The Serpent Review – H απίστευτη υπόθεση του Ερπετού, ενός ασυνήθιστου serial killer

Ο Tahar Rahim σηκώνει στις πλάτες του τη νέα μίνι σειρά του Netflix
19 Απριλίου 2021 10:53
The Serpent Review – H απίστευτη υπόθεση του Ερπετού, ενός ασυνήθιστου serial killer

Πριν ξεκινήσω το The Serpent είχα την εντύπωση πως θα δω ένα κλασικό ανθρωποκυνηγητό ενός serial killer. Κι όμως η περίπτωσή του, τόσο του θέματος όσο και του πώς αποδίδεται, είναι τόσο ιδιαίτερη που με εξέπληξε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του. Από τη φύση του, λοιπόν, δε θα μπορούσε να είναι κάτι το συμβατικό. Αποτελεί μια περίπτωση που καλύτερα να μην γνωρίζεις για αυτή τίποτα πριν πατήσεις «play» στο Netflix γιατί βασίζεται όντως σε πραγματικά γεγονότα, με τη μόνη διαφορά ότι έχουν αλλοιωθεί θα ονόματα των θυμάτων από σεβασμό προς τη μνήμη τους. Δεν αναμασά λοιπόν την καραμέλα του «βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα» απλά για εντυπωσιασμό και οφείλω να του το αναγνωρίσω, όταν μετά το φινάλε άρχισα να ψάχνω περισσότερα για τον «Αλέν Γκοτιέ».

Ένας εγωπαθής απατεώνας κατά κύριο λόγο, παρουσιαζόταν στα υποψήφια θύματά του σαν τον «καλό Σαμαρείτη» με σκοπό να τους αποσπάσει χρήματα και χρυσαφικά και ενίοτε παρίστανε έναν έμπορο πετραδιών έχοντας πελάτες από την υψηλή κοινωνία. Μια τέλεια βιτρίνα για ένα τέρας που κρυβόταν σε κοινή θέα. Ο «Αλέν» ή Σαρλ Σομπράζ όπως ήταν το πραγματικό του όνομα έδρασε στα ‘70s και συγκεκριμένα στη Μπανγκόκ και το Κατμαντού, μέρη όπου δεκάδες χιλιάδες χίπηδες τουρίστες περνούσαν αναζητώντας έναν παράδεισο καλοπέρασης, προσωπικής αναζήτησης και ναρκωτικών φυσικά. Εκμεταλλευόμενης την αφέλεια της χίπικης κουλτούρας έδρασε ανενόχλητος σκοτώνοντας δεκάδες ανυποψίαστους τουρίστες από όλον τον κόσμο, κάνοντας έτσι τη δράση του ένα διεθνικό κυνήγι. Μάλιστα, το κουβάρι της δράσης του τον έφερε κάποια στιγμή και στα μέρη μας, απασχολώντας τις ελληνικές αρχές.

Ο Tahar Rahim, που πρόσφατα τον είδαμε στο υποψήφιο για Όσκαρ, “The  Mauritanian”, υποδύεται μαεστρικά τον Σομπράζ. Η ψυχρότητα στο βλέμμα του -το προσωνύμιο του πηγαίνει γάντι- και ο τρόπος με τον οποίο σαγήνευε τα πλήθη κυριολεκτικά προς όφελός του είναι απορίας άξιο. Βέβαια, πρόκειται για έναν απατεώνα που εκμεταλλεύτηκε πλήρως τις δυνατότητές του σε μια εποχή που το να ξεγλιστρήσεις αλλάζοντας απλά ταυτότητα και διαβατήρια, χωρίς ηλεκτρονικά διαπιστευτήρια, έκανε τη δράση του ευκολότερη. Δίνει μέχρι στιγμής θαρρώ την παράσταση της καριέρας του ο Rahim και το νιώθεις από την πρώτη φορά που τον βλέπεις και διακρίνεις το κενό του βλέμμα. Είναι απορίας άξιο πώς κατάφερε να έχει πιστούς ακόλουθους και μια θυγατέρα, η οποία είναι η τραγική φιγούρα της υπόθεσης και επίσης η Jane Coleman δίνει ρεσιτάλ στον ρόλο της Μαρί-Αντρέ.

