Στον ημιώροφο του μυαλού μου...

Η πρώτη γνωριμία με τον Βασίλη
13 Ιανουαρίου 2016 14:00
Στον ημιώροφο του μυαλού μου...

Πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι μας και σας επιτρέψω να περιπλανηθείτε στον ημιώροφο του μυαλού μου, τον οποίο έχω δημιουργήσει για να αποθηκεύω τις μνήμες και τις απόψεις μου για τον κινηματογράφο, θα ήθελα να σας συστηθώ και να κάνω μια εισαγωγή στα θέματα με τα οποία θα ασχοληθώ στο μέλλον. Στα κείμενά μου θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο άμεσος και αυθεντικός γίνεται και η γλώσσα που θα χρησιμοποιώ θα είναι προσωπική, σχεδόν «της παρέας». Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να αποφύγω την κλισέ φρασεολογία των κριτικών κινηματογράφου. Να εξαιρέσουμε τον Δημήτρη Δανίκα βέβαια, ο οποίος έχει την δική του προσωπική γραφή και τη γουστάρω.

Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου, δεν έχω σπουδάσει κινηματογράφο και δεν ακολουθώ κάποιες νόρμες όσων αφορά την κατανόηση και ερμηνεία της εικόνας, του ήχου και των συναισθημάτων. Ενδιαφέρομαι πρώτα για το συναίσθημα που μου δημιουργούν οι ταινίες και δευτερευόντως για τα τεχνικά χαρακτηριστικά. Ναι, έχω διαβάσει και διαβάζω περιοδικά και βιβλία για το σινεμά, έχω δει άπειρα βίντεο στο YouTube που επεξηγούν τεχνικές κινηματογράφησης και ερμηνευτικές μεθόδους και λογικό είναι να αναφερθώ και σε αυτά στα επόμενα κείμενα. Το συναίσθημα όμως είναι αυτό που μας οδηγεί στο να πηγαίνουμε και να ξαναπηγαίνουμε σινεμά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επίδραση που έχει το σινεμά στον εσωτερικό κόσμο του θεατή είναι παρόμοια με την επίδραση που έχουν τα ναρκωτικά στον εσωτερικό κόσμο του εξαρτημένου. Άλλες φορές οξύνουν τις αισθήσεις και τα συναισθήματα σαν ένα καλό θρίλερ αγωνίας και άλλες φορές τα αμβλύνουν και «μουδιάζουν» τον θεατή όπως κάνει μία ταινία των Κοέν. Πάντα όμως με γνώμονα την εσωτερική ευχαρίστηση, είτε μικρής, είτε μεγάλης διάρκειας. Ανάλογα με την ποιότητα της ταινίας.

Όπως ένας εξαρτημένος λοιπόν, έτσι κι εγώ, ξεκίνησα το σινεμά πολύ μικρός. Έκτη Δημοτικού με πρώτη Γυμνασίου. Ιδανικό καταφύγιο μέσα στον τυφώνα της άχαρης εφηβείας μου και της κοινωνικής αδεξιότητάς μου. Οι ταινίες μου πρόσφεραν μία φανταστική εναλλακτική πραγματικότητα μέσα στην οποία εγώ ήμουν ο ήρωας και ο αντιήρωας. Ήμουν ο σκοτεινός ιππότης, ο χαβαλές κλόουν της παρέας, ο αθώος σπασίκλας που την πατάει αλλά στο τέλος κερδίζει το κορίτσι και κάποιες φορές ήμουν ακόμα κι ο νταής με την καλή καρδιά. Φαντασία είναι, ό,τι θέλεις κάνεις.

Δεν είναι ότι δεν είχα παρέες. Και παρέες είχα και φίλους και συγγενείς και τα πάντα. Στην μικρή επαρχιακή πόλη της Αριδαίας όπου μεγάλωσα είναι δύσκολο να μην κάνεις παρέες. Ακόμα θυμάμαι κάποια από τα καλόπαιδα των Unboxholics να με τσιγκλάνε για να τους απαριθμήσω ονόματα πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών, σκηνοθετών και μερικές φορές και σεναριογράφων από ταινίες που έβλεπα και βλέπαμε. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ξεκαρδιζόντουσαν στα γέλια όταν τους έλεγα το όνομα ενός από τους χαρακτηριστικούς κακούς του Αμερικάνικου σινεμά, Καρι-Χιρογιουκι Ταγκαουα (Cary-Hiroyuki Tagawa). Το διασκέδαζα αρκετά, δεν το κρύβω. Ήταν ένα είδος αναγνώρισης της αυθεντίας μου και της μοναδικότητας μου. Σημαντικό πράγμα η αναγνώριση της μοναδικότητας για ένα παιδί. Κι ας είναι ανούσια.

