I, Daniel Blake - Movie Review

Όταν οι Βρετανοί κάνουν κοινωνικό ρεαλισμό, οι υπόλοιποι σιωπούν
25 Οκτωβρίου 2016 09:11
I, Daniel Blake - Movie Review

Τα ηνία του κινηματογραφικού κινήματος του κοινωνικού ρεαλισμού από τη δεκαετία του ‘50 μέχρι και σήμερα έχουν αλλάξει άπειρα χέρια. Ιταλοί, Αμερικάνοι, Γιαπωνέζοι, Ανατολικοευρωπαίοι. Όλες αυτές τις δεκαετίες όμως υπάρχει μία διαχρονική σταθερά. Η Μεγάλη Βρετανία. Με σκηνοθέτες σαν τον πρωτοπόρο Tony Richardson, τον Karel Reisz, τον Mike Leigh, τον Shane Meadows, την Andrea Arnold, την Lynne Ramsay, την Clio Barnard και φυσικά τον σκηνοθέτη του I, Daniel Blake, Ken Loach, η Μ. Βρετανία δεν έχει σταματήσει να παράγει στρατευμένα κινηματογραφικά διαμάντια. Για όσους δεν έχει τύχει να δουν ταινίες του Ken Loach , το σινεμά του είναι βαθιά στρατευμένο και πολιτικοποιημένο και καταπιάνεται με θεματολογία η οποία προκύπτει μέσα από την καθημερινή ζωή και τη σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων και ιδεολογιών. Οι ταινίες του κατά τη γνώμη μου ξεπερνάνε τα όρια του κοινωνικού ρεαλισμού και μπορούν πολύ άνετα να λειτουργήσουν και σαν ιστορικά ντοκουμέντα για τον ιστορικό του μέλλοντος. Κάποιοι κριτικοί κινηματογράφου χρησιμοποίησαν τον απλουστευτικό όρο «kitchen-sink realism» για να περιγράψουν τέτοιες ταινίες, αλλά νομίζω ότι δεν τις κολακεύει ιδιαίτερα αφήνοντας μία υπόνοια γραφικότητας και υπερβολής.

Τρανό παράδειγμα του πως το απλό, κοινωνικό σινεμά, χωρίς υπερβολές και γραφικότητες μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς και να αντιδράσεις, αποτελεί το I, Daniel Blake του Ken Loach το οποίο βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών του 2016.

ΥΠΟΘΕΣΗ

O Daniel Blake (Dave Johns), ένας μεσήλικας ξυλουργός ο οποίος αναγκάζεται να σταματήσει να δουλεύει λόγω προβλημάτων υγείας, απευθύνεται στις αγγλικές δημόσιες υπηρεσίες ζητώντας οικονομική βοήθεια και συμπαράσταση. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του σε ένα jobcentre (κάτι σαν τον ελληνικό ΟΑΕΔ) του Newcastle γίνεται μάρτυρας ενός τυπικού διαπληκτισμού σε μία δημόσια υπηρεσία και γνωρίζει μία νεαρή κοπέλα την Katie (Hayley Squires), μητέρα δύο παιδιών, η οποία αγωνίζεται να τα φέρει βόλτα με αξιοπρέπεια. Οι δύο πρωταγωνιστές έρχονται κοντά λόγω των δυσκολιών και αναπτύσουν φιλικές σχέσεις, δημιουργώντας παράλληλα μία άτυπη συμμαχία με σκοπό να αντιμετωπίσουν το «τέρας» της γραφειοκρατίας και τον παραλογισμό του αγγλικού δημόσιου τομέα. Ένας δημόσιος τομέας ο οποίος μεταρρυθμίζεται και εκσυγχρονίζεται διαρκώς, ωθώντας στο περιθώριο ανθρώπους σαν τον Daniel και την Katie.

