Burning Review

Ο Lee Chang-Dong σκηνοθετεί με μαεστρία ένα επικίνδυνα δελεαστικό «παιχνίδι με τη φωτιά»
27 Δεκεμβρίου 2018 09:19
Burning Review

Ο εξαιρετικός δημιουργός του Poetry, του Secret Sunshine και του Oasis, Lee Chang-Dong, έπειτα από οκτώ χρόνια απουσίας του από τον χώρο της σκηνοθεσίας, επανέρχεται δριμύτερος ενορχηστρώνοντας αυτήν την φορά την δράση του Burning, ενός μοντέρνου, σύνθετου ψυχολογικού θρίλερ μυστηρίου που βάζει φωτιά στα συνηθισμένα προσθέτοντας ένα ακόμη λιθαράκι στην αξία του καλού ασιατικού σινεμά.

Το εν λόγω φιλμ φέτος πραγματοποίησε ένα πολύ επιτυχημένο πέρασμα από το Φεστιβάλ των Καννών απ’ όπου έφυγε με το Βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικής Ταινιών Κινηματογράφου. Συνιστά την επίσημη πρόταση της Νότιας Κορέας για την προσεχή 91η διοργάνωση των Βραβείων της Ακαδημίας στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, αυξάνοντας έτσι τις προσδοκίες για το εάν θα καταφέρει να μπει στην λίστα των υποψηφίων για την κατάκτηση του Χρυσού Αγαλματιδίου. Εάν όντως τελικά επιλεγεί ανάμεσα στους φιναλίστ που θα διαγωνιστούν για τo Όσκαρ θα είναι και η πρώτη φορά που πετυχαίνει μία τέτοια διεκδίκηση η παραπάνω χώρα.

Το κύριο cast του έργου αποτελείται από τον Yoo Ah-in (The Throne, Veteran, Punch), την ανερχόμενη ηθοποιό Jun Jong-seo, όπως επίσης και τον πρωταγωνιστή του The Walking Dead, Steven Yeun (Sorry to Bother You, Okja) ο οποίος γεννήθηκε στην Νότια Κορέα, αλλά μεγάλωσε στο Michigan. Είναι η πρώτη φορά που ο Yeun παίζει σε ταινία προερχόμενη από την γενέτειρά του, δείχνοντας έτσι την προτίμησή του να τιμήσει την διπλή καταγωγή του.

Το project που εμπνέεται με αριστουργηματικό τρόπο από τον σύντομο ανθρωποκεντρικό μύθο “Barn Burning” του Ιάπωνα συγγραφέα Haruki Murakami, επικεντρώνεται με μοναδικό στυλ στις δυναμικές των διαπροσωπικών σχέσεων, τα συνακόλουθα δυνατά συναισθήματα που πυροδοτούνται και τα κατώτερα ένστικτα που ενίοτε ξυπνούν μέσα σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, μας αφηγείται την ιστορία του ‘Lee Jong-su’ (Yoo Ah-in) ενός νεαρού από την επαρχία που εργάζεται ως ντελιβεράς και κάποια μέρα συναντά μία παλιά του γνώριμη, την ‘Shin Hae-mi’ (Jun Jong-seo). Ο ήρωας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υφέρπει μία ρομαντική έλξη ανάμεσά τους. Όταν όμως η κοπέλα επιστρέφει από ένα ταξίδι της στην Αφρική με τον όμορφο και πλούσιο ‘Ben’ (Steve Yeun), η μεταξύ τους αλληλεπίδραση φορτίζεται επικίνδυνα με τις ισορροπίες ανάμεσα στο ερωτικό τρίγωνο που σχηματίζεται να διασαλεύονται ολοένα και περισσότερο, ειδικά όταν απροσδόκητα χάνονται τα ίχνη της ‘Shin Hae-mi’.

Ο Lee Chang-Dong με την άρτια αυτήν δουλειά του αποτυπώνει ρεαλιστικά στο πανί της μεγάλης οθόνης το κοινωνικό περικείμενο της σημερινής Νότιας Κορέας και τις συνακόλουθες ανισότητες που ενυπάρχουν σε αυτό. Παραδίδει ένα από τα καλύτερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της σκηνοθετικής του μανιέρας, ένα σύγχρονο, υπνωτιστικό και πολυεπίπεδο σε συμβολισμούς δράμα-αίνιγμα για το οποίο παίρνει τον χρόνο του, χωρίς να βιάζεται να μας το εξιστορήσει. Η υπόθεση αναπτύσσεται μέσα από την κοφτερή του ματιά και ένα μοτίβο που απέχει αρκετά από τα δυτικά πρότυπα κινηματογραφικής έκφρασης, οπότε και ακολουθεί έναν νωχελικό ρυθμό χάρη στον οποίο όμως βαθμιαία δομείται μία ιδιαίτερη αφήγηση. Τα πιο κομβικά της σημεία ξεκλειδώνουν σχεδόν αθόρυβα γύρω από το υπαρξιακό αδιέξοδο που μας παρουσιάζεται εν προκειμένω. Το κλίμα δυναμιτίζεται σταδιακά μέσα από μία βραδυφλεγή έκρηξη αγωνίας και έντασης, καλλιεργώντας το έδαφος για το τραγικό αποκορύφωμα που εν τέλει προκύπτει.

