Οι πιο επικές μάχες στην ιστορία της μεγάλης οθόνης | Pt.1

“Να νικιέσαι καμιά φορά, μα να μην υποκύπτεις ποτέ”
12 Ιανουαρίου 2018 14:28
Οι πιο επικές μάχες στην ιστορία της μεγάλης οθόνης | Pt.1

Σε κάθε μάχη δεν λένε ότι υπάρχουν νικητές και ηττημένοι; Ήρωες και χαμένοι; Ή μήπως δεν έχεις ακουστά ότι στον κόσμο τούτο μαίνεται μία αέναη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό; Ίσως τυγχάνει μάλιστα, να σου ‘χουν διηγηθεί και αληθινά περιστατικά από πόλεμο, άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που επέζησαν ενός τέτοιου βιώματος. Οπωσδήποτε πάντως, θα ‘χεις διαβάσει, αλλά θα σου ‘χουν μιλήσει και για φανταστικές μάχες, όπως αυτές στα παραμύθια. Και είναι προτιμότερο να μαθαίνει κανείς με τέτοιον τρόπο για την βία των όπλων παρά από προσωπική πείρα. Σάμπως δεν έχεις δει και εσύ να ζωντανεύουν εμπρός σου μέσα από το κινηματογραφικό κάδρο ιστορίες βγαλμένες από την φωτιά του πολέμου;

Όποια παρόμοια μυθοπλασία και αν παρακολούθησες, ξέρεις ότι καμία μάχη δεν κερδήθηκε ποτέ, χωρίς να χαθεί κάτι. Και αν η έκβαση απέβη νικηφόρα για την μία από τις δύο πλευρές, αυτό σίγουρα δεν ήρθε ανέξοδα. Το βέβαιο είναι ότι έστω κι έτσι σου παρέχεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσεις πως για κανέναν λόγο δεν θα ήθελες να βρεθείς στην δίνη μίας τέτοιας συμφοράς. Να εμπεδώσεις ότι ο σκοπός δεν αγιάζει πάντα τα μέσα, και να αντιληφθείς πως καμιά φορά οι επιταγές που σου υπαγορεύουν να αγωνιστείς, σε φέρνουν αντιμέτωπο με το πιο δύσκολο πράγμα: να αναμετρηθείς καταρχήν με εσένα τον ίδιο. Αλλά να παραμείνεις άνθρωπος μέχρι το τέλος, όποιο και αν είναι αυτό.

Στις ταινίες που έπονται παρακάτω, η επιβίωση κατέληξε ζητούμενο και η ειρήνη ευσεβής πόθος. Ορισμένα από αυτά τα φιλμ φτιάχτηκαν με αφορμή αληθινά γεγονότα, ενώ για άλλα σαν πηγή έμπνευσης στάθηκαν έκρυθμες καταστάσεις που ξεπηδούν από σύμπαντα αλλιώτικα, μακρινά από την πραγματικότητα που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας. Εκείνα τα μέρη δεν μπορείς παρά μόνο νοερά να τα προσεγγίσεις, και με την καρδιά σου να τα νιώσεις.

Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω στιγμές που αποτυπώθηκαν στο πανί της μεγάλης οθόνης, φέρουν μία αύρα διαφορετική, σκοτεινή και βαριά όμοια με την καταχνιά του χειμωνιάτικου σούρουπου. Είναι σαν το ένστικτο της ζωής και η μυρωδιά του θανάτου να αλληλοδιαπλέκονται αξεδιάλυτα, ενορχηστρώνοντας ένα άγριο, σχεδόν απόκοσμο τελετουργικό που βρίσκει εκτόνωση σε κραυγές, τυμπανοκρουσίες, ποδοβολητά αλόγων και μεταλλικούς ήχους από σπαθιά και ασπίδες. Την ίδια ώρα, ο σκηνοθέτης μαζί με τον μουσικοσυνθέτη σε προτρέπουν να μυηθείς στα ταραχώδη τεκταινόμενα που εκτυλίσσονται “ενώπιον σου”, απευθύνοντάς σου κάλεσμα να παραταχθείς και εσύ στην πρώτη γραμμή όπως και τόσοι άλλοι γενναίοι.


The Lord of the Rings: The Two Towers (2002) - Η μάχη του Helm’s Deep

Φέρε στον λογισμό σου εκείνη την νύχτα που το λεγόμενο Φαράγγι του Helm γέμισε από υπηκόους του Edoras, αλλά και πολύτιμους συμμάχους του βασιλιά Théoden. Άνθρωποι και ξωτικά ένωσαν ξανά τις δυνάμεις τους, αυτή την φορά για να υπερασπιστούν τον λαό του Rohan, με τρία μέλη της διαλυμένης πια Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού, να έχουν συντρέξει στο πλευρό τους: τoν Aragorn, τoν Legolas και τoν Gimli. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν το βάθος του μαύρου ορίζοντα. Σαν ασημένια φίδια οι κεραυνοί άρχισαν να αυλακώνουν τον ουρανό. Δεν θα αργούσε να δοθεί το έναυσμα για την σύρραξη. Τα λάβαρα και οι  πυρσοί του Isengard ζύγωναν κοντά στο οχυρό το οποίο αγκάλιαζαν δεξιά και αριστερά οι βουνοπλαγιές από τα όρη Ered Nimrais. Το βάδισμα των Uruk-hai αντηχούσε ολοένα και δυνατότερα σ’ ολόκληρη την κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά από το φρούριο. Ο στρατός του Saruman σταμάτησε υπακούοντας στο πρόσταγμα του στρατηγού τους. Τα κοφτερά ακόντιά τους τράνταζαν τώρα ρυθμικά το έδαφος συνοδεύοντας τον μπάσο θόρυβο από το βούκινο τους, ενώ οι αλαλαγμοί πλήθαιναν. Ένα βέλος έσκισε τον αέρα με έναν οξύ συριγμό, ξεφεύγοντας από τις πολεμίστρες του τείχους και εξοντώνοντας κάποιον από τους απεσταλμένους του εχθρού. Τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά των Uruk-hai προανήγγειλαν την επίθεσή τους λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Οι τοξότες του Haldir σημάδεψαν και έριξαν ευθεία στον στόχο, στις πρώτες σειρές των αντιπάλων.

