Ταινίες με mindfuck τέλος | Part 1

Με δύο λόγια, καλώς ήρθες στην ζώνη του Λυκόφωτος
21 Αυγούστου 2017 07:53
Ταινίες με mindfuck τέλος | Part 1

Σίγουρα θα σου έχει τύχει και εσένα να παρακολουθήσεις ταινίες των οποίων το τέλος θα σε άφηνε έκπληκτο να αναρωτιέσαι: «Τί είδα μόλις τώρα;!».  Αν έσπευσες ήδη να προβείς στους αντίστοιχους συνειρμούς, τότε ξέρεις πολύ καλά για τι μιλάω. Και ενώ η πλοκή προχωράει, εσύ ταυτόχρονα σκέφτεσαι καμιά δύο υποψήφιες εκδοχές με τις οποίες θα μπορούσε να δοθεί η τελική έκβαση του έργου. Καθώς λοιπόν, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για την κατάληξη της κινηματογραφικής αφήγησης, περιμένεις πως και πως να δεις που θα φτάσει ο μίτος της υπόθεσης. Κάποιες φορές πέφτεις μέσα στις προβλέψεις σου.

 Οφείλεις όμως να ομολογήσεις ότι κάποιες άλλες, ο δημιουργός και ο σεναριογράφος της ταινίας τσιγκλούν τόσο επιδέξια την σκέψη σου και παίζουν με τέτοια μαεστρία με το μυαλό σου ειδικά όσον αφορά τον επίλογο που γράφουν για την ιστορία που σου παρουσίασαν. Για τις περιπτώσεις λοιπόν, που γούρλωσες τα μάτια και το σαγόνι σου άνοιξε και έκλεισε στιγμιαία από το σάστισμα, νομίζω ότι αξίζει να γίνει μία μνεία σε όλα εκείνα τα ανατρεπτικά φινάλε που πέταξαν με φανερή άνεση στον κάλαθο των αχρήστων ό,τι είχες πιθανολογήσει εκ προοιμίου.

Μια υπενθύμιση μόνο: γνωρίζεις ότι θα γίνει λόγος για το αποκορύφωμα με το οποίο ολοκληρώνεται μία ταινία, επομένως τα spoilers εν προκειμένω επιτρέπονται!

Memento (2000)

Στην ιστορία αυτή το μεγάλο ατού της είναι το τέλος της ή μάλλον ή αρχή της. Μπερδεύτηκες;! Η εν λόγω μυθοπλασία με τον ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο, βασισμένη στο μυθιστόρημα “Memento Mori” (Θυμήσου να πεθάνεις) του Jonathan Nolan και ιδωμένη μέσα από τον φακό του Christopher Nolan, εκτυλίσσεται σε rewind, δηλαδή από πίσω προς τα μπρος. Ο οίστρος των αδερφών Nolan ξεπερνά κάθε φαντασία. Ο ένας από την θέση του συγγραφέα έθεσε τον κεντρικό άξονα, και o άλλος από την καρέκλα του σκηνοθέτη έφτιαξε ένα άρτιο κινηματογραφικό κολάζ με πολλαπλές συμβολικές διαστρωματώσεις και προεκτάσεις. Μέσα από τις εναλλαγές έγχρωμων (επεισόδια που κυλούν αντίστροφα με την φορά των δεικτών του ρολογιού) και ασπρόμαυρων πλάνων (ευθυγράμμιση με την κανονική χρονική σειρά), σκιαγραφείται ένας χαρακτήρας το θυμητικό του οποίου είναι κατακερματισμένο σε σκόρπιες αναπαραστάσεις και πληροφορίες.  Το περίτεχνο  ψηφιδωτό της ζωής του συντίθεται αποσπασματικά, με τα αποκαλυπτήρια να γίνονται μέσω  της ανάκλησης τετελεσμένων γεγονότων, και της in media res, μη γραμμικής αφήγησής τους.

Το ανακάτεμα του χρόνου συμβαίνει για να κατανοήσουμε τα γεγονότα όπως ακριβώς τα συλλαμβάνει και τα επεξεργάζεται ο Leonard Shelby (Guy Pearce), ώστε να ταυτιστεί η δική μας οπτική γωνία με τη δική του υποκειμενική εμπειρία. Γίνεται σαφές πως μέσα από την συρραφή αρχικά διάσπαρτων οπτικών θραυσμάτων, flash back και κάπως σκόρπιων γνώσεων το κομμάτι του έλλογου σε αυτόν τον ασφαλιστή μόλις που νυχοπατεί πάνω σε ένα στρώμα λεπτού πάγου. Η σκόπιμη αυταπάτη που καλλιεργεί ενδόμυχα τον προφυλάσσει από την τραγικότητα μίας φρικτής συνειδητοποίησης που υποδεικνύει την ενοχή του. Τα μνημονικά τεχνάσματα που χρησιμοποιεί όπως οι φωτογραφίες που τραβάει μέσω μίας Polaroid, τα τατουάζ που κοσμούν το σώμα του και τα χαρτάκια που βρίσκει, παρέχουν τα ερεθίσματα που τον κινητοποιούν ώστε να ξεσκεπάσει τον ηθικό αυτουργό ενός εγκλήματος που άφησε σαν ενθύμιο ένα ανίατο τραύμα στον ψυχισμό του. Αν λάβει κάποιος υπόψιν την ταυτότητα του ‘δολοφόνου’ σε συνάρτηση με το ενδεχόμενο να γυριζόταν με παραδοσιακό τρόπο η αλληλουχία των συμβάντων, θα διαπιστώσει ότι έτσι λείπει ένα βασικό στοιχείο: αυτό του απρόβλεπτου. Ένεκεν της ανατροπής, με την εναλλακτική που εφαρμόστηκε, η λογική πυρακτώνεται και η καταγραφή της πραγματικότητας αποβαίνει πιο αφοπλιστική και ρεαλιστική από ποτέ. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη, δηλαδή η ικανότητα πρόσληψης και άμεσης αξιοποίησης μίας πληροφορίας μέχρι την συγκράτησή της, υπολειτουργεί στον Leonard,  αφού εμφανίζει πολλές  ελλείψεις και κενά από την ημέρα που ‘κάποιος’ σκότωσε την σύζυγό του.

Εξαιτίας της ιδιάζουσας αυτής αμνησίας αναγκάζεται να καταφύγει σε άλλα μέσα και εργαλεία ενθύμησης, διότι κάθε απόπειρά του να απομνημονεύσει κάτι που διαδραματίστηκε πρόσφατα π.χ πριν από 15'είναι ανεπιτυχής. Λόγω του στρεσογόνου περιστατικού που τον σημάδεψε, κάνει reset ξεκινώντας πάντα από το μηδέν για να κατανοήσει πως εξελίσσονται τα πράγματα. Με την λύση της δερματοστιξίας και των post-it, ανακατασκευάζει την εμπειρία των τεκταινόμενων του βίου του, αποκωδικοποιώντας και σημασιοδοτώντας τα με μία άλλη εκδοχή, για να χειραγωγήσει μέσα από τις επίπλαστες πίστεις του τις αναμνήσεις του μακριά από μία αποκάλυψη που θα του στοιχίσει. Μια τέτοια γνώση άλλωστε θα τον ισοπέδωνε. Ποιος θα άντεχε να μάθει ότι ευθύνεται για την απώλεια του/της συντρόφου του ; Με τα μηνύματα λοιπόν, που αποκρυπτογραφεί νομίζει ότι έτσι η έρευνά του θα τελεσφορήσει τελικά. Η πλοκή ξεκινάει με το στιγμιότυπο όπου διαγράφεται το πτώμα ενός άνδρα. Ο Leonard βρίσκεται στο δωμάτιο ενός μοτέλ και συνομιλεί τηλεφωνικά με έναν άγνωστο. Ο ήρωας πιστεύει ο βιασμός και η μοιραία κατάληξη της  γυναίκας του έγινε από δύο δράστες, που επιτέθηκαν και στον ίδιο.

