Κινηματογραφική Λέσχη: Vol 7
Ξέρω, αργήσαμε. Δεν αξίζει όμως να σπαταλήσω χρόνο για φτηνές δικαιολογίες. Το σημαντικό είναι πως η Κινηματογραφική Λέσχη επέστρεψε και είναι εδώ για να βοηθήσει όσους (όπως εμείς) θεωρούν τις διακοπές μια καλή ευκαιρία για περισσότερο σινεμά. Προτού πάμε εκεί όμως, ώρα για λίγη “βαρετή” κουβεντούλα. Όπως είχα πει στην προηγούμενη “Λέσχη” θα χρησιμοποιώ τον μικρό αυτό χώρο της εισαγωγής για διάφορα κινηματογραφικά ζητήματα που μου κατεβαίνουν στο κεφάλι και δεν επαρκούν για ολόκληρο άρθρο. Όσοι βαρεθήκατε ήδη, ένα μικρό scroll down θα σας σώσει. Για τους υπόλοιπους, το θέμα αυτού του επεισοδίου αφορά τη σκηνοθεσία και την αισθητική. Πολλές φορές βλέπω να χρεώνεται η “όμορφη εικόνα” στην σκηνοθεσία.
Παρόλο που δεν είναι απολύτως λανθασμένη μια τέτοια σκέψη, σίγουρα δεν αποδίδει, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, σε όλους τους συντελεστές του αποτελέσματος που απολαμβάνει ο θεατής. Στις πλείστες των περιπτώσεων που θα δείτε πανέμορφες εικόνες, αυτές οφείλονται κυρίως στον διευθυντή φωτογραφίας, που σε στενή συνεργασία βέβαια με τον σκηνοθέτη δημιουργεί τους φωτισμούς, την χρωματική παλέτα και την αισθητική ταυτότητα του έργου γενικότερα. Συνήθως οι δυο τους συμφωνούν σε ένα οπτικό αποτέλεσμα το οποίο ο φωτογράφος καλείται στη συνέχεια να επιτύχει στο φιλμ. Ο φωτογράφος σε μια ταινία λοιπόν, είναι εμπνευστής αλλά κυρίως, εκτελεστής ενός οράματος που προκύπτει από τον ίδιο και τον σκηνοθέτη. Οι όμορφες εικόνες είναι, περισσότερο απ΄ όλους, δικό του επίτευγμα. Αυτή η μικρή αλλά συχνή σύγχυση μεταξύ των ρόλων του σκηνοθέτη και του φωτογράφου δημιουργεί και έναν άλλον λανθασμένο συνειρμό στο μυαλό του θεατή που συνοψίζεται στο “Όμορφες εικόνες = καλή σκηνοθεσία”. Αυτή η πρόταση δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την αλήθεια όμως.
Η σκηνοθεσία σε πρακτικό επίπεδο έχει να κάνει πρώτα απ’ όλα με την επεξεργασία του φιλμικού χρόνου, τον ρυθμό δηλαδή της ταινίας και έπειτα με την διακριτική καθοδήγηση του θεατή εντός της αφηγηματικής ουσίας του έργου, μέσω της προοπτικής, της σύνθεσης της εικόνας, της καθοδήγησης των ηθοποιών κ.α. Ο κινηματογράφος είναι μια “μουσική με εικόνες” όπως έλεγε ο Louis Delluc και η σκηνοθεσία πρέπει δημιουργήσει ένα αρμονικό σύνολο από τα επιμέρους στοιχεία. Ο απώτερος σκοπός της, είναι να αφηγηθεί αποτελεσματικά μια ιστορία σύμφωνα με αυτά που έχει στο κεφάλι και τη ψυχή του ο σκηνοθέτης. Με απλά λόγια, η σκηνοθεσία οφείλει να υπηρετεί μόνο την αφήγηση και τίποτε άλλο. Και κρίνεται επιτυχημένη μόνο όταν καταφέρνει να αναδείξει την ιστορία που καλείται να αφηγηθεί και όχι να επιβληθεί επάνω της. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός υποτιμημένου κατά τη γνώμη σκηνοθέτη στα μάτια του μέσου θεατή, είναι ο Woody Allen. Οι ταινίες του Allen δεν πρόκειται ποτέ να σε συνεπάρουν με τα περίτεχνα πλάνα, το ανατρεπτικό μοντάζ ή το εικαστικό στυλιζάρισμα.
