"Γιατί δε μου άρεσε το Moonlight"

Η κρίση ταυτότητας, στον πρωταγωνιστή αλλά και στο ίδιο το φιλμ
03 Μαΐου 2017 20:21

Το Moonlight ήταν η τελευταία ταινία που είδα στον κινηματογράφο και η μοναδική ταινία που είδα γενικά μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα μετά τα Χριστούγεννα. Ο λόγος ήταν ο φόρτος εργασίας και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου. Μη ξεχνάτε ότι ο κινηματογράφος και το γράψιμο για μένα, αν και σημαντικά και τα δύο, στην πραγματικότητα είναι ένα χόμπι. Δηλαδή βλέπω ταινίες και γράφω κείμενα σχετικά με αυτές για να περνάω καλά και να ανταλλάσω απόψεις με άλλους ανθρώπους. Δεν μου αρέσουν οι κόντρες και οι έντονες διαφωνίες για θέματα δευτερεύουσας σημασίας, όπως ο κινηματογράφος, οπότε αποφάσισα να περιμένω λίγο καιρό και μετά να γράψω την άποψή μου για το Moonlight.

Σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες ευγενείας, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν, επιβάλλεται να ξεκινήσω από τα θετικά που εντόπισα βλέποντας την πιο σημαντική φετινή οσκαρική ταινία σύμφωνα με κριτικούς και κοινό. Πρώτα απ’ όλα με εντυπωσίασε η θεματολογία του και τα επίπεδα ρεαλισμού που αγγίζει. Η ομοφυλοφιλία και οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι δεν κατοικούν σε ένα διαφορετικό κόσμο απομονομένοι από την καθημερινή ζωή και τα προβλήματά της. Δεν κατοικούν αποκλειστικά σε “gay villages” ή σε γκέτο ή πάνω σε πολύχρωμα συννεφάκια. Οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι όπως και οι ετεροφυλόφιλοι έχουν οικογενειακά προβλήματα, μπλέκουν σε συμμορίες, έχουν δύσκολη ενηλικίωση, συμμετέχουν στον κύκλο της βίας, θυματοποιούνται και θυματοποιούν και τέλος προσπαθούν να καλύψουν τις αδυναμίες τους και τα τραύματά τους υιοθετώντας συμπεριφορές και προσωπεία όπως ο πρωταγωνιστής του Moonlight.

Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε μία από τις πιο δυνατές σκηνές που είδα φέτος. Την σκηνή του “diner” στην οποία ο πρωταγωνιστής συναντάει τον παλιό του φίλο και βγάζει το χρυσό μασελάκι από το στόμα του και το αφήνει στο τραπέζι του εστιατορίου. Οι συμβολισμοί αυτής της σκηνής κατά τη γνώμη μου συνοψίζουν την ταινία σε πέντε λεπτά. Ο πρωταγωνιστής ρίχνει τις άμυνές του, νοιώθει ασφάλεια και δεν χρειάζεται να φοράει το μασελάκι. Δεν χρειάζεται να παίζει ένα ρόλο και να προσποιείται ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Παράλληλα, νοιώθει ντροπή εξαιτίας των αρνητικών σχολίων του φίλου του και σαν να επιστρέφει σε μία πιο αθώα στιγμή. Σαν να επιστρέφει στις ευχάριστες στιγμές που έζησε με τον φίλο του και παράλληλα να κοιτάει μπροστά περιμένοντας μία αφορμή για να τα αφήσει όλα πίσω του και να ζήσει μία διαφορετική ζωή, χωρίς να χρειάζεται να ικανοποιεί προσδοκίες άλλων και να κρύβει τον πραγματικό του εαυτό.

Κλείνοντας την αναφορά μου στα θετικά της ταινίας επιβάλλεται να αναφέρω ότι το Moonlight αποτελλεί μία ικανοποιητική προσθήκη στο νέο κύμα του αφροαμερικάνικου κινηματογράφου της εποχής μας. Μία σειρά από ταινίες με ρεαλιστικό περιεχόμενο που αγγίζουν την αφροαμερικάνικη θεματολογία σφαιρικά και εμπεριστατωμένα. Ένα νέο κύμα για το οποίο αναφέρθηκα σε παλαιότερο κείμενό μου.

