Ad Astra Review - Αμαρτίες γονέων…
Στέλλα Παπασαραφιανού
Στο διαστημικό θρίλερ-δράμα Ad Astra την σκηνοθετική κλακέτα κρατάει ο James Gray (The Lost City of Z, We Own the Night, Little Odessa), ο οποίος επεξεργάστηκε και το σενάριο μαζί με τον Ethan Gross, με τον Brad Pitt να ερμηνεύει κεντρικό ρόλο και με φόντο το διάστημα να τολμά να αναμετρηθεί με το άγνωστο.
Όμως, ο διάσημος αυτός εκπρόσωπος της υποκριτικής μεταξύ άλλων ανέλαβε να συντονίσει και τις διαδικασίες παραγωγής μαζί με τους Dede Gardner, Jeremy Kleiner, James Gray και τον Anthony Katagas.
Ο βασικός άξονας του έργου περιστρέφεται γύρω από τον ‘Roy McBride’ (Pitt), έναν αστροναύτη που στο προσεχές μέλλον καλείται να πραγματοποιήσει μία άκρως απόρρητη και ριψοκίνδυνη αποστολή στις πιο δυσπρόσιτες γωνιές, στα πέρατα του ηλιακού μας συστήματος. Ξεκινά λοιπόν, ένα παράτολμο διαγαλαξιακό εγχείρημα ώστε να ξαναβρεί τον πατέρα του (Tommy Lee Jones) τα ίχνη του οποίου χάθηκαν ξαφνικά 30 χρόνια πριν, και η τύχη του έκτοτε αγνοείται. Ο ήρωας πρέπει πια να οπλιστεί με υπομονή και κουράγιο αφού επωμίζεται ως καθήκον του την λύση ενός σύνθετου κοσμικού γρίφου εξαιτίας του οποίου διακυβεύεται πια η βιωσιμότητα πάνω στον πλανήτη μας. Η διαδρομή του αυτή, φέρνει τον ‘Roy’ στα όρια των ψυχικών και σωματικών του αντοχών. Πλέον, χρειάζεται και να αναλογιστεί το εάν υφίστανται δυνάμεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τις κοινώς αποδεκτές θεωρίες, πράγματα που σχετίζονται με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και την θέση της Γης μέσα στο αχανές σύμπαν.
Στο project συμμετέχουν επιπλέον οι ηθοποιοί: Ruth Negga (Preacher, 12 Years a Slave) , Liv Tyler (Lord of the Rings trilogy, Armageddon) και ο Donald Sutherland (Citizen X, Invasion of the Body Snatchers). Την εντυπωσιακή φωτογραφία επιμελήθηκε ο Hoyte van Hoytema, με τον Max Richter να εμπλουτίζει το soundtrack με υπέροχες μελωδίες.
Μετά το 2001: A Space Odyssey του Stanley Kubrick, το Gravity του Alfonso Cuarón και το Interstellar του Christopher Nolan, η μεγάλη οθόνη εκτοξεύει και πάλι τον άνθρωπο στο διάστημα μέσα από ένα νέο υποβλητικό sci-fi ψυχόδραμα για να μπει σε νέες περιπετειώδεις ατραπούς φιλοσοφικού στοχασμού και υπαρξιακής αγωνίας, με το βλέμμα στραμμένο στο άπειρο και την απεραντοσύνη του μυστηρίου του.
Η εν λόγω αλληγορική μυθοπλασία φέροντας επιρροές και από το μυθιστόρημα “Heart of Darkness” του συγγραφέα Joseph Conrad μας ξεναγεί με έναν ιδιαίτερο λυρισμό σε ένα ενδοσκοπικό ταξίδι αναζήτησης και αυτεπίγνωσης που μεταστοιχειώνεται σε μία διαστρική φουτουριστική δυστοπία. Υπάρχει άραγε άλλη εξελιγμένη μορφή ζωής εκεί έξω; Το ερώτημα αυτό με όλες τις επιστημονικές και άλλες του προεκτάσεις, συνέχει τον πυρήνα του φιλμ μέσα από το οποίο ζωντανεύει μία πιθανή μελλοντική εκδοχή της πραγματικότητας που σε παρακινεί να προβληματιστείς και να συλλογιστείς θέματα όπως την αρχή των πάντων και την σημασία του εάν ήμαστε μόνοι ή όχι σ’ ολόκληρη την πλάση.
