Το Guardians of the Galaxy παραδίδει μια γνήσια “Guardians” εμπειρία | Review

Το Guardians of the Galaxy παραδίδει μια γνήσια “Guardians” εμπειρία | Review

06 Νοεμβρίου 2021 18:59
Με χιούμορ, “καρδιά” και μπόλικη… φλυαρία 

Σε μια σπάνια επίδειξη δημόσιας αυτοκριτικής, η Square Enix δήλωσε πριν μερικές μέρες ότι ίσως η επιλογή της Crystal Dynamics να μην ήταν η ενδεδειγμένη για το The Avengers, ένα παιχνίδι τύπου GaaS (Games as a Service). Μετά την τρανταχτή αποτυχία του να ανταπεξέλθει στις υψηλές οικονομικές προσδοκίες, η εταιρεία φαίνεται να καταλήγει πως οι αρετές του studio δεν ήταν οι κατάλληλες για τον σχεδιασμό ενός τέτοιου είδους παιχνιδιού και η έλλειψη εμπειρίας και know-how μάλλον του κόστισε. Δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ απόλυτα με τις δηλώσεις της, στις οποίες αφήνει βολικά έξω από την εξίσωση τις τρισάθλιες πρακτικές της στα microtransactions, αλλά τουλάχιστον, μπορούμε  να πούμε πως, στην περίπτωση του Guardians of the Galaxy, δεν φαίνεται να πήρε παρόμοιο ρίσκο στις επιλογές της.

Η Eidos Montreal μπορεί να έγινε γνωστή μέσα από τα τελευταία Deus Ex, που χαρακτηρίζονται στο gameplay από την ελευθερία και τις ποικίλες επιλογές που προσφέρουν στην προσέγγιση, ωστόσο, νομίζω η εμπειρία της με την πιο εστιασμένη, “κινηματογραφική περιπέτεια” της Lara Croft στο Shadow of the Tomb Raider είναι που της έδωσε τα περισσότερα εφόδια για να ανταποκριθεί σε αυτό το project. Και, προς τέρψιν και της Square Enix,  όχι απλά ανταποκρίθηκε, αλλά ανταποκρίθηκε με έναν τρόπο που πιστεύω ότι ξάφνιασε και τον πιο αισιόδοξο fan της.

Το πρώτο εμπόδιο που καλούνται να υπερκεράσουν όλα αυτά τα παιχνίδια που βασίζονται σε IPs που έχουν ήδη κάνει ένα επιτυχημένο πέρασμα από τον κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel και έχουν συνδεθεί στο μυαλό του ευρύ κοινού με συγκεκριμένα πρόσωπα, φιγούρες, συγκεκριμένο ύφος και συγκεκριμένες εικόνες, είναι να πείσουν πως δεν είναι κάποιες εκδοχές “β διαλογής”. Εδώ, οι συγκεκριμένοι Guardians στηρίζονται καθαρά στην κινηματογραφική τους μεταφορά από τον James Gunn, τόσο σε επίπεδο ύφους και αισθητικής αλλά ακόμα και στις χροιές των φωνών τους. Κι ενώ θα περίμενε κανείς αυτή η απόπειρα, που επιφανειακά τουλάχιστον, βρίσκεται στα όρια της μίμησης να δημιουργεί απευθείας στο μυαλό μια, καθόλου κολακευτική για το ίδιο, σύγκριση, το παιχνίδι, ο κόσμος του, οι χαρακτήρες του, προς μεγάλη μου έκπληξη, αντέχουν. Πείθουν. Και πείθουν, όχι μόνο γιατί έχει γίνει μια πολύ σοβαρή δουλειά σε όλους τους νευραλγικούς τομείς της εμπειρίας, όπως η γραφή και τα voice overs αλλά κυρίως επειδή η ομάδα της Eidos Montreal έχει “πιάσει” απόλυτα την ουσία των ιστοριών αυτής της αλλοπρόσαλλης παρέας.