Περνώντας στα αρνητικά στοιχεία της ταινίας τα οποία δυστυχώς με ανάγκασαν να μην την κατατάξω στα σύγχρονα αριστουργήματα, καλό είναι να αναφέρω το εξής: το γεγονός ότι η ταινία δεν με ενθουσίασε δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζω ότι το Moonlight είναι αντικειμενικά μία πολύ καλή ταινία σε όλα τα επίπεδα και ιδιαιτέρως στο αισθητικό κομμάτι. Το πρώτο που θέλω να αναφέρω, λοιπόν, είναι ο κατακερματισμός της ταινίας σε 3 ενότητες με ορατή αρχή και τέλος. Κάτι σαν θεατρικές πράξεις δήλαδη. Οι θεατρικές πράξεις είναι χρήσιμες στο θέατρο για πρακτικούς κυρίως λόγους. Στον κινηματογράφο όμως τις θεωρώ φτηνές αφηγηματικές πρακτικές οι οποίες καλύπτουν σκηνοθετικές αδυναμίες και την έλλειψη μεγάλου μπάτζετ σε ανεξάρτητες κυρίως παραγωγές. Συγκεκριμένα, στο Moonlight, βλέπουμε μία ελλειπτική, κατά τη γνώμη μου, ανάλυση τριών στιγμών ή σταδίων ή όπως θέλετε πείτε το, της ζωής του Chiron (ενδιαφέρον «κλείσιμο του ματιού» στην ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα στον συμβολισμό του Κένταυρου Χείρωνα) χωρίς να προσφέρουν κάτι χρήσιμο στη σκηνοθεσία και στην αφήγηση.

Στον κινηματογράφο πολλοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τέτοιες πρακτικές και τρικ (δραματουργικές πράξεις, voice-over κλπ), αλλά η διαφορά έγκειται σε δύο σημεία κατά την άποψή μου. Πρώτον, αυτές οι πρακτικές είναι εναρμονισμένες με την θεματολογία της ταινίας και το αισθητικό αποτέλεσμα και δεύτερον αποτελλούν προσωπική σφραγίδα. Κάτι σαν την υπογραφή του ζωγράφου στο κάτω μέρος του πίνακα. Για παράδειγμα, τα προερχόμενα από τον Ιταλικό νεορεαλισμό voice-overs στις ταινίες του Scorsese τα οποία είναι χαρακτηριστικά και άρτια δεμένα με την ταινία. Ανούσιος ο κατακερματισμός της ταινίας σε δραματουργικές πράξεις λοιπόν και φτηνός. Εκτός βέβαια και αν ο σκηνοθέτης υιοθετήσει αυτήν την πρακτική σαν προσωπική σφραγίδα.

Το επόμενο αρνητικό στοιχείο στο οποίο θέλω να αναφερθώ είναι η έλλειψη εμβάθυνσης σε σημαντικά θέματα καθώς και το «υπερφόρτωμα» της ταινίας θεματολογικά. Βλέπουμε κατά τη διάρκεια της ταινίας να προκύπτουν και να απεικονίζονται σημαντικά θέματα τα οποία αν και ρεαλιστικά, ο σκηνοθέτης δεν καταφέρνει να τα αναλύσει και να εμβαθύνει επαρκώς. «Ό,τι καταλάβατε», λέει στο οσκαρικό κοινό και ξεμπερδεύει. Θέματα σαν την ενηλικίωση, την ομοφυλοφιλία, την ομοφυλοφιλία σε δύσκολα περιβάλλοντα, τις οικογενειακές σχέσεις, το φαίνεσθαι και το είναι, την επιβίωση, την αποξένωση, την κρίση ταυτότητας και πολλά άλλα, ο σκηνοθέτης τα στριμώχνει σε μία ταινία διάρκειας σχεδόν 2 ωρών με αρκετά αφηρημένο τρόπο. Μεγάλοι και αναγνωρισμένοι σκηνοθέτες πριν από τον Barry Jenkins κατάλαβαν ότι δεν μπορείς να έχεις τόσα πολλά εξειδικευμένα θέματα μέσα σε μία ταινία. Καλύτερο είναι να ασχοληθείς με ένα μεγάλο και διαχρονικό θέμα ως αφετηρία και να εμβαθύνεις όσο περισσότερο σου επιτρέπουν τα νοητικά σου εφόδια.

Για παράδειγμα, ο Tarkovsky ενδιαφερόταν για την σχέση του ανθρώπου με το υλικό και άυλο περιβάλλον με ένα μεταφυσικό συχνά τρόπο, ο Scorsese ενδιαφερόταν για την θρησκεία και τις ανθρώπινες σχέσεις, ο Fellini καταπιανόταν συχνά με την εσωτερική αναζήτηση και τα δομικά στοιχεία του κινηματογράφου και ο προσωπικός μου αγαπημένος ο Zvyagintsev με τις κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις. Ο Barry Jenkins από την άλλη μου θυμίζει τελειόφοιτο σχολής κινηματογράφου που ακόμα δεν έχει βρει το προσωπικό του στυλ και ακόμα ψάχνεται. Θέλει να ανήκει στους «μεγάλους» αλλά πρώτα πρέπει να βρει το προσωπικό του στυλ και να χαλιναγωγήσει το ταλέντο του.

