Στο ‘Deep Water’ το σασπένς δεν καταφέρνει να κολυμπήσει σε βαθιά νερά | Review

Ενώ οι Ben Affleck & Ana de Armas μπαίνουν στη δίνη μίας τοξικής σχέσης
22 Μαρτίου 2022 09:36
Στο ‘Deep Water’ το σασπένς δεν καταφέρνει να κολυμπήσει σε βαθιά νερά | Review

Το ερωτικό-ψυχολογικό θρίλερ Deep Water του Adrian Lyne συνιστά κινηματογραφική μεταφορά του αντίστοιχου μυθιστορήματος της Patricia Highsmith, με τους Ben Affleck και Ana de Armas να ηγούνται του cast εν προκειμένω. Το σενάριο υπογράφουν οι Zach Helm και Sam Levinson, ενώ συμμετέχουν μεταξύ άλλων οι ηθοποιοί: Tracy Letts, Lil Rel Howery, Dash Mihok, Finn Wittrock, Kristen Connolly, Jacob Elordi και η Rachel Blanchard.

Η υπόθεση εστιάζει σε έναν φαινομενικά τέλειο γάμο, αυτόν του ‘Vic’  (Ben Affleck) και της ‘Melinda’ (Ana de Armas), οι οποίοι μαζί με το μικρό τους κοριτσάκι διάγουν έναν ευτυχισμένο βίο γεμάτο ανέσεις και πολυτελή διασκέδαση. Ωστόσο, η ιδανική αυτή εικόνα συντρόφων που βγάζουν προς τα έξω απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Και τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο ευκατάστατος αυτός άνδρας, που για να αποφύγει το διαζύγιο επιτρέπει στη σύζυγό του να έχει περιστασιακά ειδύλλια, γίνεται ο κύριος ύποπτος για την εξαφάνιση των εραστών της.

Το συγκεκριμένο project του Hulu φέρνει και πάλι τον Lyne στην καρέκλα της σκηνοθεσίας μετά από μία μακρά παύση που μεσολάβησε από το τελευταίο φιλμ που είχε γυρίσει, το Unfaithful (2002). Ο σκηνοθέτης των 9½ Εβδομάδων (1986) και του Lolita (1997) ναι μεν επέστρεψε, αλλά η πιο πρόσφατη δουλειά του που επισφραγίζει την επάνοδό του θα λέγαμε ότι μας αφήνει λιγάκι μουδιασμένους έως αμήχανους, αφού στερείται της δυναμικής των προηγούμενων ξενίζοντάς μας αρκετά, λόγω του πλήθους των αδύνατων σημείων της. Σε επίπεδο πλοκής οι αστοχίες και τα νοηματικά κενά είναι αρκετά, ενώ δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική εξέλιξη με την έννοια του αναπάντεχου, του απρόβλεπτου, αλλά και από πλευράς συνοχής παρατηρεί κανείς ότι το σενάριο δεν είναι στιβαρό.

Το παρόν εγχείρημα ξεχειλώνει σε διάρκεια, με αποτέλεσμα εύλογα να προκύπτει μέσα σου ο προβληματισμός γιατί να αγγίζει το δίωρο και κατ’ επέκταση γιατί ορισμένα τεκταινόμενα δεν παραλείφθηκαν ή δεν περιορίστηκαν σε χρόνο δεδομένου ότι δεν συνεισέφεραν με καθοριστικό τρόπο στη δράση, απλά παρέτειναν άσκοπα και δυσανάλογα πολύ την αφήγηση. Επιπλέον, η όλη εξιστόρηση αναμασάει κοινότοπα δοκιμασμένες συνταγές του συγκεκριμένου είδους, ενώ δε δίνονται κίνητρα να αναπτυχθούν όπως πρέπει οι φιγούρες που κυριαρχούν εδώ, και κάπου κάπου συνειδητοποιείς ότι απουσιάζει ο στόχος, η προοπτική που ενδεχομένως να ήθελε να δώσει ο σκηνοθέτης.

Στην περίπτωση αυτή, οι διάσημοι αστέρες που έχουν επιστρατευτεί ως πρωταγωνιστές δεν κερδίζουν αμέσως ή αβίαστα την συμπάθεά σου ως μορφές, ούτε μπορείς να εντοπίσεις πολλά κοινά τουλάχιστον σε επίπεδο ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα. Συν τοις άλλοις, δεν κατορθώνουν να πείσουν το κοινό ακόμη και στις πιο τολμηρές αισθησιακές στιγμές τους, με συνέπεια να νιώθεις ότι δεν κολλάνε, ότι η χημεία τους δεν είναι τόσο δυνατή ή επιτυχημένη. Για την ακρίβεια το δέσιμο ανάμεσα στον ‘Vic’ και την ‘Melinda’ συνέχει κάτι πολύ αλλοπρόσαλλο, σχεδόν νοσηρό. Αυτό που βλέπουμε να αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια μας είναι μία άκρως τοξική συνύπαρξη.

Στην ταινία αυτή το ενδιαφέρον βαλτώνει με εξαίρεση δυο-τρία συμβάντα-ανατροπές που ίσως καταφέρνουν έστω και πρόσκαιρα να αυξήσουν την αγωνία στην κατά τ΄άλλα άνευρη ροή των όσων εκτυλίσσονται στην οθόνη μας. Πολλά απ’ όσα σημειώνονται φαντάζουν τραβηγμένα αφού διακρίνεις μία έντονη υπερβολή σε αυτά με συνέπεια να χωλαίνει όλο αυτό σε αληθοφάνεια ή πιστότητα. Το έργο αυτό μπορεί να επιδιωκόταν να μπει κάτω απ’ την ομπρέλα του ψυχολογικού θρίλερ που να θυμίζει και κάτι από το Gone Girl (2014), αλλά είναι εξαιρετικά σαφές ότι αποτυγχάνει στην προσπάθειά του να μας παρουσιάσει μία δόλια πλεκτάνη, ένα παιχνίδι του είναι και του φαίνεσθαι, και τον εγκλωβισμό των ηρώων σε προσωπικά πάθη και εμμονές.

Στο Deep Water ο φαύλος κύκλος ίντριγκας που ανοίγει δεν έχει καν στέρεα θεμέλια για να σε πείσει πόσο μάλλον το να φουντώσει μέσα σου την ένταση αλλά και την αδημονία για το ποια θα είναι η τελική έκβαση. Απλά ενδύεται με ένα επιτηδευμένο, σοφιστικέ ύφος και πότε πότε καταφεύγει σε εντυπωσιοθηρικές ευκολίες που έχουμε δει ξανά και ξανά σε ανάλογης θεματικής θεάματα, ώστε στο τέλος να σου περνάει τελείως αδιάφορο αυτό που παρακολούθησες.