Joker Review - Ο Joaquin Phoenix σε μια ερμηνεία “καρφί” για Όσκαρ

Τρεις γνώμες για την πιο πολυσυζητημένη ταινία του μήνα
06 Οκτωβρίου 2019 20:59
Joker Review - Ο Joaquin Phoenix σε μια ερμηνεία “καρφί” για Όσκαρ

Στέλλα Παπασαραφιανού

Φεύγοντας φέτος με τον Χρυσό Λέοντα από το 76ο Διεθνές Φεστιβάλ της Βενετίας, το Joker του Todd Phillips (War Dogs, The Hangover trilogy), βάζει μπρος δυναμικά και για την κούρσα των 92ων Βραβείων της Ακαδημίας, αποτελώντας ήδη φαβορί για την διεκδίκηση τουλάχιστον μίας νικητήριας θέσης στην επερχόμενη διοργάνωση.

Ο Phillips και ο Joaquin Phoenix, ενώνουν τις δυνάμεις τους σε ένα ιδιαίτερο ψυχολογικό θρίλερ-δράμα, μία σκοτεινή αναδρομή στις ρίζες του ‘Joker’, και μέσα από μία εκπληκτικά ατμοσφαιρική εξιστόρηση, σε μουσική επιμέλεια της Hildur Guðnadóttir και σε φωτογραφία του Lawrence Sher, μας διηγούνται τον μύθο του, κάτι που μέχρι στιγμής δείχνει να έχει συνεπάρει κοινό και κριτικούς και όχι άδικα.

Ο Scott Silver (The Fighter, The Finest Hours) επιμελήθηκε τα κείμενα του έργου που εμπνέεται από την αντίστοιχη μορφή της DC Comics, με το DC Black, ένα καινούργιο ανεξάρτητο κινηματογραφικό σύμπαν να εγκαινιάζεται πια. Καθήκοντα παραγωγού επωμίζονται εδώ ο δημιουργός Martin Scorsese και ο Bradley Cooper.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται εν έτει 1981 με φόντο το Gotham City. Σημείο αναφοράς της είναι η προϊστορία του ‘Joker’ (Phoenix), ενός αρχικά άσημου stand-up κωμικού εν ονόματι 'Arthur Fleck' πολύ πριν βυθιστεί στην παράνοια και μετατραπεί στον μετέπειτα “Γελαστό Πρίγκιπα του Εγκλήματος”, την νέμεση της πόλης και ορκισμένο εχθρό του Batman.

Το παρόν εγχείρημα της Warner Bros. Pictures γυρισμένο με προϋπολογισμό $55-70 εκατ., ποσό πιο μετριοπαθές σε σύγκριση με τα χρήματα που δαπανώνται για ανάλογου τύπου θεάματα με σούπερ-ήρωες, μαρτυρά και την συνειδητοποίηση της εταιρείας πως όσο ακριβοπληρωμένο κι αν είναι ένα project, κάτι τέτοιο δεν συνιστά κατ’ ανάγκη και δείκτη επιτυχίας για το όλο αποτέλεσμα. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη και κάτι τέτοιο η κινηματογραφική αυτήν απόπειρα χτίστηκε πάνω σε γερές βάσεις: στιβαρό σενάριο, επιλογή αξιόλογου cast και άρτια δομή του φιλμικού περιεχομένου που αποπνέει μία ιδιαίτερη ένταση σε κάθε επεισόδιο που διαδραματίζεται ενώπιον μας.

Το επιτελείο των ηθοποιών συναπαρτίζουν επιπλέον οι: Robert De Niro (Raging Bull, The Godfather Part II), Zazie Beetz (Deadpool 2, Atlanta), Marc Maron (GLOW, Maron, Roadies), Shea Whigham (First Man, Kong: Skull Island), Frances Conroy (American Horror Story, Castle Rock), Glenn Fleshler (Billions, Barry, True Detective), Brett Cullen (42, Narcos), Bill Camp (Red Sparrow, Molly’s Game), Douglas Hodge (Penny Dreadful), Dante Pereira-Olson (You Were Never Really Here) και ο Josh Pais (Motherless Brooklyn, Going in Style).

