The Gentlemen Review - Το comeback του Guy Ritchie;

Δύο απόψεις για τη νέα ταινία του διάσημου σκηνοθέτη
03 Φεβρουαρίου 2020 13:04
The Gentlemen Review - Το comeback του Guy Ritchie;

Στέλλα Παπασαραφιανού

Ο Guy Ritchie (Lock, Stock and Two Smoking Barrels, Snatch) κάθεται στην καρέκλα της σκηνοθεσίας για το αστυνομικό θρίλερ-μαύρη κωμωδία The Gentlemen που βασίζεται σε μία σύλληψη των Ivan Atkinson και Marn Davies, με τον Matthew McConaughey (Interstellar, True Detective, Dallas Buyers Club) να ηγείται του cast εδώ.

Συμμετέχουν επιπλέον οι: Charlie Hunnam (Sons of Anarchy), Henry Golding (Crazy Rich Asians) , Michelle Dockery (Downton Abbey), Colin Farrell (Widows, The Lobster, The Killing of a Sacred Deer), Jeremy Strong, Eddie Marsan, και ο Hugh Grant.

Ο Ritchie μας παραδίδει άλλο ένα project με το οποίο έχει την πρόθεση να τιμήσει το βρετανικό γκανγκστερικό σινεμά, με επίκεντρο ένα μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στο «παλιό ευρωπαϊκό παράνομο χρήμα» και την σημερινή αγοράς της μαριχουάνας.

Στην όλη ιστορία, κυριαρχεί η περσόνα ενός Άγγλου βαρόνου ναρκωτικών, του ‘Mickey Pearson’ (McConaughey) ο οποίος σκοπεύει να μοσχοπουλήσει την άκρως επικερδή αυτοκρατορία που διατηρεί στο Λονδίνο έχοντας άμεσα ενδιαφερόμενο ως αγοραστή κάποιον από μία δυναστεία δισεκατομμυριούχων από την Οκλαχόμα και αποκτώντας μία κόντρα βαρέων βαρών με ισχυρούς αντιπάλους. Το πρόβλημα είναι ότι στις συναλλαγές του ήρωα θα ανακατευτούν τόσο οι φίλοι όσο και οι ανταγωνιστές του, με τους τελευταίους να οργανώνουν έναν τρικούβερτο χορό από ίντριγκες, απάτες, συνωμοσίες, εκβιασμούς και δωροδοκίες για να του πάρουν κάτω από την μύτη του την κότα με τα χρυσά αυγά!

Ναι, ο Guy Ritchie μπορεί όντως να μας παραξένεψε λιγάκι με τα πιο πρόσφατα επαγγελματικά του βήματα, όπως τις περιπέτειες φαντασίας Aladdin και King Arthur: Legend of the Sword, καθώς έπειτα και από το κατασκοπευτικό φιλμ The Man from U.N.C.L.E. περιμέναμε να προσανατολιστεί σε μία κατεύθυνση που του είναι πιο οικεία, όμως μάλλον τότε θέλησε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό.

Αλλά κακά τα ψέματα, το κοινό λαχταρούσε να τον δει να γυρίζει πίσω στα παλιά του λημέρια. Εξάλλου, με το που ακούς το όνομά του, δεν είναι τυχαίο ότι αυτομάτως σου έρχονται κατά νού το Δύο καπνισμένες κάννες (1998) και Η Αρπαχτή (2000), δύο δουλειές με γενναίες δόσεις σε badass καθαρόαιμο βρετανικό στυλ παρανομίας στη μεγάλη οθόνη, ένα είδος θεάματος όπου ο Ritchie στο παρελθόν έχει αποδείξει περίτρανα ότι το κατέχει καλά.

Με το καινούργιο project που επιμελήθηκε ο εν λόγω δημιουργός ναι μεν προχώρησε σε μία φιλότιμη προσπάθεια επιστροφής στις σκηνοθετικές του ρίζες, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του όπως στα δύο παραπάνω κινηματογραφικά εγχειρήματα-ορόσημα της καριέρας του.

Το come back του δεν είναι άτονο, όχι. Απλά δεν έχει την ίδια σπιρτάδα, το ίδιο αλήτικο εγγλέζικο φλέγμα και τον δυναμισμό των πρώτων ανάλογων δειγμάτων της φιλμογραφίας του, όπως ίσως και εσύ να προσδοκούσες.

Οι εκπρόσωποι της υποκριτικής που έχει επιστρατεύσει έχουν τοποθετηθεί πολύ ταιριαστά στους ρόλους που υποδύονται, με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν ο McConaughey και ο Hunnam να κινούν τα νήματα στις ύποπτες business, ο πρώτος ως το μεγάλο αφεντικό που κάνει κουμάντο και ο δεύτερος ως το δεξί του χέρι που δεν μασάει και αυτός από απειλές. Παρόλαυτα, δεν αρκεί μόνο ένα καλό cast για να κρατήσει την ταινία.

Βέβαια, εκείνη η φιγούρα που, κατ’ εμέ, κλέβει την παράσταση είναι ο ‘Coach’ τον οποίο ερμηνεύει με απολαυστικό τρόπο ο Colin Farrel, κερδίζοντας αβίαστα την προσοχή και την συμπάθεια του θεατή!

Η αφήγηση δεν ακολουθεί ευθεία χρονολογική σειρά και συχνά παρεμβάλλονται κομμάτια που επεξηγούν τι μεσολάβησε μεταξύ κάποιων καίριων συμβάντων. Σε ορισμένα σημεία το σενάριο παρουσιάζει κάποια νοηματικά κενά, και ίσως να εκτείνεται χρονικά περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται χάνοντας εν μέρει το στοιχείο της έκπληξης και της έντασης στον ρυθμό του, με εξαίρεση τρία πολύ βαρβάτα επεισόδια που αποτελούν δυνατές στιγμές της ταινίας.

