The Shape of Water Movie Review

Οι πεντάμορφοι και το τέρας
21 Φεβρουαρίου 2018 18:42
The Shape of Water Movie Review

Η άποψη της Στέλλας Παπασαραφιανού

Χρόνια τώρα το ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα και η αισθαντικότητα του Guillermo del Toro, του σύγχρονου παραμυθά των μεγάλων, πλάθει  μοναδικές ιστορίες του φανταστικού, οι οποίες αφήνουν το ανακουφιστικό τους άγγιγμα να φτάσει βαθιά, εγείροντας καθάρια την συγκίνηση και την ζεστασιά στα μύχια της ψυχής του ατόμου. Έτσι και αυτή τη φορά, με το The Shape of Water ο δημιουργός του The Devil's Backbone (2001) και του Pan's Labyrinth (2006) προσθέτει έναν ακόμη ξεχωριστό μύθο στην πολύτιμη συλλογή των θεαμάτων που ενορχήστρωσε, η μαγεία των οποίων δεν έχει πάψει να γοητεύει το κοινό.

Πέρυσι, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, το παρόν εγχείρημα απέσπασε με άνεση τον Χρυσό Λέοντα καλύτερης ταινίας, εισπράττοντας διθυραμβικές κριτικές. Η συγκεκριμένη του δουλειά πλέον διεκδικεί επάξια 13 υποψηφιότητες συνολικά στην φετινή διοργάνωση της 90ης τελετής των Βραβείων της Ακαδημίας που πρόκειται να λάβουν χώρα στις 4 Μαρτίου του 2018. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως η ταινία διαθέτει όλα εκείνα τα συστατικά που μπορούν να της εξασφαλίσουν μία θέση ανάμεσα στους επίδοξους νικητές των Όσκαρ.

Πρόκειται  για μία αλληγορία που φέρει το στοιχείο της χαμένης αθωότητας, της αναζήτησης του έρωτα, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της νοσταλγίας να πιστέψει ξανά κανείς σε κάτι άπιαστο αλλά αλλόκοτα ελκυστικό, ενώ είναι εμποτισμένη παράλληλα και με την λαχτάρα του να βυθιστεί κάποιος σε έναν ονειρικό κόσμο όπου όλα είναι εφικτά. Η φιγούρα του τέρατος εντοπίζεται και εδώ, με τον σκηνοθέτη να την αποδεσμεύει ξανά από τις καθιερωμένες συμβάσεις που την θέλουν ως ένα μοχθηρό κτήνος στο οποίο αξίζει το τυφλό μίσος και ο αφανισμός. Ο del Toro επαναφέρει εν προκειμένω τον δικό του ιδιότυπο μοντέλο νομοτέλειας. Το αποκρουστικό και το ανυπότακτο πλάσμα δεν σημαίνει ότι φέρει αναγκαστικά το στίγμα του απάνθρωπου και του κακού που πρέπει πάση θυσία να εκμηδενιστεί, όπως επίσης το φαινομενικά προσιτό και μαζικά αποδεκτό δεν είναι απαραίτητα δίκαιο ή ηθικό. Το φιλμ καυτηριάζει πολλές από τις νόρμες και τις καθιερωμένες αντιλήψεις, αποκαθηλώνοντάς τες από το βάθρο τους, ενώ περιβάλλει παρήγορα και εξυψώνει τους χαρακτήρες που περιφρονούνται και εύκολα διώκονται σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι από την τυραννία του κατ’ επίφαση σωστού. Οι ‘τελευταίοι’ έρχονται πρώτοι και οι ισορροπίες αποκαθίστανται με τους καθεαυτού θύτες να έχουν απόλυτη επίγνωση γιατί η θεία δίκη τους χτυπάει την πόρτα.