Ενίοτε κανείς διαλέγει να υπηρετήσει έναν ανώτερο σκοπό. Όμως για ποιούς λόγους; Και με ποιόν γνώμονα καμιά φορά επιλέγει την αυτοεξορία του; Και εν τέλει αν οι βλέψεις του υποκινούνται από ματαιοδοξία και μόνο; Είναι σκόπιμο να μένει αμετανόητα εγωιστής ακόμη και αν συνηγορούν όλα στο ότι ίσως κυνηγάει εν τέλει μία χίμαιρα;
Ο James Gray δεν βιάζεται, παίρνει τον χρόνο του ως προς στην εξιστόρηση των τεκταινόμενων τα οποία τα σκεπάζει και με τον μανδύα της τραγωδίας τηρώντας ήδη γνώριμα μοτίβα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει κανείς λ.χ. την απουσία της πατρικής φιγούρας, την δοκιμασία των οικογενειακών δεσμών, την σύγκριση με τους γεννήτορες μας, την δημιουργία ιδαλμάτων και το άγχος του να ανταπεξέλθουμε σε αυτά, την βαριά σκιά της μοναξιάς, την πρόοδο ως αυτοσκοπό, την εμμονική προσκόλληση σε μία ιδέα και την διάψευση της. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ο μαρασμός παλιών ευσεβών πόθων και η γέννηση νέων, πιο ουσιωδών κινήτρων, η αποξένωση από τον ενδότερο εαυτό μας, την φύση και τους άλλους, και η αναγκαιότητα για εύρεση μίας πιο λειτουργικής και υγιούς προσέγγισης των όσων μας περιβάλλουν εδραιωμένης πάνω σε ειλικρίνεια και πιο στέρεες ηθικές βάσεις.
Ο Brad Pitt με την σειρά του, μας παραδίδει μία από τις πιο στιβαρές του ερμηνείες στο σινεμά, και ως ένας άλλος «Οδυσσέας» επιχειρεί μία εξερεύνηση-πρόκληση πασχίζοντας να βρει την λύτρωση στο τέλος του ταξιδιού του, το δικό του παρήγορο και ζεστό καταφύγιο.
Σε πρώτη φάση, ο ‘Roy McBride’ παίρνει τις αποφάσεις του και αυτές οπωσδήποτε ενέχουν και ένα κόστος: όπως το να μην δένεται με άλλους, και με τον τρόπο του να απομακρύνει από δίπλα του πρόσωπα αγαπημένα. Πιστεύει ότι ατενίζοντας ψηλά στον ουρανό και θυμούμενος όσα κατόρθωσε ο γονέας του, τα προβλήματα στην γη αυτομάτως φαντάζουν πιο μικρά. Προσγειωμένος, μετρημένος, με παραδειγματικό αυτοέλεγχο, ζυγίζει με ψυχραιμία και λογική σχεδόν κάθε του κίνηση, ακόμη και όταν έχει να διαχειριστεί ακραίες αντιξοότητες. Το αρχικά αυτό αδιαπέραστο περίβλημα άμυνας, η θαυμαστή φλεγματικότητά του εκ πρώτης όψεως μοιάζει να αποδίδει απέναντι σε κάθε πηγή συγκινησιακής φόρτισης που θεωρεί ότι μπορεί να τον σαμποτάρει.
Ο κύριος δρων νομίζει ότι έτσι διασφαλίζεται η επαγγελματική του αρτιότητα, ενώ παράλληλα νιώθει ότι προστατεύεται προκαταβολικά από κάθε τι αρνητικό που θα τον αναστατώσει. Ωστόσο, στη συνέχεια ανακαλεί το σκεπτικό αυτό. Καταλαβαίνει ότι κάτι τέτοιο κάπου χωλαίνει. Τα τείχη που έχει υψώσει προκειμένου να ενεργεί συγκροτημένα και μεθοδικά, τον αποκόβουν από άλλα πράγματα ίσως πιο αναγκαία και πολύτιμα, όπως την καθεαυτού επαφή με την ανθρώπινη ουσία του. Μονώνοντας στην πλειονότητα των περιπτώσεων το συναίσθημά του είναι σαν να αποκλείει το άτομό του από κάτι τόσο πηγαίο, σαν να απαρνιέται κάτι τόσο φυσικό όπως φερειπείν την βίωση και της χαράς καθώς και του πόνου. Εντούτοις, οι καταστάσεις όσο αβέβαιες και αν αποδειχθούν, θα τον οδηγήσουν στην αυτοανακάλυψη, στο να αφουγκραστεί καλύτερα το μέσα του, προχωρώντας σε κρίσιμες προσωπικές υπερβάσεις και αναθεωρήσεις.