Τον έναν που την ατίμασε και την σκότωσε, κατάφερε να τον εξοντώσει, όμως ο άλλος διέφυγε. Οι αρχές δεν συμφωνούν με τους ισχυρισμούς του για δεύτερο εγκληματία, τους οποίους θεωρούν ανυπόστατους. Ο Leonard είναι αμετακίνητος στην γνώμη του πως τα αρχικά αυτού που παραμένει ασύλληπτος είναι John ή James G. Αποφασίζει να διερευνήσει προσωπικά την υπόθεση καταγράφοντας όσα θεωρεί αναγκαία ως στοιχεία με μία φωτογραφική, με tattoo, χάρτες και σημειώσεις. Το φινάλε του Memento είναι τόσο ιντριγκαδόρικο που κάνει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να ξεροψηθούν, με τον Teddy, τον αστυνομικό να δολοφονείται από τον φίλο του, Leonard ο οποίος τον θεώρησε ως τον δράστη που ευθυνόταν για την προσωπική του συμφορά. Ο ήρωας έπεισε τον εαυτό του να πιστέψει σε μία πλάνη, επιλέγοντας τί θα θυμάται και τί θα αποβάλλει από την μνήμη του, με γνώμονα πάντοτε να αποδοθεί η  δίκαιη τιμωρία του ενόχου, ο αυτοσκοπός που νοηματοδοτεί την ίδια του την ύπαρξη πλέον. Εθελοτυφλεί, δεν καταλαβαίνει ότι εκείνον βαραίνει το κρίμα του θανάτου της συζύγου του. Εν τέλει, αποδεικνύεται πως η γυναίκα του Leonard που ήταν διαβητική επιβίωσε της επίθεσης, αλλά πέθανε αργότερα από υπερβολική δόση ινσουλίνης πιθανώς λόγω του ότι δεν θα άντεχε εφεξής το περιστατικό του βιασμού της να την στοιχειώνει.

Ο άντρας της αδυνατεί να ανταπεξέλθει στην σκέψη ότι την έχασε πιθανόν από δική του αμέλεια. Ίσως, κατά βάθος γνωρίζει ότι είναι και εκείνος ιθύνων αλλά το απωθεί πεισματικά από το μυαλό του, ώστε με την στρέβλωση της πραγματικότητας να εξακολουθεί να τροφοδοτεί την version που συμφωνεί με την υπέρτατη αποστολή του. Ο Teddy φτάνοντας στην αποθήκη όπου ο Leonard δολοφόνησε τον Jimmy Grantz , έναν διακινητή ναρκωτικών, πασχίζει να του εξηγήσει ότι λάθος άτομο εκτέλεσε και ότι ο δράστης που ψάχνει είναι νεκρός εδώ και ένα χρόνο. Ο Teddy λέει στον Leonard ότι η ιστορία του για τον Sammy Jankis και την σύντροφό του αντανακλά αυτό που ουσιαστικά συνέβη στον ίδιο και την οικογένειά του.  Οι άμυνες του συνομιλητή του υψώνονται. Δεν μπορεί να το διαχειριστεί, δυσπιστεί και σημειώνει τις πινακίδες  του Teddy ο οποίος μπαίνει άθελα του στο στόχαστρο.

Η Natalie, η φίλη του Jimmy, συνέβαλε σε αυτό καθώς εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του Leonard και τον παραπλάνησε. Για το τατουάζ που είχε με έναν αριθμό των πινακίδων του υπέδειξε το επώνυμο ‘John Edward Gammell’, που επρόκειτο για το πλήρες όνομα του Teddy. Ο Leonard που επεδίωκε να βρει τον John G. εξαπατάται και εκτελεί τον Teddy ως τον εγκληματία που αναζητούσε. Η ταινία αυτή αποδεικνύει περίτρανα πως χωρίς παρελθόν, δεν υφίσταται ούτε παρόν ούτε μέλλον. Η προσωπικότητα του ατόμου πέρα από θεμελιώδεις αξίες και νόρμες, ζυμώνεται και μέσα από τις αναμνήσεις του, τα βιώματά του, με την αντίληψη για τον εαυτό να πλάθεται χάρη στα γνωστικά σχήματα που έχουν εμπεδωθεί και τα οποία συνέχουν το αφήγημα της ζωής μας.

Fight Club (1999)

Ο David Fincher με μία βιντεοκλίπ και νουάρ αισθητική διασκεύασε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Chuck Palahniuk, πραγματοποιώντας με καυστικότητα ένα εύστοχο σχόλιο για την αλλοτρίωση του ατόμου μέσα από την υπερκαταναλωτική μανία, το δέλεαρ της διαφήμισης και τον άκρατο υλισμό της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας. Η ταινία επικρίθηκε δριμύτατα από τους κριτικούς , αυτό όμως δεν την εμπόδισε να σκαρφαλώσει στην λίστα με τις πιο ριζοσπαστικές μυθοπλασίες της Μεγάλης Οθόνης. Η κινηματογραφική αυτήν αλληγορία που μοιάζει να έχει δανειστεί και στοιχεία από την Μεταμόρφωση του Κάφκα, ενώνει τα κομμάτια του σελιλόιντ σε μία μπομπίνα, πετώντας σου κατά διαστήματα οπτικούς υπαινιγμούς μέσα από καρέ που προσιδιάζουν σε “κάψιμο τσιγάρου” (cigarette burn) και τρυπώνουν στο υποσυνείδητό σου, ενώ δεν κρατούν παρά μόνο για ένα βλεφάρισμα. Ο Edward Norton στον ρόλο του ανώνυμου αφηγητή και βασικού δρώντα του φιλμ που πολλές φορές σπάει τον 4ο Τοίχο απευθυνόμενος και σε εσένα, σταδιακά μετατρέπεται από ένας φιλήσυχος πολίτης σε έναν επαναστάτη δίχως αιτία.