Η εντολή του Théoden: «Δώσ’ τε τους μία ομοβροντία!» ενισχύει από εδώ και πέρα το συνεχές σφυροκόπημα. Οι σκάλες των επίδοξων κατακτητών στήνονται. Τα ξίφη των υπερασπιστών τραβιούνται από τα θηκάρια τους και όλοι τίθενται σε πλήρη εγρήγορση. Πολεμούν επί ώρες σκληρά μες στη βροχή. Ο πολιορκητικός κριός ετοιμάζεται να παραβιάσει την πύλη του Hornburg, ενώ στο τρωτό σημείο του κτίσματος, τον υπόγειο αγωγό νερού, τοποθετούνται τεράστιες βόμβες από μπαρούτι. Κάποιος εκ των Uruk-hai βαστώντας έναν αναμμένο δαυλό τρέχει για να πυροδοτήσει το θανάσιμο μηχανισμό και να ανατινάξει το κομμάτι εκείνο. Δυστυχώς, το πετυχαίνει. Ξαφνικά ο εκκωφαντικός κρότος καλύπτει ο,τιδήποτε άλλο και ο τόπος σείεται συθέμελα. Πέτρινα θραύσματα εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση. Οι καταπατητές εκμεταλλεύονται την περίσταση και διεισδύουν μέσα από το ρήγμα. Ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τους αμυνόμενους που χρησιμοποιούν τα χαλάσματα σαν πολεμοφόδια. Η εκπόρθηση του κάστρου είναι πια αναπόφευκτη. Άψυχα κουφάρια κείτονται το ένα πάνω στο άλλο. Και οι τραγικές απώλειες δεν λείπουν, όπως ούτε και οι τρανές πράξεις ανδρείας πάνω στην έξαψη της στιγμής.

Οι πολεμιστές του Rohan καλούνται να υποχωρήσουν σε έναν εσωτερικό χώρο που προς το παρόν δεν έχει καταληφθεί. Καθώς όλα φαντάζουν μάταια και σιγά σιγά οι περισσότεροι εγκαταλείπουν κάθε ελπίδα, η ιδέα μίας ηρωικής εξόδου και ενός ένδοξου θανάτου ξεπροβάλλει κραταιά. Κανείς δεν προτίθεται να παραδώσει αμαχητί την ελευθερία του ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως δεν θα δει το ρόδινο φως της αυγής που δειλά δειλά χαράζει. To πελώριο κέρας του Helm Hammerhand ηχεί βροντερά. Οι εναπομείναντες έφιπποι μαχητές καλπάζουν για να συναντήσουν το πεπρωμένο τους. Και επειδή τίποτε δεν έχει ξοφλήσει εξ’ αρχής, η τύχη θα χαμογελάσει στους τολμηρούς. Παράλληλα, η σωτήρια άφιξη του Gandalf με τον επικεφαλής των Rohirrim, τον Éomer, έρχεται σαν θείο δώρο. Οι ακτίνες του ήλιου που ανατέλλει, καλώς ορίζουν ένα καινούργιο ξεκίνημα  λούζοντας με εκτυφλωτικό φως το τμήμα αυτό του Westfold. Η κατάβαση των Αλογαφεντάδων του Riddermark  από τους απότομους λόφους ξεπλένει σαν ορμητικός χείμαρρος στο πέρασμά του τους διώκτες τους. Αντιμετωπίζουν θαρραλέα τα αποκρουστικά πλάσματα, και τα αποδεκατίζουν.


The Lord of the Rings: The Return of the King (2003) - Η μάχη στα Pelennor Fields

Ομολογουμένως, το τελευταίο κεφάλαιο της υπέρτατης αυτής εποποιίας του Πατέρα του Φανταστικού, J. R. R. Tolkien, μεταστοιχειώθηκε από τον Peter Jackson, μαζί με τα άλλα δύο εμβληματικά μέρη που το συμπληρώνουν, σε μία αριστουργηματική μεταφορά στα χρονικά της 7ης Τέχνης, διεκδικώντας εξέχουσα θέση στο πάνθεον των κινηματογραφικών υπερπαραγωγών. Οι υποβλητικές μελωδίες του Howard Shore επισφράγισαν άψογα την αισθητική και το ύφος των ατμοσφαιρικών αυτών αφηγήσεων, με το θέμα της Gondor από την Επιστροφή του Βασιλιά να ξεπηδάει αυτομάτως σαν σιγανό ψιθύρισμα από μέσα σου με μία και μόνο υποτυπώδη αναφορά στο LOTR III. Εντούτοις, η δική μου παρόρμηση να συμβαδίσω με τις νότες του αντίστοιχου ασυναγώνιστου soundtrack ενεργοποιείται κυρίως από τον αναβρασμό που επικρατεί στις εκτάσεις του Pelennor αφότου έχει συντελεστεί η έλευση των Eorlingas. Δεν θα μπορούσε λοιπόν, παρά να ανατρέξει κανείς σε εκείνη την καθοριστικής σημασίας πράξη που έθεσε τα θεμέλια για τον επίλογο της θεαματικής τριλογίας. Σκέψου ότι η Osgiliath, ο προμαχώνας της Minas Tirith έχει γίνει βορά στα αδίστακτα ‘όρνεα’ της Minas Morgul, με την απόπειρα ανακατάληψής της να γνωρίζει παταγώδη αποτυχία. Η πρωτεύουσα της Gondor δέχεται σωρηδόν τα ανηλεή χτυπήματα από τους πυργίσκους και τους καταπέλτες των πολιορκητών που εφαρμόζουν αδιαμαρτύρητα τα παραγγέλματα του δύσμορφου Gothmog. Ο Μάγος-Βασιλιάς της Angmar, ο αρχηγός από τα εννέα Δαχτυλιδοφαντάσματα, πλανάται σαν ζοφερή σκιά πάνω από τα υψηλότερα επίπεδα της πόλης, ενώ προΐσταται των εναέριων εφορμήσεων των Nazgul που κατακρημνίζουν όσους είναι εκτεθειμένοι στο οπτικό τους πεδίο. Μέχρι και εντός του Mithrandir ξυπνάει η ανησυχία ενός επικείμενου ολέθρου, καθώς αντικρίζει τον απόλυτο παραλογισμό του χάους και του μηδενισμού που κυριαρχεί. Ωστόσο, ένας απρόσμενος ύμνος από σάλπιγγες φτάνει στ’ αυτιά του και διακρίνει τα λιβάδια του Pelennor που κατακλύζονται από τους απογόνους του Eorl Α’, με οδηγό τους τον Théoden και τον ανιψιό του, Éomer.