Έχει πιάσει το feeling, έχε πιάσει το χιούμορ, έχει πιάσει την “καρδιά”, έχει πιάσει την γελοιότητα και την ξέφρενη φαντασία τους. Έχει πιάσει αυτό το πολύ ιδιαίτερο, φανταχτερό μίγμα και το έχει κάνει κτήμα της. Δεν φαίνεται σαν κάποιος “ξένος” να προσπαθεί να πει μια ιστορία που δεν είναι “δική του”. Και πώς το κατάφερε αυτό; Νομίζω κατ’ αρχάς, βάζοντας στο επίκεντρο την ιστορία και δουλεύοντας διεξοδικά πάνω της. Σου βγάζει μια αίσθηση ότι ο απόλυτος στόχος του τίτλου ήταν από την αρχή, να προσφέρει μια αυθεντική εμπειρία, μια αυθεντική ιστορία στον κόσμο των Guardians και ότι πρώτα απ’ όλα σχεδιάστηκε διεξοδικά αυτή η πτυχή του, με τα υπόλοιπα να προσαρμόζονται πάνω της.  Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα παιχνίδι με πιο ανοιχτή δομή, ας πούμε όπως τα Mass Effect. Ωστόσο, η επιλογή της Eidos Montreal  να επενδύσει στην γραμμική εμπειρία και να χτίσει λεπτομερώς την πλοκή της και όλα τα αφηγηματικά νήματα, μικρά και μεγάλα, μας πείθει ότι αυτή ήταν μια σωστή επιλογή.

Είναι ένα παιχνίδι 15 – 20 ωρών πολύ δεμένο αφηγηματικά, με πολλά μικρά set-ups που στην πορεία αποδίδουν, δίνοντας ζωντάνια στο σύμπαν και τους χαρακτήρες και αρκετή ευρηματικότητα στην δομή με flashbacks και εναλλαγές. Όλα τα θετικά δηλαδή που προσφέρει η γραμμικότητα στην αφήγηση, τα αξιοποίησαν. Το παιχνίδι φανερά διακατέχεται από μια νοοτροπία ότι πρέπει συνεχώς να είναι ευρηματικό. Αυτός ο “αλέγκρο” χαρακτήρας του, ακόμα και όταν δεν του βγαίνει μοιάζοντας λιγάκι πιεσμένος ή ξεπερνώντας τα όρια με τη φλυαρία, χαρίζει μια δημιουργική αύρα, μια αίσθηση ότι στην επόμενη γωνία μπορεί να συναντήσεις το πιο αναπάντεχο, γελοίο πράγμα.

Και αυτή είναι η αίσθηση που πρέπει να κυριαρχεί, κατά τη γνώμη μου, σε κάθε καλή ιστορία των Guardians. Αν είχε και μια καλύτερη αίσθηση του πότε να χρησιμοποιήσει την ησυχία και την σιωπή μέσα σε αυτό το χαριτωμένα υπερφίαλο σύνολο, θα μιλούσαμε για θρίαμβο. Ωστόσο, το σημαντικότερο το πετυχαίνει με άνεση, η ιστορία του, οι χαρακτήρες του,  φαντάζουν “αυθεντικά” και όχι μια φτηνή απόπειρα απομίμησης.  Ιδίως στους fans, δίνει από μόνη της στο παιχνίδι έναν επαρκή λόγο ύπαρξης.

Και για να μιλήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα γι’ αυτήν, έχουμε να κάνουμε με ένα origin story που θεματικά, για ακόμα μια φορά, θυμίζει το πρώτο κινηματογραφικό Guardians. Ξεκινώντας, μπορεί οι χαρακτήρες εδώ να είναι ήδη μαζί αλλά είναι στα ξεκινήματα και δεν είναι ακόμα “δεμένοι”, οπότε η πορεία τους παραμένει παρόμοια. Από απροσάρμοστοι τυχοδιώκτες, κλειστοί και εσωτερικά τραυματισμένοι, μετατρέπονται σιγά σιγά σε μια κανονική οικογένεια, στην οποία θα βρουν ένα συναισθηματικό καταφύγιο αποδοχής και παρηγοριάς. Η ιστορία του παιχνιδιού έχει στηθεί λίγο μετά το τέλος ενός μεγάλου γαλαξιακού πολέμου, οι “πληγές” του οποίου γίνονται φανερές συχνά πυκνά στο ταξίδι μας. Είναι ένα πολύ ταιριαστό setting για το  θέμα της απώλειας που βρίσκεται στο επίκεντρο του. Όλο το σύμπαν μοιάζει να βρίσκεται σε μια κατάσταση συλλογικού θρήνου που το έχει κάνει ευάλωτο σε συναισθηματική χειραγώγηση.

