Doctor Strange - Movie Review

Marvel in the sky with diamonds
31 Οκτωβρίου 2016 09:15
Doctor Strange - Movie Review

Ας ξεκινήσουμε από "μέσα"  προς τα "έξω".

Είναι αρκετά συχνό, στις συζητήσεις για ταινίες και κυρίως παιχνίδια, να συναντά κανείς την απαίτηση για “ώριμους χαρακτήρες” και “ώριμο σενάριο”. Το επίθετο “ώριμος” ενώ χρησιμοποιείται συνετά στην προκειμένη περίπτωση, πολλές φορές παρερμηνεύεται με μια αφελή επιπολαιότητα. Τείνουμε αρκετά εύκολα να συγχέουμε το “ώριμο” με το “σκοτεινό”, το βίαιο, το “σκληρό” αλλά και μ’ αυτό το γνωστό “όχι για παιδιά” που αραδιάζουν μερικοί με καμάρι λες και αυτόματα υπονοεί κάποια ανωτερότητα. Κανένα από τα προηγούμενα χαρακτηριστικά δεν σου εξασφαλίζει όμως “ώριμους” χαρακτήρες ή “ώριμο” σενάριο.

Μπορεί μια ταινία να είναι σκοτεινή και βίαιη και σκληρή και σε καμία περίπτωση να μην ενδείκνυται για παιδιά και πάλι να μην είναι “ώριμη”. Τι σημαίνει λοιπόν στην πραγματικότητα “ώριμος” σε όλες αυτές τις συζητήσεις; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληροί; Τι ακριβώς θέλουμε; Για να μην μπούμε σε μια άσκοπα περίπλοκη ετυμολογική συζήτηση, εγώ προτείνω να αλλάξουμε το επίθετο “ώριμος” με κάποιο άλλο που νομίζω ανταποκρίνεται πιο εύστοχα σε αυτό που εννοούμε χωρίς να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σύγχυσης. Προτείνω να το αλλάξουμε σε “ανθρώπινος”. Όταν ζητάμε πιο “ώριμους” χαρακτήρες νομίζω στην ουσία ζητάμε πιο “ανθρώπινους” χαρακτήρες. Χαρακτήρες πολυδιάστατους, με ευρεία παλέτα συναισθημάτων και  συμπεριφορά με την οποία μπορούμε να ταυτιστούμε και να κατανοήσουμε μέσα στο λογικό πλαίσιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς που έχουμε στο μυαλό μας.

Αυτοί οι χαρακτήρες μας αγγίζουν επειδή πάνω απ’ όλα τους καταλαβαίνουμε, όχι απαραίτητα σε απόλυτο βαθμό ή σε επίπεδο ταύτισης, αλλά, αρκετά ώστε να ακολουθήσουμε το εσωτερικό τους ταξίδι στην ταινία ή το παιχνίδι ή σε οποιαδήποτε άλλη αφηγηματική τέχνη. Και αν υπάρχει κάτι που μας χαρακτηρίζει καθολικά ως ανθρώπινα όντα, αυτό είναι η ατέλειά μας. Γι’ αυτό οι πιο αγαπητοί και πετυχημένοι χαρακτήρες είναι οι “ελαττωματικοί”,  οι…παράξενοι. Και ο Stephen Strange είναι σίγουρα ένας απ’ αυτούς. Υπερεπιτυχημένος, φιλόδοξος, ΚΟΥΚΛΟΣ*,  αλαζόνας, εγωμανής, πολύ ικανός και αφιερωμένος πλήρως στη δουλειά του. Το Doctor Strange είναι πάνω απ’ όλα, το κινηματογραφικό ταξίδι αυτού του ανθρώπου από τον ναρκισσισμό στην αυταπάρνηση. Και ως τέτοιο, είναι επιτυχημένο. Είναι πρωτότυπο; Σίγουρα όχι. Ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που μετράει είναι η εκτέλεση.  Όπως σίγουρα οι -έστω και λίγο- μυημένοι στην κουλτούρα των comics θα ξέρουν, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια “origin story”, μια ιστορία καταγωγής του ήρωα.