Παρακολουθείς την μετάλλαξή  του, αλλά αρχικά βιάζεσαι να αποφανθείς για το  πόσο κακή επιρροή συνιστά ο  Brad Pitt ως Tyler Durden. Ο Norton λοιπόν, είναι ένα πρόσωπο που υποφέρει από αϋπνίες και έντονο στρες λόγω των καταιγιστικών ρυθμών της ζωής του. Έχοντας πλήξει με τη δουλειά του γραφείου σε μία εταιρεία αυτοκινήτων, και κάτω από το βάρος μιας αποστειρωμένης και άτονης καθημερινότητας που δεν τον αντιπροσωπεύει αλλά απομυζεί την όρεξή του για κάθε τι δημιουργικό, αποφασίζει να εγγραφεί σε ομάδες εμψύχωσης και αυτοβελτίωσης. Σε αυτές μετέχουν ως μέλη  ασθενείς με καρκίνο έως και άτομα με προβλήματα εθισμού. Ο ίδιος παρά το ότι δεν αντιμετωπίζει ανάλογο ζήτημα, προσποιείται το αντίθετο και δίνει ανελλιπώς το παρόν στις συγκεκριμένες συναθροίσεις, καθώς εισπράττει μία άνευ όρων παρηγοριά και ανακούφιση που προορίζεται για όσους ευπαθείς το έχουν ανάγκη. Αισθάνεται απελευθερωμένος από τα δεσμά του και βρίσκει ένα έρεισμα, γεμίζοντας το ανικανοποίητο που του αφήνει η ματαιότητα της άχαρης και μουντής ρουτίνας του. Εκεί γνωρίζει την Marla Singer (Helena Bonham Carter), άλλη μία ομοϊδεάτισσά του, που απολαμβάνει της ίδιας στήριξης που έχει και ο ίδιος επικαλούμενος θέματα υγείας.

Σε ένα  επαγγελματικό του ταξίδι με το αεροπλάνο, συστήνεται με τον ιδιόρρυθμο Tyler Durden και από εκεί αρχίζει το καλό. Ο Tyler, μεταξύ των άλλων επαγγέλλεται και παρασκευαστής σαπουνιών, που όμως είναι βαθιά χωμένος σε βρώμικες δουλειές (από “νοθείες” φαγητού μέχρι και εμπρησμούς), με τις οποίες άπαξ και μπλέξεις δεν σε ξεπλένει τίποτα. Μέσα από την περίεργη ιδιοσυγκρασία του, την αντικομφορμιστική και αναρχική του ιδεολογία θα μυήσει τον ήρωα σε έναν κόσμο που έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με  το κατεστημένο και τις συμβάσεις. Εδώ, κυρίαρχο μανιφέστο είναι η βία και η ωμότητα. Η λέσχη τους, το λεγόμενο “Fight Club” όπου οργανώνονται παράνομοι αγώνες πυγμαχίας σε υπόγειους χώρους, υποδέχεται στους κόλπους της ‘νέο αίμα’. Βαθμιαία στήνονται ολοένα και περισσότερα τέτοια σκηνικά πάλης για λόγους αναψυχής των συμμετεχόντων, δρώμενα χάρη στα οποία η ιδιότυπη αντιυλιστική και αντισυστημική τους επιχείρηση ανθεί πια υπό το όνομα «Project Mayhem». Οργισμένα και ατίθασα νιάτα. Καψώνια για τους νεοσύλλεκτους. Γρονθοκοπήματα, τεστοστερόνη και αλητεία που βγάζουν απωθημένα στην φόρα μέσα από μία άγρια εκτόνωση.

Ο υπ’ αριθμόν 1 κανόνας του γκρουπ  «Δεν μιλάς ποτέ για το Fight Club» γίνεται το επίσημο μάντρα της αλλόκοτης αυτής κοινότητας. Αν τολμήσεις να παρεκκλίνεις θα υπάρξουν συνέπειες. Κοινώς, οι παραβάτες τιμωρούνται αυστηρά. Πέρα από το ότι ο αφηγητής μαθαίνει για το ειδύλλιο της Marla και του Tyler μαζί με τον οποίο ο ίδιος ζει σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι, αντιλαμβάνεται πως εν μέρει υπονομεύεται ο ρόλος του και περιθωριοποιείται κάπως όσον αφορά τις συνακόλουθες δραστηριότητές της ομάδας. Ξυπνάει λοιπόν, μία ωραία πρωία και αντιλαμβάνεται ότι ο συγκάτοικός του έγινε καπνός στα καλά καθούμενα. Παρά την συμφωνία που είχαν κάνει να μην μιλήσει ποτέ για την ύπαρξή του σε κανέναν, ο πρωταγωνιστής ξεκινάει να τον αναζητά.

Και κάπου εκεί στο τέλος αφού ο Norton έχει κατρακυλήσει από σκάλες και έχει φάει το ξύλο της χρονιάς του από τον Tyler, τον οποίο προσπαθεί να σαμποτάρει από το να τινάξει δέκα κτίρια στον αέρα, έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία η αποκάλυψη που βάζει τα κομμάτια του πάζλ στην θέση τους. Όταν ο αφηγητής «απουσιάζει», ο Tyler μπαίνει στον αυτόματο πιλότο. Με δύο λόγια, αυτοί οι δύο αν και είναι η μέρα με τη νύχτα, συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε ένα σώμα. Πρόκειται για την κλινική περίπτωση που η επιστήμη της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας αναγνωρίζει επίσημα ως Διασχιστική Διαταραχή της Προσωπικότητας. Πώς να ξεφύγεις από έναν τύπο που κουβαλάς ήδη μέσα σου και στην ουσία είναι το ίδιο άτομο με εσένα; Αποπροσανατολισμένος και σε ντελίριο, ο άνδρας που μας ξετυλίγει εδώ και ώρα το κουβάρι του βίου του, παλεύει με μία πτυχή του εαυτού του, εκ δια μέτρου αντίθετη από αυτήν που συνήθως απαντάται για τον ίδιο.

Μέσω ενός άλλου πιο σκληροτράχηλου αλλά και πιο σκοτεινού alter ego που επινοεί, προσπαθεί να διαχειριστεί τις προκλήσεις του πλαισίου διαβίωσής του και να ανταπεξέλθει σε αυτές, καταφεύγοντας σε μία πιο δυναμική εκδοχή του. O ήρωας αφού αυτοπυροβολείται στο μάγουλο για να απαλλαγεί από τον ‘κακό του δίδυμο’, έπειτα παρακολουθεί αποσβολωμένος μαζί με την Marla τον χαμό που επικρατεί. Με μία σειρά αλυσιδωτών εκρήξεων να συντελείται στα γειτονικά κτίσματα πολυεθνικών, το κινηματογραφικό κάδρο εστιάζει στο ζευγάρι που κρατιέται χέρι χέρι, απορροφημένο από τον ορυμαγδό που λαμβάνει χώρα. Το έργο κλείνει με το τραγούδι των Pixies “Where is my mind”.  Είναι να απορείς γιατί;!

Inception (2010)

Όνειρο μέσα σε όνειρο. Ανομολόγητες φαντασιώσεις. Συνειδητό και ασυνείδητο αλληλοδιαπλέκονται σε έναν ιστό από αρχετυπικές μορφές, εικόνες, αναμνήσεις, σκέψεις και συναισθήματα. Η  λογική αναδιπλώνεται με ευελιξία και η υποκειμενική εμπειρία της πραγματικότητας μεταβαίνει σε ένα σχεδόν υπερβατικό, σουρεαλιστικό επίπεδο με διάφορες εναλλακτικές διαστάσεις. Η χρήση της εντροπίας στο σύμπαν  της επιστημονικής φαντασίας  είναι ένα από τα επικρατέστερα θέματα που όμως δύσκολα αγγίζει κανείς, εκτός και αν αναφερόμαστε στην εμβληματική τεχνική  ενός φιλόδοξου και ιδιοφυούς σκηνοθέτη του οποίου τα διαπιστευτήρια είναι μοναδικά στον κινηματογράφο. Σε μουσική του κορυφαίου συνθέτη Hans Zimmer, o Christopher Nolan μέσα από την κοφτερή και ρηξικέλευθη ματιά του πέραν του ότι έδωσε το δείγμα μίας πιο ποιοτικής ωρίμανσης του Hollywood που βραβεύτηκε με 4 Όσκαρ, μας παρότρυνε να αναλογιστούμε αν όντως η ανθρώπινη αντίληψη είναι πεπερασμένη  και εάν μία νοερή απόδραση μπορεί να συμβαίνει ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα του νου.

