Η σειρά Darksiders ήρθε στα χέρια μας το μακρινό 2010 από την Vigil Games -Θεός σχωρέστην- και publisher την τότε THQ. Το πρώτο παιχνίδι του διάσημου franchise γνώρισε μεγάλη επιτυχία, πατώντας σε «γνώριμα» μονοπάτια με το απολαυστικό του gameplay και το Zelda-like στιλάκι ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα να ξεχωρίζουν. Η ιστορία όλων των παιχνιδιών της σειράς προέρχεται από τους τέσσερις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης που έχουν την εντολή να φέρουν την ισορροπία στο σύμπαν. Το δεύτερο κεφάλαιο ήρθε μερικά χρόνια αργότερα με πρωταγωνιστή τον Death, τον δεύτερο καβαλάρη, που σκοπός του ήταν να βάλει ένα τέλος στις κατηγορίες του αδελφού του, War (από το πρώτο παιχνίδι), πιστεύοντας πως είναι αθώος και έχει και εκείνος σκοπό να βοηθήσει την ανθρωπότητα.
Το Darksiders 3 δεν ήρθε από την Vigil Games, αλλά από την Gunfire Games, η οποία συστάθηκε το 2014, με τον τίτλο να περνάει κυριολεκτικά από σαράντα κύματα, αφού αργήσαμε πολύ να το δούμε. Δημιουργός της ομάδας ήταν ο David Adams, ενώ στο πλευρό του βρισκόντουσαν αξιόλογοι προγραμματιστές από την Crytek. Στην περίπτωση του Darksiders Genesis, που θα ασχοληθούμε παρακάτω, έχουμε και πάλι ένα νεοσύστατο στούντιο στην ανάπτυξη, την Airship Syndicate, που ιδρύθηκε από τέσσερις developers της Vigil Games, με «αρχηγό» τον Joe Madureira. Ωστόσο, το Genesis δεν είναι το «παρθενικό» της δημιούργημα καθώς βρίσκεται πίσω από το Battle Chasers: Nightwar.
Το Darksiders Genesis ανακοινώθηκε τον Ιούνιο 2019 μέσα από την E3 και λίγους μήνες αργότερα (σχετικά γρήγορα) κυκλοφόρησε. Είναι λιγάκι διαφορετικό από τα προηγούμενα τρία παιχνίδια. Όσον αφορά την κάμερά του παραδείγματος χάρη μιας και έχουμε ισομετρική κάμερα όπως στο franchise της Blizzard, Diablo. Προς το παρόν μπορείτε να το βρείτε μόνο για το PC μέσω Steam στην τιμή των 29,99€, αλλά και το Google Stadia. Όμως, πρόκειται να καταφθάσει και στις κονσόλες (PlayStation 4, Xbox One, Nintendo Switch) τον Φεβρουάριο του 2020. Το παιχνίδι, λοιπόν, είναι prequel στη σειρά Darksiders και εισάγει τον Strife ως τον τέταρτο καβαλάρη της Αποκάλυψης. Ωστόσο, δεν είναι μόνος του, καθώς ο μικρότερος αδελφός του War βρίσκεται στο πλευρό του.
Το παιχνίδι εισάγει επίσης για πρώτη φορά το συνεργατικό παιχνίδι με φίλους τόσο online όσο και split-screen. Δυστυχώς, λάμπει δια της απουσίας του το matchmaking τύπου "Diablo", διότι δεν μπορεί να βρει τυχαία παίκτες και να παίξετε παρέα. Παρόλα αυτά, τον τίτλο μπορείτε άνετα να τον απολαύσετε μόνοι σας και φυσικά μπορείτε να αλλάζετε τους παίκτες όποτε εσείς επιθυμείτε (on the fly) ανάλογα τις περιστάσεις. Τα πράγματα είναι απλά, ο Strife χρησιμοποιεί τα πιστόλια του, ενώ ο War το εμβληματικό σπαθί του. Ο Strife είναι ο πιο άμυαλος και αστείος (η ψυχή της παρέας) που κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά του χωρίς να θέλει να τα αποκαλύψει σε κανέναν. Το χιούμορ του είναι εμφανές, αφού μέχρι και στις πιο δύσκολες στιγμές πάντα το χρησιμοποιεί για να ελαφρύνει το κλίμα. Ωστόσο, προτιμάει να μιλήσουν τα όπλα του παρά εκείνος. Όταν παίξετε το παιχνίδι θα το διαπιστώσετε και εσείς.