Πάνω στ’ άλογά τους οι αναβάτες ορθώνουν σύσσωμοι το ανάστημά τους και κραδαίνουν τις λόγχες και τα ξίφη τους καθώς εν όψει τους διαγράφονται οι κτηνώδεις ορδές του Sauron να καταστρέφουν μετά μανίας τα πάντα. Τα λόγια εμψύχωσης από τον κυβερνήτη του έθνους του Rohan σαν βάλσαμο παρηγοριάς πέφτουν πάνω στις πληγές του φόβου και τις απαλύνουν: «Σηκωθείτε, σηκωθείτε Καβαλάρηδες του Théoden! Δόρατα θα τρίξουν. Ασπίδες θα θρυμματιστούν. Μέρα σπαθιών ετούτη! Πορφυρή ημέρα. Πριν ο ήλιος ανατείλει. Καλπάστε τώρα! Καλπάστε! Καλπάστε στην καταστροφή και στα έσχατα του κόσμου! Θάνατος! Θάνατος! Θάνατος! Εμπρός Eorlingas!». Το κουράγιο στάλαξε και πάλι στις ψυχές του πλήθους. Κραύγασαν ομόφωνα τις ιαχές προτού διασχίσουν την απόσταση που τους χώριζε από τα Orcs τα οποία καραδοκούσαν αντίκρυ με προτεταμένη την κόψη από τα κοντάρια τους δημιουργώντας μία δαιμονισμένη οχλοβοή. Ο καλπασμός των Rohirrim καταφέρνει καίριο πλήγμα έναντι των αποτρόπαιων όντων από τα οποία είναι κατάμεστη η τοποθεσία. Και ενώ διατηρείται ένα ακμαίο ηθικό κατά την διάρκεια της αρχικής αναμπουμπούλας, μία δυσάρεστη έκπληξη διαφαίνεται πλέον από μακρυά. Θηρία δυσθεώρητων διαστάσεων, οι αποκαλούμενοι Ολίφαντες, πλησιάζουν κουβαλώντας στην ράχη τους τάγματα των Haradrim που έχουν δηλώσει την υποταγή τους στην Μαύρη Πύλη και κατευθύνουν τα γιγαντιαία κτήνη για να ισοπεδώσουν τους στρατιώτες του Théoden.

Ως εκ τούτου, οι όροι αντιστράφηκαν και σύντομα η ασύμμετρη απειλή έδειχνε ακατανίκητη. Εκατοντάδες ποδοπατούνταν και άλλοι σε ανύποπτο χρόνο εκτινάσσονταν από τους χαυλιόδοντες των ζώων πολλά μέτρα πιο πέρα. O ηγέτης των Nazgul διάλεξε προσεκτικά την λεία του και σύντομα ανέτρεψε από την σέλα του τον βασιλιά του Rohan, ακινητοποιώντας τον ακαριαία. Μεταμφιεσμένη με το κράνος και την πολεμική της εξάρτυση, η Eowyn με αυταπάρνηση σπεύδει γοργά για να συνδράμει τον ημιθανή θείο της ενάντια στο θανατερό μίσος της καταχθόνιας αυτής ύπαρξης. Κανείς δεν είχε τολμήσει να διαβλέψει αυτό που θα συνέβαινε στην συνέχεια. Η προφητεία για την εξολόθρευση του παραπάνω Aπέθαντου μοχθηρού Στοιχειού εκπληρώθηκε ανέλπιστα, αφού όντως δεν έπεσε από χέρι άνδρα! Εν τω μεταξύ, τα πειρατικά καράβια των κουρσάρων του Umbar, κατέπλευσαν στο λιμάνι. Τα Orcs βιάστηκαν να αναθαρρήσουν, μα πιάστηκαν εξ’ απίνης… Οι μισθοφόροι που είχαν στρατολογήσει  παρέμεναν άφαντοι. Από τα σκαριά των πλοίων φάνηκαν οι “Τρεις Κυνηγοί” που αστραπιαία πήδηξαν από την κουπαστή και προσγειώθηκαν στην αποβάθρα!