Κατά την άποψή μου, οι “origin stories” είναι μια μικρή τέχνη από μόνες τους, εντός της 9η τέχνης, με τις ιδιαιτερότητες και τις συγκεκριμένες ανάγκες τους. Εδώ λοιπόν, γνωρίζουμε τον άνθρωπο και μας αποκαλύπτεται πώς και γιατί κατέληξε… υπερήρωας. Σε αυτές τις ιστορίες, το σημαντικότερο είναι αυτή η μετάβαση να γίνεται πειστικά, χωρίς τραβηγμένες από τα μαλλιά υπερβολές στις αποφάσεις και συμπεριφορές του. Γι’ αυτό, όλα ξεκινάνε και τελειώνουν στον “ανθρώπινο” χαρακτήρα που είπαμε στην εισαγωγή. Πρέπει να μπορούμε να καταλάβουμε το εσωτερικό του ταξίδι, για να το κάνουμε μαζί του. Είναι σημαντικό να το κάνουμε μαζί του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, οι σούπερ ήρωες, οι μυθολογικοί δηλαδή ήρωες της σύγχρονης εποχής, βαθύτερα εξυπηρετούν ακόμα κάποιους από τους πρωτόγονους σκοπούς των μύθων όπως: τη σύνδεσή μας με πανανθρώπινες αλήθειες και αξίες. Φανερώνουν τα ανώτερα ιδανικά της ανθρωπότητας καθώς και την ελπίδα πως ο καθένας έχει μέσα του τη δύναμη να τα υπηρετεί. Οπότε για να λειτουργήσουν, είναι απαραίτητο να αναδεικνύουν την ανθρώπινη πλευρά. Την ατελή, την αδύναμη.

Μόνο έτσι μπορούν να μας εμπνεύσουν. Σε έναν πρώτο επίπεδο λοιπόν, οι ιστορίες αυτές ΕΙΝΑΙ ο ήρωάς τους. Από εκεί και πέρα, κάθε δημιουργός μπορεί να εξερευνήσει με αυτόν τον ήρωα όποια θέματα τον ενδιαφέρουν. Κινηματογραφικό υπόδειγμα, η τριλογία του Christopher Nolan. Το Batman Begins “απογυμνώνει” και οριοθετεί την φύση του ήρωα, τα κίνητρα, και την πορεία του: από τον πόνο της απώλειας, στην οργή και την προσωπική εκδίκηση, κι από ‘κεί, σ’ ένα αμείλικτο σύμβολο δικαιοσύνης με συγκεκριμένες αρχές. Ταυτόχρονα, σε όλη αυτή τη πορεία, εξερευνεί φιλοσοφικώς, και ζητήματα δικαιοσύνης τα οποία σχετίζονται άμεσα με τις αποφάσεις και τη φύση του ήρωα. Το επίκεντρο λοιπόν παραμένει ξάστερο: “Ποιος είναι ο Batman;”.  Το Dark Knight στη συνέχεια, πατώντας πάνω σε έναν καλά καθορισμένο ήρωα, θίγει διαφορετικά θέματα όπως είναι η φύση του ανθρώπου, η κοινωνική ηθική, ο μηδενισμός και πάει λέγοντας.

Αντίστοιχα το Rises, προσφέρεται για άλλους προβληματισμούς. Ευτυχώς, όλα αυτά που με τόση φλυαρία αναφέρω, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Scott Derickson (μεγάλος σινεφίλ και fan του χαρακτήρα από μικρός) τα γνωρίζει πολύ καλά. Και αποδεικνύει πως έχει και το ταλέντο να τα μεταφέρει στη ταινία του. Έχει στήσει λοιπόν θεματικά το φιλμ, σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον Stephen Strange. Αυτός και μόνο αυτός έχει σημασία εδώ. Κάνει “οικονομία” στους δεύτερους χαρακτήρες (μετρούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού) φροντίζοντας -άλλοτε καλύτερα και άλλοτε όχι- να είναι αυτόνομοι και όσο το δυνατόν λιγότερο μονοδιάστατοι, αλλά κυρίως, να λειτουργούν σε σχέση με τον ήρωα, προκαλώντας τον να αναθεωρεί τις πεποιθήσεις του και να διαμορφώνεται πολύπλευρα (και μαζί μ’ αυτόν και ο θεατής). Η πορεία του χαρακτήρα είναι ομαλή και δικαιολογείται αρκετά ικανοποιητικά από την πλοκή ενώ “ντύνεται” κινηματογραφικά με ορισμένους απλούς αλλά πετυχημένους οπτικούς συμβολισμούς που συμπληρώνουν τους διαλόγους. Το λάθος που αποφεύγει ο Derrickson και οι σεναριογράφοι είναι το άνοιγμα πολλών μετώπων στο σενάριο.