Είναι αλήθεια ότι στο The Dark Knight (2008) του Christopher Nolan, ο πρόωρα χαμένος Heath Ledger ως ‘Joker’ ξεπέρασε τον εαυτό του, κατορθώνοντας με την συγκεκριμένη ερμηνεία-πρόκληση να θέσει πολύ ψηλά τον πήχη για κάθε άλλον επίδοξο συνάδελφο-διάδοχό του. Στην τότε τελετή των Όσκαρ, η μνήμη του, και φυσικά το ασυναγώνιστο ταλέντο του στην υποκριτική τιμήθηκαν με το Χρυσό Αγαλματίδιο, ενώ ο ζήλος, η αποφασιστικότητα και η λαχτάρα του να αποδώσει στο 100% την φυσιογνωμία του γνωστού αυτού ‘κακού’ πλέον θα λειτουργούσαν ως δίκοπο μαχαίρι για όποιον επιχειρούσε στο μέλλον να προσεγγίσει τον εν λόγω ρόλο. Άλλωστε, το υποδειγματικό πάθος και η αφοσίωσή του αξιομνημόνευτου αυτού καλλιτέχνη που αγκαλιάζοντας την παραπάνω ιδιόρρυθμη φιγούρα, την απογείωσε, δεν θα άφηναν στο εξής περιθώρια να εκπέσει από το βάθρο του ο ‘Joker’ που αγαπήθηκε όσο ποτέ άλλοτε.

Και όντως ο Joaquin Phoenix σεβόμενος τον προκάτοχό του, απέδειξε περίτρανα ότι μπορεί και εκείνος με την σειρά του να σταθεί αντάξιος των προσδοκιών ενός τόσο ιδιόμορφου χαρακτήρα. Βγάζοντας αριστοτεχνικά τον κρυμμένο άσσο και του comic αντιήρωα από το μανίκι του, φόρεσε με τον δικό του καθηλωτικό τρόπο το μειδίαμα του ‘Joker’, και οπωσδήποτε έχει κάθε λόγο να συνεχίσει να χαμογελά γι’ αυτό!

Το στοίχημα το κέρδισε επάξια και όπως μόνον αυτός ξέρει, αλλά σίγουρα εντρυφώντας βαθιά στην πρόσφατη αυτήν δουλειά του, ειδικά αν ανατρέξει κανείς σε όσα είχε δηλώσει σε προηγούμενες σχετικές συνεντεύξεις του: «Νομίζω ότι το είδος του φιλμ που αφορά τα comic βιβλία προσφέρεται ώστε διαφορετικοί άνθρωποι να μπορούν να υποδυθούν τον ίδιο χαρακτήρα και να τον ερμηνεύσουν με αλλιώτικο τρόπο. Είναι κατά μία έννοια σαν να τον ‘χτίζεις’ πάνω στο πρωτογενές υλικό. Θεωρώ ότι είναι ωραίο όταν τα άτομα το κάνουν αυτό… Ο ‘Joker’ μοιάζει μοναδικός χαρακτήρας, είναι λες και τρόπον τινά βρίσκεται στον δικό του κόσμο. Και ίσως αυτό κυρίως να με τρομοκρατεί κάπως ή κάτι τέτοιο.

Θα μπορούσε να είναι και το μόνο πράγμα που με τρομάζει περισσότερο. Την ταινία αυτήν λοιπόν, δεν θα την ταξινομούσα σ’ ένα οποιοδήποτε είδος. Δεν θα έλεγα ότι είναι μια ταινία με σούπερ ήρωες ή η ταινία ενός στούντιο κλπ ... Φαντάζει σαν κάτι ξεχωριστό. Νομίζω ότι, υπό τον ενθουσιασμό αυτών των φιλμ, και δεδομένου και του μεγέθους τους, υπάρχουν και αυτοί οι απίστευτοι χαρακτήρες που έχουν να κάνουν με τους αγώνες της αληθινής ζωής. Και μερικές φορές αυτό αποκαλύπτεται και προβάλλεται, ενώ άλλοτε πάλι όχι. Έτσι, ανέκαθεν ένιωθα πως υπήρχαν χαρακτήρες σε comics που ήταν πραγματικά ενδιαφέροντες και αξίζουν την ευκαιρία να τους μελετήσει κανείς».

