Γιατί ανυπομονώ για το Super Mario Odyssey

Ή αλλιώς, ένα μεγάλο love letter στο Super Mario 64
12 Οκτωβρίου 2017 08:39
Γιατί ανυπομονώ για το Super Mario Odyssey

Αυτό το κείμενο είναι καθαρά προσωπικό, ωστόσο, ελπίζω να μην αφορά μόνο εμένα. Τις τελευταίες εβδομάδες και όσο πλησιάζουμε προς την κυκλοφορία του Super Mario Odyssey πιάνω συχνά τον εαυτό μου σε μια ασυνήθιστη κατάσταση: νιώθω ανυπομονησία. Μπορεί δηλαδή να υπάρξει στιγμή μέσα στη μέρα που θα κοιτάξω την ημερομηνία, θα υπολογίσω στα γρήγορα πόσος περίπου καιρός απομένει ακόμα μέχρι τις 27 του Οκτώβρη και μετά θα επιβάλλω στο μυαλό μου να ασχοληθεί με κάτι άλλο για να ξεχαστώ και να μην σπαταλάω ενέργειά και χρόνο σε μια –ας μην κρυβόμαστε- ανούσια προσμονή, που αν την ασπαστείς χωρίς μέτρο, σε επηρεάζει αρνητικά με αυτά που ασχολείσαι ή θα μπορούσες να ασχολείσαι τη δεδομένη στιγμή. Το θέμα είναι πως, στα τριάντα μου πλέον, αυτό συμβαίνει σπάνια όχι μόνο για παιχνίδι αλλά για οτιδήποτε “δευτερεύον” της ζωής που ευχαριστιέμαι. Δεν ανυπομονώ συχνά με τέτοια ένταση για άλλα παιχνίδια, για ταινίες, δεν ανυπομονώ για σειρές, για ματς μπάσκετ ή ποδοσφαίρου, τέλος πάντων, δεν ανυπομονώ, ούτε ενθουσιάζομαι πια εύκολα για πράγματα που πριν δέκα χρόνια θα ήταν μονίμως στο μπροστινό μέρος του μυαλού μου.

Γιατί λοιπόν το Mario, απ’ όλα; Γιατί με συγκινεί ξαφνικά σε τέτοιο βαθμό; Δεν θυμάμαι άλλο παιχνίδι της σειράς που να περίμενα με αντίστοιχο ενθουσιασμό παρόλο που ανέκαθεν τα εκτιμούσα. Όσοι απαντάτε από μέσα σας: “γιατί προφανώς φαίνεται ΠΑΙΧΝΙΔΑΡΑ βρε κεφτέ”, αυτό είναι απλά ένα μικρό κομμάτι της απάντησης και μάλλον το πιο αδιάφορο. Σίγουρα κατά βάθος πιστεύω πως θα είναι ένα καλό παιχνίδι, παρόλα αυτά, αφενός και άλλα πολλά (παιχνίδια) φαίνονται ή φαινόντουσαν εξαιρετικά και δεν ενθουσιάζομαι/ ενθουσιάστηκα έτσι πριν την κυκλοφορία τους και αφετέρου, έχω δει ελάχιστα από το παιχνίδι για να προβώ σε σχετικά ασφαλές συμπέρασμα. Με ένα trailer και ένα δεκάλεπτο gameplay βίντεο στην τελευταία Ε3, δεν έχω διαμορφώσει καμία σοβαρή άποψη. Οπότε, όχι, δεν είναι επειδή φαίνεται “παιχνιδάρα”.