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Η αφορμή για τη δημιουργία της ταινίας ήταν οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο σύστημα πρόνοιας της Αγγλίας (bedroom tax, fit for work scheme, universal credit) οι οποίες ώθησαν ευπαθείς κοινωνικές ομάδες στην εξαθλίωση και κάποιους ανθρώπους με αναπηρίες ακόμα και στο θάνατο. Γεγονός αποτελλεί ότι στην Αγγλία και ειδικότερα στο βιομηχανικό βορρά και το Λονδίνο, τα ποσοστά των αστέγων έχουν ανέβει δραματικά και άνθρωποι με αναπηρίες έχουν χάσει τα επιδόματά τους λόγω της γραφειοκρατίας, η οποία αυξήθηκε δραματικά με την άνοδο των συντηρητικών στην εξουσία.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Ken Loach αλλά και ο σεναριογράφος Paul Laverty είναι αρκετά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «μπουκώνει» η ταινία και εξουθενώνεται ο θεατής. Ξεκινάει από τα μεγάλα και πρωτεύοντα στα οποία και εστιάζει η ταινία, όπως φτώχεια, ανθρώπινες σχέσεις, αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κράτος πρόνοιας, και καταλήγει στα δευτερεύοντα αλλά εξίσου σημαντικά, απρόσωπες κοινωνικές υπηρεσίες, σχέση ψηφιακής εποχής και κοινωνικής πρόνοιας, στερεότυπα γύρω από τη φτώχεια, ποινικοποίηση της φτώχειας, ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Ομολογουμένως, η θεματολογία είναι δυσάρεστη και αρκετά «βαριά» αλλά ταυτόχρονα επίκαιρη και σημαντική. Σε μερικά σημεία της ταινίας έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να κοιτάξει αλλού γιατί ένιωθα πραγματικά άβολα ή γιατί με «έπνιγε» η αγανάκτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή στο «foodbank» (κοινωνικό παντοπωλείο) η οποία κατά τη γνώμη μου είναι η πιο σοκαριστική σκηνή που έχω δει τα τελευταία 10 χρόνια στον κινηματογράφο και νομίζω ότι θα μνημονεύεται από κοινό και κριτικούς για αρκετό καιρό.

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ

Ο σκηνοθέτης επιλέγει να ξεκινήσει την ταινία με ανάλαφρο τρόπο και με χιούμορ το οποίο πηγάζει από τις καταστάσεις και την αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το σύστημα. Στην πορεία οι αλληλεπιδράσεις αυτές γίνονται όλο και πιο δυσάρεστες και άβολες για τον θεατή και τους πρωταγωνιστές με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα της ταινίας να αλλάζει σταδιακά και να αποκτά ένα γκρίζο, σκοτεινό χρώμα που ταιριάζει απόλυτα στη ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών. Ταυτόχρονα η διάρκεια των διαλόγων μικραίνει και κυρίαρχο ρόλο έχουν οι σιωπές και τα βλέμματα με τους πρωταγωνιστές να υποφέρουν σιωπηλοί προσπαθώντας να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και την υπομονή τους. Ο Ken Loach ως γνήσιος ανθρωπιστής εστιάζει συχνά και αναδεικνύει την αξιοπρέπεια των πρωταγωνιστών του σε όλη τη διάρκεια της ταινίας εξυψώνοντας παράλληλα τις ανθρώπινες αξίες οι οποίες προηγούνται των συστημάτων και πολιτικών.

Η κινηματογράφιση της ταινίας είναι απλή και λιτή χωρίς «ζογκλερικά» της κάμερας και επιδείξεις δεξιοτεχνίας και το μοντάζ στιβαρό και γραμμικό ώστε να ταιριάζει στο γήινο και σοβαρό θέμα της ταινίας. Ο πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε ο σκηνοθέτης, ούτε οι ηθοποιοί αλλά ούτε και ο φωτογράφος. Ο πρωταγωνιστής είναι η θεματολογία της ταινίας και μόνο αυτή. Όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα.

