Η επιστροφή της σειράς Battlefront με το budget της Electronic Arts και το ταλέντο της DICE έμοιαζε σίγουρα ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα για κάθε Star Wars fan, ο οποίος "έλιωσε" τα παλαιότερα παιχνίδια της Lucas Arts στο PS2 -όπως εγώ- σε εποχές που η CRT χωρίζονταν σε τέσσερα τετραγωνάκια και στο δωμάτιο για να περάσεις περνούσες πάνω από τα καλώδια των ενσύρματων χειριστηρίων. Η πρώτη απόπειρα στο reboot του Battlefront, η οποία συνέπεφτε με το δυσθεώρητο και ανεπανάληπτο hype του Star Wars: The Force Awakens, είχε την άφεση -πολλών- αμαρτιών και ενώ είχε τα φόντα να γίνει κάτι αξιοπρεπέστατο, κολύμπησε σε αρκετά ρηχά νερά εν τέλει. Ερχόμαστε, πλέον, στην εποχή που το όγδοο επεισόδιο, Star Wars: The Last Jedi, απέχει λιγότερο από ένα μήνα και «εντελώς τυχαία» συμπέφτει η κυκλοφορία του Star Wars: Battlefront II. Ένα sequel το οποίο αναπτύχθηκε για αρκετό καιρό από τρία μεγάλα στούντιο της EA (DICE, Motive Studios, Criterion Games) ώστε να φέρει την πληρέστερη Star Wars εμπειρία που δόθηκε ποτέ. Είναι αρκετά τρία Eras του Star Wars να λυτρώσουν τους διψασμένους fans του σύμπαντος για ένα ποιοτικό παιχνίδι; Σαφώς και όχι. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Battlefront II επισκιάστηκε με ένα μεγάλο σκάνδαλο με πρωταγωνιστές τα microtransactions του όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές. Οι τακτικές της ΕΑ να μετατρέψει την όρεξη των fans του σύμπαντος σε ζεστό χρήμα γύρισε μπούμερανγκ και σημάδεψε αρνητικά όχι μόνο τη φήμη του παιχνιδιού και το franchise του Star Wars αλλά και το gameplay του, για το οποίο θα αναφερθώ αναλυτικότερα παρακάτω.
Φέτος για έξτρα τυράκι το Battlefront II πρόσθεσε ένα σωστό single-player campaign, μετά από απαίτηση των fans, μιας και ήταν ένα από τα παράπονα του πρώτου. Η πλοκή εξελίσσεται γύρω από τις περιπέτειες της Inferno Squad και χειριζόμαστε την ηγέτιδά της, την Iden Versio, η οποία στο πλάι της έχει τους Gideon Hask και Del Meeko. Τα γεγονότα ξεκινούν στη μάχη του Endor στο τέλος του Return of the Jedi και την καταστροφή του Death Star II. Στην όψη της ολέθριας καταστροφής, η Iden παίρνει εντολή από τον Admiral Garrick Versio -είναι ο πατέρας της οπότε το οικογενειακό στοιχείο που διέπει το Star Wars αντανακλάται και πάλι- για να ξεκινήσει το Operation Cinder, όντας η τελευταία μεταθανάτια εντολή-αποστολή του Emperor Palpatine.
Όλη η διαφήμιση γύρω από το campaign ήταν πως θα δούμε την ιστορία από την πλευρά των -κακών- Imperials, βάζοντας ένα ενδιαφέρον αλατοπίπερο στην αφήγηση και το κακό είναι πως στις πρώτες ώρες του περίπου 6ωρου campaign, οι συνθήκες γκρεμίζονται άγαρμπα με βάση αυτό που με είχε προϊδεάσει. Δεν ξέρω αν το marketing έπρεπε να εστιάσει τόσο και να κάνει στροφή 180 μοιρών, σε σημείο που μου θύμισε την παραπλανητική προώθηση του Halo 5. Ουσιαστικά, το όλο στήσιμο δομικά της πλοκής του campaign ήταν σαν να έπαιξα ένα "Star Wars Story" με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το πολύ ενδιαφέρον σεναριακό στοιχείο που έκρυβε είναι μερικές αποκαλύψεις για σημαντικούς χαρακτήρες που εμφανίστηκαν στο The Force Awakens και εξηγούνται κάποια κενά της ταινίας, ενώ δίνεται και ένα σκανδαλώδες tease για τα γεγονότα του επερχόμενου The Last Jedi, τα οποία ως fan εμένα μου γαργάλησαν θα έλεγα -το λιγότερο- την περιέργεια.