Η υπόθεση του έργου τοποθετείται χρονικά στην δεκαετία του ’60, και συγκεκριμένα το 1962 στην Βαλτιμόρη, όταν το ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Η.Π.Α. και Σοβιετικής Ένωσης άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο τεταμένο. Η Elisa Esposito (Sally Hawkins), μία βουβή γυναίκα η οποία διάγει έναν μοναχικό και χωρίς απρόοπτα βίο, δουλεύει ως καθαρίστρια στις μυστικές εγκαταστάσεις ενός κυβερνητικού εργαστηρίου ερευνών. Οι μόνοι προσφιλείς της άνθρωποι με τους οποίους επικοινωνεί μέσω της νοηματικής είναι ο προσηνής γείτονας της και εικονογράφος διαφημίσεων, κύριος Giles (Richard Jenkins), και η συνάδελφός της, Zelda (Octavia Spencer), μία Αφροαμερικανίδα η οποία όποτε χρειαστεί παρεμβαίνει ως διαμεσολαβητής στις συζητήσεις που έχουν με τον αυταρχικό εργοδότη τους, Richard Strickland (Michael Shannon), διευκολύνοντας την Elisa. Τα πράγματα στην ήσυχη κατά τ’ άλλα καθημερινότητά τους θα αλλάξουν ριζικά όταν οι δύο φίλες εν ώρα εργασίας θα καταστούν τυχαία γνώστες της ύπαρξης ενός απόρρητου πειράματος που αφορά ένα ανθρωποειδές αμφίβιο ον (Doug Jones) το οποίο έχει μεταφερθεί σε συνθήκες αιχμαλωσίας από τον Αμαζόνιο. Η γνωριμία της Elisa μαζί του θα εξελιχθεί σε μία ακαταμάχητη έλξη που θα σημάνει το έναυσμα για καθοριστικής σημασίας γεγονότα.

Παρακολουθούμε ένα δράμα τον πυρήνα του οποίου διατρέχει η αγάπη για το διαφορετικό και όχι ο εξορισμός του. Η μυθοπλασία αυτή τολμηρή και συνάμα ευαίσθητη, μέσα και από τον στιβαρό σεναριακό μίτο της Vanessa Taylor αρθρώνει αποκυήματα του νου αλλά και αλήθειες, ενίοτε με τρόπο γλαφυρό και άλλοτε πάλι πιο ωμά. Αφυπνίζει εντός του δέκτη την επιθυμία να φιλτράρει τα όσα αναπτύσσονται στο οπτικό του πεδίο, ναι μεν χωρίς να αποσχίζεται από την λογική, ρίχνοντας όμως και κάποιες κλεφτές ματιές μέσα από το πολύχρωμο καλειδοσκόπιο μίας πιο ποιητικής πρόσληψης που μετουσιώνεται ανεμπόδιστα σε διάφορες μορφές, σύμβολα και σχήματα. Τον προκαλεί να ξεφύγει για λίγο από τα καλούπια της ενίοτε άχαρης και μουντής πραγματικότητας, και να γευτεί λιγάκι το ακατόρθωτο και το ανεξήγητο, χωρίς να σταματήσει ποτέ να εμπιστεύεται το ένστικτο, την κρίση και το συναίσθημά του για ό,τι ερέθισμα δέχεται.

Η δράση που εκτυλίσσεται πάνω στο κινηματογραφικό κάδρο έχει ζωντάνια, νεύρο και αδημονία για τις προσδοκίες που σου γεννά όσον αφορά την συνέχεια. Οι ανατροπές που ανιχνεύονται στο φιλμικό περιεχόμενο εξάπτουν την περιέργεια του θεατή, ιντριγκάροντάς  τον να δώσει τις δικές του εκδοχές για το τί θα συμβεί στην ιδιόμορφη μιούζικαλ, μυστηριακή και τρυφερή δραματουργία που λαμβάνει χώρα. Ταυτόχρονα αποτυπώνεται ιδιαίτερα εύστοχα το κοινωνικοπολιτιστικό περικείμενο της εποχής εκείνης, χωρίς να αποστειρώνεται το όλο concept  από τα τότε κακώς κείμενα, όπως την ομοφοβική συμπεριφορά, την σεξιστική ιδεολογία, την ματαιοδοξία, τον σοβινισμό, τον ρατσισμό, την καχυποψία, την ανασφάλεια και την μόνιμη ανησυχία ότι οι ξένοι δάκτυλοι του εχθρού βρίσκονται παντού incognito και κατασκοπεύουν τα πάντα.