Η συνακόλουθη έφοδος του Στρατού των Νεκρών κατέπνιξε στο σαρωτικό διάβα της τον αηδιαστικό συρφετό. Ο Legolas και ο Gimli, συνεπείς στο στοίχημά τους για το ποιός δύναται να σπάσει το ρεκόρ του άλλου, σκοτώνοντας όσο περισσότερους επιδρομείς γίνεται, αναλαμβάνουν δράση με περίσσιο ζήλο. Ασχέτως αν ο πρίγκιπας των ξωτικών από το Δάσος του Mirkwood, μπόρεσε να σωριάσει ολομόναχος κάποιο από τα Mûmakil που είχαν απομείνει, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το κατόρθωμά του εξακολουθεί να μετράει σαν ένα στο ενεργητικό του! Η ένταση καταλαγιάζει βαθμιαία. Η Minas Tirith έχει γλυτώσει από τον αφανισμό, όντας και πάλι ασφαλής. Μα είναι βαρύς ο φόρος αίματος που πλήρωσε για την προάσπιση της ανεξαρτησία της. Οι πανηγυρισμοί σαν να ‘χουν ένα μούδιασμα που επισκιάζει την γλυκιά γεύση της νίκης. Ο Aragorn, ως αυθεντικός διάδοχος του Isildur και νόμιμος δικαιούχος του θρόνου της Gondor, πιστός στην υπόσχεσή του απελευθερώνει από την αιώνια δέσμευσή τους τα πνεύματα των Επίορκων του Dunharrow, λυτρώνοντάς τους από την κατάρα που τους κατέτρυχε ήδη από τον Πόλεμο της Τελευταίας Συμμαχίας. Η σημαία με οικόσημο το Λευκό Δέντρο που στεφανώνεται από τα επτά αστέρια του Οίκου του Elendil, υψώνεται ξανά. Όπου να ’ναι ξημερώνει μία νέα εποχή. Πριν συμβεί όμως αυτό θα χρειαστεί να μεσολαβήσει η τελειωτική φάση από την Μάχη της Μέσης Γης. Και τότε θα κριθούν όλα.


Braveheart (1995) – Η μάχη κοντά στην Γέφυρα του Stirling

Σφάλισε για λίγο τα μάτια σου και πες ότι έχεις στρατοπεδεύσει και εσύ εν έτει 1297 στον λόφο Abbey Craig, βόρεια από τις όχθες του River Forth, μαζί με άλλους τόσους Σκωτσέζους. Αντιθέτως, το πεζικό του Άγγλου ηγεμόνα Εδουάρδου Α', το προσωνύμιο του οποίου καθιερώθηκε ως “Μακρυπόδης”, έχει στήσει τις σκηνές του νότια του ποταμού, και απαρτίζεται από ιππότες, τοξότες αλλά και απλούς οπλίτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και Ουαλοί. Μόλις φέξει οι Άγγλοι περιδιαβαίνουν την γέφυρα και καταπιάνονται με τα τελευταία βήματα προετοιμασίας τους. Οι σιλουέτες τους είναι πια ευδιάκριτες στα γύρω υψώματα. Το έμβλημα του Στέμματος φιγουράρει πάνω σε πολύχρωμα φλάμπουρα.  Η αριθμητική τους υπεροχή σε σχέση με το στράτευμα της Σκωτίας είναι εμφανέστατη. Κάποιος από τους επαναστάτες προτείνει να υπαναχωρήσουν και οι μισοί μιμούνται το παράδειγμά του στρέφοντας τα νώτα τους προς τον εχθρό. Οι γηραιοί φύλαρχοι μάταια πασχίζουν να τους μεταπείσουν. Επικαλούνται σαν επιχείρημα ακόμη και την δυνατότητα  διαπραγμάτευσης με τους πολεμίους τους για την επίτευξη συμβιβασμού και την αποσόβηση της άμεσης μεταξύ τους συμπλοκής. Ο William Wallace, η προεξάρχουσα φυσιογνωμία της εξέγερσης συναντάει μία άτονη υποδοχή μαζί με τους έμπιστούς του. Μπλε μπογιά βάφει τα τραχιά χαρακτηριστικά του προσώπου του ως μία συμβολική ένδειξη του εθνικού αγώνα τους. Ένας από τους παρευρισκόμενους αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τον ίδιο και προφέρει με δέος το όνομά του. Άλλοι δυσπιστούν. Από την έμπρακτη συνεισφορά του στο απελευθερωτικό τους κίνημα, έχει χτιστεί γύρω του μία φήμη που δικαιολογημένα θα ζήλευαν πολλοί. Έχει αναχθεί σ’ ένα άπιαστο ιδανικό και τροφοδοτεί προσδοκίες που συνηγορούν στο πρότυπο ενός ατρόμητου και σκληροτράχηλου πολεμιστή, ακατάβλητου από τον οποιοδήποτε.

