Crossing Souls Review

Crossing Souls Review

14 Μαΐου 2018 15:04
Ένας 16bit τίτλος με τα δεδομένα του σήμερα

Η ρετρολαγνεία των 80s έχει κατακτήσει σημαντικό κομμάτι όλων των εκφάνσεων της ποπ κουλτούρας τα τελευταία χρόνια, κάτι λογικό αφού μεγάλο μέρος του σύγχρονου αγοραστικού κοινού αλλά και των δημιουργών έχει συνδέσει την παιδική του ηλικία με όσα χαρακτήρισαν την συγκεκριμένη δεκαετία. Ο αδιαφιλονίκητος νικητής και εκφραστής αυτής της τάσης είναι φυσικά το τηλεοπτικό Stranger Things, με το Crossing Souls της Ισπανικής Fourattic να δείχνει πως μπορεί με άνεση να διεκδικήσει τα σκήπτρα στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών.

Το σενάριο μας τοποθετεί σε μία ηλιόλουστη επαρχιακή πόλη της Καλιφόρνια όπου μία παρέα παιδιών  ανακαλύπτει ένα πτώμα κατά την διάρκεια μίας εξόρμησης στο κοντινό δάσος, ξεκινώντας έτσι μία περιπέτεια που θα μπλέξει πολεμοχαρείς εχθρούς, σατανικούς επιστήμονες, τον κόσμο των νεκρών, Αιγυπτιακή μυθολογία και αναρίθμητες αναφορές σε ταινίες σταθμούς όπως τα Stand By Me, E.T., Ghostbusters κτλ. Ειλικρινά το πόσα θα αποκομίσει κανείς από το παιχνίδι εξαρτάται καθαρά από τον βαθμό που έχει “βιώσει” την συγκεκριμένη εποχή, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί προαπαιτούμενο για το ευχαριστηθεί κάποιος.

Το παιχνίδι κατάφερε να με κερδίσει από την εισαγωγή, με την πληθώρα τοποθεσιών και χαρακτήρων που τις εμπλουτίζουν να με απορροφούν στον κόσμο του και να με κάνουν να θέλω να τον εξερευνήσω περαιτέρω δίνοντας παράλληλα την εντύπωση πως πρόκειται για adventure. Σε αυτό συμβάλουν και τα sprites των χαρακτήρων με τα animations να θυμίζουν έντονα Monkey Island και Day of the Tentacle.

Το Crossing Souls όμως δεν είναι adventure αλλά μία μίξη από είδη που σημάδεψαν το δισδιάστατο gaming. Αρχικά η οπτική του θυμίζει 16bit Zelda αλλά και cult τίτλους όπως το Zombies Ate My Neighbors, στην πορεία όμως θα συναντήσουμε brawling, shooting και platforming κομμάτια καθώς και ποικιλία εχθρών που κάνουν χρήση των ξεχωριστών ιδιοτήτων που κατέχει ο κάθε ένας από τους πέντε χαρακτήρες που ελέγχουμε, με τον αρχηγό της παρέας Chris να είναι απαραίτητος στα σημεία που απαιτούν αναρρίχηση, τον εφευρετικό Matt να προτιμάται στις μάχες που θέλουμε να διατηρήσουμε απόσταση, την “νίντζα” Charlie να προσφέρει την απαραίτητη ευελιξία, τον Big Joe που αποτελεί το βαρύ πυροβολικό και το ζιζάνιο Kevin, που διεισδύει σε μέρη που οι υπόλοιποι δεν μπορούν.

Το παιχνίδι δικαιολογεί επιτυχημένα τους πολυάριθμους χαρακτήρες του κυρίως κατά την επίλυση γρίφων και την αντιμετώπιση των bosses όπου απαιτείται ο συνδυασμός των δυνατοτήτων και των πέντε αλλά το σημαντικότερο στοιχείο της ύπαρξης της “παρέας” είναι η μεταξύ τους αλληλεπίδραση καθώς ενώ η ιστορία εξελίσσεται νοιαζόμαστε όλο και περισσότερο για όσα συμβαίνουν στους πρωταγωνιστές του. Η σεναριακή πρόοδος των χαρακτήρων, δυστυχώς, δεν συνεχίζεται και στο ίδιο το παιχνίδι και αυτό ουσιαστικά είναι και το μόνο μου παράπονο από τον τίτλο, καθώς θεωρώ πως γίνεται αισθητή η έλλειψη κάποιων RPG στοιχείων ανάπτυξης ως προς το gameplay που θα έκαναν την εμπειρία σταδιακά πιο ενδιαφέρουσα.