Την αντίθεση στην ιστορία φέρνει το γεγονός πως τη δράση του παρακολουθεί ένας διπλωμάτης ονόματι Χέρμαν Κνίπερμπεργκ και η σύζυγός του Άγκελα, ύστερα από τη δολοφονία δύο Ολλανδών τουριστών. Δημιουργούνται έτσι άνισες δυναμικές που από την επιμονή τους να φτάσουν στο τέρμα  καταλήγουν να συγκρούονται. Ο Χέρμαν φτάνει σε σημείο να θέτει σε κίνδυνο την καριέρα του, αφού από γραφιάς προσπαθεί να κάνει τη δουλειά ενός ντετέκτιβ, βάζοντας ένα στόχαστρο κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι του.

Το ότι τον πνίγει το δίκιο και η θέληση να αποδοθεί δικαιοσύνη τον φτάνει στα άκρα, γίνεται εμμονικός και το ότι καταφέρνει κάτι το ακατόρθωτο και πέραν των φαινομενικά δυνατοτήτων του, αποτελεί έναν συνδετικό αφηγηματικό κρίκο ανάμεσα σε αυτόν και τον εγκληματία. Θέτει, λοιπόν, ένα ερώτημα το που συνορεύει η δράση ενός πολίτη να βρει μόνος του δικαιοσύνη, εκεί όπου η δικαιοσύνη εθελοτυφλεί ή κάνει επίτηδες τα στραβά μάτια.

Και παρόλο που το πώς ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης μοιάζει σαν ένα κυνήγι θησαυρού που σιγοψήνεται σε χαμηλή φωτιά, δυστυχώς ανεβάζει απότομα στροφές για να κλείσει την ιστορία του Σομπράζ. Το φινάλε θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να ακολουθήσει την ίδια τακτική και να μη βιάζεται να τα πει όλα στο τελευταίο μισάωρο του για παράδειγμα. Επίσης, κάνει κατ’εμέ πολλές χρονικές αναδρομές μεταξύ παρελθόν, παρόντος και μέλλοντος. Τόσες που είναι αχρείαστο αυτό το άτυπο time travel απλά για να δημιουργήσει περισσότερο σασπένς. Γίνεται σε τόσο συχνό βαθμό που αντί να σου δίνει ένα-ένα τα κομμάτια του παζλ, από ένα σημείο και έπειτα καταντάει κουραστικό. Θαρρώ πως αν αυτό το «μπρος-πίσω» γινόταν με πιο μεθοδική χρήση, θα μιλούσαμε για ένα πιο συμπαγές αποτέλεσμα.

Πρόκειται αναμφίβολα για μια από τις πιο τίμιες παραγωγές του Netflix εκεί έξω που αξίζει τον χρόνο σας. Μου θύμισε αρκετά στο ύφος και τη δομή της το Narcos. Ίσως να έφταιγε και η φωτογραφία του; Είχε και αυτή την παλιομοδίτικη, 70s τύπου σκηνοθεσία του, με τα συνεχή ζουμαρίσματα στα πρόσωπα, που μαζί με τα εξωτικά σκηνικά της Ταϊλάνδης και της Ινδίας, σίγουρα προσδίδουν μια άλλη χάρη στον οπτικό της τομέα.

Δεν είναι κάποια υψηλού βεληνεκούς παραγωγή που θα σας πάρει τα μυαλά, αλλά η ιστορία αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος, σε συνδυασμό με τις σφιχτές και χωρίς υπερβολές ερμηνείες του cast, αποτελούν τους κύριους λόγους για να ευχαριστηθείτε αυτό το ασυνήθιστο, οχτώ επεισοδίων, κυνηγητό.