Ομολογώ πως το να συνοδεύει ένα τόσο μεγάλο και λατρεμένο καθολικά franchise το λανσάρισμα του PS5 είναι ευλογία για τη Sony και ένα σίγουρο system seller. Ακόμη και εάν η αρχική ανακοίνωση του Spider-Man: Miles Morales με είχε μπερδέψει ως προς το εάν πρόκειται για ένα κανονικό sequel του Spider-Man της Insomniac ή κάτι άλλο. Τελικά, ίσχυε το δεύτερο και έκτοτε μετρίασα αρκετά τις προσδοκίες μου, διότι φαινόταν πως θα είναι μια περίπτωση «Infamous: First Light” κατά το λανσάρισμα του PS4. Η Insomniac προσπάθησε να με διαψεύσει εκμεταλλευόμενη την ισχύ του PS5. Προσπαθώντας να βάλω τις σκέψεις μου και τις εντυπώσεις μου σε μια σειρά θα έλεγα πως γενικά, ναι τα κατάφερε, όμως υπάρχουν «αλλά» που δεν γίνεται να παραβλέψω και είναι οφθαλμοφανή.
Καταρχάς, τα γεγονότα του Miles Morales ξεκινούν αμέσως μετά το τέλος του Spider-Man και μάλιστα στην αρχή μου πέταξε και ένα recap των γεγονότων, σαν η Insomniac να θέλει να υποδεχτεί σε αυτήν την εμπειρία όσο το δυνατόν περισσότερους παίκτες μπορεί, χωρίς να τους υποχρεώσει να πάνε να παίξουν την περιπέτεια του Peter Parker. Ακόμη και στυλιστικά η Insomniac θέλει να περάσει το ότι ο Miles βλέπει και ζει τον κόσμο διαφορετικά, κυρίως η μπιτάτη trap που τρελαίνεται να ακούει δίνει το ρυθμό.
Έρχεται λοιπόν η στιγμή που ο Miles δείχνει έτοιμος να αναλάβει μόνος του την προστασία της Νέας Υόρκης και ο Peter τον αφήνει υπεύθυνο, καθώς αυτός θα λείπει για κάποιο καιρό διακοπές. Οι πρώτες μέρες ως ο μοναδικός Spider-Man της πόλης κυλάνε σχετικά ομαλά. Η γραφή του παιχνιδιού σου δίνει να καταλάβεις όμως ότι υπάρχει δυσπιστία για τον «άλλο» Spidey, τον μικρό, τον διαφορετικό, αυτόν που δεν είναι ο γνωστός σε όλους. Έτσι ο Miles παλεύει σε πολλαπλά μέτωπα όχι μόνο για να δείξει στον μεντορά του τον Peter Parker ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια του αλλά και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του.
Με μια πανέξυπνη και άρρητα συνδεδεμένη δομή αποστολών και εξέλιξης της ιστορίας, η Insomniac περνάει αυτή την πάλη του Miles μέσα από το gameplay και την εξερεύνηση στην πόλη. «Σώσε μια γάτα», «βρες το κλεμμένο μου αμάξι», «φτιάξε το υδραγωγείο της πόλης», «πιάσε τους ληστές» είναι μερικές από τις μίνι αποστολές που υπάρχουν στην Ν. Υόρκη και η κάθε μια βάζει και ένα μικρό λιθαράκι στη σχέση του Miles με τους δύσπιστους Νεοϋορκέζους.
Γρήγορα όμως εμφανίζεται ο...κακός της υπόθεσης ακριβώς στο κατώφλι του σπιτιού του που απειλεί τους καημένους τους πολίτες του Χάρλεμ και της πόλης γενικότερα και έτσι αρχίζουν να πέφτουν πολλά στις πλάτες του Miles. Η ενηλικίωσή του ως ήρωας αλλά και Miles αποδίδεται από τις στιγμές που χρειάζεται να πατήσει πόδι και να υπερασπιστεί με τις δυνάμεις του τις αξίες του και όσα άφησε υπό την επίβλεψή του ο Peter.
Δεν έχω αρκετές λέξεις, ειλικρινά, για να περιγράψουν με τρόπο την άριστη σκηνοθεσία του Miles Morales. Μόνο να σας πω ότι αξίζει να το δείτε με τα μάτια σας. Είτε πρόκειται για set-pieces είτε για cutscenes είτε για απλές δευτερεύουσες αποστολές, όλες έχουν το κάτι τίς τους, βάζοντάς σου ακριβώς στο πώς θα ένιωθες εάν ήσουν ο Spider-Man. Αυτό βέβαια έχει ως απόρροια και έναν φοβερό ρυθμό στην εξέλιξη του campaign, το οποίο διαρκεί λίγο πάνω από τις 12 ώρες. Αν χασομερήσετε στην πόλη κιόλας με τα δεκάδες collectables θα σας πάρει παραπάνω, αλλά σίγουρα δε θα νιώσετε πως χάνετε την ώρα σας γιατί όπως προείπα, κάθε τι που κάνετε προσθέτει και ένα μικρό λιθαράκι στα όσα γνωρίζετε για τον κ. Morales.