Ο σκηνοθέτης από μεριάς του επεδίωξε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του πέρα από το κομμάτι της κωμωδίας, και σε εκείνο της υποβλητικής δραματικής αφήγησης, καυτηριάζοντας ευθύβολα και εύστοχα τα κακώς κείμενα του μοντέρνου δυτικού πολιτισμού, το κατ’ επίφαση πολιτικά ορθό, την διαιώνιση ανισοτήτων, διακρίσεων, και χρόνιων παθογενειών όπως ο ρατσισμός, την παράνομη οπλοκατοχή, την εγκληματικότητα.  Θίγει τις ακραίες οικονομικές διαφορές του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, την υπεροψία μίας διεφθαρμένης ελίτ που απαξιώνει την ανέχεια, την ανεργία και την ανημποριά.

Γίνεται λόγος για μία κοινωνία εγκλωβισμένη στο παιχνίδι του είναι και του φαίνεσθαι, για τα ΜΜΕ που το συντηρούν, και στον βωμό του κέρδους μπορούν να διαστρεβλώσουν την αλήθεια και να μετασχηματίσουν όπως θέλουν το δίπολο καλός-κακός, βρίσκοντας στη στιγμή αποδιοπομπαίους τράγους. Επιπρόσθετα, καταδεικνύεται η μοναξιά και η αποξένωση στις μεγαλουπόλεις, το στίγμα που δίνουν συχνά τα μέσα όσον αφορά την ψυχική ασθένεια με συνέπεια τον εξοστρακισμό και την απόρριψη του πάσχοντα, την τάση επιβολής κυρίαρχων προτύπων που πνίγουν την διαφορετικότητα, την προσωπική ταυτότητα της εκάστοτε ύπαρξης.

Ο Phillips μας παραδίδει μία ιστορία επίκαιρη, δυνατή και αλησμόνητη, αφού ναι μεν το κουβάρι της ξετυλίγεται σε ένα ρετρό σκηνικό της δεκαετίας του ’80 αλλά ο πυρήνας της παραμένει άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένος με τα σημερινά προβλήματα και όλες τις κοινωνιολογικής και οικονομικής φύσεως συνιστώσες τους. Με κριτική, κοφτερή και αφοπλιστικά ειλικρινή ματιά, μας παρουσιάζει την απόλυτη μεταστροφή ενός ανθρώπου από έναν φαινομενικά άκακο και μη επικίνδυνο άτομο, σε κάποιον που παροπλισμένος από κάθε ελπίδα, παραγκωνισμένος από τον περίγυρό του, και αγανακτισμένος με το αηδιαστικό προσωπείο της κοινωνικής υποκρισίας και την σκληρότητα των συγχρόνων του, γίνεται ένας ιδιότυπος τιμωρός της υπόρρητης και της έκδηλης βίας που υφίσταται.

Με επιρροές και από τον Ταξιτζή, αυτός ο ‘Joker’ που παίρνει σάρκα και οστά μέσω του Phoenix, κάθε άλλο παρά χάρτινος είναι. Φέρει μία μακάβρια ρεαλιστική αύρα η οποία πραγματώνεται μέσα από συνταρακτικές εμπειρίες και σοκαριστικά βιώματα που δρουν καταλυτικά στον ήδη τραυματισμένο από την παιδική ηλικία ψυχισμό του, και σταδιακά τον μεταμορφώνουν σε μία βραδυφλεγή βόμβα έντασης και άγριας εκτόνωσης. Μέσα στο μυαλό του τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό θολώνουν συνεχώς και το στοιχείο της ανατροπής έρχεται τελικά να ξεδιαλύνει το τι ευσταθεί και τι όχι.