Αναρωτήθηκες ποτέ μήπως δεν είσαι εσύ ο αρχιτέκτονας όσων βλέπεις στον ύπνο σου αλλά κάποιος άλλος που με τον σπόρο μίας ιδέας έχει παρεισφρήσει και περιδιαβαίνει στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους του μυαλού σου; Και εάν κάποιος απρόσκλητος επισκέπτης προσπαθεί επίμονα να παραβιάσει το φράγμα όλων όσων απέθεσες στο σκοτεινό τμήμα της συνείδησής σου; Τί είναι χειροπιαστή απόδειξη και τι αποκύημα της φαντασίας; Πόσο εύκολο είναι να χαθείς μέσα στο νοερά τεχνητό και πολυδιάστατο δημιούργημα που έφτιαξες, και πόσο δύσκολα μπορείς να επανέλθεις από αυτήν την βύθιση στην αληθινή βίωση του περιβάλλοντα κόσμου; Τι είναι η σύλληψη μίας ιδέας και πόσο ανθεκτική αυτήν αποβαίνει; Ο δημιουργός του Inception ή όπως θα μεταφραζόταν κυριολεκτικά ως «Απαρχή», με το καθηλωτικό θέαμα που ενορχήστρωσε ήλπιζε να σε μυήσει σε ένα εκστατικό ταξίδι για το οποίο το έναυσμα δίνει η εμφύσηση ενός ερεθίσματος, ικανού να καλλιεργήσει και να  διαμορφώσει μία ψευδαίσθηση τόσο σαγηνευτική και συνάμα τόσο επικίνδυνη. Η πραγματικότητα αυτή καθαυτή ωχριά μπροστά στις δυνατότητες που εξασφαλίζουν οι προοπτικές οι οποίες διανοίγονται μέσω της ύπνωσης.

Και τότε είναι που επέρχεται η απόσχιση του νου από την υλική υπόσταση ή την φυσική παρουσία του ατόμου σε έναν χώρο. Η ακαταμάχητη έλξη που ασκεί στο άτομο η αναβίωση γεγονότων και οραμάτων από το παρελθόν μέσω της επιλεκτικής θύμησης τους ή και της αναδιαμόρφωσης των ‘προβολών’, δηλαδή αληθοφανών παραστάσεων μπορεί να μεταστραφεί κάλλιστα σε έναν υπαρξιακό εφιάλτη από τον οποίο μόνο αν είσαι αρκετά προσεκτικός κατορθώνεις να ξεφύγεις. Πρέπει να είσαι διορατικός για να βγεις από τις ‘πίστες’ στις οποίες έχεις διεισδύσει. Ο  χρόνος δεν είναι με το μέρος κανενός, παρά το ότι η αίσθησή του αλλάζει ανάλογα με το πόσο βαθιά έχει καταδυθεί κανείς σε αυτή την μεθυστική νάρκη . Τι μπορεί να σε αφυπνίσει; Χάρη σε ένα 'ταρακούνημα' στο επίπεδο όπου βρίσκεσαι μπορείς να ανακτήσεις τις αισθήσεις σου, αν όμως αυτό δεν γίνει; Αν ο θάνατος σε βρει πιο γρήγορα απ' όσο νόμιζες; Τότε περνάς στην Λήθη. O Dominick Cobb (Leonardo DiCaprio) είναι ένας επικηρυγμένος αλλά πεπειραμένος κατάσκοπος-κλέφτης ονείρων που έχει κατηγορηθεί άδικα για την απώλεια της Mal, της συζύγου του (Marion Cotillard), για την οποία εντούτοις δεν ευθύνεται εκείνος.  

Η φήμη για τις υπηρεσίες που παρέχει κεντρίζει το ενδιαφέρον του Saito (Ken Watanabe) ενός μεγιστάνα που επιδιώκει να χτυπήσει σε νευραλγικό σημείο τον Maurice Fischer (Cillian Murphy), έναν πλούσιο επιχειρηματία αντίπαλό του. Ο Dom ουσιαστικά δέχεται να αναλάβει την δουλειά ώστε να επιστρέψει στην γενέτειρά του και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα με την οικογένειά του. Αποσπώντας μία πολύτιμη πληροφορία από τον Fischer προς χάριν του πελάτη του, με την μέθοδο αφενός της εμφύτευσης μίας ιδέας και αφετέρου της εκμαίευσης του ζητούμενου στοιχείου, θα προσπαθήσει να δώσει το προβάδισμα στην επικυριαρχία του Saito έναντι του ανταγωνιστή του. Για τις ανάγκες του εν λόγω εγχειρήματος επιστρατεύει μία ειδική ομάδα, στήνοντας μία περίτεχνη παγίδα στον στόχο τους. Στο έργο τους αυτό αντιμετωπίζουν πέρα από την χρονική πίεση, μία σειρά από προκλήσεις που όχι μόνο διασαλεύουν την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ορθό και το παράδοξο, αλλά σπέρνουν και την αμφιβολία για το τι είναι αληθινό και τι όχι. Η ευμετάβλητη φύση του ονείρου και οι ανατροπές που συμβαίνουν, κλιμακώνουν συνεχώς  την αγωνία για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

Ο Dom παλεύει με τους δικούς του δαίμονες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο που συσκοτίζει την προϊστορία  του και που αποκαλύπτεται με παλινδρομήσεις και χρονικά άλματα στην αφήγηση. Ψηλαφίζει τις 'πληγές' του και οδηγείται μέσα από την αυτοπαρατήρηση στην συμφιλίωση με το παρελθόν του, στην αυτεπίγνωση και την εξιλέωση έπειτα από μία οδυνηρή διαδρομή στα όσα τον ταλάνιζαν χρόνια τώρα από τον θάνατο της συντρόφου του. Καθένας από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες μάχεται με τα προσωπικά του αδιέξοδα. H αυλαία για το Inception πέφτει με ένα αρκετά αμφιλεγόμενο φινάλε. Ο θεατής αφού βλέπει τον κεντρικό ήρωα να ξανασμίγει με τα παιδιά του, οι φυσιογνωμίες των οποίων πλέον είναι ευδιάκριτες εν αντιθέσει με τις προηγούμενες φορές που δεν ήταν εμφανή τα πρόσωπά τους, αντικρίζει την σβούρα-τοτέμ του να στροβιλίζεται πάνω στο τραπέζι όπου όμως παρά τα λουπ που κάνει δεν βλέπουμε τελικά αν πέφτει ή όχι.