Ωστόσο είναι σκηνοθετημένες με μια εσκεμμένη απλότητα μέσα στην οποία ο θεατής ξεχνάει την κάμερα και αφιερώνεται εξολοκλήρου στους νευρωτικούς, “καθημερινούς” χαρακτήρες και τους φυσικούς, ενδιαφέροντες διαλόγους. Νιώθει πως στέκεται εκεί δίπλα τους και αφουγκράζεται τις ανησυχίες, τα άγχη και τις ιδιαιτερότητές τους. Η σκηνοθεσία δηλαδή αναδεικνύει το καλογραμμένο σενάριο περνώντας απαρατήρητη. Και απαρατήρητη περνάει μόνο όταν είναι απόλυτα λειτουργική ως προς την ιστορία που διηγείται. Για την αποτελεσματικότητά του λοιπόν, ο Woody Allen είναι ένας καλός σκηνοθέτης διότι αφηγείται τις ιστορίες του με τον ιδανικότερο τρόπο. Παρόλο που δεν είναι ούτε πρωτοπόρος, ούτε κάποιος βιρτουόζος της κάμερας, είναι ένας καλός σκηνοθέτης. Αντίθετα, υπάρχουν πολλοί που είναι πολύ πιο φιλόδοξοι, ευρηματικοί και ενδεχομένως και ικανοί στην κινηματογράφηση αλλά αδυνατούν να βάλουν τις ικανότητές τους στην υπηρεσία της αφήγησής τους ή ακόμα χειρότερα, δεν αντιλαμβάνονται μια προβληματική αφήγηση.
Νομίζω αυτό είναι και ένα από τα σύγχρονα προβλήματα του αμερικάνικου κινηματογράφου. Τεχνική αρτιότητα αλλά καλλιτεχνική μετριότητα. Στην εποχή του ψηφιακού κινηματογράφου και του color grading, το μόνο εύκολο είναι να δημιουργήσεις όμορφες εικόνες. Ο σκηνοθέτης όμως ως ο κλειδοκράτορας του οράματος πρέπει να είναι, πάνω απ’ όλα, στοχαστής, τόσο πάνω στη τέχνη του, όσο και στη ζωή. Για τα τεχνικά, υπάρχουν πάρα πολλοί ικανοί άνθρωποι σε μια μεγάλη παραγωγή. Το ζητούμενο είναι πώς βάζεις όλη αυτήν την τεχνική αρτιότητα στην υπηρεσία μιας στιβαρής αφήγησης. Πως συντονίζεις την ορχήστρα. Αυτό μόνο ένας καλός σκηνοθέτης μπορεί να το κάνει και δυστυχώς σπανίζει στο εμπορικό σινεμά των ημερών μας.
Ως τελικό παράδειγμα, δεν έχετε παρά να δείτε το Transcendence, ταινία του μόνιμου φωτογράφου του Christopher Nolan μέχρι και το τέλος της τριλογίας του Σκοτεινού Ιππότη, Wally Pfister. Ο Pfister έκανε “μαγικά” πράγματα ως φωτογράφος, ως σκηνοθέτης όμως, είναι φανερό πως έχει ακόμα μπόλικο δρόμο ακόμα. Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω. Αυτές φυσικά, είναι καθαρά προσωπικές μου απόψεις και όπως σοφά έχει πει και ο Jim Jarmusch: “If anyone tells you there is only one way to make cinema, their way, get away from those fuckers as soon as possible” (Αν κάποιοι σου λένε πως υπάρχει ένας μόνο τρόπος να κάνεις σινεμά, ο δικός τους, φύγε μακριά από αυτούς τους ηλίθιους όσο πιο γρήγορα μπορείς) . Ευχαριστώ και πάλι τους τέσσερις – πέντε που διάβασαν μέχρι εδώ και περιμένω και τη δική σας οπτική πάνω στο θέμα, από κάτω στα σχόλια. Τα λέμε την επόμενη φορά!
Καλές προβολές!