Στο Joker ο θεατής δεν δύναται να αποστρέψει το βλέμμα από τις πικρές και ωμά δοσμένες αντανακλάσεις της πραγματικότητας. Η ανθρώπινη οδύνη και η δυστυχία εξαπολύεται ορμητική μέσα από το απόκοσμα ηχηρό γέλιο-κλάμα του κλόουν-δολοφόνου και στο αποκορύφωμά της μεταστοιχειώνεται σε κάτι απρόβλεπτο που εν τέλει εξαιτίας της εξαθλίωσης, της αναλγησίας και της αποστέρησης μπορεί κάλλιστα να ανοίξει την πόρτα στην φρίκη και τον θάνατο.


Γιώργος Πρίτσκας

Μου είναι δύσκολο να “ζυγίσω” το Joker. Σίγουρα, είναι μια καλοφτιαγμένη ταινία. Κάθε κάδρο της εκπληκτικά στημένο, φωτισμένο, χρωματισμένο. Ο κόσμος που σκιαγραφείται από  τον φακό του -μόνιμου συνεργάτη του Todd Phillips- Lawrence Sher, λουσμένος σε μια σκοτεινή παλέτα, χαρακτηρίζεται από μια άκαμπτη σκληρότητα αλλά και μια υπνωτική, σχεδόν ονειρική (εφιαλτική μάλλον) γοητεία. Αντλώντας την υφή της από το αμερικανικό κοινωνικό σινεμά της δεκαετίας του 70, η ταινία έχει από την μια έναν τραχύ ρεαλισμό και από την άλλη ένα έντονο στυλιζάρισμα στα μελαγχολικά χρώματα του κλόουν, που δένει υπέροχα με τις “βαριές” νότες της Hildur Gudnadottir. Είναι μια καλλιτεχνική αλχημεία βουτηγμένη στην θλίψη, τον κυνισμό και την αγριότητα ενός διεστραμμένου τσίρκου. Αυτή η άγρια ομορφιά με την τεταμένη ατμόσφαιρα και τις ωμές εκρήξεις σε κρατάνε σε εγρήγορση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο. Με λίγα λόγια, αισθητικά και “κατασκευαστικά” είναι ένας θρίαμβος.

Όπως ακριβώς και η ερμηνεία του Joaquin Phoenix. Θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι για την απίστευτη δύναμη που χαρίζει στην ταινία. Τα -δικά μου τουλάχιστον- λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν την ένταση με την οποία ακροβατεί ανάμεσα στην θλίψη και την παράνοια, τον πόνο και την εσωτερική νάρκωση, το γέλιο και το κλάμα. Βρίσκεται συνεχώς στα όρια, στην κόψη της ψυχικής κατάρρευσης. Και δεν είναι μόνο το πρόσωπο ή η φωνή, είναι μια ερμηνεία με ολόκληρο το σώμα του. Με το κοκκαλιάρικο, αλλόκοτο ανάστημα (που είναι πάντα εξαιρετικά φωτισμένο για να δίνει μια ακόμα πιο αποκρουστική εικόνα), με τις κινήσεις του (που πατάνε πάνω στον Joker του Ledger αλλά δεν μένουν μόνο εκεί) και φυσικά τον χορό του, που αποκτά σημειολογικές διαστάσεις στην πορεία, σαν μια τρομακτική τελετή απελευθέρωσης από οποιονδήποτε ηθικό και κοινωνικό φραγμό.  

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια πολύ έντονη εμπειρία για τον θεατή στην αίθουσα, ένα αλάνθαστο δείγμα ότι σίγουρα κάτι κάνει σωστά. Αλλά και λίγο παραπλανητικό ορισμένες φορές. Το συναίσθημα δεν είναι αρκετό για μια πραγματικά σπουδαία ταινία.  Μια λίγο πιο προσεκτική και ψύχραιμη ανάγνωση της ταινίας εστιαζόμενη στην ουσία, το θέμα, τις ιδέες της, ξεγυμνώνει μια αρκετά απλοϊκή προσέγγιση σε σύνθετα ζητήματα. Το Joker θέλει να δείξει την αργή κατάβαση ενός τραυματισμένου ψυχικά ανθρώπου προς τον ηθικό μηδενισμό. Μια κατάβαση που γίνεται με βίαια σπρωξίματα από την κοινωνία και τις καπιταλιστικές δομές μιας μεγαλούπολης όπως η Gotham.

