Στο gaming υπάρχουν classics, υπάρχουν θρύλοι και υπάρχουν και παιχνίδια που είναι και τα δύο. Το Resident Evil 4, είναι σίγουρα μία τέτοια περίπτωση, μιας και άφησε το στίγμα του και το άρωμά του, ως παρακαταθήκη για το μέσο. Ο τίτλος της Capcom, ο οποίος φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Shinji Mikami, έχει δει κυκλοφορία σε κάθε πλατφόρμα που υπήρξε την τελευταία εικοσαετία στο χώρο των βιντεοπαιχνιδιών, τόσο υπό τη μορφή επανακυκλοφορίας, όσο και ως remastered. Ένα τέτοιο παιχνίδι, λοιπόν, και αφού η Ιαπωνική εταιρία έχει μια πολύ καλή παράδοση στη «μετενσάρκωση» μεγάλων τίτλων της, έπρεπε να δει ένα πραγματικό remake, για να λέει ότι τουλάχιστον τα έχει κάνει όλα.
Το έργο της Capcom, βέβαια, στην περίπτωση του Resident Evil 4 δεν είναι καθόλου εύκολο, μιας και καλείται να παραδώσει ένα αποτέλεσμα που, αφενός δε θα αλλάξει το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του αρχικού παιχνιδιού, αφετέρου οφείλει να μην γίνει μία ακόμη καλογυαλισμένη Resident Evil 4 επανακυκλοφορία.
Ως γνωστών, εγώ δεν είμαι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του Resident Evil 4, μιας και έχω «προσωπικά» ζητήματα μαζί του και του…κρατάω μούτρα! Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους, όπως για το γεγονός ότι άλλαξε τα Resident Evil για πάντα και άνοιξε τον ορίζοντα για το διασκεδαστικά αστείο Resident Evil 5 και το τραγελαφικό Resident Evil 6. Επίσης, όντας λάτρης της παλιάς σχολής survival horror παιχνιδιών, η εξαιρετικά πιο action και «ξέφρενη» δομή του τέταρτου κεφαλαίου, μου είχε διαλύσει μια πολύ ρομαντική εικόνα που είχα φτιάξει για τη σειρά και το genre μέχρι τότε.
Είναι κι άλλα, όπως το χαζό σενάριό του, οι αστείοι διάλογοι, οι ατάκες του Leon που σε έβγαζαν, όχι απλά από το κλίμα, αλλά πολλές φορές και από τα ρούχα σου, οι κλισέ και κακογραμμένοι δευτερεύοντες χαρακτήρες κλπ. Αυτά είναι πράγματα που έθετα στον εαυτό μου σε αυθυποβολή και άρνηση για να αποφύγω να δω τα πολύ καλά στοιχεία του τίτλου, γιατί το Resident Evil 4, κακά τα ψέματα, έκανε και μερικά πράγματα τέλεια.
Ο ρυθμός, για παράδειγμα, είναι υποδειγματικός, δε σε αφήνει να αναπνεύσεις, σου προσθέτει διαρκώς απειλές και σε κρατάει σε υψηλούς παλμούς καθ’ όλη τη διάρκειά του. Το gameplay, είναι επίσης κάτι που άφησε εποχή και οι μηχανισμοί του γέννησαν παιχνίδια όπως το Gears of War, το Uncharted και πολλά πολλά άλλα. Ακόμη και στον τεχνικό τομέα, στο τότε υπέροχο GameCube, έκανε βήματα μπροστά. Γενικά, είναι ένα παιχνίδι που άλλαξε το gaming για πάντα, άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τα action παιχνίδια και δημιούργησε μια δική του σχολή.