Πριν ξεκινήσω να αναφέρομαι στην πλοκή, να πω πως παρόλο που αποτελεί το τέταρτο κατά σειρά παιχνίδι του Darksiders franchise, τοποθετείται ως prequel στο χρονολόγιο της και έτσι τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα πριν από το Darksiders του 2010. Η ιστορία του παιχνιδιού καταπιάνεται με τα δύο αδέρφια τους Strife και War που τους έχει αναθέσει το Συμβούλιο (The Council) να σταματήσουν τα σχέδια του αινιγματικού και παραπλανητικού βασιλιά Lucifer, ο οποίος έχει βάλει στόχο να γιένι κυρίαρχος όλων των δαιμόνων και της Κόλασης και φυσικά να θέλει να διαταράξει την ισορροπία βάσει της δικής του ατζέντας. Οι δύο πρωταγωνιστές μας πρέπει μέσα από το ταξίδι τους να συλλέξουν πληροφορίες από τους εν λόγω δαίμονες, να επαναφέρουν το balance και να ξεσκεπάσουν αυτή τη συνωμοσία που απειλεί τους πάντες. Μην περιμένετε να δείτε μια καλογραμμένη ιστορία, καθώς το παιχνίδι εστιάζει περισσότερο στην gameplay φιλοσοφία του παρά εκεί.
Γενικότερα, όμως θα μείνετε ικανοποιημένοι, καθώς υπάρχουν «cheesy» διάλογοι μεταξύ των χαρακτήρων και παρόλο που κάποιες φορές ακούγονται… «κάπως» είναι ευπρόσδεκτοι, χωρίς όμως να έχουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από ένα Darksiders παιχνίδι δε γίνεται να λείπει και ο Vulgrim, ο εμβληματικός merchant που βοηθάει τους χαρακτήρες μας συνεχώς παρόλο που και εκείνος έχει τα δικά του συμφέροντα. Από αυτόν, και οι δύο πρωταγωνιστές θα λάβουν διάφορες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία, καθώς και διάφορα passive -και μη- upgrades για την αναβάθμισή τους. Ακόμα, σημαντικό ρόλο σε όλη την υπόθεση παίζει και ο Samael που αν έχετε ασχοληθεί στο παρελθόν με κάποιον τίτλο της σειράς σίγουρα θα τον θυμάστε και πραγματοποιεί μια σημαντική εμφάνιση εντός του παιχνιδιού. Στο παιχνίδι θα συναντήσετε και την Dis, μια παραδόξως χαρούμενη «δαιμονίτσα» που λατρεύει τις ψυχές (souls) και τα νομίσματα που θα βρείτε, εκείνη θα σας βοηθήσει ώστε να αναβαθμίσετε τις κινήσεις σας με πολλά διάφορα χρήσιμα upgrades.
Για πρώτη φορά στο franchise η κάμερα μετατρέπεται σε ισομετρική που σημαίνει πως δεν είναι πλέον “over the shoulder” όπως τα προηγούμενα, ενώ αν έχετε ασχοληθεί στο παρελθόν με τα Diablo ή κάποια άλλα dungeon crawler παιχνίδια θα μοιάζει «σαν στο σπίτι σας». Ωστόσο, μερικές φορές η κάμερα δεν είναι με το μέρος του παίκτη, καθώς σε διάφορα σημεία θα συναντήσετε έντονα διαφόρων ειδών εμπόδια. Παραδείγματος χάρη, αν βρίσκεστε μπροστά από μια κολόνα και χτυπάτε κάποιους εχθρούς, μόνο ο παίκτης σας έχει την αύρα από το “highlight” (σε μπλε χρώμα), ενώ οι εχθροί όχι. Αυτό το κάνει δύσκολο και εκνευριστικό μερικές φορές γιατί δε θα γνωρίζετε ούτε εσείς αν τα χτυπήματά σας πετυχαίνουν τον εκάστοτε εχθρό ή εάν βαράτε «αέρα». Αυτό ήταν από τα σημαντικά αρνητικά στοιχεία που αντιλήφθηκα στο παιχνίδι, διότι μου συνέβη ουκ ολίγες φορές. Επίσης, το παιχνίδι πάσχει και από αόρατα εμπόδια που αν κάνετε ανελέητα dash για να προχωρήσετε γρήγορα από το ένα επίπεδο στο άλλο, τότε ο παίκτης κολλάει, κάτι που αρκετές φορές μου προκάλεσε έντονο εκνευρισμό. Ναι, είναι κάτι τέτοιες λεπτομέρειες που δε γινόταν να μην τις αναφέρω γιατί μερικές φορές χαλάνε τη συνολική εμπειρία.