Επομένως, παρά το πρωτότυπο κόλπο που χρησιμοποιούσε για να διαπιστώσει αν είναι σε λήθαργο ή όχι, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα για το εάν ο πρωταγωνιστής επέστρεψε στην κανονικότητα ή εάν παρέμεινε εγκλωβισμένος σε έναν ατέρμονα κύκλο ονειρικών συνδηλώσεων. Ο ίδιος ο Cobb έχει αποστρέψει την προσοχή του από τη σβούρα και ήδη βαδίζει μακρυά της. Ίσως το ότι έχει ξαναϊδωθεί με το αγοράκι και το κοριτσάκι του να αποκτάει μεγαλύτερη βαρύτητα ακόμη και από την ίδια την πραγματικότητα. Το τελευταίο πλάνο σκοτεινιάζει και ο Nolan αφήνει στην δική μας προαίρεση να αποδεχτούμε όποια κατάληξη θεωρούμε πιο ταιριαστή. Οι απόψεις εν προκειμένω διίστανται και αυτό το περίπλοκο όσο και διφορούμενο τέλος κάνει ακόμη πιο γοητευτική και συναρπαστική την ταινία. Όπως και να’ χει, “sleep tight and take a leap of faith!”.

Shutter Island (2010)

Το εισιτήριο για αυτό το μέρος είναι δίχως επιστροφή τουλάχιστον για όσους προορίζονται να μείνουν. Στην μέση του πουθενά, περιτριγυρισμένο από την θάλασσα, κείτεται ένα χερσαίο κουφάρι που μαστιγώνεται από άγριους ανέμους και επάνω του σκάνε τα μανιασμένα κύματα του ωκεανού. Σε αυτόν τον σχεδόν λησμονημένο τόπο, με το θαμπό φως του φάρου, τις απόκρημνες πλαγιές και τα κοφτερά βράχια τα πάντα μοιάζουν να συνηγορούν σε μία εσωστρέφεια και μία μοναχική απόσυρση που κρατά αποκομμένο  το νησί από κάθε επαφή με τα εγκόσμια. Ο Martin Scorsese εφαρμόζοντας αριστοτεχνικά την κινηματογραφική  μανιέρα της παλιάς σχολής  του ’40 και του ’50 σκηνοθέτησε ένα ψυχολογικό θρίλερ-αίνιγμα, που αποβαίνει σε μία υψηλών προδιαγραφών δουλεία, όπου η αγωνία σε κρατάει σφιχτά από το χέρι μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Ο δημιουργός αυτός, θεματοφύλακας του καλού σινεμά  αποφεύγει τις εύπεπτες και κλισέ συνταγές για σασπένς. Υφαίνει με εξαιρετική ευρηματικότητα έναν ευφυή γρίφο όπου κυριαρχεί η ασθματική ατμόσφαιρα ενός συγκλονιστικού ψυχοδράματος νουάρ αισθητικής που θυμίζει και κάτι από το Cape Fear (Το Ακρωτήρι του Φόβου).

Το έργο στέκεται καθάριο από φθηνά και επιτηδευμένα “καρυκεύματα” εντυπωσιασμού,  και δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να αναχθεί στο σύμπαν των κλασικών ταινιών τρόμου, εμπλουτίζοντας την πολύτιμη παρακαταθήκη των μεγάλων  προκατόχων του Scorsese. Εκεί λοιπόν, που νόμιζες ότι είχες την απόλυτη θέαση όσον αφορά τα τεκταινόμενα που παρατίθενται μπροστά σου και προετοιμάζεται πια το έδαφος για να μπει μία τελεία, τότε ακριβώς συνειδητοποιείς ότι η πρόσβασή σου στην γνώση του όλου κινηματογραφικού αφηγήματος ήταν περιορισμένη. Ήταν σαν να αγνάντευες την δράση απλώς μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες ενός παραθύρου για να μάθεις ότι η τραγικότητα του μύθου ήταν απείρως μεγαλύτερη από αυτό που τόλμησες να διανοηθείς στην αρχή. Η ανατριχιαστική σαγήνη του Shutter Island υπολανθάνει στις λεπτές αποχρώσεις του μυστηρίου που αποπνέει. Γι’ αυτό και χρειάζεται να επαναληφθεί για ακόμη μία φορά η προβολή της, ώστε με μία δεύτερη ανάγνωση να εντοπιστούν τα καθοριστικά σημεία που διέφυγαν της προσοχής του δέκτη όταν πρωτοείδε την ταινία.

Η πλοκή της ζηλευτής αυτής διασκευής που αφορμάται από το ομώνυμο μυθιστόρημα του 2003, του Dennis Lehane δια χειρός του οποίου είχε γραφτεί και το “Mystic River”, τοποθετείται χρονικά το 1954, μερικά χρόνια μετά την ήττα των δυνάμεων του Άξονα και στην περίοδο που το Σιδηρούν Παραπέτασμα σιγά σιγά ρίχνει βαριά την σκιά του στο τοπίο των διεθνών σχέσεων. Το φιλμ μας εξιστορεί την άφιξη δύο Αμερικανών ντεντέκτιβ στο Shutter Island που θυμίζει φρούριο υψίστης ασφαλείας. Ο Edward "Teddy" Daniels (Leonardo DiCaprio) και ο Chuck Aule (Mark Ruffalo), έχουν κληθεί να διεξάγουν αστυνομική έρευνα για την εξιχνίαση της ανεξήγητης εξαφάνισης της Rachel Solando  (Emily Mortimer), τροφίμου του ψυχιατρικού ασύλου που εδρεύει στο νησί. Η γυναίκα που αναζητούν έχει σκοτώσει τα τρία της παιδιά και το μόνο που άφησε πίσω της είναι ένα σημείωμα με ένα ακατάληπτο κωδικοποιημένο μήνυμα που πρέπει να αποκρυπτογραφήσουν. Οι δύο άντρες αφού αφοπλίζονται, προειδοποιούνται από τον αρχιφύλακα του ψυχιατρικού αυτού νοσοκομείου πως στις εγκαταστάσεις του «Ashecliffe» που χτίστηκε μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, φιλοξενούνται οι πιο επικίνδυνοι ψυχικά διαταραγμένοι εγκληματίες.

Εν όψει της αποστολής τους με σκοπό την διαλεύκανση της υπόθεσης, ανακρίνουν το ιατρικό προσωπικό, τους νοσηλευτές και τους θεραπευόμενους για να διερευνήσουν τα αίτια, τις συνθήκες και τα κίνητρα της απόδρασης της συγκεκριμένης ασθενούς. Οι δύο πράκτορες επιθεωρούν τους διάφορους χώρους των μονάδων νοσηλείας αλλά και την πυκνή δασική έκταση που περιβάλει το «Ashecliffe». Η τύχη της Rachel εξακολουθεί να αγνοείται ενώ τον Teddy φαίνεται να τον επηρεάζει βαθιά το όλο θέμα με ημικρανίες, ιλίγγους και εφιάλτες, φέρνοντάς του μία τρικυμία εν κρανίω. Μέσα από τα διαβρωτικά πισωγυρίσματα που έχει, ξυπνούν αλγεινές μνήμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά το πέρας του οποίου γυρίζοντας από την ταραγμένη τότε Γηραιά Ήπειρο, παρασημοφορήθηκε ως βετεράνος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του. Ο Daniels κατατρύχεται από τις αποτρόπαιες εικόνες της κτηνωδίας που τον στιγμάτισε όταν εισέβαλαν με την μεραρχία του στο Νταχάου. Κουβαλάει μέσα του τον ψυχοφθόρο αντίκτυπο όλης της αναλγησίας και του παραλογισμού του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, μίας φρίκης  που κονιορτοποιεί κάθε ίχνος σύνεσης.