Η εξαιρετική φωτογραφία Dan Laustsen και το υποβλητικό soundtrack του Alexandre Desplat συνηγορούν στο να ενισχύσουν την ατμοσφαιρικότητα του φιλμ, ενώ ο σκηνικός διάκοσμος και η εκπληκτική επιμέλεια του μακιγιάζ και των κουστουμιών οπωσδήποτε συμβάλλουν με την σειρά τους στο τελικό εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Το βασικό cast πλαισιώνουν εξίσου ικανοποιητικά οι ηθοποιοί: Lauren Lee Smith (Mutant X, CSI: Crime Scene Investigation), Michael Stuhlbarg (Call Me by Your Name, The Post, Boardwalk Empire)και o Nick Searcy (Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, Gone, The Assassination of Richard Nixon). Ο del Toro συνήθως αφήνει ανοιχτά πολλά παραθυράκια όσον αφορά το υπερβατικό και την φαντασία. Παρομοίως και στο The Shape of Water σε ξεναγεί στα λημέρια του δικού του σύμπαντος με γρήγορο ρυθμό, προσεγγίζοντας μεταξύ άλλων και λεπτά υπαρξιακά ζητήματα όπου το ‘ψεγάδι’ δεν σε στηλιτεύει κατ’ ανάγκην, αλλά συνιστά σημείο αναγνωρίσεως και αυθεντικότητας του καθενός. Επιπλέον, ανασκευάζει τις αρχετυπικές αναπαραστάσεις από την λαογραφική αφήγηση της «Πεντάμορφης και του Τέρατος» με μία άλλου τύπου αισθητική τεχνοτροπία και πρωτοτυπία. Βέβαια, δεν λείπουν οι διακειμενικές αναφορές και στο ασπρόμαυρο σινεμά, υπογραμμίζοντας την εκτίμησή του για την προσφορά των εμβληματικών προκατόχων του στην 7η Τέχνη.

Το ρομαντικό δέσιμο αποδίδεται πολύ δυναμικά, με τα υποκείμενα αυτής της σχέσης να μην έχουν να κάνουν με φανταχτερούς και ατσαλάκωτους ήρωες, αλλά με δύο πρόσωπα που βιώνουν έντονα ένα σκίρτημα ανάμεσά τους, ρίχνοντας τις άμυνές τους και “μεταμορφώνοντας” ο ένας τον άλλον χάρη στα γνήσια συναισθήματα που μοιράζονται. Το έτερον ήμισυ συναντάει το όλον μέσα από έναν ισχυρό δεσμό που δέχεται την φύση κάποιου ως έχει, δεν λογαριάζει από περιορισμούς αλλά επενδύει στην αξιοποίηση του κάθε λεπτού. Το νερό λειτουργεί σαν ένα ενοποιητικό στοιχείο που τρυπώνει μέσα από τις χαραμάδες του ψυχισμού, γεμίζοντας κάθε γωνιά τους. Συσφίγγει και επικυρώνει την μεταξύ τους επαφή η οποία δομείται εκούσια και συνειδητά εκπληρώνοντας την πιο τρανή ευχή του ανθρώπου: να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί.

Η άποψη του Γιώργου Πρίτσκα

Θα με συγχωρέσετε αλλά ήταν αδύνατον να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ το The Shape of Water έναν μικρό θρίαμβο, χωρίς να μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Το υπόλοιπο του κειμένου, λοιπόν, περιέχει SPOILERS. Συνεχίζετε με δική σας ευθύνη.

Παρακολουθώντας κάθε –πανέμορφο- πλάνο του The Shape of Water, έχεις την αίσθηση πως η ταινία αποτελεί την κορύφωση μιας μακρόχρονης πορείας για τον δημιουργό της. Κορύφωση της τεχνικής τελειομανίας, της λεπτοδουλεμένης αισθητικής και των θεματικών ανησυχιών του. Ο Μεξικανός σκηνοθέτης δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για τα τέρατα, τα οποία κατέχουν στην προσωπική του κοσμοθεωρία μια απόλυτη, σχεδόν θρησκευτική παρουσία. Αποτελούν την ενσάρκωση της ατελούς ανθρώπινης φύσης, των παθών, των ελαττωμάτων μας. Και ταυτόχρονα, μια συμβολική αναπαράσταση των παραγκωνισμένων και παρεξηγημένων αυτού του κόσμου, του “διαφορετικού” που αποβάλλεται από φόβο και ανασφάλεια. Τα τέρατα του Del Toro είναι προστάτες, “άγιοι”, μάρτυρες. Όχι εχθρικές φιγούρες. Η τερατώδης εμφάνισή τους είναι ταυτόχρονα μια ουμανιστική όσο και πολιτική “δήλωση”. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει πεζά πως το The Shape of Water είναι απλά ένα ρομάντζο μεταξύ μιας κοπέλας και ενός τέρατος, αλλά θα έχανε όλη την ουσία του. Κάπως σαν να λες ότι το Raging Bull είναι μια ταινία για το μποξ. Το ρομάντζο είναι εκεί φυσικά, αλλά όλο το ζουμί της υπόθεσης βρίσκεται στον πλούτο της αφήγησης, τις “λεπτές” διεισδύσεις στον ψυχισμό των χαρακτήρων, τους δουλεμένους συμβολισμούς, τα εύστοχα κοινωνικά σχόλια και την υπέροχη ευαισθησία των μηνυμάτων του.