Κατά τα άλλα το ενδιαφέρον μου για το campaign κολύμπησε σε πολύ ρηχά νερά κυρίως για την επιδερμική, απλοϊκή και χιλιοειπωμένη «καλοί εναντίον κακοί» ιστορία, που προσπαθεί πολύ σκληρά να δείξει και άλλες γκρίζες πτυχές αλλά δεν το καταφέρνει. Το cast της Inferno Squad αποτελείται από κανονικούς ηθοποιούς με πιο γνωστή φυσιογνωμία τον Gideon Hask, τον οποίο υποδύεται ο Paul Blackthorne, γνωστός για το ρόλο του στη σειρά Arrow ως Captain Lance. Οι υπόλοιποι δεν είναι τόσο γνωστοί, αλλά τιμής ένεκεν να αναφέρουμε πως έναν από τους πιο κεντρικούς ρόλους, αυτόν του πατέρα της Iden, Garrick Versio, υποδύεται ο ελληνοκυπριακής καταγωγής Anthony Skordi, που έπαιξε και στη σειρά Blacklist.
Η αλήθεια είναι πως όσον αφορά το single player περίμενα κάτι καλύτερο στο σενάριο και στους χαρακτήρες, μιας και στο gameplay μιλάμε για ένα κλασικό shooting gallery με εντυπωσιακά σκηνικά και πλανήτες του Star Wars, που δεν είχα δει ποτέ στο παρελθόν. Τουλάχιστον αναδεικνύεται μια ακόμη δυνατή γυναίκα πρωταγωνίστρια από τα σπλάχνα του lore στο πρόσωπο της Iden Versio. Εν τέλει είναι ένα απλό συνοδευτικό για το «κυρίως πιάτο» που είναι το multiplayer και είναι μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία να βλέπαμε κάτι αξιομνημόνευτο μετά το The Force Unleashed για όσους θυμούνται.
Ώρα να αναφερθώ στο κυρίως πιάτο που είναι το multiplayer, που ανέπτυξε η DICE, αλλά με την Criterion να αναλαμβάνει αποκλειστικά την ανάπτυξη του Starfighter Assault mode. Καλώς ή κακώς το Battlefront 2 εστιάζει στο online κομμάτι του όσο και να ήθελα λίγο παραπάνω φροντίδα στο campaign, μιας και έτσι έκανε και ο προκάτοχός του. Αναμενόμενα, δεν υπάρχουν αρκετά λόγια και επίθετα για να περιγράψουν την πιστότητα και την ακραία λεπτομέρεια με την οποία έχουν μεταφερθεί οι τρεις Eras του Star Wars και η ποσότητα του περιεχομένου σε επίπεδο χαρτών είναι τόσο μεγάλη που δεν βαρέθηκα ποτέ, σε αντίθεση με το πρώτο που έκανε κύκλους γύρω από τις ίδιες πίστες. Όμως αυτό είναι κάτι που ήταν καθήκον να το κάνει η DICE όντας σε ειδικό συμβόλαιο με τη Disney και δεν το θεωρώ τόσο μεγάλο επίτευγμα. Άλλωστε γιατί να γράφει Star Wars στο εξώφυλλο αν δεν μπορεί να αναπαραστήσει την κινηματογραφική εμπειρία; Έχοντας ξοδέψει δεκάδες ώρες στο multiplayer είναι εμφανές ότι παικτικά δεν άλλαξε τίποτα το ουσιαστικό, εκτός από το λίγο διαφορετικό recoil στα όπλα που αναμενόμενα κιόλας αυξήθηκαν. Έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα καθαρόαιμο arcade shooter σε μεγάλης κλίμακας εναλλασσόμενους χάρτες. Κάτι το οποίο δεν είναι και απαραίτητα κακό, διότι είναι περίπτωση που το πιάνεις και μέσα σε λίγες ώρες έχεις εγκλιματιστεί στο πως παίζεται και πως κινείσαι και πως πυροβολάς.