Παράλληλα, τον βασανίζει ο θάνατος της συζύγου του, Dolores Chanal (Michelle Williams) και των παιδιών τους ο οποίος ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού κάποιου πυρομανούς εν ονόματι Andrew Laeddis που επίσης νοσηλεύεται στο ίδιο Ψυχιατρείο. Τις υποψίες του Daniels όμως κινεί περισσότερο ο επικεφαλής των θεραπειών Dr. John Cawley (Ben Kingsley) ο οποίος δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά στον αστυνόμο και τον βοηθό του πως η Πτέρυγα Γ είναι αποκλεισμένη και δεν επιτρέπεται η πρόσβαση παρά μόνο σε ειδικό προσωπικό εξαιτίας των βαριών της περιστατικών. Ο επίσης επιστήμονας της Ψυχιατρικής  με γερμανικές ρίζες, ο  Dr. Jeremiah Naehring (Max von Sydow) συμμερίζεται την άποψη του συνεργάτη του, Dr. John Cawley, και αυτό δεν χαροποιεί καθόλου τον Daniels που ξεχύνεται μαζί με τον Chuck να ψάξουν σπιθαμή προς σπιθαμή και άλλες τοποθεσίες του νησιού. Στο απαγορευμένο τμήμα του «Ashecliffe», ο Edward συναντάει τον τρόφιμο George Noyce από τον οποίο μαθαίνει για την αντιδεοντολογική και καταχρηστική συμπεριφορά των γιατρών απέναντι στους έγκλειστους ασθενείς που είναι στο έλεός τους, για τα απάνθρωπα και ανήθικα πειράματα που υφίστανται όσοι κρίνονται ότι δεν επιδέχονται πια καμίας άλλης θεραπείας παρά μόνον αυτήν της διακογχικής λοβοτομής.

Οι δύο αστυνομικοί διασχίζουν κακοτράχαλα μονοπάτια και σκαρφαλώνουν σε απότομους γκρεμούς που φέρνουν σκοτοδίνη. Ο Daniels αποφασίζει να κατέβει σε μία σπηλιά, το κρησφύγετο  της κατά τ’ άλλα άφαντης Rachel Solando. Η μέχρι πρότινος αγνοούμενη τον διαβεβαιώνει  πως ήταν και αυτή ψυχίατρος αλλά η φυγή της οφείλεται στην ανακάλυψη των ανόσιων εγκλημάτων που διέπρατταν οι συνάδελφοί της. Ο Daniels ανησυχεί που δεν βρίσκει τον Chuck ενώ οπτικές ψευδαισθήσεις τον ξεγελούν. Σπεύδει στον περίοπτο πύργο του φάρου όπου τον περιμένει ο Dr. John Cawley. Μέσα από μία συνταρακτική αποκάλυψη ο επίλογος έρχεται να σοκάρει τον θεατή και να τον κάνει να συλλογιστεί τα όρια ανάμεσα στην ορθή φρόνηση και την παράνοια, το είναι και το φαίνεσθαι, την έννοια του θύτη και του θύματος, την εξουσία και την υποτέλεια, την ενσυναίσθηση και την αποστασιοποίηση. Η πραγματικότητα κάνει τα γόνατά σου να λυγίσουν και συμπονάς βαθιά τον τραγικό ήρωα.

Όλα αποκτούν νόημα στο τέλος, με την κάθαρση να επέρχεται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Το όνομα Edward Daniels ήταν απλά ένας αναγραμματισμός για το Andrew Laeddis, όπως και το Rachel Solando  για το Dolores Chanal. Ο Edward "Teddy" Daniels είναι ο Andrew Laeddis που υπήρξε απόστρατος αξιωματικός και πλέον συγκαταλέγεται στους πιο βίαιους ασθενείς του «Ashecliffe». Χαρακτηρίζεται από μία έντονη άρνηση να αποδεχτεί τα μακάβρια γεγονότα που τον σημάδεψαν. Βιώνει αφενός το μετατραυματικό στρες από το μέτωπο του πολέμου, και αφετέρου το ανεπούλωτο ‘τραύμα’ που του άφησε η απώλεια της συντρόφου του. Η Dolores είχε διαγνωστεί με διπολική διαταραχή. Σε ένα μανιακό της επεισόδιο έπνιξε τα παιδιά τους. Μόλις ο Andrew επέστρεψε στο σπίτι του και αντίκρισε το σπαρακτικό αυτό σκηνικό, δεν άντεξε και εν βρασμώ δολοφόνησε την σύζυγό του. Έπειτα αδυνατώντας να υπομείνει το σμπαραλιασμένο του παρόν και να καταπολεμήσει τις ερινύες του, χρησιμοποίησε  σαν αμυντικό μηχανισμό  μία πιστευτή ιστορία την οποία αφομοίωσε σαν να ευσταθούσε αποκλειστικά αυτήν. Του φάνηκε πιο υποφερτό να αποθέσει στα σκοτεινά ερμάρια του ψυχισμού και της μνήμης του την δυσβάσταχτη αλήθεια.

Τα όσα διαδραματίστηκαν στα πλαίσια της “έρευνας” ήταν μία απέλπιδα προσπάθεια των ψυχιάτρων να πάνε με τα νερά του Andrew και να τον βοηθήσουν να συνέλθει από το σενάριο συνωμοσίας που έφτιαξε για να μην καταφύγουν σε πιο δραστικά μέτρα. Δυστυχώς, η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Μετά από μέρες ο πρωταγωνιστής εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης. Ο Dr. Sheehan, o προσωπικός του γιατρός που τον πληροφόρησε ότι παρίστανε τον συνάδελφό του, του εκμυστηρεύεται πως πριν από εννέα περίπου μήνες παρουσίασε την ίδια παλινδρόμηση. Ο Dr. Sheehan κάνοντας ερωτήματα στον Laeddis για να διαπιστώσει τον βαθμό της διαύγειάς του, σε κάποια στιγμή αναλαμπής ο Andrew του απαντάει και πάλι ως Edward, ζητώντας του να δραπετεύσουν. O ψυχοθεραπευτής με ένα νεύμα συναινεί απρόθυμα στο αίτημα των ομολόγων του για την θεραπεία της λοβοτομής αλλά ακούει κατευθείαν τα τελευταία λόγια του προβληματισμένου πια Andrew λίγο πριν αποχωρήσει με τους φροντιστές: “Τo μέρος αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι, τι θα ήταν χειρότερο; Nα ζήσεις σαν τέρας ή να πεθάνεις σαν ένας καλός άνθρωπος;”

The Others (2001)