Το καθαρτήριο φινάλε μας παροτρύνει να χαράξουμε δικούς μας δρόμους, να βρούμε τις ισορροπίες, τις αλήθειες, και τα πρότυπα που μας εκφράζουν πέρα και από τα γονικά, και να συμφιλιωθούμε κατά βάση με εμάς τους ίδιους.
Το Ad Astra μας προτρέπει ναι μεν να έχουμε το θάρρος να αποκωδικοποιήσουμε το μυστηριώδες, το ανοίκειο όπως και να επιδιώξουμε με κάθε ευκαιρία μία όσο το δυνατόν πιο μεστή εμπειρική αναζήτηση της γνώσης. Μα, το πιο σπουδαίο: να προβούμε σε μία πιο κριτική και ώριμη αποτίμηση των όσων μας περιστοιχίζουν, καθώς πολλά απ’ όσα αξίζουν συχνά τα εντοπίζουμε πιο κοντά απ’ όσο υποθέτουμε, χωρίς απαραίτητα να χρειαστεί να κινήσουμε γη και ουρανό για να τα βρούμε.
Γιώργος Πρίτσκας
Ο James Gray είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη. Από το φανταστικό ντεμπούτο του με το Little Odessa το 1994, κυμαίνεται συχνά σε αυτόν τον -υπό εξαφάνιση τα τελευταία χρόνια- χώρο ανάμεσα στο εμπορικό και το “φεστιβαλικό” σινεμά. Μεγάλος γνώστης του κινηματογράφου, ο Gray θυμίζει σαν δημιουργική φιγούρα την μεγάλη γενιά των Αμερικανών σκηνοθετών της δεκαετίας του 70: De Palma, Scorsese, Coppola, Spielberg κ.τ.λ. Είναι ισχυρή προσωπικότητα και γεμάτος φιλοδοξία και ρομαντισμό για έναν μεγαλοπρεπές καλλιτεχνικό κινηματογράφο που, δυστυχώς όμως, δεν είναι πολύ εύκολο να βρει χρηματοδότηση στις μέρες μας.
Με αυτήν την έννοια λοιπόν, το Ad Astra είναι μια νίκη για τον ίδιο αλλά και για το σινεμά που πρεσβεύει. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο, βλέπεις έναν δημιουργό που έχει θάρρος και αγνές καλλιτεχνικές προθέσεις και είναι αδύνατον να μην χαίρεσαι που μια ταινία σαν και αυτή, υπάρχει. Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά λοιπόν, δυστυχώς, περίμενα, ίσως και να ήθελα, το Ad Astra να μου αρέσει περισσότερο απ’ ότι τελικά μου άρεσε.
SPOILERS*
Δεν έχω παρακολουθήσει το υλικό προώθησης της ταινίας, αλλά υποψιάζομαι πως μπορεί να είναι παραπλανητικό ως προς την αληθινή φύση της. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φιλμ υψηλών εντάσεων, δράσης και ρυθμού αλλά με ένα αργό, ενδοσκοπικό ταξίδι που σαν δομή και ύφος θυμίζει “Αποκάλυψη Τώρα!” με έναν φιλοσοφικό λυρισμό αλά Terrence Malick. O Roy -Brad Pitt- είναι ένας πολύ ικανός αστροναύτης, εντελώς “αποκομμένος” όμως από τα συναισθήματά του και ανίκανος να συντηρήσει αληθινές ανθρώπινες σχέσεις. Η ταινία ξεκινάει από αυτήν την αφετηρία και σιγά σιγά εξερευνά τη ρίζα της πληγωμένης ψυχοσύνθεσης του πρωταγωνιστή της, που εντοπίζεται στη σχέση με τον πατέρα του. Είναι ένα ταξίδι προς την αποκαθήλωση της μυθικής πατρικής φιγούρας και όλων των αξιών που πρεσβεύει.