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Στις συνειδητές επιλογές που έκανε ο σκηνοθέτης ώστε να αναδείξει τη θεματολογία αλλά και τις ανθρώπινες αξίες και όχι τον εαυτό του ή τον φωτογράφο, συμπεριλαμβάνεται και η επιλογή των ηθοποιών. Άγνωστοι στο ευρύ κοινό, με μικρή προϋπηρεσία και με πρόσωπα με τα οποία μπορεί ο καθένας να ταυτιστεί. Γήινοι ρεαλιστικοί χαρακτήρες. Αυτή η τακτική βέβαια δεν αποτελλεί πρωτοπορία, αφού πρώτοι οι Ιταλοί σκηνοθετες του κινήματος του ιταλικού νεορεαλισμού του ’40 και του ‘50 ανακάλυψαν την σχεδόν μαγική ικανότητα των αγνώστων ή ερασιτεχνών ηθοποιών να συνδεθούν με τους θεατές και να επικοινωνήσουν μαζί τους με αμεσότητα. Αλλά και να εξυπηρετήσουν τα σχέδια του σκηνοθέτη.

Η ερμηνεία του Dave Johns στον ρόλο του Daniel Blake είναι γήινη και ανθρώπινη με χιουμοριστικές πινελιές και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και υπερβολές. Προσωπικά δεν ενθουσιάστικα και θα προτιμούσα να δω έναν ηθοποιό του μεγέθους του Peter Mullan ή του Timothy Spall. Η Hayley Squires στον ρόλο της Katie μεταδίδει με επιτυχία τα συναισθήματα που της δημιουργούν οι καταστάσεις και αντιδρά στις δυσκολίες με ρεαλισμό και χωρίς ξεσπάσματα. Πολύ θα το ήθελα να γράψω ότι γίναμε μάρτυρες της γέννησης μιας νέας Brenda Blethyn ή Anna Magnani(κλασικές πρωταγωνίστριες κοινωνικού ρεαλισμού) όπως έχω πει για όλες τις πρωταγωνίστριες των αδερφών Dardenne και στην πορεία έχω απογοητευτεί γιατί όλες τους εξαφανίστηκαν. Δυστυχώς όμως,διστάζω να το κάνω. Όχι γιατί η ερμηνεία της δεν είναι καλή, αλλά γιατί τέτοιες πρωταγωνίστριες ταυτίζονται με τις ταινίες στις οποίες παίζουν και τις αντιμετωπίζουν με προκατάληψη. Πόσοι θυμούνται το όνομα της πρωταγωνίστριας της Rosetta ή της Lorna; Επίσης, το ευρωπαϊκό σινεμά δεν έχει τη διείσδυση στον mainstream κινηματογράφο που είχε μέχρι το ΄70.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ

Το I, DANIEL BLAKE είναι μία σημαντική ταινία με σοβαρές προθέσεις και κάποιες σκηνές τις οποίες ο θεατής θα τις θυμάται για αρκετό καιρό. Έχει σοβαρή και επίκαιρη θεματολογία η οποία συζητιέται κάθε μέρα στην Αγγλία και δυσκολεύει την καθημερινότητα των Βρετανών πολιτών. Αριστούργημα δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω από τη στιγμή που έχω δει πραγματικά αριστουργήματα του Ken Loach σαν το KES, Bread and Roses, My name is Joe, Ae fond kiss, The wind that shakes the barley και πολλά άλλα. Σίγουρα όμως είναι μία από τις καλές του ταινίες και έχει λόγο ύπαρξης. Και κάτι τελευταίο. Μου έκανε άσχημη εντύπωση η παντελής έλλειψη έστω και κομπάρσων με ξένες προφορές. Στην Αγγλία έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία χρόνια άνθρωποι από την Ανατολική Ευρώπη και τις μεσογειακές χώρες και η παρουσία τους είναι έντονη στους δρόμους και στις κοινωνικές υπηρεσίες. Τα ίδια προβλήματα με τους Βρετανούς πολίτες βιώνουν και αυτοί και νομίζω ότι παρουσιάζοντας και τη δική τους οπτική θα βοηθούσε τον θεατή να αποκτήσει μία πιο σφαιρική άποψη για το θέμα της ταινίας.

Σας προτείνω να δείτε όλες τις ταινίες του Ken Loach αρχίζοντας από το KES. Επίσης, δείτε τα High Hopes και Secrets and Lies του Mike Leigh. Τέλος, δείτε τα The Loneliness of the Long Distance Runner, A Taste of Honey και Look Back in Anger του τεράστιου Tony Richardson.

Βρείτε την ταινία στο IMDB