Την όλη μου εμπειρία με το multiplayer ξενέρωσε -δε θα πω κατέστρεψε- η υπόθεση των microtransactions του, τα οποία επηρέασαν θεμελιωδώς τον σχεδιασμό όλου του τομέα. Αναφέρομαι στα Star Cards, που ουσιαστικά είναι βελτιωτικά για τους χαρακτήρες και τα οχήματα και αντί για κοσμητικά αντικείμενα, δίνουν προβάδισμα στη μάχη. Μόλις άρχισα μετά από λίγες ώρες στο Assault mode να παίρνω το κολλάει, άρχισα να βλέπω τα deaths μου να πολλαπλασιάζονται. Οι αντίπαλοι που καταφέρνουν στο 95% των περιπτώσεων να με «φάνε» ήταν όσοι είχαν καλές Star Cards, δηλαδή μπλε και μωβ. Για να έχετε μια ιδέα, για να ξεκλειδώσεις μωβ κάρτα που δίνει ξεκάθαρο αβαντάζ έναντι του αντιπάλου -oποιοδήποτε στατιστικό και αν σου ανεβάζει, ήθελε να φαρμάρω κυριολεκτικά για δεκάδες ώρες, ώστε να αγοράσω κανά δυο καλά Hero crates ή αρκετά crystals για να κάνω craft. Φυσικά, οι περισσότεροι βρήκαν την εύκολη λύση και αγόρασαν αβέρτα τα «τυχερά κουτάκια» της ΕΑ για να πάρουν το προβάδισμα. Το progression σύστημα του Battlefront 2 είναι ο ορισμός του “pay to win” και όμοιο του δεν έχει υπάρξει ξανά σε βιντεοπαιχνίδι για αυτό και όλος ο ντόρος. Αναφορικά, να πω πως πίσω από το πέπλο του progression συστήματος κρύβονται όπλα για τα classes τα οποία θα έπρεπε μετά από τουλάχιστον 20, άντε βαριά, 30 ώρες να ξεκλειδώνονται, όμως θέλει να ξοδέψεις μερικές εκατοντάδες ώρες στην κυριολεξία για να βγάλεις κάτι καλύτερο σε εξοπλισμό.
Για να μην πάμε στο κομμάτι των Heroes που πόνεσε τις καρδιές όλων των Star Wars fans. Είναι πρακτικά αδιανόητο να κρύβεται πίσω από δεκάδες χιλιάδες credits, εμβληματικοί και λατρεμένοι χαρακτήρες του Star Wars, όπως ο Luke Skywalker και ο Darth Vader, και να χρειάζονται…εργατοώρες για να ξεκλειδωθούν. Τουλάχιστον, ας κόβει ένσημα μετά από ένα σημείο η ΕΑ. Το ακραία ειρωνικό πράγματα της υπόθεσης των κλειδωμένων Heroes είναι πως οι προαναφερθέντες συν μερικοί ακόμη ήταν διαθέσιμοι από την αρχή στο πρώτο Battlefront. Όλα αυτά βέβαια πριν μειώσουν το κόστος των χαρακτήρων από 60Κ στα 15Κ credits, κάτι που όμως απαιτεί και πάλι πολλά «ένσημα» για να τους αποκτήσει κανείς. Ενδεικτικά εγώ πριν μερικές μέρες τους ξεκλείδωσα και παίζω πολύ πριν κυκλοφορήσει το παιχνίδι. Η τακτική της ΕΑ εδώ ήταν το λιγότερο ληστρική και υποτιμά τη νοημοσύνη του παίκτη και των fans, την ώρα που το hype είναι τόσο έντονο για το Star Wars που τείνει να διαταράξει την ισορροπία της...Δύναμης.