Οι νοητικές ακροβασίες είναι συγκλονιστικά αφοπλιστικές, ενώ παρατηρούνται επιδέξιες κινήσεις χειρισμού όσον αφορά την εναλλαγή του είναι και του φαίνεσθαι, της σιγουριάς και της αβεβαιότητας, της πραγματικότητας και του ευσεβούς πόθου, της επιθυμίας και της εμμονής, της ζήλιας και της αγάπης, της λογικής και της παρόρμησης, της ελπίδας και της ματαίωσης, της προσμονής και της διάψευσής της. Παρακολουθεί κανείς ένα εκστατικό ταξίδι μέσα από εικόνες που μαγνητίζουν. Άλλες πάλι παίζουν με τις πιο ευαίσθητες χορδές του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο δέκτης βυθίζεται στον πυρήνα μίας περίπλοκης τραγωδίας όπου σιγοκαίει η φλόγα του σφοδρού συναισθήματος ικανό να μεταμορφώσει κάποιον σε κάτι πέρα από τον εαυτό του, να τον ωθήσει σε υπερβάσεις που αγγίζουν επικίνδυνα τα όρια του προσωπικού εκτροχιασμού και της βίαιης εκτόνωσης όταν υπεισέρχεται ο παράγοντας της αποστέρησης και της αδυναμίας με κάθε έννοια αυτοσυγκράτησης να πυρπολείται. Μεταξύ άλλων εξετάζεται το πώς η ανασφάλεια, η ανησυχία, και η αίσθηση της μειονεξίας μπορεί να λειτουργήσουν σαν παραμορφωτικός φακός για την οπτική κάποιου σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται όσα τον περιβάλλουν. Μόλις τα πράγματα πάρουν ανησυχητική τροπή, η φύση του ατόμου διχάζεται ανάμεσα στην ηρεμία και την παραφορά, με την πιθανότητα πιο πρωτόγονες τάσεις να αναδυθούν στην επιφάνεια να βρίσκεται ολοένα και πιο κοντά.

Ο σφιχτός σεναριακός μίτος ξετυλίγεται περίτεχνα αλλά και εύστοχα μέσα από ένα ιδιότυπο «παιχνίδι με την φωτιά» που ναι μεν περιλαμβάνει κάποια πολύ τρανταχτά στοιχεία για να τα παραβλέψει κανείς, όμως θα βρεις εντός του και τεκταινόμενα, στα οποία φυτρώνει και ο σπόρος της αμφιβολίας για όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας. Ο γρίφος που διαμορφώνεται δεν θα λυθεί ούτε εύκολα ούτε μονομιάς. Τα αλλεπάλληλα ερωτήματα στοιβάζονται στο μυαλό του θεατή και απαντιούνται ακριβώς εκεί που πρέπει μέσα από την περιπλάνησή του κάπου ανάμεσα στο προφανές και στο λιγότερο έκδηλο. Πρόθεση του σκηνοθέτη είναι να παρακινήσει το κοινό να προβεί σε μία δεύτερη πιο ενδελεχή ανάγνωση των γεγονότων, να θέσει σε δοκιμασία την σιγουριά του για την ερμηνεία και την πρόσληψη όσων αντίκρισε, να μας προτρέψει να δούμε υπό το πρίσμα των βασικών δρώντων και ιδιαίτερα εκείνο του ‘Lee Jong-su’.

Η εκπληκτική φωτογραφία του Hong Kyung-pyo (The Wailing, Mother), αλλά και η μουσική επιμέλεια της ταινίας από τον Mowg, τον συνθέτη του I Saw the Devil (2010), και του Hwayi: A Monster Boy (2013) συμβάλλουν στην ενίσχυση της υποβλητικότητας της πλοκής, ειδικά αν σταθεί κανείς σε μία απαράμιλλης ομορφιάς σεκάνς, η οποία υπό τους ήχους του Miles Davis μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο ξεχωριστές και δυνατές στιγμές της 7ης Τέχνης.

Το σασπένς και η ατμοσφαιρικότητα χτίζονται προσεγμένα, θέτοντάς μας σε μία κατάσταση εγρήγορσης καθώς ανιχνεύουμε ενδείξεις που μας προετοιμάζουν για την καταιγίδα που έπεται της φαινομενικής νηνεμίας, αλλά που ουσιαστικά ξεσπάει στο τέλος με ένα καθαρτήριο, δραματικό και άκρως καθηλωτικό κρεσέντο.

Καθώς ολοκληρώνεται το Burning αναρωτιέται κανείς αν όσα εκτυλίχθηκαν ήταν η αλήθεια, ή απλά μία αντανάκλασή της. Μα πιο πολύ προβληματίζεται για τους μηχανισμούς με τους οποίους κάποιος βρίσκει ή όχι την δύναμη να αναμετρηθεί με την παραδοχή αυτού που ο ίδιος αναγνωρίζει ως πραγματικότητα.

Βρείτε την ταινία στο IMDB