Ένα ταξίδι εσωτερικής αναγέννησης το οποίο αναλογιζόμενος μετά, βρίσκω σπαρακτικό. Ο Roy έχει ζήσει μια ζωή προσπαθώντας να γεμίσει το κενό της απουσίας του πατέρα του. Έγινε αστροναύτης γιατί ένιωθε μέσα του πως, κατά κάποιον τρόπο, με αυτό θα είχε την αποδοχή και την αγάπη του. Ήθελε να τον δικαιώσει, να νιώσει μια σύνδεση μαζί του, κυνηγώντας τα ίδια όνειρα με αυτόν. Αυτή η απουσία της πατρικής αγάπης, τον έχει καταδικάσει σε μια ατέρμονη προσπάθεια αναζήτησής της, έστω ψίχουλών της, έστω και αφηρημένα και όχι χειροπιαστά. Και φυσικά τον έχει νεκρώσει εσωτερικά. Η ταινία θα μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα σχόλιο πάνω στο καταστροφικό, εμμονικό κυνήγι της επιτυχίας, που διαβρώνει την ανθρωπιά μας. Σαν μια έκκληση για μετατόπιση των αξιών μας προς ένα σύστημα και μια κοινωνία που δεν θα επιβραβεύει την “επιτυχία με κάθε κόστος”, που ο άνθρωπος, τα συναισθήματα, οι σχέσεις είναι αυτές που δίνουν νόημα στη ζωή μας. “Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω ως αποτυχημένος” λέει ο πατέρας του αναφερόμενος στην αποστολή του. Η πραγματική του αποτυχία όμως είναι σε συναισθηματικό επίπεδο. Γι’ αυτό και ο Roy θα πρέπει να τον αφήσει να πεθάνει για να καταφέρει να βρει την ανθρωπιά του.
Τέλος SPOILERS*
Ο Gray έχει όμορφα πράγματα να πει αλλά στην τέχνη, -μεγάλο μέρος της μαγείας βρίσκεται στο πώς τα λες. Εκεί νομίζω πως δεν διαθέτει την λεπτότητα έκφρασης που απαιτεί το εγχείρημά του. Όλα τα παραπάνω είναι σπαρακτικά αλλά δεν τα “νιώθεις” μέσα στην ταινία. Η αφήγηση είναι πολλές φορές υπερφίαλη και πομπώδης, ενώ διέκρινα και ένα “άγχος” να δώσει κάποια πράγματα “στο πιάτο” των θεατών -όπως η τελευταία σκηνή-, ενδεχομένως για να γίνει πιο προσιτός στο ευρύ κοινό. Αυτό δημιουργεί ένα φιλμ που ενίοτε φαίνεται “βαρύγδουπο” και λίγο χοντροκομμένο στην έκφρασή του. Ο ρυθμός του είναι ηθελημένα χαμηλός και πολύ ελεγχόμενος -ακόμα και οι διάλογοι έχουν μια ρυθμική χροιά- αντικατοπτρίζοντας τον “κενό” εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή και έχοντας, απώτερο σκοπό την αργή και μεθοδική μυθοποίηση του πατέρα. Δυστυχώς όμως, δεν γίνεται με τόσο μεγάλη πειστικότητα και η τελευταία πράξη παραμένει λίγο “επίπεδη” και άνευρη, την ώρα που θα έπρεπε να έχει τους θεατές στην κόψη του ξυραφιού.
Μεγάλο ατού της ταινίας, όπως αποτελεί παράδοση στην φιλμογραφία του James Gray, οι ερμηνείες της, με κορυφαία φυσικά του Brad Pitt που καταφέρνει να χειριστεί με επιδεξιότητα έναν ρόλο που απαιτεί εσωτερική ένταση, μετρημένες κινήσεις και γενικότερα σπουδαίο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Εξαιρετικός και ο Tommy Lee Jones στα λίγα λεπτά.
Το Ad Astra θα ήθελα λοιπόν να μου αρέσει περισσότερο. Με συγκινούν αυτά που έχει να πει αλλά όχι πάντα με τον τρόπο που τα λέει. Εν τέλει, είμαι πολύ χαρούμενος που υπάρχει αλλά μου είναι δύσκολο να την αγαπήσω πραγματικά.
Αντώνης Παυλίδης
Το νέο φιλμ του James Gray αφηγείται την ιστορία ενός αστροναύτη μηχανικού, ο οποίος ταξιδεύει στην άλλη άκρη του ηλιακού μας συστήματος με προορισμό τον πλανήτη Ποσειδώνα. Στόχος του είναι να ανακαλύψει τον λόγο που απέτυχε η παρόμοια αποστολή του πατέρα του χρόνια νωρίτερα, αλλά και να εξιχνιάσει ένα μυστήριο, το οποίο απειλεί την επιβίωση του πλανήτη μας. Σε αυτό το μακρινό του ταξίδι ανάμεσα στα αστέρια θα ανακαλύψει μυστικά, τα οποία θέτουν υπό αμφισβήτηση την φύση της ανθρώπινης ύπαρξης μας στο σύμπαν. Στην σκηνοθεσία έχουμε τον James Gray, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο μαζί με τον Ethan Gross, ενώ στους ηθοποιούς βλέπουμε τους Brad Pitt (Roy McBride), Liv Tyler, Tommy Lee Jones (Clifford McBride), Donald Sutherland και Ruth Negga.