Γιατί έχουμε δει τι γίνεται όταν προσπαθείς να χωρέσεις πολλά καρπούζια κάτω από μια μασχάλη. Η ταινία δεν “ασφυκτιά” ποτέ, ούτε ο θεατής υπερφορτώνεται, αντιθέτως, φαίνεται σταθερά προσηλωμένη στον χαρακτήρα και στα βασικά θέματα που εισάγει από νωρίς: την πάλη του χαρακτήρα με τον εγωισμό του (που είναι η πραγματική του αναπηρία κι όχι τα χέρια του), την αντίθεση και το συγκέρασμα του υλισμού της Δύσης με την πνευματικότητα της Ανατολής, τον θάνατο και φυσικά τον χρόνο.  Μέχρι το τέλος, διατηρεί μια νοητική και συναισθηματική διαύγεια που είναι αξιοζήλευτη για τέτοιου είδους ταινία. Σίγουρα, δεν πάει σε απύθμενα βάθη, αλλά για το αμιγώς ψυχαγωγικό σινεμά της Marvel, είναι ό,τι πρέπει.  Οφείλω να πω πως μεγάλο μερίδιο αυτής της επιτυχίας ανήκει στο φανταστικό -για άλλη μια παραγωγή της Marvel- cast. Είμαι της άποψης πως το πρώτο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει ένας ηθοποιός της Marvel είναι η “ατάκα”. Αν έχει την προσωπικότητα και τη χαρισματικότητα να λέει την οποιαδήποτε ατάκα και να την κάνει να ακούγεται καλύτερα απ’ ότι στο χαρτί, τότε μας κάνει. Και ο Cumberbatch με τη διακριτική βρετανική του φινέτσα και το πηγαίο κωμικό ένστικτο, ταιριάζει γάντι.

Το αποτέλεσμα είναι μια διασκεδαστική αλλά ισορροπημένη προσωπικότητα που έχει τη σπιρτάδα και την αυτοπεποίθηση ενός Tony Stark (Iron Man) χωρίς την υπέρμετρη διαχυτικότητα και την τόσο επιθετική ειρωνεία. Αυτός ο ρόλος είναι λιγάκι πιο απαιτητικός από το μέσο ρόλο αυτών των ταινιών αλλά είναι τέτοιο το βεληνεκές του ηθοποιού που πιστεύω η πραγματική πρόκληση βρισκόταν στη σωματική καταπόνηση κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων παρά στο πνευματικό κομμάτι. Από τους υπόλοιπους, ο Chiwetel Ejiofor τα καταφέρνει θεσπέσια ως ο ταγμένος και “άκαμπτος” Mordo ενώ,  o Madds Mikelsen ως κακός δεν απογοητεύει ακριβώς, αλλά θεωρώ πως δεν αναδεικνύεται αρκετά από το ίδιο το σενάριο. Σε καμία στιγμή δεν με “άγχωσε” η παρουσία του, ενώ, του λείπουν η επιβλητικότητα και ο “μαγνητισμός” ενός σπουδαίου κακού. Από την άλλη, θέλω να σταθώ λιγάκι σε αυτόν τον θηλυκό χαμελαίοντα, τη Tilda Swinton, που ως Ancient One αποδεικνύει την ευελιξία της σε έναν ακόμα αντισυμβατικό ρόλο. Ο τρόπος που καταφέρνει να συνδυάσει με λεπτότητα στις –συγκρατημένες- εκφράσεις και τη χροιά της: την ανθρωπιά, την ευαισθησία, τη σοφία και τη δύναμη, είναι εξαιρετικός και σε συνδυασμό με τους καλογραμμένους διαλόγους της, είναι απολαυστική ως μέντορας του Strange αλλά και ως χαρακτήρας γενικότερα.

Αφήνοντας στην άκρη τις ερμηνείες και την ιστορία, ο έτερος μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι η ίδια η μαγεία. Και εδώ οφείλουμε να παραδεχτούμε ολόκληρο το επιτελείο της ταινίας και φυσικά τους υπεύθυνους των ειδικών εφέ που κατάφεραν να μεταφέρουν με πειστικό τρόπο ορισμένα από τα πιο ιδιαίτερα και αλλόκοτα σκηνικά που έχουν υπάρξει στη μεγάλη οθόνη. Αλλά ας τα πάρω από την αρχή. Διαβάζοντας τα comics του Dr. Strange, καταλαβαίνεις πως η μαγεία είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα. Το κυριότερο πρόβλημά της είναι πως απαιτεί τεράστια δημιουργικότητα και φαντασία για να μην γίνει τελείως αυθαίρετη. Επειδή είναι πολύ δύσκολο να της ορίσεις όρια και περιορισμούς, είναι και δύσκολο για τον θεατή ή τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τη δράση. Αντίστοιχα, είναι πολύ εύκολο να κατρακυλήσει σε εύκολες ανατροπές και βολικές λύσεις “από το πουθενά” με το πρόσχημα του “μαγεία είναι”.