Ως μια ψυχογραφία εστιασμένη στον χαρακτήρα είναι αποτελεσματικό και πειστικό. Κάθε ανατροπή μας οδηγεί αναπόφευκτα όλο και πιο κοντά στην επικείμενη παράνοια. Όλοι ξέρουμε πού θα πάει κι όμως παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα και βιώνουμε κάθε ρωγμή μέσα του να μεγαλώνει. Η βία για τον Arthur στο τέλος είναι έλεγχος, απελευθέρωση και αυτοεκπλήρωση. Τα πράγματα που πάσχιζε να βρει μέσα στην κοινωνία και δεν μπορούσε. Η πορεία του χαρακτήρα του φτάνει στην ανατριχιαστική της κατάληξη.

Ως κοινωνικός σχολιασμός από την άλλη, παραμένει, δυστυχώς, τραβηγμένα απλοϊκό, προβάλλοντας έναν μανιχαϊσμό ταιριαστό σε κλασικές ιστορίες comics αλλά όχι στον κοινωνικό ρεαλισμό που τόσο καμαρωτά “φοράει” αισθητικά. Δεν έχει λοιπόν την λεπτότητα, δεν μπορεί να συλλάβει τις λεπτές αποχρώσεις των προβλημάτων και να τις εκθέσει. Πάει κάπως έτσι: Η κοινωνία είναι κακή και άδικη και αδιάφορη. Οι πλούσιοι είναι κακοί και αλαζόνες. Με ποιον τρόπο; Φέρονται άσχημα. Γιατί φέρονται άσχημα; Γιατί… είναι κακοί και άδικοι και αδιάφοροι.

Όλοι γύρω του, είτε τον υποτιμούν, είτε προσπαθούν να τον δείρουν, είτε να τον καταστρέψουν αλλά χωρίς κάποιον προφανή συστημικό λόγο. “Επειδή είναι διαφορετικός”. Ενώ, ο Thomas Wayne είναι κανονικότατη καρικατούρα “κακού”. Αν θες να εκθέσεις το σύστημα, την κοινωνία, την ταξική αδικία, πρέπει να τα δραματοποιήσεις όλα αυτά. Υπάρχουν μόνο δύο περιστατικά όπου η βία που δέχεται είναι συστημική: το κόψιμο των ιατρικών παροχών και η γελοιοποίηση του ως τηλεοπτική ψυχαγωγία για τις μάζες.

Σε όλα τα υπόλοιπα όλοι απλά του φέρονται άσχημα γιατί… έτσι. Είναι κακοί άνθρωποι. Αυτή η κοινωνία παράγει μόνο κακούς ανθρώπους. Είναι τόσο κυνικό που είναι εξαντλητικό. Ο Arthur ζει σε μια κοινωνία στην οποία ο κόσμος κάνει σύμβολο έναν μηδενιστή, μόνο και μόνο γιατί με την βία ανατρέπει το κοινωνικό status quo. Τόση απελπισία. Είναι το σύμβολο μιας κενής, “απολιτίκ” κοινωνικής εκδίκησης. Του χάους δηλαδή. Πραγματικά, είχα καιρό να δω τόσο απαισιόδοξη, στο όριο του μισανθρωπισμού ταινία. Είναι μια ανατριχιαστική και ταιριαστή κατάληξη για τον “comic book villain” Joker αλλά όχι και τόσο για τον -πρωταγωνιστή κοινωνικού δράματος- Arthur.  