Ο τίτλος χωρίζεται σε διάφορα chapters (16 στον αριθμό) και μπορείτε ανά πάσα στιγμή να επισκεφθείτε κάποια προηγούμενη πίστα και να ξεκλειδώσετε διάφορα μυστικά με μία νέα δύναμη που τυχαίνει να πήρατε που δεν μπορούσατε προηγουμένως. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρω πως το “Genesis” δεν έχει cutscenes με την παραδοσιακή έννοια. Πρόκειται για βίντεο που ξετυλίγουν την ιστορία σαν κινούμενα κόμικ που συνοδεύονται από voiceovers. Για να πω την αλήθεια αυτό με χάλασε λίγο, θα ήθελα να δω διάφορα βίντεο με τους δύο καβαλάρηδες να έχουν κάποιες σκηνές «δράσης». Διάσπαρτα σε μερικές πίστες θα βρείτε και κάποια ολογράμματα των δύο χαρακτήρων που αν κάνετε interact μαζί τους, τα δύο αδέρφια συζητούν για συγκεκριμένα πράγματα από το παρελθόν τους, κάτι που ήταν μια ευχάριστη νότα στον τομέα της αφήγησης. Να σημειώσω κιόλας πως ο ηθοποιός που δανείζει τη φωνή του στον Strife ταιριάζει αφάνταστα καλά με το παρουσιαστικό του χαρακτήρα και η ερμηνεία ήταν όπως έπρεπε.
Και ο Strife, αλλά και ο War είναι δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες με τον καθένα να έχει τα δικά του όπλα, τις δικές του επιθέσεις, αλλά και Wrath Abilities. Ο Strife είναι ο range χαρακτήρας που θα πάρει πολλές διαφορετικές elemental σφαίρες και θα τις χρησιμοποιεί ανάλογα την περίσταση, ενώ θα μπορεί να αποκτήσει και διάφορες άλλες δυνάμεις που βοηθούν στην επίλυση των γρίφων. Μία τέτοια δύναμη είναι και η “void bomb” που τοποθετείται σε διάφορα σημαδεμένα σημεία για να μεταφερθείτε από το ένα μέρος στο άλλο, μέσω ενός portal.
Ωστόσο και εκείνος μπορεί να επιτεθεί σώμα με σώμα με τα daggers του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξειδικεύεται σε αυτά, καθώς κάνει λιγότερο damage. Ο War από την άλλη είναι το άλλο άκρο, όσον αφορά το παικτικό στιλ, από τον Strife. Εκείνος έχει το γνώριμο σπαθί του από το πρώτο παιχνίδι, εξειδικεύεται στα melee combos, επομένως δεν τολμάς να τον ακουμπήσεις σε κοντινές αποστάσεις. Ούτε από αυτόν λείπει η πλούσια γκάμα από skills, όπως είναι το οριακά overpowered “Blade Geyser” που κάνει «AoE” damage στους κοντινούς εχθρούς. Και οι δύο παίκτες έχουν τα δικά τους μοναδικά skills, upgrades, όπλα, κινήσεις και ultimate powers, ενώ μπορούν και ιππεύουν τα δικά τους άλογα για να πηγαίνετε από τη μία περιοχή στην άλλη γρηγορότερα, χωρίς όμως να επιτρέπονται σε όλες τις περιοχές.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που εισάγει είναι το επονομαζόμενο “Creature Cores”. Χάρη σε αυτό, οι αντίπαλοι αφήνουν πίσω τους «σφαίρες» που προδίδουν ξεχωριστές ικανότητες. Αυτά τα cores ή αλλιώς ψυχές των τεράτων τα τοποθετείτε σε έναν πολύ έξυπνο «πίνακα» κάτι σαν talent tree και σας δίνει την ελευθερία να παίξετε και να αναβαθμίσετε τους χαρακτήρες ανάλογα τα γούστα σας. Ο κάθε εχθρός πετάει διαφορετικό core με τους elite και τα bosses να σας πετούν τα πιο δυνατά. Αυτά μπορείτε να τα αναβαθμίσετε αν φαρμάρετε τέρατα και να τα ανεβάσετε levels. Παραδείγματος χάρη, μία ψυχή μπορεί να σας ανεβάζει το damage κατά μία μονάδα, αν φαρμάρετε και την ανεβάσετε σε level 2, τότε αυτή η μονάδα αναβαθμίζεται και σας δίνει περισσότερο damage απ’ την level 1. Γενικά, υπάρχει ένα στιβαρό σύστημα μάχης, απολαυστικό, καθόλου κουραστικό, με πολλές αναβαθμίσεις, πολλές επιλογές παιξίματος και φοβερό progression σύστημα. Το gameplay του στο σύνολό του είναι και το δυνατό του σημείο.