Έρχεται, λοιπόν, το remake για να ταράξει τον εσωτερικό μου κόσμο και να δώσει, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια, μια δεύτερη ευκαιρία να ασχοληθώ ξανά με το πόνημα του Mikami. Και η αλήθεια είναι ότι κατάφερε να ανατρέψει την εικόνα του απέναντί μου και να κερδίσει τη μάχη με τα «κολλήματα» και το στραβό μου το κεφάλι. Βέβαια, για να υποστηρίξω και λίγο τον εαυτό μου, αυτά που με χαλούσαν στο πρώτο παιχνίδι και ανέφερα προηγουμένως, συνεχίζουν να είναι αδύναμα σημεία και για το remake, πάντα σύμφωνα με τα δικά μου γούστα. Σε κάποια έχουν γίνει βελτιώσεις βέβαια, αλλά δεν εξαλείφθηκαν ποτέ (και αναμενόμενο, μιας και θα είχαμε αλλαγή χαρακτήρα).
Το Resident Evil 4 Remake, πέραν του οπτικοακουστικού τομέα που έχει γίνει για «φίλημα», έχει προσαρμοστεί στα δεδομένα του σήμερα, έχει αποβάλει κατάλοιπα του παρελθόντος όσον αφορά στο gameplay, όπως είναι τα QTEs, και έχει χαρίσει μια πληθώρα προσθηκών και μικρών ή μεγάλων αλλαγών σε τοποθεσίες, set pieces, boss fights και μηχανισμών.
Η συντριπτική πλειοψηφία των αλλαγών, θα βρουν τους παίκτες σύμφωνους και μάλιστα πολλούς θα τους εκπλήξουν ευχάριστα, ενώ είμαι σίγουρος πως κάποιοι δε θα συμφωνήσουν απόλυτα με τις φρέσκες πινελιές, αλλά στην τελική δε μπορούν τα πάντα να αρέσουν σε όλους.
Κατ’ εμέ, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη αλλαγή που ήρθε στο remake είναι η αισθητά πιο έντονη παρουσία σκοταδιού και horror στοιχείου στα σημεία που το παίρνει να το κάνει. Ο σχεδιασμός των επιπέδων είναι λειτουργικός, πλούσιος και ευφάνταστος και προσφέρει πολλά στην τελική εμπειρία. Γενικά, έκαναν το παιχνίδι πιο «γεμάτο», πιο μεγάλο, πιο έντονο.
Στα του gameplay, η ακινητοποίηση του Leon όταν στοχεύει, προφανώς και έδωσε τη θέση του σε πιο ελεύθερο μοτίβο κινήσεων, αλλά αυτό δεν αφαιρεί πλήρως την απόγνωση κατά τις μάχες, μιας και όλα ισορροπούνται από μερικά tweaks, όπως είναι για παράδειγμα η γρηγορότερη κίνηση των αντιπάλων και η λίγο πιο «βαριά» αίσθηση του κεντρικού χαρακτήρα στο χώρο.
Το μαχαίρι, πλέον ζει τη δική του αίγλη, μιας και χρησιμοποιείται σαν ασπίδα σε κάθε επίθεση και δίνεται η επιλογή parry σε χτυπήματα. Αν με ρωτάτε, παρόλο που ο μηχανισμός του μαχαιριού λειτουργεί τέλεια και με έβγαλε ουκ ολίγες φορές από αισχρούς μπελάδες, αφαιρεί αρκετά από τη φρίκη που νιώθεις όταν κάτι έχει φτάσει σε απόσταση αναπνοής, μιας και σου δίνεται πάντα μια δεύτερη ευκαιρία σε ετούτο τον κόσμο των ζωντανών.
Τεχνικά, όπως προανέφερα, το remake είναι ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια εκεί έξω, τόσο να το κοιτάς, όσο και να το ακούς. Ιδιαίτερη μνεία, ωστόσο, θέλω να κάνω στην υλοποίηση του DualSense για την έκδοση του PlayStation 5, η οποία προσφέρει μια ασύλληπτα immersive εμπειρία και αίσθηση. Αγνοήστε τα framerate, αγνοήστε τις αναλύσεις και τις συγκρίσεις και αν έχετε PS5 παίξτε το παιχνίδι οπωσδήποτε με DualSense χειριστήριο και θα με θυμηθείτε.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.