Το ακόμα πιο αλλοπρόσαλλο με την κατάσταση είναι το εξής: μεγαλώνοντας, και όσο αποκτούμε συναίσθηση του περιορισμένου χρόνου μας σε αυτόν τον κόσμο, είναι δεδομένο πως αναζητούμε ή τουλάχιστον εκτιμούμε περισσότερο δραστηριότητες που εμπεριέχουν κάποιο νόημα για εμάς, γι’ αυτό και το άσκοπο παιχνίδι, ένα μεγάλο κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας, μειώνεται μέχρι που σχεδόν εξαφανίζεται για τους περισσότερους. Γιατί λοιπόν η ιδέα ενός νέου παιχνιδιού Mario, που δεν καλύπτει σίγουρα την ενήλικη αναζήτησή μου για νόημα, με ενθουσιάζει αυτή τη στιγμή;  Είναι απλά μια περίπτωση υπέρμετρης νοσταλγίας ή υπάρχει, ενδεχομένως, κάτι διαχρονικό, κάτι βαθύτερο από πίσω; Για να βγάλουμε κάποια άκρη, πρέπει να πάμε πίσω, στις ρίζες της σχέσης μου με τον χαρακτήρα της Nintendo.   

Γεννημένος το 1987, είχα την τύχη σε αρκετά μικρή ηλικία να έχω Super NES και σε αυτό, το Super Mario All Stars (το οποίο είναι μια συλλογή που περιέχει σε ελαφρώς βελτιωμένη έκδοση τα πρώτα τρία Super Mario Bros μαζί με το, ακυκλοφόρητο μέχρι τότε, The Lost Levels). Θυμάμαι να παίζω και να διασκεδάζω με τα παιχνίδια αλλά δεν έχω μέσα μου κάποια ξεχωριστή ανάμνηση από αυτά. Ήταν μια ευχάριστη ασχολία για τον μικρό, ανέμελο εαυτό μου αλλά τίποτα παραπάνω. Θα μου πείτε, τι είναι “παραπάνω” όταν είσαι 6 ετών; Σχεδόν τίποτα, υποθέτω. Οπότε ίσως είναι απλά θέμα ηλικίας αυτή η σύγχρονη –τότε- συμπάθεια, παρέα με το ανύπαρκτο συναισθηματικό “αποτύπωμα” μέσα μου. Γι’ αυτό και δεν ζήτησα ποτέ και δεν είχα κανένα άλλο Mario για το σύστημα (εγώ έχασα, ξέρω). Η πραγματική μου πρώτη σύνδεση με τον τροφαντό υδραυλικό (για μένα θα είναι πάντα υδραυλικός κι ας λέει η Nintendo ό,τι θέλει) έγινε λίγα χρόνια αργότερα με το Super Mario 64.

Ήταν Ιούνιος του 1997 και για το τέλος της σχολικής χρονιάς, οι γονείς μου μού είχαν υποσχεθεί ένα δώρο. Το “μοντέρνο” PlayStation, έχοντας ήδη σαρώσει την αγορά με την επιθετική, cool εικόνα του, ήταν στη “λίστα” κάθε παιδιού της εποχής κι εγώ φυσικά, δεν αποτελούσα εξαίρεση. Δεν είχα δεύτερες σκέψεις, θα έπαιρνα την κονσόλα της Sony. Τότε όμως, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Λίγες μέρες πριν κλείσει το σχολείο, βρέθηκα σε έναν φίλο μου που μόλις είχε αγοράσει πακέτο το “νέο Nintendo” με το Mario 64. Και εκεί, άλλαξαν όλα. Ακόμα και σήμερα, μου έρχονται αβίαστα οι εικόνες και τα συναισθήματά, όταν έπιασα τον “εξωγήινο” εκείνο μοχλό στα χέρια μου. Κοιτώντας τώρα προς τα πίσω, νομίζω ότι αυτή ήταν η στιγμή που ερωτεύτηκα τα βιντεοπαιχνίδια. Δεν μπήκαμε ποτέ μέσα στο κάστρο. Πρέπει να καθίσαμε για δύο ώρες, ίσως και παραπάνω, στην μικρή αυλή μπροστά του, απλά εξερευνώντας το ρεπερτόριο κινήσεων του Mario και κάνοντας ό,τι χαζομάρα μας κατέβαινε στο κεφάλι.  Ήταν η πρώτη φορά που μόνο το να ελέγχεις έναν χαρακτήρα ήταν τόσο απολαυστικό. Η ζωντάνια του με μαγνήτισε κατευθείαν.