Hot Fuzz (2007) του Edgar Wright
Μιας και το –πολυσυζητημένο- Baby Driver κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 17 Αυγούστου, ευκαιρία να ξαναθυμηθείτε (ή να ανακαλύψτε) την γεμάτη δημιουργική ενέργεια, κωμική ματιά του Edgar Wright. Ένας αφοσιωμένος και ικανός αστυνομικός (Simon Pegg) παίρνει -με το ζόρι- μετάθεση για μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη της Αγγλίας όπου τα πάντα φαίνεται να κυλούν ειδυλλιακά. Φυσικά όμως, τα φαινόμενα απατούν και ο Pegg, ως μια ανάποδη ενσάρκωση του Κλουζώ, σπέρνει το χάος. Ο τρόπος που ο Wright αλλάζει κινηματογραφικά είδη είναι υποδειγματικός, το σενάριο λειτουργεί εξαιρετικά μέσα στην υπερβολή του ενώ η ανατρεπτική και σινεφιλική κλιμάκωση της, είναι σκέτη απόλαυση. Η καλύτερη ταινία του πολύ ταλαντούχου κύριου Wright, κατά την ταπεινή μου άποψη.
Mientras Duermes (2011) του Jaume Balaguero
Ισπανικό σφιχτοδεμένο θρίλερ από τον σκηνοθέτη του Rec, που παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος. Μην διαβάστε καμία περιγραφή πλοκής, μην δείτε trailer, απλά αφεθείτε χωρίς την παραμικρή ιδέα σε αυτό το σκοτεινό ταξίδι που τόσο επιδέξια έχει στήσει ο Balaguero με την φανταστική του σκηνοθεσία. Είναι λιγάκι υπερβολικό αλλά αυτό ενδεχομένως να το κάνει και πιο διασκεδαστικό. Ό,τι πρέπει για καλοκαιρινό βράδυ.
A Shot in the Dark (1964) του Blake Edwards
Δεν ξέρω αν σας το έχω ξαναπεί αλλά ο Peter Sellers είναι μια μεγάλη μου αδυναμία. Ανήκει σε αυτή τη σπάνια φάρα κωμικών που στον πυρήνα της ιλαρότητάς τους, σπινθηροβολεί μια θλίψη. Μαζί με τον Chaplin, τον Buster Keaton και, από τους σύγχρονους, τον Bill Murray, ο Sellers συνδύασε με φυσικότητα τα δύο άκρα της ανθρώπινης κατάστασης δημιουργώντας όχι μόνο αστείες αλλά και πολύ συμπαθείς κωμικές περσόνες, με αποκορύφωμα φυσικά τον επιθεωρητή Κλουζώ. Το A Shot in the Dark είναι κατά την άποψή μου η καλύτερη ταινία της σειράς “Ροζ Πάνθηρα” κυρίως για τον σκηνοθέτη της Blake Edwards, που εδώ βρίσκει την καλύτερη ισορροπία μεταξύ του slapstick χιούμορ και την παρωδία αστυνομικών ιστοριών στο ύφος της Agatha Christie. Όποτε και να το δω, γελάω σαν παιδί.
The Truman Show (1998) του Peter Weir
Ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου μεταδίδεται ως τηλεοπτικό show εν αγνοία του, μέχρι που αρχίζει να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά. Λίγες ταινίες μπορώ να σκεφτώ με τον συμβολικό πλούτο του Truman Show, που να παραμένουν ταυτόχρονα τόσο προσιτές στον θεατή. Ο Weir, πατάει στο βαθύ και προφητικό σενάριο του Andrew Niccol (δημιουργού του υπέροχου Gattaca), τιθασεύει το υπερφίαλο ταλέντο του Jim Carrey και πλάθει μια ταινία-διαφήμιση του Hollywood: εμπορική και καλλιτεχνική συνάμα. Μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 90.
Das Leben der Anderen (2006) του Florian Henckel von Donnersmarck
Στην ανατολική Γερμανία, ένας πράκτορας της Στάζι παρακολουθεί τη ζωή ενός ζευγαριού για πιθανή αντικαθεστωτική δράση και… δεν χρειάζεται να γνωρίζετε τίποτα περισσότερο. Μια από τις πιο εμπορικά επιτυχημένες στην Ελλάδα, “ξενόγλωσσες” ταινίες, το “Οι ζωές των άλλων” σου αφήνει με το πέρας της, το συναισθηματικό αποτύπωμα μιας καλής ταινίας. Το σενάριο τσακίζει κόκκαλα και σας εγγυώμαι πως θα φωλιάσει μέσα σας για πολύ καιρό.