Η επεξεργασία και η αποδοχή της απώλειας αντανακλάται πολύ όμορφα τόσο σε ένα προσωπικό επίπεδο, στους πρωταγωνιστές της ιστορίας, όσο και σε συλλογικό, στο setting του. Είναι ένα παιχνίδι που με έκανε να γελάσω δυνατά αρκετές φορές αλλά, ευτυχώς, τα καταφέρνει συνήθως εξίσου καλά και στις πιο δραματικές του στιγμές. Οι σκηνές που μου έμειναν περισσότερο ήταν αυτές που επιδεικνύουν μια αναπάντεχη τρυφερότητα. Νομίζω ότι το αφηγηματικό νήμα του Drax είναι καλύτερα ανεπτυγμένο αλλά, όλοι οι χαρακτήρες έχουν μια φυσική πορεία και εξέλιξη και η ιστορία τούς εμπλέκει πολύ ταιριαστά μέσα στα ευρύτερα θέματά της. Είναι μια πολύ προσεκτικά δομημένη αφήγηση και αυτό γίνεται φανερό όταν συνεχώς καταφέρνει να δώσει νόημα και ουσία ακόμα και στις μικρές της λεπτομέρειες, όπως… το κλείσιμο ενός ψυγείου στο διαστημόπλοιό ή την διάσωση ενός… διαστημικού λάμα (;).

Στο επίπεδο του gameplay, το παιχνίδι θυμίζει σε φιλοσοφία τις μεγάλες γραμμικές παραγωγές που άνθισαν στην γενιά του PS3 και του Χbox 360 και έκτοτε, παραγκωνίστηκαν από τους ανοικτούς κόσμους. Κατά αυτήν την έννοια, φαντάζει μάλλον φρέσκο εν έτει 2021. Χαρακτηρίζεται από μια εναλλαγή εξερεύνησης σε μικρούς περιορισμένους χώρους και φυσικά, μαχών. Και ως γνήσιο παιχνίδι του 2008, από πολλά στενά περάσματα που διαχωρίζουν τις περιοχές. Αλλά μιλάμε για πολλά, δεν είναι υπερβολή.  Ο παίκτης χειρίζεται μόνο τον Star Lord και καλείται να ηγηθεί των Guardians κάνοντας σχετικά συχνά επιλογές που μπορεί να έχουν κάποιες επιπτώσεις στην ιστορία, δίνοντας εντολές την ώρα των μαχών στους υπόλοιπους και έχοντας την επιλογή να τους μαζέψει για μια εμψυχωτική ομιλία που μπορεί να δώσει σε όλους ένα boost αν είναι επιτυχημένη.

Μάλιστα όταν συμβαίνει αυτό, η μουσική αλλάζει σε ένα από τα πολλά τραγούδια της δεκαετίας του '80 που κοσμούν το soundtrack. Ομολογώ πως όταν τύχαινε το The Final Countdown, η εμψύχωση έπιανε και σε μένα. Δυστυχώς όμως, το gameplay δεν πάει παραπέρα από μια συμβατικά καλή προσπάθεια. Η εξερεύνηση, με την παρουσία κάποιων εύκολων γρίφων, υπάρχει κυρίως για να σπάει τον ρυθμό και να δώσει χρόνο στους χαρακτήρες να αλληλεπιδράσουν, ενώ, οι μάχες δεν έχουν αρκετή ποικιλία για να ξεφύγουν, εν τέλει, από την μονοτονία. Ιδίως στα τελευταία κεφάλαια που αυξάνονται σε αριθμό, προσωπικά λίγο με κούρασαν, παρόλο που οι δυνάμεις των “συμπαικτών” ξεδιπλώνονται με καλό ρυθμό καθόλη την διάρκειά του. Ο παίκτης περισσότερο κατευθύνει τους υπολοίπους προσπαθώντας να συνδυάσει έξυπνα τις δυνάμεις τους, παρά εστιάζει στην δική συνεισφορά. Ο Star Lord έχει την δυνατότητα να πυροβολεί με τα όπλα του και να χτυπάει με γροθιές τους εχθρούς με κάποιες τυπικές melee κινήσεις. Την περισσότερη ώρα λοιπόν απλά κρατάμε πατημένη την σκανδάλη και κινούμαστε.