Αν τα βιντεοπαιχνίδια, στην απόλυτη βάση τους, είναι η “δράση” του παίκτη και η “αντίδραση” που λαμβάνει στην οθόνη, τότε το “Mario 64” είναι από τα πιο αγνά αριστούργηματά τους. Εκείνες οι δύο ώρες ήταν ο πυρήνας του μέσου τελειοποιημένος και απογυμνωμένος από κάθε περιττό στοιχείο. Πολλοί, είμαι σίγουρος, πιστεύετε πως υπερβάλλω και η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο να σας μεταφέρω την όλη εικόνα: την πρωτοπορία του αναλογικού μοχλού, την ελευθερία των τρισδιάστατων περιβαλλόντων, το ασύλληπτο για την εποχή animation και όλα αυτά μαζί να αναζωπυρώνονται συνεχώς από τον ενθουσιασμό ενός δεκάχρονου παιδιού. Για μένα όμως, είναι απόλυτα ξεκάθαρα. Στα μάτια μου, επρόκειτο για ένα καλλιτέχνημα που παράγονταν ακαριαία με το πάτημα των πλήκτρων και την βοήθεια ενός μικρού μοχλού. Από εκείνο το απόγευμα, έχω συνδέσει τα Mario με μια παιδική ευχαρίστηση που στηρίζεται στην άμεση, απτή αλληλεπίδραση.

Δεν ήταν όλο αυτό το ποτάμι συναισθημάτων αποτέλεσμα μόνο ενός καλοζυγισμένου ελέγχου φυσικά. Ήταν όλο το “πακέτο” της “επικοινωνίας”, από τα μικρά ηχητικά εφέ και τις λεπτομέρειες στο animation, μέχρι το level design που ήταν στημένο γύρω από την ελευθερία της κίνησης. Οι εικονικοί του χώροι, που αποτελούν απόλαυση να διασχίζεις είτε είσαι παίκτης μεγάλης ικανότητας, είτε μικρής, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα level design που ξέρει πώς να υπηρετεί τους σκοπούς του. Έτσι, η κίνηση του Mario γινόταν αυθόρμητα, ένα είδος έκφρασης. Μπορούσες να παίξεις συντηρητικά και μαζεμένα ή να ξεδιπλώνεις αρμονικά την μία κίνηση μετά την άλλη, χωρίς να κομπιάζεις πουθενά, να ακολουθείς το μονοπάτι ή να αυτοσχεδιάζεις δικό σου. Όλο το ρεπερτόριο του Mario ήταν διαθέσιμο από την αρχή, το παιχνίδι δεν σου έκρυβε τίποτα.

Στα έδινε όλα και σε άφηνε σε αυτές τις μαεστρικά δομημένες αλάνες να κάνεις του κεφαλιού σου. Άλλα, άλλο να ξέρεις τις νότες και άλλο να συνθέτεις μελωδίες. Η εξέλιξη του gameplay γινόταν αποκλειστικά μέσω της δικής σου εκμάθησης των ικανοτήτων του Mario και είχε την φυσικότητα μιας πραγματικής κατάκτησης. Κι έτσι, είτε ήσουν αρχάριος, είτε “επιστήμονας” το απολάμβανες. Ξαναλέω, δεν ήταν το τρισδιάστατο στοιχείο στο “μάτι” που μας εντυπωσίαζε περισσότερο, σας το εγγυώμαι, ήταν η αίσθηση και η εκφραστικότητα που εξέπεμπε κάθε συνδυασμός πλήκτρων. Ήταν μια απόλαυση τόσο άμεση και ολοκληρωμένη, όσο το να γεύεσαι το αγαπημένο σου γλυκό. Γι’ αυτό φυσικά και μέχρι σήμερα παραμένει αγέραστο, παρά την ξεπερασμένη κάμερά του. Παρόλα αυτά, άργησα να το εκτιμήσω όπως του αξίζει. Παράδοξο αλλά αληθινό.