The Mist (2007) του Frank Darabont
Μεταφυσικά γεγονότα αναγκάζουν ορισμένους ανθρώπους να κλειστούν σε ένα σουπερ-μάρκετ για να επιβιώσουν. Ωστόσο, η πραγματική φρίκη βρίσκεται στη μικρό-κοινωνία που δημιουργείται εντός και καλείται να διαχειριστεί αυτήν την ακραία κατάσταση. Ο Darabont ευφυώς εστιάζει στο –εσωτερικό- σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης υπό το βάρος μιας τρομακτικής απειλής και όχι στον –εξωτερικό- μεταφυσικό τρόμο και δημιουργεί μια αυθεντικά ζοφερή ατμόσφαιρα που σε καταπλακώνει σε βαθμό ασφυξίας. Περισσότερο “ενοχλητική” παρά τρομακτική με την παραδοσιακή έννοια, το The Mist είναι ένα μικρό, σκοτεινό διαμάντι που αξίζει να ανακαλύψετε.
Harakiri (1962) του Masaki Kobayashi
Ένας από τους σπουδαίους του ιαπωνικού σινεμά, ο Kobayashi μπορεί να μην απέκτησε ποτέ την φήμη του Kurosawa, αλλά άφησε πίσω του ορισμένα αληθινά, αγέραστα αριστουργήματα. Το Harakiri είναι χωρίς αμφιβολία ένα από αυτά. Ένας σαμουράι καταφτάνει στο παλάτι του τοπικού άρχοντα και αιτείται έναν χώρο για να κάνει χαρακίρι. Ο Kobayashi θυμίζοντας αρχαίο Έλληνα τραγικό, αποδομεί τα σκληρά και υποκριτικά ήθη της εποχής φέρνοντας τα αντιμέτωπα με τις επίπονες συνέπειές τους στον άνθρωπο. Μαεστρικά σκηνοθετημένο, με μια φοβερή ερμηνεία από τον Nakadai (που πάντα βρίσκονταν στη σκιά του μεγάλου Mifune) και ένα εξίσου δυνατό score από τον σπουδαίο Toru Takemitsu, το Harakiri είναι ένα κομμάτι κινηματογραφικής τέχνης που οφείλετε, κάποια στιγμή στη ζωή σας, να δείτε.
Raging Bull (1980) του Martin Scorsese
Δεν νομίζω πως χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για την ταινία του Scorsese. Αυτό το ψυχογράφημα του boxer Jake La Motta, που είχε την τύχη να υποστηριχτεί από την θρυλική ερμηνεία του De Niro, είναι μέσα στις τρεις καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη της. Χρειάζεται να πω κάτι άλλο;
Ookami Kodomo no Ame to Yuki (2012) του Mamoru Hosoda
Αναμειγνύοντας φανταστικά στοιχεία με απολύτως ρεαλιστικές καταστάσεις και προβλήματα με μια φυσικότητα που θυμίζει μαγικό ρεαλισμό, αυτό το υπέροχο animation διηγείται την ιστορία μιας μητέρας που αναγκάζεται να μετακομίσει στην επαρχία για να αναθρέψει τα παιδιά της. Η εξαιρετική ποιότητα του animation και η γεμάτη ιδέες σκηνοθεσία, υποστηρίζουν πανέμορφα μια συγκινητική ιστορία-ύμνο πάνω στις θυσίες και την δύναμη της μητρότητας. Δείτε το, είτε σας αρέσουν, είτε όχι τα Anime.
Memento (2000) του Cristopher Nolan
Στην δεύτερη μόλις σκηνοθετική του απόπειρα, ο Nolan κάνει επίδειξη δεξιοτεχνίας και μας συστήνεται ως ένας ολοκληρωμένος δημιουργός με μια ταινία που έπιασε τους πάντες απροετοίμαστους. Σπάνια η φόρμα και το περιεχόμενο συνθέτουν μια τόσο οργανική ενότητα μεταξύ τους και το Memento είναι μια αμιγώς κινηματογραφική εμπειρία που δεν θα μπορούσε να ειπωθεί με καλύτερο τρόπο σε κανένα άλλο μέσο. Ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη μνήμη που σπάει τα καλούπια της παραδοσιακής αφήγησης και γίνεται ένα ταξίδι μέσα στο “τσακισμένο” μυαλό του πρωταγωνιστή του. Masterpiece.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.