Όταν κοπεί το νήμα, αποτραβιέται το πέπλο των ζωντανών, και όλο και κάτι σαν οπτασία αργοσαλεύει στις σκιές. Μια νεκρική σιγή απλώνεται. Μα κάπου κάπου, από τα πέρατα του κάτω κόσμου θαρρείς και αντηχούν απόκοσμες φωνές, με μια ηχώ τρομακτική. Αν τύχει άνθρωπος να αφουγκραστεί τους ζοφερούς ψιθύρους, μία επαφή αρχίζει με την άβυσσο. Από εκεί παλεύουν να ξεφύγουν όσες ψυχές γαντζώνονται γερά από αναμνήσεις που λαχταρούν να ξαναζήσουν πάλι. Έτσι, με χρόνο δανεικό ζητούν να μείνουν στο εφήμερο, σαν να ξεχνούν πως  χρόνια τώρα στο αιώνιο αναπόφευκτο ανήκουν.  Ο ισπανικής καταγωγής Alejandro Amenábar, με το The Others αν μη τι άλλο υπήρξε δεκτικός στο να καταπιαστεί και με θεματικές παραψυχολογίας. Δεν δίστασε λοιπόν, να ενώσει το επίγειο με το υπερπέραν, το ενυπόστατο με το υπερφυσικό, φέρνοντας τους νεκρούς σε απόσταση αναπνοής  από τους ζώντες. Μέσα από ένα κλειστοφοβικό, gothic θρίλερ του παραφυσικού το οποίο κέρδισε οκτώ βραβεία Goya παρά το ότι η ταινία είναι αγγλόφωνη, ο Amenábar απέδειξε ότι η έφεσή του στην σκηνοθεσία οφείλεται σε μία σπάνια δημιουργικότητα που μπορεί να μεταστοιχειωθεί και σε ένα φιλμ το οποίο στέκεται επάξια δίπλα στην Έκτη Αίσθηση.

Ο Ευρωπαίος αυτός δημιουργός με την τεχνοτροπία του αφήνει διάχυτη την αίσθηση τόσο της απειλής όσο και της προσμονής, μεταφέροντάς μας σε μία εποχή από τα περασμένα, με απαράμιλλο στυλ και ambiance υποβλητική. Τέλη της γερμανικής Κατοχής (1945), στα ανοιχτά της Μάγχης, στην ενδοχώρα της Νήσου Jersey δεσπόζει μία απόμερη έπαυλη βικτωριανής αρχιτεκτονικής. Εκεί η Grace Stewart (Nicole Kidman), μία μητέρα που επαγρυπνά για την σωστή ανατροφή των παιδιών της, Anne (Alakina Mann) και Nicholas (James Bentley) περιμένει με καρτερικότητα τον σύζυγό της Charles (Christopher Eccleston) να επιστρέψει από τον πόλεμο. Η κόρη και ο γιος της, όπως ισχυρίζεται η ίδια έχουν μία πάθηση που τους εμποδίζει να έρθουν σε επαφή με τις ακτίνες του ήλιου και γενικότερα με δυνατό φως, διαφορετικά λόγω της φωτοευαισθησίας τους εμφανίζουν εξανθήματα και πληγές. Κάθε πόρτα πρέπει να είναι ερμητικά κλειστή πριν ανοίξει η αμέσως επόμενη για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Η κατ’ οίκον συντηρητική διαπαιδαγώγηση των δύο ανηλίκων υπό την χλωμή φλόγα μίας γκαζόλαμπας, συνδυάζεται με σπαρτιατική πειθαρχία, και απαρέγκλιτη θρησκευτική προσήλωση στο θέλημα του Κυρίου.

Η αμαρτία, όπως υπαγορεύει ο Λόγος του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο στην Κόλαση. Το ίδιο υποστηρίζει και η καθολικών πεποιθήσεων μητέρα τους. Την καθημερινή τους ρουτίνα έρχεται να ταράξει η έλευση τριών αινιγματικών ανθρώπων, δύο ηλικιωμένων και της άλαλης προστατευόμενής τους, Lydia (Elaine Cassidy). Οι νεοαφιχθέντες είναι πρόθυμοι να αναλάβουν καθήκοντα οικιακών εργασιών. Η ιδιοκτήτρια που από μία ‘ανέλπιστη σύμπτωση’ ήδη έψαχνε για υπηρετικό προσωπικό δέχεται να τους παραχωρήσει δουλειά και στέγη υπό τον όρο να σεβαστούν τους κανόνες του σπιτιού τους οποίους ορίζει η ίδια. Καλούνται, λοιπόν, να προσαρμοστούν στην ιδιόρρυθμη νοοτροπία της οικογένειας. Ωστόσο, πολλές φορές θορυβούνται από τα παράπονα των παιδιών για παράξενους ήχους, για τα βήματα στους διαδρόμους και σε κάμαρες που είναι κλειδωμένες, αλλά και για οράματα που έχουν να κάνουν με τους «άλλους» που ζουν κρυφά μέσα στο παλιό αυτό αρχοντικό και διαρκώς πιέζουν την οικογένεια της Grace να το εγκαταλείψει. Στην Anne αρέσει να πειράζει τον μικρότερο της αδερφό με ιστορίες για φαντάσματα, με τον Nicholas να τρομοκρατείται πάντα από αυτές τις περιγραφές.

Ένα βράδυ, μία από τις φάρσες της Anne θα βγει αληθινή. Η ανατριχιαστική φωνή από ένα αόρατο αγόρι, τον Victor που επιμένει να μείνει ανοιχτή η κουρτίνα μέχρι το ξημέρωμα, κάνει την καρδιά των παιδιών να σφυροκοπά. Το κορίτσι τιμωρημένο, πρέπει τώρα να διαβάσει διάφορα εδάφια από την Βίβλο, για να συμμορφωθεί και να πάψει αυτά τα αλλοπρόσαλλα αστεία. Την ημέρα ακούγονται βήματα από τον πάνω όροφο που είναι άδειος. Τη  σιωπή της νύχτας διακόπτουν οι νότες μίας μελαγχολικής μελωδίας πιάνου από το καθιστικό, όμως κανείς δεν κάθεται μπροστά από τα πλήκτρα! Η πρωταγωνίστρια μετεωρίζεται ανάμεσα στην αλήθεια και στην ψύχωση, στο υλικό και το άυλο, στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και το καθήκον προς τα παιδιά της. Αποδιοργανωμένη και εμφανώς ταραγμένη, ομολογεί στην οικονόμο της, την Bertha Mills (Fionnula Flanagan) ότι κάτι παράταιρο και απόκοσμο έχει εγκατασταθεί στο σπίτι και τους κατατρέχει. Στο μεταξύ, αποφασίζει να φέρει τον ιερέα της ενορίας να ξορκίσει το ανείπωτο κακό που επιζητά να τους βλάψει. Στην διαδρομή της προς το χωριό την ορατότητα της εμποδίζει ένα παχύ στρώμα ομίχλης. Μόλις που διακρίνει αμυδρά το περίγραμμα μίας ανδρικής σιλουέτας από μακριά.

Ο Charles εμφανίζεται σαν οπτασία από το πουθενά με μία κουρελιασμένη, χακί στολή μέσα από την αχλή του δάσους. Με βλέμμα καρφωμένο στο κενό ζυγώνει την Grace. Παρά την θερμή υποδοχή της με ένα τρυφερό αγκάλιασμα, η στάση του είναι ψυχρή, αλλόκοτα απόμακρη. Ο εχθρικός ξενιστής της κατοικίας τους συνεχίζει να εμποδίζει την ομαλή συμβίωση της οικογένειας, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα της Grace απέναντι στην Anne, στην οποία επιτίθεται νομίζοντας πως στην θέση της βρίσκεται κάποια άλλη. Καμάρωνε το κορίτσι της ενώ πρόβαρε με χάρη ένα παλιό, λευκό, από αραχνοΰφαντο ύφασμα νυφικό. Η Grace προσέτρεξε για λίγο στο προσκεφάλι του συζύγου της, η σκέψη του οποίου παρά τον νόστο του ήταν ακόμη οχυρωμένη πίσω από χαρακώματα. Όταν επέστρεψε στην Anne, το γνώριμο και γεμάτο σφρίγος ομοίωμα της κόρη της είχε αντικαταστήσει μία δυσοίωνη μορφή. Κάτω από το διάφανο τούλι το ίδιο χαρωπό, παιδικό τραγούδι της μικρής, έβγαινε πια από το στόμα μίας αποκρουστικής γριάς με αυλακωμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο και μία έκφραση που σε παρέλυε από τον τρόμο. Η Grace χίμηξε πάνω της ακαριαία.