Ο Todd Phillips επικαλείται συνεχώς τα Taxi Driver και King of Comedy, ευελπιστώντας να προσφέρει  μια διεστραμμένη μίξη τους -σχόλιο- για την σύγχρονη εποχή. Δυστυχώς όμως  η ταινία του δεν διαθέτει τις πλούσιες νοηματικές υφές των αριστουργημάτων του Scorsese και μένει “άσφαιρη”. Μια “κατάμαυρη” αλλά κενή δήλωση. Αδιαμφισβήτητα παραμένει μια έντονη και σαγηνευτική εμπειρία μέσα στην αίθουσα, χάρη στην ασύλληπτη ερμηνεία του Joaquin Phoenix και την  αισθητική του αρτιότητα αλλά εν τέλει, αυτά μασκαρεύουν ένα αρκετά αδύναμο και τετριμμένο πυρήνα. Είναι λοιπόν το Joker μια καλή ταινία; Μάλλον ναι. Αξίζει να την δεις; Σίγουρα ναι. Είναι ένα αριστούργημα; Μάλλον όχι.


Αντώνης Παυλίδης

Βρισκόμαστε πίσω στο μακρινό 1981, στην εφιαλτική πραγματικότητα μίας πόλης  που βυθίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο στον βούρκο της εξαθλίωσης και της χυδαιότητας. Η αποδυνάμωση των κεντρικών κρατικών δομών σε μία κοινωνία που παρακμάζει, αποτελεί το ιδανικό έδαφος για την ανάπτυξη ακραίων κοινωνικών φαινομένων. Σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον συναντάμε των Arthur Fleck, έναν βαριά ψυχικά ασθενή άνθρωπο με κρίσεις γέλιου που παλεύει να επιβιώσει στις φτωχικές συνοικίες της Gotham City.  Έχει αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα της άρρωστης μητέρας του και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά, δουλεύοντας ως street artist με απώτερο σκοπό μία πετυχημένη καριέρα στον χώρο του stand up comedy. 

Στο κύριο cast συμμετέχουν οι: Joaquin Phoenix, Robert De Niro, Zazie Beetz (Deadpool 2), Bill Camp (Red Sparrow, Molly’s Game), Frances Conroy (American Horror Story, Castle Rock), Brett Cullen (42, Narcos), Glenn Fleshler (Billions, Barry), Douglas Hodge (Red Sparrow, Penny Dreadful), Marc Maron (Maron, GLOW), Josh Pais (Motherless Brooklyn, Going in Style), Shea Whigham (First Man, Kong: Skull Island). Στην σκηνοθεσία βρίσκεται ο Todd Phillips (The Hangover trilogy, War Dogs), ο οποίος υπογράφει και το σενάριο μαζί με τον Scott Silver (The Fighter).

Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι δηλητηριώδης από το πρώτο πλάνο.  Τα σκοτεινά σοκάκια, οι γεμάτοι σκουπίδια δρόμοι, οι υπερμεγέθεις αρουραίοι που πραγματοποιούν άλματα από κάδο σε κάδο, τα παραμελημένα κτίρια αλλά και τα γεμάτο γκράφιτι βαγόνια του Μετρό, στήνουν ένα απελπιστικό σκηνικό το οποίο βυθίζει τον θεατή μέσα στην φρικαλέα πραγματικότητα που αντιμετωπίζει ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Οι πολίτες της πόλης φαίνεται να ζούνε μουδιασμένοι μέσα σε μία εποχή γεμάτο βία, δολοφονιών, συχνών ταραχών, φόβου και αγωνίας για το αύριο.  Καμία ελπίδα δεν μοιάζει να έρχεται από μακριά, πολιτικοί και πετυχημένοι επιχειρηματίες γυρνάνε αλαζονικά την πλάτη τους στα χρόνια προβλήματα που ταλαιπωρούν την κοινωνία, με αποτέλεσμα οι κοινωνικές ανισότητες να μεγαλώνουν. Ο μύθος της Gotham σιγά-σιγά χτίζεται.

