως εξυπηρετείται ένας πελάτης σε ρεστοράν και δεύτερον, η ίδια η εμπλοκή με το έργο γίνεται με εγγενείς -στο fandom- όρους. Ουσιαστικά, και οι δύο αυτές καταστάσεις επιβάλλουν μια πραγματικότητα, στην οποία η κατά παραγγελία δημιουργία έργων είναι η πιο ασφαλής οδός για την εμπορική επιτυχία. Θέλω όμως να σταθώ στην δεύτερη κατάσταση λίγο περισσότερο: στον τρόπο που επηρεάζει την εμπλοκή με το ίδιο το έργο. Θα χρησιμοποιήσω σαν παράδειγμα τους Star Wars fans, ίσως το πρώτο fanbase τέτοιου μεγέθους και πρότυπο καλώς ή κακώς για πολλές εταιρείες. Δεν θέλω να αναφερθώ στην καινούργια τριλογία, η οποία συνοδεύτηκε από τεράστια πόλωση στις απόψεις. Θέλω να μιλήσω για την δεύτερη σεζόν του Mandalorian, που φαίνεται να χαίρει γενικής αποδοχής από τους fans του σύμπαντος.

Υπήρχε λοιπόν ένας διάχυτος ενθουσιασμός για το τελευταίο επεισόδιο, οπότε, παρότι δεν ξετρελάθηκα με την πρώτη σεζόν, είπα να του δώσω μια ακόμα ευκαιρία και να παρακολουθήσω και την δεύτερη. Φτάνω λοιπόν στο τελευταίο επεισόδιο και ανακαλύπτω ότι αυτός ο ενθουσιασμός πήγαζε, όχι από κάποια αρετή του σεναρίου, όχι από κάποια τροπή που ρίχνει καινούργιο φως στα θέματα της σειράς, όχι από κάποια εσωτερική ποιότητα του κειμένου, αλλά από την “cool” παρουσία ενός αγαπητού χαρακτήρα που μέχρι στιγμής δεν είχε καμία απολύτως εμπλοκή. Κι εδώ είναι που πάνε όλα στραβά, κατά τη γνώμη μου. Όταν η αξία του έργου προέρχεται από τόσο επιφανειακούς εξωγενείς παράγοντες και όχι από εσωτερικές αρετές του, όχι από τον τρόπο που αναπτύσσεται, τον τρόπο που εξερευνεί τους χαρακτήρες ή τα θέματά του, τον τρόπο που προσπαθεί να εκφραστεί, τότε έχουμε το λεγόμενο fan service.

Μια φτηνή, κενή επίκληση στην ιδιότητα του fan παρά του “κανονικού” θεατή.  Διότι ένας “κανονικός” θεατής ψάχνει απλά μια εμπειρία που θα τον συνεπάρει σε ένα ανθρώπινο επίπεδο, εκεί εξαντλούνται οι απαιτήσεις του από ένα έργο. Ο fan ψάχνει μια εμπειρία που πάνω απ’ όλα θα τον κάνει να νιώσει οικεία, άνετα, “σαν στο σπίτι του”, μια εμπειρία που θα πατήσει κάποια συγκεκριμένα “κουμπιά” μέσα του που έχει συνδέσει με το εκάστοτε franchise. Ο fan κρίνει το έργο με εγγενείς στο fandom όρους. Και αυτό είναι επικίνδυνο.

Πρακτικά δημιουργεί μια συνθήκη που είναι πάρα πολύ εύκολο να εκπληρωθεί μηχανικά από τις εταιρείες. Δώσε ό,τι θέλουν οι fans. Μην σε νοιάζει η ουσιαστική ποιότητα του έργου. Κοίτα να κάνεις επίκληση στον fan μέσα τους. Πολύ συχνά ακούω φράσεις όπως: αυτό είναι καλό έργο, αλλά, όχι καλό Star Wars (στην θέση του Star Wars εδώ μπορεί κάλλιστα να μπει το όνομα ενός οποιουδήποτε άλλου franchise). Και αναρωτιέμαι, τι μας νοιάζει; Στην τελική μας ενδιαφέρει να παράγονται αξιόλογα έργα ή “σωστά”, “πιστά” “franchises”. Αν ένα έργο όπως το Mandalorian είναι μια μετριότητα σαν έργο, αλλά είναι “καλό Star Wars”, είμαστε ευχαριστημένοι;

Θέλω να πιστεύω πως όχι.


Κλείνοντας αυτή τη σειρά άρθρων, λοιπόν, αν ήταν να διαλέξω κάτι για να μείνει από όλο αυτό, θα ήταν αυτή η επιτακτική ανάγκη πάντα να κυνηγάμε και να απαιτούμε από τους εαυτούς μας και από τα έργα, μια αληθινή ανθρώπινη ουσία. Ως δημιουργοί, ως κοινό, ως κριτικοί. Αυτό είναι ένα χρέος που όλοι κουβαλάμε ανεξαρτήτως θέσης και επιρροής. Εδώ δεν υπάρχουν δικαιολογίες.