Η μουσική επιμέλεια από τον Christopher Benstead δένει ωραία με την όλη εξιστόρηση. Οι αστείες ατάκες δεν λείπουν, και μερικές από αυτές αποτελούν ξεκάθαρη σπόντα απέναντι σε ζητήματα περί politically correct, ενώ παράλληλα διατυπώνονται και σχόλια που καυτηριάζουν διάφορα θέματα κοινωνικών ανισοτήτων.

Το The Gentlemen είναι σε γενικότερες γραμμές ένα φιλμ με το οποίο θα περάσεις καλά παρακολουθώντας το, έχοντας όμως συνεχώς στο πίσω μέρος του μυαλού σου την σκέψη ότι ήθελε πολύ ακόμη για να πλησιάσει την εντύπωση που σου άφησε το Lock, Stock and Two Smoking Barrels, το οποίο άνετα του κλέβει την δόξα μέσα από τα χέρια.


Αντώνης Παυλίδης

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον Αμερικανό Mickey Pearson, ο οποίος έχει χτίσει μια αυτοκρατορία με έδρα το Λονδίνο και βασικό προϊόν πώλησης την μαριχουάνα. Όταν γίνεται γνωστό στα κυκλώματα της μαφίας της πόλης ότι είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τον κόσμο των ναρκωτικών για πάντα, ξεκινά να εκτυλίσσεται μια σειρά από δωροδοκίες, εκβιασμούς και άλλες προσπάθειες ανταγωνιστών για να πάρουν τη θέση του.

Ο Guy Ritchie σκηνοθετεί και συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τους Marn Davies και Ivan Atkinson, ενώ ο βραβευμένος με Όσκαρ McConaughey πρωταγωνιστεί μαζί με τους Hugh Grant, Collin Farrell, Henry Golding, Michelle Dockery, Charlie Hunnam, Jeremy Strong και Eddie Marsan.

Ο Βρετανός σκηνοθέτης επιστρέφει στο κινηματοφραφικό είδος το όποιο τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Ταίνιες όπως το Snatch, αλλά και το Lock, Stock and Two Smoking Barrels ανήκουν σίγουρα στις καλύτερες στιγμές της καριέρας του και είναι αυτές που τον εδραίωσαν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Σίγουρα οι θαυμαστές του Βρετανού σκηνοθέτη βρισκόντουσαν σε αναμονή για την επιστροφή του στα γνωστά του λημέρια, ιδιαίτερα μετά από την αποτυχημένη του προσπάθεια στο remake του Aladin. Αναμφισβήτητα είναι ένας απ’ τους σκηνοθέτες που έχει αφήσει το σημάδι του στον κινηματογραφικό κόσμο που όμως έχει αργήσει χαρακτηριστικά να μας δώσει κάτι αξιόλογο κοντά δύο δεκαετίες πλέον.

Συνεχίζοντας να γράφει και να σκηνοθετεί λοιπόν, ασχολείται και πάλι με τον Βρετανικό υπόκοσμο με το γνωστό ιδιόρρυθμο στυλ του και μας παραδίδει άλλη μια κωμωδία εγκλήματος με συνεχείς ανατροπές και καυστικές ατάκες μεταξύ των χαρακτήρων της ταινίας. Το αποτέλεσμα δυστυχώς δεν είναι τόσο καλό όσο θα περίμενε κανείς. Με λίγα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε πως τα τρία στοιχεία που πραγματικά ξεχωρίζουν από την ταινία είναι τα κοστούμια, οι διάλογοι αλλά και οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, κυρίως των Hugh Grant, Colin Farrell και Mathew McConaughey. Αυτά τα τρία στοιχεία είναι τόσο δυνατά που πιστεύω πως είναι ικανά να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας.

Η απλωμένη πλοκή, η αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπών όπως και η αποτυχημένη προσπάθεια να αποκτήσει τον δίκο της ρυθμό η ταινία ανήκουν σίγουρα στα αρνητικά της. Ο βιαστικός ρυθμός είναι ίσως και ο λόγος που δεν προλαβαίνει ο θεατής να αναπτύξει κάποια ιδιαίτερη σχέση και ενδιαφέρον για τα θέλω του κάθε χαρακτήρα. Το συστατικό όμως που μου έλειψε περισσότερο από την ταινία ήταν αυτό της δράσης. Το σενάριο ήταν αρκετά προβλέψιμο και αδύναμο για να στηθεί επάνω του η κατάλληλη κλιμάκωση. Παρ' όλ' αυτά, όπως ανέφερα πιο πάνω, το στυλ και η δυναμική που φέρνουν οι τρεις ηθοποιοί στην μεγάλη οθόνη καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αστοχίες του και καλύπτουν σίγουρα την όποια αδυναμία του.

Η ταινία κατά διαστήματα ήταν διασκεδαστική, όμως υπήρχαν και τα διαστήματα εκείνα που κούραζε λίγο με τις ανούσιες πληροφορίες και με τα κουρασμένα αστεία του Guy Ritchie. Σίγουρα φάνηκε κάτι από την παλιά σπιρτάδα και αλητεία που έβγαζε μέσα από το έξυπνο σενάριο του αλλά και την σπιντάτη σκηνοθεσία του, όμως αυτό δυστυχώς δεν ήταν αρκετό για να φτάσει τα δύο του παλαιότερα αριστουργήματα του.

Βρείτε την ταινία στο IMDB.