Δεκαετία του ‘60, εν μέσω του ψυχρού πολέμου και σε μια ασφυκτικά ρατσιστική κοινωνία, η Elisa, μια μουγκή καθαρίστρια, θα ερωτευθεί ένα αλλόκοτο πλάσμα του νερού που η Αμερικανική κυβέρνηση έχει αιχμαλωτίσει για επιστημονική μελέτη. Η ιστορία θα εξελιχθεί σε έναν αγώνα απελευθέρωσης και επιβίωσης της αγάπης. Σύμμαχός της σε αυτόν τον αγώνα μια ομάδα ανθρώπινων “τεράτων”, απόκληροι της κοινωνίας. Άτομα που δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια κοινωνία δομημένη να απεχθάνεται την ανομοιομορφία. Αυτή η καταπίεση του περιβάλλοντος και η ανάγκη “προσαρμογής” δηλώνεται στην αισθητική της ταινίας με το πράσινο χρώμα, που “πνίγει” την εικόνα σχεδόν σε κάθε πλάνο. Το υπέροχο με τον Del Toro όμως είναι πως δεν αρκείται σε έναν απλό οπτικό συμβολισμό αλλά τον χρησιμοποιεί καθ’ όλη τη διάρκεια για να φωτίσει λεπτές εσωτερικές αποχρώσεις των χαρακτήρων και της κοινωνίας τους. Έτσι, ο εγωπαθής Strickland όταν πάει να αγοράσει αυτοκίνητο, θέλει να ξεχωρίσει από την μάζα ζητώντας ένα αυτοκίνητο που να μην είναι πράσινο. Και τελικά τα “καταφέρνει”, αλλά, μόνο με έναν ψεύτικο τρόπο όταν πείθεται από τον πλασιέ πως το νέο του αμάξι είναι “πετρόλ”. Από τη μία λοιπόν ο σκηνοθέτης μας λέει ότι ο Strickland, όσο και να θέλει να διαφοροποιηθεί, δεν είναι παρά μια “απόχρωση” του συστήματος και από την άλλη κάνει ένα πανέξυπνο σχόλιο και στον κενό αυτοπροσδιορισμό μας μέσω της κατανάλωσης και της διαφήμισης στις σύγχρονες κοινωνίες.

Αντίστοιχα,  όταν ο gay γραφίστας, γείτονας της Elisa, γεμίζει την αφίσα μιας διαφήμισης με πράσινο μετά από απαίτηση των ανωτέρων του για να τον προσλάβουν, απορρίπτεται και πάλι, ανακαλύπτοντας πως ο ρατσισμός είναι πολύ βαθύς για να ξεπεραστεί από ένα επιφανειακό μασκάρεμα, και πως γι΄ αυτόν, το “τραίνο” της κοινωνικής αποδοχής έχει ήδη χαθεί.  Όλη αυτή η χρωματική καταπίεση θα “σπάσει” βέβαια πανέμορφα στο τελευταίο πλάνο της ταινίας, ολοκληρώνοντας το συμβολικό της σκοπό με μια υπέροχη υποχώρηση. Ας επιστρέψω όμως λίγο πίσω. Απέναντι τους, απέναντι από την ελευθερία και την αποδοχή της αγάπης δηλαδή, στέκεται η φιγούρα του –προαναφερθέντος- Richard Strickland (ο Michael Shannon σε μια ακόμα φανταστική ερμηνεία), ενός στρατιωτικού – υπεύθυνου της πτέρυγας, που αντιπροσωπεύει ούτε λίγο, ούτε πολύ, τα περισσότερα κακά και του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Ρατσιστής, σεξιστής, εγωπαθής και κυριευμένος από αυτή την τοξική σύνδεση μεταξύ της επιβολής, της εξουσίας και της αυτοεκτίμησης. Ο Del Toro για ακόμα μια φορά, πολύ έξυπνα, εξωτερικεύει σιγά σιγά αυτήν την εσωτερική, πνευματική σαπίλα του χαρακτήρα του με συμβολικό τρόπο και δεν του αφήνει κανένα περιθώριο, καμία αχτίδα ανθρωπιάς. Μην μπερδεύεστε, αυτό είναι ένα παραμύθι, όπου φυσικά, το δίπολο καλών/κακών είναι ξεκάθαρο και απόλυτο. Το τέρας όμως εδώ είναι διπλό. Είναι ατομικό αλλά και συλλογικό (κοινωνικό). Ο Strickland έχει μια φυσιολογική οικογένεια και μια ευυπόληπτη θέση στην κοινωνία, την υποκρισία της οποία ο σκηνοθέτης δεν σταματά να μας υπενθυμίζει.