Θυμάμαι χρόνια αργότερα να διαβάζω ότι αυτό το παιχνίδι ήταν που έπεισε τον Gabe Newell ότι τα βιντεοπαιχνίδια είναι τέχνη, και τότε σαν να ξεκλείδωσαν μέσα μου όλα. Σαν να το ήξερα, αλλά να μην το είχα σκεφτεί ποτέ γιατί…ήταν απλά το “Mario”. Δεν είχα κάτσει να το αναλύσω ποτέ. Όταν είσαι δέκα, δεν στοχάζεσαι στο “γιατί” και “πώς”, απλά ξέρεις. Και αργότερα στην εφηβεία, στρέφεσαι σε πιο “μεγαλίστικα” πράγματα, οπότε δεν το ξανασκέφτηκα. Εκείνο όμως το απόγευμα συνέβη μια μικρή αποκάλυψη για μένα, τη σημασία της οποίας άργησα, αλλά τελικώς, κατάλαβα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, τα βιντεοπαιχνίδια δεν ήταν απλά ένας ακόμα ευχάριστος τρόπος να περνάω την ώρα μου αλλά κάτι το μαγικό που ήθελα να εξερευνήσω εις βάθος όσο μπορούσα.

Θα σας πω και κάτι ακόμα. Δεν θέλετε; Καλά, εγώ θα σας το πω όπως και να ‘χει. 

Δεν πρόκειται να αναφερθώ καθόλου στα υπόλοιπα τρισδιάστατα παιχνίδια της σειράς. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν, το αντίθετο μάλιστα. Εκτιμώ ιδιαίτερα ακόμα και το (πολύ άνισο) Sunshine για το –ακόμα- πιο πλούσιο ρεπερτόριο του Mario, ενώ, τα Galaxy…τι να πει κανείς για τα Galaxy; Φεστιβάλ δημιουργικότητας, φαντασίας και σχεδιαστικής βιρτουοζιτέ, που αν δεν κουβαλούσαν τα “άγχη” της “casual” φιλοσοφίας του Wii με το συχνό hand-holding και την –ορισμένες φορές- απλοϊκή γραμμικότητα, θα ήταν όσο πιο κοντά έφτασαν ποτέ τα τρισδιάστατα platform παιχνίδια στην τελειότητα. Μου αρέσουν λοιπόν πάρα πολύ, αλλά δεν έχουν την ίδια θέση μέσα μου, όπως το Super Mario 64. Ναι, ηλικία θα μου πείτε. Άλλο να παίζεις Mario στα 10 και άλλο στα 15 και στα 20+. Σίγουρα, δεν αντιλέγω καθόλου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο. Κρατηθείτε γιατί είναι λίγο κουλό. Δεν παίζω τα Mario για το platform gameplay. Ή τουλάχιστον μόνο γι’ αυτό. Ναι, καλά διαβάσατε. Μου αρέσει φυσικά και το απολαμβάνω αλλά αυτό που έκανε τόσο ξεχωριστό το Super Mario 64 στα δικά μου μάτια, και λείπει από τα υπόλοιπα 3D παιχνίδια της σειράς (το Sunshine προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε εξίσου καλά), ήταν η ΠΡΟΣΜΙΞΗ του platforming με την δημιουργική και δυναμική εξερεύνηση. Κάθε πίστα στο Mario 64 ήταν μια αλάνα στην οποία ήμουν ελεύθερος να βρω τον δρόμο μου και να πειραματιστώ, ενώ, και έξω από τις πίστες, το κάστρο ήταν σχεδιασμένο πάνω στην ίδια φιλοσοφία.