Ο Arthur από την άλλη δείχνει αβοήθητος, το λιπόσαρκο κορμί του είναι γεμάτο μώλωπες από τις συχνές επιθέσεις που δέχεται από διάφορες παρέες. Οι αγιάτρευτες ψυχικές πληγές του όμως είναι αυτές που τον οδηγούν σταδιακά σε επικίνδυνα μονοπάτια, μην αντέχοντας άλλο να είναι το θύμα των καταστάσεων. Ο βηματισμός του αρχικά είναι ατσούμπαλος, οι ώμοι του κρεμασμένοι και η γενικότερη στάση του σώματός του φανερώνει την ψυχολογική ανασφάλεια που αισθάνεται καθημερινά.  Το κουρασμένο του βλέμμα είναι απλά ένα ακόμα στοιχείο που συμπληρώνει την συνολική ηττοπαθή εικόνα ενός ατόμου που ζει στο περιθώριο, απελπιστικά μόνο του, ανάμεσα σε μία αρρωστημένη κοινωνία.

Ο σκηνοθέτης Todd Phillips μας παρουσιάζει ένα βαρύ ψυχόδραμα ενός ψυχικά διαταραγμένου μυαλού και μας δείχνει βήμα-βήμα τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις να αυξάνονται, όσο αυτές βρίσκονται παραμελημένες από ψυχολόγους και ειδικούς. Μας δείχνει μία κοινωνία που μοιάζει σε απίστευτο βαθμό με την δική μας, πάντα βέβαια μέσα από ένα κινηματογραφικό πρίσμα, με τις ομοιότητες παρ' όλ' αυτά να μην παύουν να είναι τρομακτικές.  Η απόφαση του Phillips να προσεγγίσει τον χαρακτήρα του Joker, αποφεύγοντας να ακολουθήσει βασικά κομμάτια της ιστορίας του και να δώσει έναν ρεαλιστικό και σκοτεινό τόνο στην ταινία, πέτυχε και με το παραπάνω. Πρόκειται για μία πρωτότυπη εκδοχή του, η οποία είμαι σίγουρος πως ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Σημαντικό βαθμό στην επιτυχία του εγχειρήματος αυτού είναι η ανατριχιαστική ερμηνεία του Joaquin Phoenix στον ρόλο του διεστραμμένου κλόουν.  Οι συνεχείς αυτοσχεδιασμοί του και η απόλυτη αφοσίωση στον ρόλο του, απλά σου καθηλώνουν το βλέμμα και στην συνέχεια το μυαλό.   Με μία κάμερα η οποία είναι συνεχώς κολλημένη πάνω του, τονίζοντας και τον παραμικρό μυϊκό σπασμό του προσώπου του, του δίνεται η δυνατότητα να μας επικοινωνήσει με τον πιο κρυστάλλινο τρόπο τις εμμονικές του σκέψεις, οι οποίες τον οδηγούν πολύ αργά αλλά σταθερά στον χαοτικό του κόσμο. Η χημεία του Phillips με τον Joaquin στην προσέγγιση του θρυλικού κακού της DC είναι το κλειδί της μεγάλης εμπορικής, αλλά κυρίως καλλιτεχνικής επιτυχίας της ταινίας.

Όλα αυτά έρχεται να τα απογειώσει η Ισλανδικής καταγωγής μουσικοσυνθέτης Hildur Gudnadottir, με τις υποβλητικές της σκοτεινές μελωδίες. Μελωδίες που βρίσκονται εκεί για να δώσουν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στον αρρωστημένο κόσμο του Arthur. Η μουσική που συνοδεύει σχεδόν σε κάθε σκηνή την ερμηνεία του Phoenix εκφράζει την εσωτερική του πάλη με το διαταραγμένο του μυαλό και μας προειδοποιεί για το αναπόφευκτο τραγικό τέλος που όλο και περισσότερο πλησιάζει.

Είναι δύσκολο η παρακολούθηση μίας ταινίας που σου κάνει ξεκάθαρο από την αρχή πως δεν υπάρχει σανίδα σωτηρίας για τον κεντρικό της χαρακτήρα. Δεν βρίσκεται κανένας εκεί για να τον βοηθήσει να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο σκοπός του Phllips δεν ήταν να ηρωοποίησει τον Joker, αλλά να δείξει έναν άνθρωπο που σταδιακά οδηγείται στην τρέλα και συμπτωματικά καταλήγει να εκλαμβάνεται σαν ήρωας.

Βρείτε την ταινία στο IMDB.