Ο χαρακτηρισμός “παραμύθι” μην σας παραπέμπει σε “αποστειρωμένες”, συντηρητικές αφηγήσεις όμως. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν “εκπτώσεις”  και συμβιβασμοί στο όραμα του Del Toro. Η ταινία δεν “κρύβεται”, δεν κομπιάζει πουθενά, κάτι που εκτίμησα δεόντως. Όχι φυσικά για την ωμή βία που υπάρχει πολλές φορές στην οθόνη αλλά για την απελευθερωτική, ειλικρινή και υγιή σεξουαλικότητα που απεικονίζει. Η Elisa αυνανίζεται κάθε πρωί και η ταινία το δείχνει με τον πιο φυσικό, μπανάλ τρόπο, στήνοντας ταυτόχρονα ακόμα έναν υπέροχο συμβολισμό για τη συνέχεια. Αντίστοιχα, ο έρωτάς της με το “τέρας” δεν μένει σε πλατωνικό επίπεδο. Γεγονός που στην αίθουσα στην οποία βρισκόμουν, δεν σας κρύβω πως προκάλεσε μια, κάποια αμηχανία. Γι’ αυτό ακριβώς και η επιλογή του Del Toro να πάει μέχρι “τέλους”, ήταν σοφή και απόλυτα σωστή. Σε αυτήν την αμηχανία απέναντι στο διαφορετικό και το “ξένο” κρύβεται το προπύργιο του ρατσισμού, και ο Μεξικανός σκηνοθέτης θέλει να μας φέρει αντιμέτωπους με τις βαθύτερες προκαταλήψεις μας, αυτές που φωλιάζουν σχεδόν σε ασυνείδητο επίπεδο. Όχι με σοκ ή πρόκληση αλλά με την ειλικρίνειά του. Ούτε στιγμή δεν ευτελίζει τον έρωτα και τους χαρακτήρες του με φτηνή ηδονοβλεπτική προσέγγιση, παρά μόνο τον αποθεώνει και τον τιμά με έναν αληθινό τρόπο, μένοντας πιστός στον ρομαντισμό του.

Πέρα και πάνω απ’ όλα δηλαδή, το The Shape of Water είναι ένας ύμνος στον αληθινό, ολοκληρωμένο έρωτα. Σε αυτόν της αποδοχής και της απελευθέρωσης. Σε αυτόν που ενδεχομένως να βρίσκεται μόνο στα παραμύθια, αλλά έχουμε απόλυτη ανάγκη να πιστεύουμε και να κατευθυνόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις. Ο Del Toro έφτιαξε ένα καλλιτέχνημα κινηματογραφικής αφήγησης και συνοχής, μια ιστορία με μυαλό αλλά κυρίως “καρδιά” που, σε όσους τον παρακολουθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, φαντάζει σαν η πιο φυσική και ειλικρινής προέκταση του εσωτερικού του κόσμου.  Θα έλεγα κλείνοντας πως είναι ο Tim Burton τους 21ου αιώνα, αλλά, από την άλλη, ίσως αυτός ο τίτλος στις μέρες μας να είναι και ελαφρώς υποτιμητικός για την καλλιτεχνική πληθωρικότητα του μεξικανού παραμυθά.

Βρείτε την ταινία στο IMDB