Το «Ad Astra» του James Gray είναι πολύ πιθανό να στείλει τον Brad Pitt στα Όσκαρ, παρόλο που δεν είναι η μοναδική ταινία της χρονιάς που μπορεί να του παρέχει μια θέση στα βραβεία, αφού θεωρείται σχεδόν σίγουρη η υποψηφιότητα Β’ Ανδρικού Ρόλου για την συμμετοχή του στην ένατη ταινία του Quentin Tarantino «Once Upon a Time in Hollywood». Στο καινούργιο εγχείρημα του Νεοϋορκέζου σκηνοθέτη, ο Pitt βρίσκεται στο επίκεντρο του σεναρίου και φαίνεται πως του εμπιστεύονται πάνω του όλη την ταινία, παρακολουθώντας, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, να είναι ενεργά παρών σε σχεδόν κάθε καρέ της.
Η ανάπτυξη του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα Roy McBride είναι ίσως αργή, αλλά αυτός ο ρυθμός ανάπτυξής του ταιριάζει απόλυτα με τον αργόσυρτο ρυθμό στην ξεδίπλωση της πλοκής. Αυτό φυσικά αφήνει ένα αίσθημα πως τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει στην ταινία, κάτι που δεν ισχύει, απλά είναι λογικό κάποιους θεατές να τους κουράσει ο τρόπος με τον οποίο προχωράει η ιστορία, με αποτέλεσμα να τους πετάξει έξω συναισθηματικά. Αυτός που μαγνητίζει όμως το ενδιαφέρον του θεατή και τον κρατάει συγκεντρωμένο στην υπόθεση, είναι ο εξαιρετικός Brad Pitt, ο οποίος δίνει μια αρκετά εσωτερική ερμηνεία, προσεγγίζει με μεγάλη αφοσίωση τον ρόλο του και μας επιτρέπει να διεισδύσουμε στην ψυχοσύνθεση ενός ατόμου που σταδιακά λυγίζει κάτω από το βάρος των υπαρξιακών του ανησυχιών.
Το ύφος της πλοκής του «Ad Astra» βασίζεται στο μυθιστόρημα του Joseph Conrad «Heart of Darkness», το οποίο ενέπνευσε και το «Apocalypse Now» του Francis Ford Coppola. Οι βάσεις πάνω στις οποίες πάτησε ο James Gray, αλλά και τα στοιχεία που δανείστηκε από άλλες εμβληματικές ταινίες του είδους, είναι ξεκάθαρες από την αρχή, δείχνοντας έναν σεβασμό του σκηνοθέτη προς τους παλαιότερους, αλλά και όχι μόνο συναδέλφους του. Για παράδειγμα, το φιλμ του αξεπέραστου Stanley Kubrick «2001: A Space Odyssey, είναι μόνο ένα από αυτά που διαλέγει ο Gray για να δανειστεί ιδέες, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα ψυχόδραμα επιστημονικής φαντασίας.
Το θέμα, λοιπόν, είναι άμα κατάφερε να πετύχει τον αρχικό του σκοπό η ταινία. Να μας εμπλέξει συναισθηματικά, δηλαδή, με τον πρωταγωνιστή και να μας κάνει να αισθανθούμε την ψυχική του ανισορροπία, καθώς αυτός βρίσκεται περιτριγυρισμένος από πελώριους πλανήτες στα πέρατα του ηλιακού μας συστήματος. Φυσικά και δουλεύει το εγχείρημα του Gray, ο οποίος δίνει τα απαραίτητα στοιχεία, αλλά και τον κατάλληλο χώρο και χρόνο στον θεατή για μια βαθύτερη ενδοσκόπηση στον ψυχικό κόσμο του κεντρικού χαρακτήρα.
Στο τεχνικό κομμάτι τώρα, απλά να πω ότι η φωτογραφία, η δύναμη των εικόνων, η αξιοποίηση σκιάς και φωτός, τα κάδρα και γενικότερα τα πλάνα της ταινίας είναι εξαιρετικά. Μέσα στα αρνητικά της ταινίας είναι το ίσως παραπάνω από όσο έπρεπε σε διάρκεια voice over που ακούμε από τον Brad Pitt, από την άλλη όμως μπορεί να είναι και η δικιά μου παραξενιά που δεν έχω καταφέρει να συμπαθήσω την αφήγηση, εκτός βέβαια αν πρόκειται για ταινία του Martin Scorcese ή αν στο voice over ακούω την γαλήνια φωνή του Morgan Freeman.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.