Βέβαια θα έσκαγα αν δεν έλεγα πως και τα άλογα «κολλάνε» σε αόρατα εμπόδια. Κάποιες φορές, για παράδειγμα, το παιχνίδι «bugάρει» και δεν δείχνει τα φτερά των χαρακτήρων αν πηδάς από μία ψηλή πλατφόρμα. Καταλήγει, λοιπόν, ένα αποτέλεσμα για γέλια και για κλάματα διότι ο καημένος ο καβαλάρης ανοίγει τα χέρια του όπως ο Di Caprio στον Τιτανικό… έλα που όμως τα φτερά έχουν διαφορετικά σχέδια. Ένα ακόμη πράγμα που με χάλασε στον τίτλο είναι η έλλειψη του minimap πάνω στην οθόνη όπως έχουμε συνηθίσει από άλλα παρόμοιου είδους παιχνίδια. Ο χάρτης υφίσταται αλλά για να τον δείτε θα πρέπει να πατήσετε το M ( ή το share button αν παίζετε με μοχλό). Σα να μην έφτανε αυτό, δε μπορείτε να δείτε ούτε σε πιο σημείο του χάρτη βρίσκεστε ακριβώς, μιας και σας δίνει την πληροφορία ότι απλώς είστε στην «χ» περιοχή.
Άξιο αναφοράς είναι και το συνεργατικό κομμάτι, το οποίο ενεργοποιείται χάρη στα Summoning Stones, σημεία δηλαδή, όπου από εκεί μπορείτε να καλέσετε φίλους σας για να παίξετε παρέα είτε online είτε co-op, έχοντας πρόσβαση και στους merchants για να ψωνίσετε ό,τι θέλετε, πράγμα που σας διευκολύνει από το να περιμένετε να τελειώσει το chapter και να μεταβείτε στο κεντρικό hub του παιχνιδιού. Επίσης, σπάνια θα δείτε την λεζάντα του «gameover», καθώς θα έλεγα πως σε γενικά πλαίσια η normal δυσκολία του Darksiders Genesis κυμαίνεται σε αρκετά βατά επίπεδα. Γενικά μόλις ολοκληρώσετε την ιστορία σίγουρα θα θέλετε να δοκιμάσετε τα επόμενα επίπεδα δυσκολίας όπου οι εχθροί είναι δυσκολότεροι και το loot καλύτερο. Επίσης, υπάρχουν και οι Arenas, δηλαδή ένα «horde mode” ως επί το πλείστων με σκοπό να «φαρμάρετε» ανελέητα ψυχές και cores και είναι αρκετά εθιστικό αν ασχοληθείτε. Στα συν των αποστολών, προστίθεται το quest μενού που σου αναθέτει συγκεκριμένα objectves και σε ανταμείβει με ψυχές, με Boatman’s coins ή creature cores.
Περνώντας στα γραφικά του Darksiders Genesis, αυτά ακολουθούν μια πιο απλουστευμένη προσέγγιση στο εικαστικό τους και έχουν μια χειροπιαστή και καρτουνίστικη διάθεση, που μου άρεσε. Βρήκα, γενικότερα, το εικαστικό να ντύνει όμορφα τα περιβάλλοντα και να τα παρουσιάζει με περίσσιο μεράκι, προσφέροντας έτσι ένα γλυκό οπτικό αποτέλεσμα. Τα voice overs, από τη μία, είναι ικανοποιητικά σε όλους τους χαρακτήρες, από την άλλη, δεν κλέβει κανένας την παράσταση, πέραν από τον voice actor του Strife, o οποίος δίνει ρέστα. Τέλος, για να κλείσω με τα τεχνικά ζητήματα, η μίξη του ήχου είναι ικανοποιητική, ενώ πολύ καλή βρήκα και την μουσική επένδυση στο σύνολό της με τα ήρεμα και τα πιο δυναμικά κομμάτια να κάνουν την εμφάνισή τους και να ταιριάζουν με την κάθε περίσταση.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.