Οι εκπρόσωποι από τις φατρίες των Σκωτσέζων ευγενών αξιώνουν την αναγνώριση τους από εκείνον. Ο Wallace αγέρωχος, ανταπαντά χωρίς περιστροφές ότι φόρο τιμής αποτίνει μονάχα στην πατρίδα του. Ο κόσμος που έχει συγκεντρωθεί δυσανασχετεί αφού τα εχέγγυα για την μάχη που θα λάβει χώρα, είναι πολύ ισχνά. Η πλειονότητα ισχυρίζεται ότι διακινδυνεύει πολύ περισσότερα συγκριτικά με όσα θα μπορέσει ποτέ να ανταμειφθεί. Ο William παίρνει την πρωτοβουλία να αποστομώσει όσους κοντόφθαλμους μπολιάζουν ενδόμυχα την αμφιβολία και την ανασφάλεια πανικοβάλλοντας εκ των προτέρων τους ομοεθνείς τους: «Παιδιά της Σκωτίας! Είμαι ο William Wallace! Εγώ είμαι! Και βλέπω ολάκερο στρατό από συμπατριώτες μου να αψηφούν την τυραννία! Ήρθατε να παλέψετε σαν ελεύθεροι άνθρωποι! Και είστε ελεύθεροι!... Τί θα κάνετε χωρίς ελευθερία;! Θα πολεμήσετε;!». Επιφωνήματα οργής και δυσαρέσκειας τον διακόπτουν, με ορισμένους να αποκρίνονται ότι ούτε καν διανοούνται πολεμήσουν με τις τρέχουσες συνθήκες! Τους αντιγυρίζει ευθέως:  «Ναι… πολεμήστε, κι ίσως πεθάνετε. Τρέξτε και ίσως ζήσετε. Τουλάχιστον για λίγο. Και πεθαίνοντας στα κρεβάτια σας σε πολλά χρόνια από τώρα, θα εύχεστε να είχατε ανταλλάξει όλες τις μέρες σας για μία μονάχα ευκαιρία. Να γυρίσετε πίσω εδώ και να πείτε στον εχθρό ότι μπορεί να μας στερήσει την ζωή, αλλά ποτέ την ελευθερία μας!». Οι αφοπλιστικά ωμές κουβέντες του βρίσκουν αντίκρισμα ακόμη και στους μέχρι πρότινος πιο ανένδοτους. Οι αλαλαγές ενθουσιασμού φουντώνουν. Ζητωκραυγάζουν, και τον επευφημούν.

Την ίδια ώρα ανιχνεύουν κίνηση από την αγγλική στρατιά. Πρεσβευτές των δύο αντιτιθέμενων μερών ανταμώνουν στα μισά μήπως και συνθηκολογήσουν για την αποτροπή ενός φρικαλέου αιματοκυλίσματος. Ο Wallace που απαξιεί για ημίμετρα και μέσες λύσεις, μπαίνει εμβόλιμα στην στιχομυθία που διαμείβεται και την σαμποτάρει. Οι όροι που ανακοινώνονται είναι τίτλοι έγγειας ιδιοκτησίας με ευνοϊκή φορολόγηση και συνέχιση της υποτέλειας. Η αντιπροσφορά του William σ’ αυτήν την ντροπιαστική εξαγορά συνείδησης και την ευτελή ανακωχή, είναι η παραδοχή όλων των ανοσιουργημάτων που διέπραξε η αγγλική διακυβέρνηση και η έκφραση ειλικρινούς μεταμέλειας προς τους Σκωτσέζους. Ο τόνος της συνομιλίας γίνεται  ιδιαίτερα καυστικός και προσβλητικός. Οι αντιπροσωπείες αποτυγχάνουν να συνεννοηθούν. Οι οπαδοί της αντίστασης συμφωνούν να αξιοποιήσουν ένα ευφυές τέχνασμα αντιπερισπασμού προκειμένου να μπερδέψουν τους δυνάστες τους. Ένας ιερέας ψέλνει προσευχές για να ευλογήσει όσους έχουν μαζευτεί. Έπειτα για ένα λεπτό όλα σωπαίνουν. Αναπάντεχα, όμως θεριεύει και πάλι η τύρβη του πολέμου, και συγχρονισμένα τα πράσινα κιλτ σηκώνονται κοινή θέα! Οι Άγγλοι εξαπολύουν ένα κύμα από βέλη. Μικρό το κακό. Ακολουθεί και δεύτερο εξίσου αναποτελεσματικό. Με διαταγή του ανωτέρου τους, σχηματίζεται η διάταξη των ιππέων.

Ο Wallace με στυλωμένο το βλέμμα του στην επέλαση που τους απειλεί, παρακινεί τους δικούς του να μην το κουνήσουν ρούπι. Τα χλιμιντρίσματα και οι οπλές ακούγονται ολοένα και εγγύτερα στους αποστάτες. Η αναμονή επιτείνει την αγωνία αλλά κανείς δεν λιποψυχεί. Τα άλογα με έναν σάλτο προσπερνούν το ανάχωμα λίγα μέτρα μακρυά από το σημείο όπου εκτείνονται οι σκωτσέζικες παρατάξεις. Με ένα σήμα του William οι σύντροφοί του απιθώνουν κάτω τα όπλα και με αυτοσχέδιους σουβλερούς πασσάλους καρφώνουν με φόρα τα ζώα. Οι επιτιθέμενοι χάνουν την ισορροπία τους και ύστερα ξεσπάει σωστός χαλασμός. Κλαγγές από σπαθιά, ρόπαλα που συνθλίβουν οστά, αιχμηρές λεπίδες που μπήγονται στην σάρκα, λυγμοί και σπαρακτικά ξεφωνητά. Αντανακλαστικές κινήσεις, κοφτές ανάσες, και παραζάλη από την αδρεναλίνη κρατούν σε υπερδιέγερση κάθε κύτταρο του σώματος. Από τις λαβωματιές αναβλύζει ζεστό, αλυκές αίμα που νοτίζει το χώμα. Ο επιθανάτιος ρόγχος απ’ όσους πνέουν τα λοίσθια προκαλεί ρίγος. Κάθε απόφαση ενέχει και ένα ρίσκο, πόσο μάλλον όταν διακυβεύεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ενός λαού. Οι Σκωτσέζοι πάλεψαν λοιπόν, ενάντια στον ζυγό της αιχμαλωσίας και της καταπίεσης που επιζητούσαν να τους επιβάλλουν οι πληρεξούσιοι του άκρατου βρετανικού επεκτατισμού. Από αυτό το πεδίο μάχης εξήλθαν θριαμβευτές, με τον Wallace να γιορτάζει εκστασιασμένος την μεθυστική τους νίκη και να νιώθει τεράστια αυτοδικαίωση για το όλο τόλμημα.