Όλο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο Mario περιπλανιέται καθ’ όλη τη διάρκεια μόνος σε ένα άδειο κάστρο, δημιουργούσε την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε ένα αθώο παιδικό όνειρο: ένιωθες πως τίποτα κακό δεν μπορεί εν τέλει να συμβεί, και όλα ενδέχεται να κρύβουν μια έκπληξη. Από τις κρυφές πίστες των καπέλων, το κουνελάκι στο υπόγειο, τα “ατελείωτα” σκαλιά του Bowser, μέχρι τις ίδιες τις “βασικές” πίστες που βρίσκονταν κρυμμένες πίσω από πίνακες, παράθυρα και… τοίχους (όπως καταλάβατε θεωρώ το κάστρο, ένα από τα καλύτερο hub στην ιστορία αυτού του μέσου.) Το Mario 64 ήταν μια ολοκληρωμένη platform ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ που σε προσκαλούσε να την εξερευνήσεις με μια πηγαία ξενοιασιά. Να παίξεις μαζί της, με την παιδική σημασία της λέξης.

Θα βρω άραγε πάλι αυτά τα στοιχεία στο Odyssey; Δεν έχω ιδέα. Το μόνο που ξέρω είναι πως η Nintendo το τοποθετεί στην ίδια σχεδιαστική φιλοσοφία με το Mario 64, δηλαδή των ανοικτών μικρόκοσμων, της ελευθερίας και της εκφραστικής περιήγησης. Και το Sunshine, εκεί τοποθετείται όμως. Οπότε, δεν ξέρω. Και ας πούμε ότι τα βρίσκω, σε τι ακριβώς ευελπιστώ; Όλοι ξέρουμε πως δεν πρόκειται να ξανανιώσω τέτοια συναισθήματα. Μια φορά είσαι παιδί, δεν έχει δεύτερη. Οπότε, πάλι δεν έχω ιδέα. Ίσως, όσο μεγαλώνω και ωριμάζω να νιώθω περισσότερο την ανάγκη κάπως να εξερευνώ και να διαφυλάττω την παιδικότητά μου. Και η Nintendo όντας μέρος αυτής, εξελίσσεται τώρα σε κάτι σαν θεματοφύλακά της. Ένας συνδετικός κρίκος με κάτι όλο και πιο σπάνιο -άρα και πολύτιμο-, όσο μεγαλώνω.

Τα παιχνίδια της, μέσω της αμίμητης τέχνης της και της δικής μου νοσταλγίας, μετατρέπονται σε τόπους όπου μπορώ να ξανανιώσω για λίγο την εκλιπούσα παιδικότητά μου. Και το υπέροχο με τα βιντεοπαιχνίδια είναι πως είναι στην κυριολεξία τόποι. Εικονικοί τόποι μέσα στους οποίους μπορώ, έστω φευγαλέα, να θυμηθώ την χαρά του άσκοπου παιχνιδιού, την έξαψη ενός αθώου παιδικού μυστηρίου, τις χαριτωμένες χαζομαρούλες που μπορεί να κρύβονται σε κάθε γωνιά. Μερίδιο σε όλο αυτό, έχει παίξει σίγουρα και το Breath of the Wild. Το τελευταίο Zelda μου έδειξε πως η Nintendo έχει ακόμα την ικανότητα να προσεγγίζει την ουσία των παιχνιδιών της χωρίς να κάνει επίκληση στη νοσταλγία ενός συναισθήματος, αλλά στο ίδιο το συναίσθημα, με αυθεντικό τρόπο. Αν το Zelda ήταν πάντα η προσωποποίηση της ”αγνής περιπέτειας”, το Mario ήταν του “αγνού παιχνιδιού”. Η ανυπομονησία μου, δείχνει πως το δεύτερο μου έχει λείψει.

Τότε, στο Nintendo 64, ήταν πρώτα το Mario και μετά το Zelda που ταρακούνησαν την βιομηχανία με την μετάβασή τους στις τρεις διαστάσεις. Τώρα ίσως αλλάξουν σειρά. Το Zelda έκανε ήδη το “καθήκον” του.