Εδώ λοιπόν είναι κυρίως δουλειά των σεναριογράφων να “συμμαζέψουν” το χάος και να ορίσουν μερικούς ξεκάθαρους κανόνες για να στηριχτεί η δράση. Ευτυχώς για την ταινία τα καταφέρνουν και μάλιστα πολύ καλά. Χωρίς να θέλω δώσω κανένα απολύτως spoiler, υπάρχουν στιγμές που το Doctor Strange μοιάζει με ένα Inception βουτηγμένο σε παραισθησιογόνα. Και ό,τι μπορεί να στερείται σε σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, το καλύπτει με την φαντασία του. Οι σκηνές δράσης δεν βασίζονται στις μάχες σώμα με σώμα αλλά στη μαγική χειραγώγηση του περιβάλλοντος. Ο Derrickson κάνει ικανοποιητική δουλειά στη σκηνοθεσία, κρατώντας τη δράση ξεκάθαρη ακόμα και στις πιο “τρελές” σκηνές, χωρίς όμως να παίρνει μεγάλα δημιουργικά ρίσκα. Ίσως και καλύτερα (ίσως και όχι, δεν θα μάθουμε ποτέ). Πάντως, ιδιαίτερα με ένα καλής ποιότητας 3D, η ταινία μετατρέπεται συχνά σε ένα αλλόκοτο σουρεαλιστικό “τριπάκι”, γεμάτο φρέσκες ιδέες και αφοπλιστικά ψυχεδελικό ύφος για το mainstream κοινό που απευθύνεται. Όσοι θαυμάζουν τα σχέδια του Steve Ditko (σχεδιαστής των πρώτων τευχών, φανερά επηρεασμένος από τον σουρεαλισμό και τον Salvador Dali) είναι δεδομένο πως θα εκτιμήσουν το αποτέλεσμα δεόντως.

Εν ολίγοις, επιβεβαιώνεται για ακόμα μια ταινία η ευρηματικότητα της Marvel στις σκηνές δράσεις και η ικανότητά της να σχεδιάζει πάνω στις ιδιαιτερότητες του κάθε ήρωα. Ταυτόχρονα, το πιο ενθαρρυντικό απ’ όλα είναι πως  ανοίγει επιτέλους διάπλατα την πόρτα στο πιο “αγνό” και αυθεντικό βασίλειο των comics. Αυτό της εξωφρενικής, αχαλίνωτης φαντασίας: των κοσμικών οντοτήτων, των ατελείωτων διαστάσεων, των εναλλακτικών συμπάντων, των εικόνων που “δεν μπορεί να συλλάβει ο νους”, όπως θα έγραφε και ο Stan Lee μέσα σε ένα αφαιρετικό σκίτσο του Ditko. Ξεκινώντας από το Guardians of the Galaxy και περνώντας από τη φοβερή σκηνή του κβαντικού κόσμου στο Ant-Man, νιώθω πως η Marvel για ακόμα μια φορά προετοίμαζε επιμελώς το ευρύ κοινό για την είσοδο του στα πιο φανταστικά μονοπάτια της 9ης τέχνης και ο Doctor Strange είναι ο “κλειδοκράτορας” αυτής της μετάβασης. Μέχρι τώρα, μόλις που βλέπαμε από μια κλειδαρότρυπα, αυτός όμως κρατά τα κλειδιά της πόρτας. Θα είναι πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε στο μέλλον την μεταφορά όλων αυτών των εξωπραγματικών και ξέφρενων σκηνικών στο σινεμά και αν το Doctor Strange είναι μια πρώτη ένδειξη, τότε δηλώνουμε παραπάνω από ανυπόμονοι. Πολλά έχουν γραφτεί για τον φορμαλισμό των ταινιών της Marvel και όχι αδίκως. Ωστόσο οφείλουμε να παραδεχτούμε πως εντός αυτής της φόρμας, παραμένει ευρηματική, έξυπνη και πάνω απ’ όλα διασκεδαστική.

*αυτό το πρόσθεσε η κοπέλα μου κρυφά όταν της έδωσα να διαβάσει για πρώτη φορά το κείμενο. Μου φάνηκε αρκετά αστείο για να το αφαιρέσω.

Υ.Γ. Λίγα λόγια και για τη μουσική που ξέχασα να αναφέρω. Το score του Giacchino χαρακτηρίζεται από ένα ωραίο theme και ορισμένες ταιριαστές πινελιές ανατολίτικων αποχρώσεων. Για να είμαι ειλικρινής, το περίμενα λιγάκι πιο πειραματικό και “θαρραλέο” κατά τη διάρκεια της δράσης, όπου περνάει σχετικά απαρατήρητο. Ωστόσο, “λάμπει” όταν τολμάει να ασπαστεί την “παράξενη” ταυτότητα της ταινίας στην ενορχήστρωσή του, όπως σ’ αυτή τη μικρή μπαρόκ διασκευή του θέματος που ταιριάζει γάντι και μέσα στην ταινία. Εν κατακλείδι, καλό και λειτουργικό  με κάποια highlights (το theme του μου έμεινε) αλλά νιώθω πως χάθηκε η ευκαιρία για κάτι σπουδαίο.

Βρείτε την ταινία στο IMDB