 The Last of the Mohicans (1992) - Η ενέδρα κοντά στο οχυρό William Henry

Μαντεύω ότι οι φωνητικές σου χορδές ήδη αναπαράγουν το κομμάτι-ορόσημο που συνέθεσαν οι Trevor Jones και Randy Edelman για την συγκλονιστική διασκευή του ομώνυμου έργου που το 1826 αποτυπώθηκε από την πένα του James Fenimore Cooper, και την οποία επιμελήθηκε σκηνοθετικά ο Michael Mann το 1992. Ο Daniel Day-Lewis αποθεώθηκε σε μία από τις πιο κορυφαίες ερμηνείες του, υποδυόμενος τον Hawkeye/Nathaniel Poe, τον θετό γιο του Chingachgook, του αρχηγού της ινδιάνικης φυλής των Μοϊκανών. Αυτήν όπως και άλλες τόσες το 1757 πιάστηκε δέσμια των ιστορικών συγκυριών που υπαγόρευαν στους αυτόχθονες κατοίκους της Βόρειας Αμερικής να διαλέξουν ποια μεριά θα προσεταιριστούν, των Άγγλων ή των Γάλλων οι οποίοι με το σκεπτικό του «διαίρει και βασίλευε» επιδίδονταν αυθαίρετα στον κατακερματισμό και τον υποκριτικό εκπολιτισμό της ηπείρου. Οι αδηφάγες αποικιοκρατικές βλέψεις των δύο αυτών αμφίρροπων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που αποσκοπούσαν στο να αυξήσουν τα προτεκτοράτα τους  επεκτείνοντας την σφαίρα επιρροής τους, ‘κατασπάραζαν’ ολόκληρους γηγενείς πληθυσμούς οι οποίοι έπρεπε να προστατέψουν το βιος και τις οικογένειές τους, οπότε αναγκαστικά να διαλέξουν σε ποιον θα πειθαρχήσουν.

Στο τρίτο έτος του πολέμου αυτού, ο συνταγματάρχης George Munro συναινεί απρόθυμα να παραχωρήσει την διοίκηση του οχυρού “William Henry” στον Louis-Joseph de Montcalm, χάριν της αποφυγής μίας ακόμη αιματηρής εκατέρωθεν φιλονικίας. Οι εγκαταστημένοι λοιπόν, σε εκείνη την γη παίρνουν τον δρόμο της φυγής για άλλο αγγλικό φρούριο. Οι Γάλλοι είχαν πείσει την πλειοψηφία των ντόπιων ερυθρόδερμων να συμπαραταχθούν μαζί τους, εκχωρώντας τους οικονομικά και εμπορικά προνόμια ως αντάλλαγμα. Στους Huron μάλιστα, έναν άλλον καταυλισμό ιθαγενών που εχθρεύονταν την κοινότητα των Μοϊκανών, μερικοί αξιωματικοί τους είχαν εξοπλίσει και με τουφέκια.  Εξαγριωμένοι με την μετριοπαθή λύση που επικράτησε, ήταν διατεθειμένοι να εκμεταλλευτούν  το προαναφερθέν πλεονέκτημα και να επιτεθούν σε όσους αποχωρούσαν από την κτήση που κυρίευσαν πρόσφατα οι γαλλικές μεραρχίες. Οι εκτοπισμένοι εγκατέλειπαν αποκαρδιωμένοι τις εστίες τους, και διέσχιζαν το υπαίθριο μονοπάτι δίπλα σ’ ένα δάσος.

Η γεωγραφία της περιοχής έδινε άνετα το προβάδισμα στους Huron, που καιροφυλακτούσαν πίσω από την πυκνή βλάστηση των φυλλωμάτων. Ανυπομονούσαν για το σινιάλο του πρωτεργάτη τους, του Magua ο οποίος επρόκειτο να τους ειδοποιήσει για το πότε να χιμήξουν πάνω στους οδοιπόρους, κάτι που συνέβη άμεσα. Τρομακτικές κραυγές αντήχησαν μέσα από το γειτονικό άλσος. Οι κάννες των επιτιθέμενων άχνιζαν κιόλας από τις αρχικές βολές που σώριασαν σημαντικό αριθμό τόσο από στρατιώτες όσο και από γυναικόπαιδα. Μερικοί χωρίς καμία λύπηση ξεκίνησαν το γιουρούσι γδέρνοντας τα σκαλπ όσων τους εναντιώνονταν, ενώ άλλοι πελεκούσαν λυσσαλέα με τα τσεκούρια τους τα άκρα των Άγγλων που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια τους. Ο Magua σκόπευσε και πυροβόλησε τον George Munro αφού σιγόβραζε μέσα του η εκδίκηση για όσες κακουχίες είχαν προξενήσει οι λευκοί στους οικείους του. Καθώς ετοιμαζόταν να του ξεριζώσει την καρδιά, τον διαβεβαίωσε χαιρέκακα ότι θα εξουδετερώσει και τις κόρες του, Cora και Alice, για να ξεκληριστεί εντελώς η γενιά του. Ο Hawkeye έτρεξε να υπερασπιστεί τις δύο κοπέλες, την σωματική ακεραιότητα των οποίων λίγο έλειψε να βλάψει ανεπανόρθωτα ένας εκ των Huron. Ο Nathaniel ανταμώνει με την αγαπημένη του,Cora, και μαζί με την αδερφή της και τα άλλα παλικάρια του Chingachgook κατηφορίζουν  προς το ποτάμι όπου είναι αραγμένα δύο ινδιάνικα κανό. Επιβιβάζονται σε ένα από αυτά και δραπετεύουν.