Η προσωρινή αφαίρεση όμως των microtransactions ήταν μια κίνηση προσωρινού ελιγμού μιας και αργότερα θα επανέλθουν υπό άλλη μορφή. Τουλάχιστον, θέλω να ελπίζω, πως το δυνατό χαστούκι που εισέπραξε η ΕΑ να γίνει μάθημα για τις άλλες εταιρίες που θέλουν να έχουν microtransactions. Από ότι δείχνουν τα πράγματα το κοκκινισμένο μάγουλο της ΕΑ δε θα πτοήσει κανέναν. Και το χειρότερο είναι πως τα κοσμητικά επι πληρωμή αντικείμενα δεν θα πείραζαν στο ελάχιστο, μιας και το Destiny 2 το εφάρμοσε μια χαρά. Ένα κομμάτι του παιχνιδιού που συγκαταλέγεται στην εντελώς άμυαλη διασκέδαση είναι το Starfighter Assault, όπου πρόκειται για αγνές διαστημικές μάχες 24 παικτών, πράγμα όνειρο για τους fans. Δυστυχώς, όμως και εδώ τα Star Cards και τα lootboxes αποτέλεσαν τροχοπέδη στο να ευχαριστηθώ πλήρως τις πτήσεις με τα X-Wings ή το TIE Fighter του Kylo Ren. Με αυτά και με αυτά, η εμπειρία του multiplayer σε σημεία πρόσφερε ευχαρίστηση κυρίως γιατί η όλη παρουσίαση και η γεύση που αφήνει είναι σα να βρισκόμουν κυριολεκτικά μέσα στη μάχη του Death Star ή στην πολιορκία του Naboo.
Όπως ανέφερα παραπάνω, οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν με ακρίβεια πόσο βαθύ και έντονο immersion προσφέρει η Frostbite Engine στο σύμπαν του Star Wars και η δουλειά της DICE με την τεχνολογία photogrammetry, μεταφέρει 1:1 κάθε αντικείμενο, τοποθεσία και μοντέλο χαρακτήρα. Στο sequel ο φωτορεαλισμός των γραφικών αγγίζει πολύ υψηλά επίπεδα σε σημείο που δεν θέλω να φανταστώ πως θα δείχνει με γυμνό μάτι η PC έκδοση σε 4K στα 60fps και όλα τα settings στο ultra. Τα γεμάτα παχιές φυλλωσιές δάση του Endor, η καυτή λάβα που ξεπηδούσε στη μαύρη από το κάρβουνο επιφάνεια του Sullust, η έρημος στον Jakku, οι αντανακλάσεις των blasters σε μεταλλικές επιφάνειες ή όταν προσγειώνονται κάπου, είναι σα να βλέπω να ξεπηδούν μέσα από σκηνές στις ταινίες με τα απίθανα εφέ της ILM. Όσο πιστή είναι η εικόνα άλλο τόσο και ο ήχος, που ανεβάζει την αδρεναλίνη και με μετέφερε στις μάχες είτε μέσα από τους ήχους των lasers να διαπερνούν τα αυτιά μου, είτε μέσα από το θρυλικό πεντάγραμμο του soundtrack του John Williams. Ένα μεγάλο παράπονο που έχω όμως αφορά τα voice overs των Heroes, τα οποία δυστυχώς δεν δόθηκαν από τους ίδιους τους ηθοποιούς, με τρανταχτά παραδείγματα αυτό του Vader και του Palpatine, του οποίου η αξεπέραστη φωνή του James Earl Jones ή του Ian McDarmid δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Το ίδιο ισχύει και για το campaign για όσους κάνουν μια σύντομη εμφάνιση. Για κάποιον που αγαπάει το Star Wars -όπως εγώ- θα του κακοφανεί να ακούει μέτριες μιμήσεις των χαρακτήρων που λάτρεψε.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.