Το παιχνίδι έχει έναν μηχανισμό αντίστοιχο με το quick reload των Gears of War, που σου επιτρέπει να συνεχίσεις την ρίψη αν ξαναπατήσεις την σκανδάλη μέσα στο “παραθυράκι” για να σπάει λίγο την μονοτονία της… πατημένης σκανδάλης, αλλά νομίζω δεν είναι αρκετό. Σε γενικές γραμμές οι μάχες δεν γίνονται ποτέ ενοχλητικές σε σημείο αγγαρείας, αλλά ταυτόχρονα δεν ενθουσιάζουν κιόλας. Κινούνται σε αυτό το επίπεδο της “χρυσής” μετριότητας που σε “μουδιάζουν” και το παιχνίδι κυλάει χωρίς να το καταλάβεις. Γενικότερα το gameplay κυμαίνεται σε αυτές τις λίγο “flat” συχνότητες. Είναι σαν μια μηχανική απασχόληση που κάνεις όσο απολαμβάνεις την πραγματική ουσία του παιχνιδιού: τους χαρακτήρες, τις αλληλεπιδράσεις τους, τα περίεργα περιβάλλοντα κ.ο.κ..

Το μεγαλύτερο του επίτευγμα σε καταστάσεις “ανοικτού” gameplay είναι μάλλον το πόσο φυσικά και ωραία κυλάνε οι διάλογοι μέσα στο παιχνίδι. Ενώ όλοι φλυαρούν ακατάπαυστα, δεν πέφτει ποτέ ο ένας πάνω στον άλλον, και πολλές φορές μάλιστα, επιτυγχάνεται και ένα εύστοχο κωμικό timing που δεν είναι εύκολο να γίνει σε συνθήκες gameplay.

Εξίσου καλή είναι και η δουλειά που έχει γίνει στον τεχνικό τομέα. Μιλάμε για ένα πολύ περιποιημένο παιχνίδι που μάλιστα, σ την έκδοση του PS5 που έπαιξα, διαθέτει και ορισμένα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά. Τα μοντέλα των χαρακτήρων και τα facial expressions που είναι κομβικά για την εμπειρία που θέλει να προσφέρει, είναι, ας πούμε, σε πολύ υψηλό επίπεδο. Το μόνο που ελαφρώς με απογοήτευσε από το οπτικοακουστικό πακέτο είναι η μουσική του, που δεν ξεφεύγει από το κλισέ ηχόχρωμα των υπερηρωικών themes και τελικά, περνάει απαρατήρητη.   

Συνοψίζοντας : Το Guardians of the Galaxy εξελίχθηκε σε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα. Είναι μια αυθεντική “Guardians” εμπειρία που συνδυάζεται ικανοποιητικά με ένα ταιριαστό και –συμβατικά- καλό gameplay. Η γραμμική του φύση τού έχει επιτρέψει να αφηγηθεί την ιστορία του με την κατάλληλη σπιρτάδα και ευρηματικότητα. Είναι αστείο, περίεργο, φλύαρο, γελοίο και… συγκινητικό. Όπως δηλαδή πρέπει να είναι μια καλή ιστορία αυτής της αλλόκοτης παρέας απροσάρμοστων…
Box Art
Tested on : PS5
Developer : Eidos Montreal
Publisher : Square Enix
Available for : PS5, Xbox Series X|S, PS4, Xbox One, Nintendo Switch, PC
Release date : 06-11-2021