Kingdom of Heaven (2005) - Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ

Η μάχη του Hattin έχει κιόλας διεξαχθεί. Το καλοκαίρι του 1187, οι Ναΐτες ηττήθηκαν κατά κράτος από τον πρώτο σουλτάνο της Αιγύπτου και της Συρίας, εν ονόματι Saladin. Ο τότε ανακηρυγμένος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, Guy de Lusignan μαζί με τον Reynald de Châtillon, διοικητή του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, αποφάνθηκαν με τον πιο ασύμφορο και καταχρηστικό τρόπο για το μέλλον των Αγίων Τόπων. Τυφλωμένοι από μεγαλομανία, πρωτοφανή φανατισμό και μισαλλοδοξία, οδήγησαν τα στρατεύματά τους σε μία εκστρατεία που προσιδίαζε περισσότερο σε αποστολή αυτοκτονίας παρά σε ένα προσεγμένο πλάνο στρατηγικής, οπότε εξουθενωμένοι από την κούραση του ταξιδιού τους μέσα από την έρημο, παγιδεύτηκαν και πλευροκοπήθηκαν βάναυσα από τους Σαρακηνούς. Ο πρόσφατα ανακηρυγμένος Βαρόνος του Ibelin, Balian, ο οποίος προκαταβολικά είχε εξωτερικεύσει την κάθετη αντίθεσή του με ένα τόσο ματαιόδοξο και επιπόλαιο διάβημα, πλέον πρέπει εκείνος να φροντίσει για την περιχαράκωση της Ιερουσαλήμ. Συντονίζει την πολεμική επιχείρηση μαζί με όσους θέλησαν να τον συμπράξουν, καταστρώνοντας ένα αξιοπρεπές σχέδιο για την οχύρωση και την ενίσχυση της αντοχής τους εντός των τειχών, ώστε να διασφαλίσουν ότι όλα βαίνουν καλώς με το σύστημα άμυνας τους.

Ο καθολικός Επίσκοπος του λέει χαμηλόφωνα να φυγαδευτούν οι επιφανείς παράγοντες που βρίσκονται ανάμεσά τους ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τον χαμό μυριάδων αμάχων, αφού χάριν της ατομικής του ωφέλειας διατείνεται ότι το να θυσιαστούν είναι αναγκαίο κακό! Εξάλλου, κατά τα δικά του μέτρα και σταθμά μία τέτοια ενέργεια δικαιολογείται διότι είναι θέλημα Θεού να συμβεί το απευκταίο! Ο Balian τον προσπερνάει κοιτάζοντάς τον επιτιμητικά και ύστερα  η προσοχή του επικεντρώνεται σε στρατιώτες και απλούς πολίτες: «Τί είναι η Ιερουσαλήμ; Οι Άγιοι Τόποι σας εδράζονται πάνω στον Ιουδαϊκό Ναό τον οποίο γκρέμισαν οι Ρωμαίοι. Τα μουσουλμανικά μέρη λατρείας εδρεύουν πάνω από τα δικά σας. Τί είναι πιο ιερό; Το Τείχος (των Δακρύων); Το Τέμενος; Ο Πανάγιος Τάφος; Ποιός τα δικαιούται; Κανείς δεν τα δικαιούται! Όλοι είναι δικαιούχοι! Υπερασπιζόμαστε τούτη την πόλη όχι για να προστατέψουμε αυτές τις πέτρες, αλλά τους ανθρώπους που ζουν μέσα στα τείχη της». Χρίζει μαζικά σαν Ιππότες και άλλους άνδρες και τους συμβουλεύει να προφυλάξουν τους ανήμπορους με το όποιο τίμημα. Η σκοτεινιά είχε πέσει πια για τα καλά. Οι βομβαρδισμοί άρχισαν. Πύρινες μπάλες εκσφενδονίζονται από το στρατόπεδο του θεμελιωτή της μουσουλμανικής δυναστείας των Αγιουβιδών αλλά όλως παραδόξως δεν υπάρχει η παραμικρή αντεπίθεση. Η τακτική που απαντάται μοιάζει πολύ με τη νηνεμία πριν την καταιγίδα.

Κατά τα χαράματα στραμμένοι προς την κατεύθυνση της Μέκκας ο Saladin και οι ακόλουθοί του προσευχήθηκαν με ευλάβεια πριν επιστρέψουν στο αυτόκλητο καθήκον τους. Γκρίζες τολύπες καπνού εκλύονταν από το εσωτερικό της Ιερουσαλήμ που αριθμεί τόσο υλικά όσο και 'ανθρωπινα' ερείπια. Ο πόλεμος μετατοπίστηκε πιο αισθητά σε επίπεδο ψυχολογικό. Ο Guy de Lusignan, ο πρώην τοποτηρητής της πόλης που αρεσκόταν στο να εξολοθρεύει ανυποψίαστα καραβάνια σουνιτών προσκυνητών, τώρα πια σχεδόν ημίγυμνος υποχρεώθηκε να παρελάσει ενώ ήταν ανεβασμένος ανάποδα πάνω στην σέλα ενός γαϊδάρου. Απαξίωση και χλευασμοί επέτειναν τον δημόσιο διασυρμό του. Οι λιθοβόλες βαλλίστρες των Σαρακηνών τέθηκαν ξανά σε εφαρμογή όμως εν προκειμένω η ανταπόδοση με βλήματα και από την αντιπέρα μεριά δεν άργησε να έρθει καταρρίπτοντας επιδέξια τους κυλιόμενους πύργους τους. Ο Balian έδωσε το σύνθημα για την ρήψη καυτού λαδιού και ζεματιστής πίσσας πάνω στους πολιορκητές τους οποίους και πυρπόλησαν στην συνέχεια. Φλεγόμενα κορμιά σφάδαζαν από πόνο και απελπισία.