Η in-game εναλλαγή των πέντε παιδιών πραγματοποιείται άμεσα, χωρίς προβλήματα και ο ίδιος ο χειρισμός, πιθανός εσκεμμένα, συμβαδίζει και αυτός με την ιδιαίτερη αισθητική του τίτλου όπου συναντάμε μία ικανοποιητική μεν ανταπόκριση στο χειρισμό, που κουβαλάει όμως έναν vintage αέρα με τις beat em’ up μάχες  να φέρνουν κάτι από την απλότητα των Double Dragon και Final Fight και τα platforming σημεία να προκαλούν σε κάθε άλμα εκείνο το παλιό ψυχοβγαλτικό άγχος του «θα πέσω στο κενό για ένα χιλιοστό» χωρίς ευτυχώς αυτό να συμβαίνει συχνά. Το επίπεδο δυσκολίας είναι γενικά βατό με εξαίρεση το τελευταίο κεφάλαιο που σε συνδυασμό με ένα-δύο απαράδεκτα checkpoints εκτοξεύουν τον βαθμό πρόκλησης, καθώς και κάποια mini games που πραγματικά θα σας..."τεντώσουν", χωρίς όμως να αγγίζουν τα επίπεδα ενός Cuphead.

Στον εικαστικό τομέα επιχειρήματα ύφους «τα indies είναι παιχνίδια με μέτρια, παλιά γραφικά» έχουν καταρριφθεί προ πολλού από αριστουργήματα σαν το Hyper Light Drifter. Τα pixelated γραφικά είναι πια τεχνοτροπία και άποψη (και όχι μονόδρομος όπως παλαιότερα) και είναι εδώ για να μείνουν, με το Crossing Souls να αποτελεί το επόμενο δυνατό επιχείρημα προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα γραφικά είναι από τα καλύτερα και πιο λεπτομερή του είδους και λειτουργούν εξίσου καλά και στις πολύχρωμες, πιο χαρωπές τοποθεσίες και στις πιο σκοτεινές ατμοσφαιρικές. Τα cutscenes συμβαδίζουν και αυτά με την vintage αισθητική του τίτλου αφού είναι δημιουργημένα σαν παιδικό καρτούν της δεκαετίας του 80 συνοδευόμενο από το απαραίτητο VHS φίλτρο.

Η μουσική επένδυση έχει επιμεριστεί στους συνθέτες Chris Köbke και τον γνωστό από την synthwave σκηνή, Timecop1983. Με τα πιο κλασσικά θέματα του πρώτου να πνέουν τα μέγιστα στην ήδη υπάρχουσα αίσθηση περιπέτειας που υφίσταται στο παιχνίδι και να δημιουργούν  την εντύπωση πως κάλλιστα θα μπορούσαν να ντύσουν μία από τις αντίστοιχου περιεχομένου ταινίες του παρελθόντος, ενώ ο δεύτερος παραδίδει την καλύτερη δουλεία της καριέρας του με τους ταξιδιάρικους ρετρό-φουτουριστικούς ήχους του. Voice overs δεν υπάρχουν, αλλά ο κάθε χαρακτήρας έχει τα δικά του ηχητικά έφε-σήμα κατατεθέν που προσδίδουν επιπλέον στην αίσθηση ταυτότητας του καθενός.

Συνοψίζοντας : Το Crossing Souls πάρα την αρχική φαινομενική απλοϊκότητα του και το οικείο προσωπείο του  κατάφερε να εξελιχθεί σε κάτι δικό του και μου δημιουργήσει εκείνη την πολυπόθητη αίσθηση του “quest” που μόνο λίγα και ξεχωριστά βιντεοπαιχνίδια καταφέρνουν. Προτείνετε ανεπιφύλακτα σε άπαντες gamers, στους νεώτερους για να βιώσουν έναν 16bit τίτλο με τα δεδομένα του σήμερα και στους παλαιότερους για να ξαναπαίξουν εκείνο το αγαπημένο παιχνίδι που δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Box Art
Tested on : PS4
Developer : Fourattic
Publisher : Devolver Digital
Distributor : Devolver Digital
Available for : PC, PS4, Mac OS X, Linux
Release date : 2018-02-13