Ούτε μια φορά δεν ένιωσα πως κάνει κοιλιά και απλά με ρούφηξε στο ρυθμό του, ο οποίος ηθελημένα αρκετές φορές με έβαζε να ασχοληθώ με side missions, προφανώς για να παραταθεί η διάρκειά του. Δεν ήταν απαραίτητα κακό μιας και χαμήλωνε τους ρυθμούς και με άφηνε να "αναπνέω" εξερευνώντας την πόλη, όμως ήταν πασιφανής ο λόγος που σε ωθούσε σε αυτό το μοναπάτι. Ήταν όμως τόσο σφιχτά δεμένη εμπειρία που ένιωθα σα να περνάω μια μέρα ως Spider-Man στη Ν. Υόρκη με τα όλα της και τελικά, δεν μου φάνηκε σαν αγγαρεία. Πραγματικά, η ιστορία και η σκηνοθεσία του μου έδωσαν την αίσθηση πως δεν έπαιζα μετά από ένα σημείο αλλά έβλεπα μια διαδραστική ταινία επιπέδου MCU με τον Spider-Man, που σε σημεία ισοφάριζε τόσο τις ταινίες της Marvel Studios όσο και το οσκαρικό “Into The Spider-Verse”. Το ότι περιλαμβάνεται η στολή του -με ειδικά διαμορφωμένο animation μάλιστα- δεν είναι τυχαίο.
Μέσα στην όλη εμπειρία του «να νιώθεις Άνθρωπος Αράχνη» παίζει ρόλο και το πόσο στιβαρό gameplay προσφέρει. Εν ολίγοις για όσους δεν ξέρουν από το Spider-Man του PS4, πρόκειται για ένα gameplay που θυμίζει έντονα αυτό των Batman Arkham παιχνιδιών στη ραχοκοκαλιά του, αλλά με την φινέτσα της Insomniac, ούτως ώστε να συνάδει με το ακροβατικό στιλ μάχης του Miles, το οποίο μοιάζει να ξεπηδά από σελίδες των comics.
Τεράστια διαφορά, πέραν από το να ρίχνουν το σαγόνι μου ελέω των next-gen γραφικών του PS5, δεν είχαν και οι Venom δυνάμεις του Miles που ουσιαστικά τον κάνουν…δυνατότερο του Parker -όχι κι όμως σοφότερο- αλλά δεν το λέμε φωναχτά. Ούτε και τα gadgets έκαναν την διαφορά που θα περίμενα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόσθεσαν θετικούς πόντους στο σύνολο.
Για το τέλος άφησα ενδεχομένως ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της εμπειρίας, τον τεχνικό τομέα. Όντας launch παιχνίδι του PS5, σίγουρα το Miles Morales επιτελεί ένα δύσκολο έργο, αφού όλοι περιμένουν να δουν τα γραφικά της νέας γενιάς. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η Insomniac τα καταφέρνει. Ξεκινώντας με τα βασικά, το παιχνίδι έχει δύο modes, ένα για καλύτερη απόδοση και ένα που ενεργοποιεί φανταχτερά εφέ. Το PS5 δείχνει τα δόντια του και στα δύο. Από τη μια το Performance Mode εντυπωσιάζει με τα ακατέβατα 60 FPS, κάτι ανήκουστο στην προηγούμενη γενιά για open-world παιχνίδι τέτοια κλίμακας και πόσο μάλλον για open-world που ο χαρακτήρας μπορεί να ταξιδεύει με αστραπιαία ταχύτητα.
Πιο ενδιαφέρον βρήκα ωστόσο το Fidelity mode, το οποίο φέρνει κυριολεκτικά το πιο φανταχτερό εφέ της νέας γενιάς, το ray-tracing. Όλα τα αυτοκίνητα, κάθε μικρή λιμνούλα νερού στη χιονισμένη Νέα Υόρκη, κάθε παράθυρο σε κάθε κτήριο, όλα έχουν ray-tracing αντανακλάσεις που ρίχνουν σαγόνια. Πραγματικά ειδοποιός διαφορά που κάνει το αποτέλεσμα να ξεχωρίζει σε σχέση με την έκδοση του PS4 και του PS4 Pro.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν και τα μοντέλα χαρακτήρων που έχουν σοκαριστική λεπτομέρεια, με εντυπωσιακά materials, σε σημείο που ζαλίζουν όταν κάνεις κοντινά με το Photo Mode, τα ομαλότατα animations και τα τρομερά πλούσια particle effects. Υπάρχουν πτυχές που οι cross-gen ρίζες του τίτλου φαίνονται, όπως τα textures σε κάποιες γωνιές της πόλης, αλλά αδιαμφισβήτητα έχουμε ένα πανέμορφο παιχνίδι που δε θα σας αφήσει με παράπονο.
Δε γίνεται να μην αναφερθώ και σε δύο άλλους PS5 παράγοντες. Τα loadings και το DualSense. Ξεκινώντας με τους χρόνους φόρτωσης, ομολογώ πως με έπιασε σχεδόν σπαστικό γέλιο. Από τη στιγμή που πατάς το εικονίδιο στο μενού της κονσόλας μέχρι το πρώτο swing από κτήριο σε κτήριο, περνάνε 7 δευτερόλεπτα. Ναι, καλά διαβάσετε. Πρακτικά δεν υπάρχουν loadings, πουθενά, και δε θα μπορούσα να είμαι πιο ευτυχισμένος που θα μείνουν στο παρελθόν. Στα του χειριστηρίου τώρα, σαφώς η δόνηση δεν είναι στα επίπεδα του Astro’s Playroom, αλλά το παιχνίδι κάνει πολύ καλή χρήση της κι ας είναι πιο διακριτική. Ειδικότερα, η εξερεύνηση στο open-world είναι εντελώς διαφορετική αίσθηση σε σύγκριση με το PS4, αφού οι σκανδάλες και το haptic feedback σε κάνουν να αισθάνεσαι το κάθε "φσινγκ" όταν οι ιστοί φεύγουν από τους καρπούς του Spider-Man.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.