Το δεύτερο εικοσιτετράωρο, κυριαρχούσε η πάλη σώμα με σώμα. Ακρωτηριασμοί, αποκεφαλισμοί και ορυμαγδός παρέπεμπαν σε ένα πανδαιμόνιο. Το βράδυ μία πένθιμη σιγή απλώθηκε πάνω από τους ομαδικούς τάφους όπου είχαν στοιβαχτεί τα πτώματα. Την επομένη, η “Πύλη του Χριστόφορου” μπαίνει στο στόχαστρο για την πραγμάτωση της διείσδυσης μέσα στην πόλη. Εικόνες από σκόνη, αίμα, και αντάρα μονοπωλούν το τοπίο. Η προσπάθεια διαρκεί χωρίς ανάπαυλα για ώρες. Η κατίσχυση του Saladin είναι βέβαιη. Ο ίδιος ωστόσο εκδηλώνει το ενδιαφέρον του να συνδιαλλαγεί με τον ομόλογό του. Με γνώμονα πάντα το κοινό καλό, η παράδοση των μέχρι πρότινος μαχόμενων πραγματοποιείται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως την απρόσκοπτη μετάβαση των άοπλων σε ασφαλείς προορισμούς. Ο Balian εγκρίνει την παραπάνω συμφωνία αφού ο αντίπαλός του εγγυάται γι’ αυτήν με όρκο, όμως απορεί πώς και δεν αντιδρά με αντίποινα εξίσου βάναυσα όπως όταν οι Σταυροφόροι προσάρτησαν την περιοχή πριν από χρόνια κατασφάζοντας τους ομόθρησκούς του. Ο Saladin απαντά με πυγμή ότι δεν μοιάζει σε τίποτε μ’ αυτούς. Χαιρετιούνται αλλά ο Βαρόνος του Ibelin ζυγίζοντας τα πράγματα τον ρωτάει: «Τί αξίζει η Ιερουσαλήμ;». Ο άρχοντας των Σαρακηνών του αντιγυρίζει για να τον δοκιμάσει: «Τίποτα», μα μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μειδιάζει και με νόημα ανασκευάζει την φράση του, αποκρινόμενος: «Τα πάντα!».

 


Δεν γνωρίζω αν οι ανωτέρω ταινίες χαράχτηκαν ανεξίτηλα και στην δική σου μνήμη ως αξιόλογες πολεμικές περιπέτειες, πάντως κατ’ εμέ ξεχώρισαν ανάμεσα σε αντίστοιχες του είδους τους. Έπιασα τον εαυτό μου άλλοτε να νιώθει ανείπωτη ανακούφιση που ευτυχώς σε ρεαλιστικά πλαίσια δεν έχει καταστεί ποτέ μάρτυρας τέτοιων  εμπειριών. Άλλοτε όμως, ο κινηματογραφικός φακός με συνεπήρε ειδικά όταν απαθανάτισε τις μορφές οι οποίες μέσα στο μυαλό μου πληρούσαν τις προδιαγραφές ενός χαρακτήρα που αγωνίζεται ορμώμενος από ένα υπέρτατο και ευγενές κίνητρο κόντρα σε όλες τις πιθανότητες.

Και για εμένα ένα τέτοιο πρόσωπο όσο πιο ανθρώπινα δοσμένο είναι, τόσο πιο αβίαστα θα με κερδίσει. Ανεξάρτητα από το εάν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης τον ανέδειξε ή όχι σε νικητή, αυτό που αποδείχτηκε είναι ότι εκείνος εναγκαλίστηκε με τον φόβο του αιώνιου αναπόφευκτου και τον εξευμένισε. Δεν απαρνήθηκε το ενδεχόμενο του να αποβιώσει, ίσα ίσα που εντός του καλλιέργησε με σύνεση και εγκαρτέρηση την πικρή αυτή εκδοχή. Παρόλαυτα, επέτρεψε στο λαίμαργο αίσθημα της ζωής να κλέψει κι άλλες ζωογόνες ανάσες, αγνοώντας πότε θα σημάνει η ώρα για την ύστατη πνοή του. Και αυτό είναι που τον γέμισε με θάρρος, όχι παράτολμο αλλά υγιές, αρκετό ώστε να αναζωπυρώσει και το πιο αδύναμο σπινθήρισμα ελπίδας.

Κατά προσέγγιση, συχνά ο καθένας μας καλείται να δώσει τις δικές του μάχες, μικρές ή μεγάλες. Κάποιες θα λήξουν όπως επιθυμούμε, και άλλες όχι. Και δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο στο να αποκάμουμε ορισμένες φορές. Ίσως το να ξαποστάσουμε για να ανασκουμπωθούμε κάπως, να είναι το εφαλτήριο που θα μας ωθήσει να συνεχίσουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

Ενίοτε, λοιπόν, αναλόγως των παραμέτρων θα παλεύουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, ενώ άλλοτε θα είμαστε λιγότερο απαιτητικοί με το άτομό μας. Το ζητούμενο πάντοτε είναι στο ενδιάμεσο να μη θεωρηθεί τίποτε δεδομένο. Η παντοδυναμία του ελέγχου εξάλλου, είναι απλά μία ψευδαίσθηση. Για όσο όμως βαστάει η θέληση και τα ψυχικά αποθέματα του οποιουδήποτε, τόσο πιο εφικτό είναι να αγγίξει αυτό που τον γεμίζει περισσότερο. Τότε και μόνον καταλαβαίνει ότι η προσπάθειά του σε συνάρτηση με τον χρόνο που έχει στην διάθεσή του μπορεί να του εξασφαλίζει μία ευοίωνη προοπτική για ό,τι από την σκοπιά του εκλαμβάνεται ως νίκη.

Μείνετε συντονισμένοι για το Part 2...