Τα χέρια της σχημάτισαν μία θηλιά γύρω από τον λαιμό αυτού του μοχθηρού πλάσματος. Η Anne πάσχιζε απελπισμένα να ελευθερωθεί. Χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση της κυρίας Mills γλίτωσε. H Grace, ένα ανθρώπινο ερείπιο ένιωθε να παραπαίει από το σοκ. Στο πλησίασμά της, η Anne κούρνιασε στα χέρια της γκουβερνάντας. Η μητέρα έδειχνε σαν να είχε υποστεί νευρικό κλονισμό. Την επομένη, συντετριμμένη από την εγκατάλειψη τους από τον Charles εν μία νυκτί, διαπιστώνει πως όλες οι κουρτίνες συσκότισης λείπουν από τα παράθυρα. Η Grace εξοργισμένη επιρρίπτει τις ευθύνες στους υπηρέτες και τους πετάει κακήν κακώς έξω από το οίκημα. Το σκοτάδι έχει τυλίξει πλέον τον ορίζοντα. Η Anne και ο Nicholas το σκάνε για να βρουν τον πατέρα τους. Σε κοντινή απόσταση ξεπροβάλλει ένα δασύλλιο. Μέσα από την καταχνιά προχωρούν και βγαίνουν σε ένα ξέφωτο όπου αγριόχορτα φυτρώνουν πάνω σε τρεις πέτρινες ταφόπλακες. Πάνω στις επιτύμβιες στήλες είναι χαραγμένα τα ονόματα των φροντιστών της κατοικίας τους. Τα φαντάσματα των τριών εκλιπόντων ακολουθούν τα δύο αδέρφια που τρομαγμένα σπεύδουν προς το σπίτι τους. Το κραταιό μητρικό φίλτρο ισχυροποιεί την θέληση της Grace να ψάξει τα παιδιά της.

Η επανένωσή της μαζί τους συντελείται στην ασφάλεια της οικογενειακής τους φωλιάς. Αγκαλιάζει στοργικά  τα παιδιά της, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που τα βρήκε ‘σώα και αβλαβή’. Έξω οι μακάβριες φιγούρες επιμένουν να τους επιτρέψει την είσοδο. Της εξηγούν πως ο θάνατός τους προήλθε από φυματίωση που μάστιζε στα τέλη του περασμένου αιώνα. Το οξύμωρο που έπεται, σφραγίζει τον επίλογο. Η Grace βλέπει πια “τους άλλους”, αυτούς για τους οποίους η κόρη της μάταια πάλευε να την μεταπείσει ότι κατοικούσαν μαζί τους. Κάθονται όλοι σε ένα στρόγγυλο τραπέζι και μία τυφλή, γηραιά κυρία, η μόνη γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στην Grace και σε ‘αυτούς’, συντονίζει μία στιχομυθία που προκαλεί ρίγη. Ούτε και οι “άλλοι” μπορούσαν να τους δουν. Εξάλλου, από πότε οι ζωντανοί συναπαντιούνται με τους πεθαμένους;

Οι ανεπιθύμητοι εισβολείς κάλεσαν μία γυναίκα με ενορατικές ικανότητες για να τους βοηθήσει να ανακαλύψουν ποιες υπερφυσικές οντότητες στοιχειώνουν το αρχοντικό. Το μέντιουμ έφερε στο φως την τραγική ειρωνεία. Μία αποκάλυψη  συνώνυμη περισσότερο με αβάσταχτη οδύνη παρά με λύτρωση. H Grace μαραζώνοντας από την μοναξιά και κυριευμένη από την θλίψη για την απουσία του άντρα της, πάνω στην σύγχυσή της έπνιξε τα παιδιά της με ένα μαξιλάρι και η ίδια αυτοπυροβολήθηκε. Όταν χάραξε και πάλι βρέθηκε στο κρεβάτι της. Άκουσε μάλιστα, τα γέλια της Anne και του Nicholas καθώς έπαιζαν. Πίστεψε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός την είχε συγχωρήσει και της είχε προσφέρει ακόμη  μία ευκαιρία. Η αναδρομή αυτή στις πικρές θύμησες του χθες την καταρρακώνει.

Καιρό τώρα είχε υποκύψει στο θαυματουργό βάλσαμο της λήθης και αντιστεκόταν σθεναρά να δει ότι για εκείνη η ζωή είχε πια δύσει. Το κύμα μένους της κατευθύνεται στους τωρινούς ιδιοκτήτες ως αποδέκτες, που βάζουν  αμέσως πωλητήριο. Οι υπηρέτες, οι καταλύτες της όλης υπόθεσης συμβάλλουν στην ομαλή προσαρμογή και τον εγκλιματισμό της οικογένειας με τις υπάρχουσες πια συνθήκες. Η συμβουλή της κυρίας Mills είναι να μάθουν να ζουν και με τους “άλλους”, όσους μελλοντικά έρθουν να εγκατασταθούν στο αρχοντικό. Ενίοτε η παρουσία τους θα είναι αισθητή και άλλοτε πάλι όχι. H ματιά της Grace διασταυρώνεται με του Victor ενώ οδεύει με τους γονείς του προς την σιδερένια πύλη. Υπόσχεται στα παιδιά της που μπορούν πια να αντικρίζουν το φως, ότι το σπίτι είναι δικό τους και τίποτα δεν θα τους αναγκάσει να φύγουν από εκεί.

Δεν ξέρω αν δηλώνεις και εσύ λάτρης των ανατρεπτικών φινάλε στο σινεμά, εγώ πάντως πιστεύω ότι οι mind-blowing καταλήξεις σίγουρα δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Ανεξάρτητα από το εάν θα αποτελέσουν τροφή για σκέψη, κάνουν ένα γερό crush test στην φαντασία του καθενός. Προκαλούν τον δέκτη να κάνει ένα βήμα πέρα από συνηθισμένα μοτίβα παραστάσεων και θεαμάτων. Μέσα από τις ανατροπές με τις οποίες ολοκληρώνεται ο μύθος, ο άνθρωπος δοκιμάζει τα όρια του νου και την ευελιξία του. Και αν ένα αξιόλογο φιλμ με απρόσμενο τέλος σου προσέφερε έστω  ένα και μοναδικό ερέθισμα να κινήσεις τα γρανάζια του μυαλού σου κατ’ οποιονδήποτε τρόπο, θα σου πω ότι κερδισμένος βγήκες. Για να μην σε κρατάω σε αγωνία, μάθε ότι θα υπάρξει και 2ο μέρος. Και εδώ σωπαίνω. Δεν σκοπεύω άλλωστε να σου χαλάσω την έκπληξη!