Στην προηγούμενη παράγραφο ανέφερα τη φράση «οσκαρικό κοινό» και «τελειόφοιτος σχολής κινηματογράφου». Εξηγώ λοιπόν. Το οσκαρικό κοινό κατά τη γνώμη μου είναι ο μέσος όρος. Οι θεατές που παρακολουθούν κινηματογράφο σαν ένα τρόπο διασκέδασης. Οι θεατές που αναγνωρίζουν ότι ο κινηματογράφος είναι ένα είδος λαϊκής τέχνης και αυτό που δηλώνει, είναι. Οι θεατές που αναγνωρίζουν την καλλιτεχνική αξία του υποτιμημένου καλλιτεχνικά Forrest Gump και του Shawshank Redemption. Ο τελειόφοιτος σχολής κινηματογράφου συμβολίζει την νεανική υπεροψία και το υπερμεγέθες εγώ. Ο Barry Jenkins λοιπόν έκανε το λάθος που κάνουν πολλοί σκηνοθέτες στα ξεκινήματά τους. Προσπάθησε να θαμπώσει το κοινό με τα βασικά του κινηματογράφου και με την αισθητική της ταινίας.

Εν μέρει τα κατάφερε, γι’ αυτό και τον θεωρώ μεγάλο ταλέντο, αλλά στην ουσία νομίζω ότι απέτυχε γιατί το δημιούργημά του ήταν ελιτίστικο, νεανικό και δεν προσέφερε επαρκώς στον, σχετικό με την θεματολογία του,  σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό. Για παράδειγμα, δεν ξέρω πόσοι θυμούνται ταινίες σαν το La Haine, το Mysterious Skin ή το Donnie Darko, αλλά το Moonlight μου θύμισε αυτές τις ταινίες. Θαμπώσαν τους θεατές με τα βασικά και στη συνέχεια οι σκηνοθέτες χαθήκαν στην μετριότητα (ανεπιφύλακτα προτείνω το Mysterious Skin σε όσους τους άρεσε το Moonlight. Από τις λίγες φορές που ένα και μόνο πλάνο, μία και μόνο ματιά των πρωταγωνιστών σου αποκαλύπτουν ολόκληρη τη ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου. Μαγική ταινία!). Γενικά, η ταινία δεν εντάσσεται σε καμία κατηγορία κατά την άποψή μου και τραβάει το δικό της δρόμο. Εν μέρει καλό, εν μέρει κακό. Καλό γιατί προσπαθεί να ανοίξει νέους αφηγηματικούς και δραματουργικούς δρόμους και κακό γιατί δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε και κατ’ επέκταση συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή ακόμα και την ανθρωπότητα.

Το σημαντικότερο πρόβλημά μου γράφοντας αυτό το κείμενο ήταν πως να κρίνω την ταινία. Μέσα από ποια οπτική. Ανεξάρτητο χαμηλόφωνο σινεμά, ταινία μεγαλόπνοης φιλοσοφικής αναζήτησης, κοινωνικό στρατευμένο σινεμα, κινηματογράφος με οσκαρικές προθέσεις (ακαδημαϊκός κινηματογράφος); Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ. Κατέληξα λοιπόν να το κρίνω μέσα από την οπτική κάποιου που παρατηρεί έναν άνθρωπο σε κρίση ταυτότητας. Γιατί η ταινία αποτελεί, από τον πυρήνα της μέχρι την αισθητική της επιφάνεια, έναν ακούσιο συμβολισμό της κρίσης ταυτότητας. Δεν ξέρω πόσοι το κατάλαβαν και δεν ξέρω αν το κατάλαβε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης ότι η ταινία του είχε μία τρομερή κρίση ταυτότητας. Μολύνθηκε δομικά δηλαδή από κάποια στοιχεία της θεματολογίας της ταινίας.

Δείτε το αν δεν το έχετε δει. Σίγουρα θα προβληματιστείτε και θα ενημερωθείτε για σημαντικά θέματα. Παράλληλα, δείτε και σημαντικές ταινίες του queer cinema σαν το The times of Harvey Milk, Paris is burning, C.R.A.Z.Y. , Happy Together (Wong Kar Wai), Before Stonewall, Fucking Amal,  το αγαπημένο Breakfast on Pluto, ταινίες του Almodovar και άλλα αριστουργήματα του σύγχρονου queer cinema.

Διαβάστε την άποψη του Γιώργου Πρίτσκα για το Moonlight