Η πρώτη ταινία, λοιπόν, που είδα στο σινεμά όντας ακόμα πολύ μικρός για να προβλέψω το πόσο θα με σημαδέψει αυτή η εμπειρία, ήταν ο Διπλός Αντίκτυπος (Double Impact) με δυο Βαν Νταμ στην τιμή του ενός, και την λάτρεψα, και όχι το Lion King. Η πρώτη ταινία τέχνης Η Περιφρόνηση, του Γκοντάρ, η οποία με έκανε να δω το σινεμά ως κάτι παραπάνω από διασκέδαση και η πρώτη ταινία τρόμου το Amityville 2: The Possession του Damiano Damiani. Ένα φρικιαστικό b-movie αντιγραφή του Εξορκιστή με σοκαριστικές για την εποχή σκηνές, αναρχικά πλάνα και γωνίες λήψης, cheesy ερμηνείες και ανατριχιαστικό soundtrack.

Αυτή η παθιασμένη ενασχόλησή μου με το σινεμά εξελίχθηκε σε κανονική εξάρτηση στην περίοδο του πανεπιστημίου. Τότε ήταν που άρχισα να ανακαλύπτω το πραγματικό σινεμά χωρίς σύνορα και μαγεύτηκα. Είχα ανοίξει λογαριασμούς σε όλα τα βιντεοκλάμπ της πόλης και νοίκιαζα ταινίες κάθε μέρα. Έβλεπα τρεις έως πέντε ταινίες την ημέρα. Δεν έβγαινα από το σπίτι μόνο και μόνο για να δω ταινίες. Έλεγα ψέματα σε φίλους και έψαχνα δικαιολογίες για να αποφύγω να βγω, ώστε να δω άλλη μία περίεργη ταινία την οποία είχα νοικιάσει πολύ νωρίς το πρωί την ώρα που άνοιγαν τα βιντεοκλάμπ, Tetsuo, the Iron Man του Shin’ya Tsukamoto ή Ichi the Killer του Takashi Miike, για παράδειγμα. Επίσης, είχα κάρτα μέλους στο σινεμά της πόλης, αλλα οι ταινίες που πρόβαλε δεν με κάλυπταν. Οπότε σπάνια θα με έβρισκες εκεί.

Από πολύ μικρός είχα την τύχη να ανακαλύψω το Ασιατικό σινεμά και ειδικότερα το σινεμά της Ιαπωνίας, του Χονγκ Κονγκ και της Ν. Κορέας. Επιστρέφω στην παιδική μου ηλικία and I have an awesome bloody time βλέποντας παλιές ταινίες wuxia (ταινίες κουνγκ φου). Ίσως η μοναδική φορά που δικαιούσαι να πεις ότι πέρασες καλά βλέποντας μπαλέτο, είναι όταν βλέπεις μία παλιά ταινία wuxia του Jet Li, του Jackie Chan ή του χορογράφου του The Matrix, Woo-Ping Yuen. Γουστάρω αφάνταστα τις ταινίες δράσης του Johnnie To, οι οποίες θυμίζουν ωρολογιακές βόμβες που όταν εκρήγνυνται σκορπούν απαράμιλλο στυλ, φινέτσα και χορογραφημένο πιστολίδι. Θαυμάζω την πρωτότυπη και gutsy θεματολογία του σινεμά της Ν. Κορέας, καθώς επίσης και τα επικών διαστάσεων πολεμικά δράματα του Κουροσάβα που έρχονται σε αντιδιαστολή με τα οικογενειακά δράματα δωματίου του μεγάλου Γιασουχίρο Όζου. Και να μην ξεχάσουμε τον, κάποτε επαγγελματία stand-up comedian, Τακέσι Κιτάνο.

Όταν θέλω να γελάσω, γελάω με την ψυχή μου, σχεδόν σαν έφηβος σε κατασκήνωση, με τις ταινίες της κάποτε ονομαζόμενης και Frat Pack (Γουίλ Φέρελ, Μπεν Στίλερ, Σεθ Ρόγκεν, Τζόνα Χιλ) και με τον Πίτερ Σέλερς. Δεν βρίσκω αστείες τις ταινίες του Γούντυ Άλλεν ούτε τους Μόντυ Πάιθονς και μου ταράζει το στομάχι και τον εσωτερικό κόσμο ο Άνταμ Σάντλερ. Οι καλύτερες κωμωδίες που έχω δει είναι το Step Brothers, Dodgeball, Napoleon Dynamite και A Shot in the Dark για πολλούς και διάφορους λόγους τους οποίους θα εξηγήσω στο μέλλον.

Οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας δεν ήταν ποτέ my cuppa tea. Εκτιμούσα και εκτιμώ τους μεγάλους sci-fi σκηνοθέτες και εκτιμώ ακόμα περισσότερο τα παθιασμένα fanboys και fangirls γιατί τελικά όλοι τον ίδιο στόχο έχουμε. Να ξαναβρούμε την αθωότητα του μικρού παιδιού την οποία χάνουμε σιγά-σιγά λόγω της καθημερινότητάς μας. Συνήθως, όταν διαλέγω να δω μία ταινία sci-fi, διαλέγω εκείνες που συνδυάζουν το φανταστικό και τον τρόμο, σαν το The Fly ή το The Thing για παράδειγμα. Ποτέ δεν ήμουν φανατικός του Star Wars και απόδειξη αυτού, είναι το γεγονός ότι πριν από μόλις τρία χρόνια είδα και τις δύο τριλογίες για πρώτη φορά.  Ομολογώ ότι δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα. Η άποψή μου για το Star Wars όμως και γενικά για το sci-fi άλλαξε ριζικά όταν είδα ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την καλύτερη ταινία sci-fi που δεν έγινε ποτέ. Το  Alejandro Jodorowski’s Dune. Μια ταινία που αξίζει να δουν όλοι οι φανατικοί και μη, του σινεμά επιστημονικής φαντασίας και θα διαπιστώσουν ότι αν πρέπει να ευγνωμονούν κάποιους για ταινίες σαν τα Star Wars, Alliens κτλ, τότε αυτοί είναι ένας παράξενος Χιλιανός σκηνοθέτης εν ονόματι Alejandro Jodorowski, ο Salvador Dali και ο Ελβετός σχεδιαστής και ζωγράφος H.R. Giger. Και για αυτό το θέμα θα μιλήσουμε εκτεταμένα στο άμεσο μέλλον.

Όπως έγινε κατανοητό από την παραπάνω παράγραφο, λατρεύω τις ταινίες τρόμου. Ένας από τους λόγους είναι ότι,  θεωρώ πως οι σκηνοθέτες αποκλειστικά ταινιών τρόμου είναι πραγματικοί εραστές και ερασιτέχνες του σινεμά και το αντιμετωπίζουν με παιδική αθωότητα και σεβασμό. Αγαπημένες μου ταινίες τρόμου είναι ο πολύχρωμος με έμφαση στο κόκκινο, σουρεαλιστικός εφιάλτης Suspiria του Dario Argento, για το οποίο θα αναφερθώ επίσης στο μέλλον, το The Texas Chainsaw Massacre, το Evil Dead και το The Conjuring.

Πολλές φορές μέσα σε παρέες έχει διατυπωθεί η ερώτηση, «ποια νομίζεις ότι είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών;». Άλλος θα σου απαντήσει ο Νονός, άλλος το Αποκάλυψη, Τώρα και κάποιος τρίτος θα πει Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ. Σεβαστές όλες οι απόψεις και κατανοητές. Όλοι αγαπάμε τις παραπάνω ταινίες και ο καθένας με τα γούστα του. Αλλά, μάλλον, το The Return του Andrey Zvyagιntsev είναι αντικειμενικά η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Το καταλαβαίνω ότι αυτή η επιλογή μου ίσως παραξενέψει αρκετούς, πολλοί ίσως να μην την γνωρίζουν καν την ταινία, αλλα μη βιάζεστε να κρίνετε. Εδώ είμαστε και θα τα εξηγήσουμε όλα. Τέλος, προσωπική αγαπημένη μου ταινία είναι το True Romance του πρόσφατα εκλιπόντος Tony Scott με το καλύτερο σενάριο που έχει γράψει στην μέχρι τώρα καριέρα του αυτός ο νευρικός «απατεώνας» που λέγεται Κουέντιν Ταραντίνο.

Γενικά μπορώ να πω ότι βλέπω τα πάντα και διαλέγω τι θα κρατήσω και τι θα πετάξω. Ακριβώς όπως λειτουργούν οι σχολές κινηματογράφου και τα κινηματογραφικά κινήματα (ιταλικός νεορεαλισμός, αγγλικός νατουραλισμός, αμερικανικό σινεμά, ελληνική ηθογραφία, σοβιετικά επικά δράματα κτλ), τα οποία είχαν απήχηση στο μέσο θεατή και πούλησαν εισιτήρια γιατί δεν ακολουθούσαν συντεταγμένα κάποιες στρατηγικές. Αντιθέτως, δανείζονταν από παντού για να δημιουργήσουν προσωπική και συλλογική ταυτότητα. Ένα χάος εικόνας, ήχου και συναισθημάτων δηλαδή μέσα από το οποίο ο θεατής διαλέγει και παίρνει ό,τι τον αφορά.

Σαν τις ταινίες του Ταραντίνο. Αυτός ο αυτοδίδακτος μάστορας της εξαπάτησης και πραγματικός σύγχρονος θιασάρχης περιφερόμενου φελινικού τσίρκο, με θηριοδαμαστές τους Σαμ Τζάκσον και Μάικλ Μάντσεν, θλιμμένους κλόουν τους Στιβ Μπουσέμι και Κριστόφ Γουόλτζ, αμαζόνες τις Παμ Γκριρ και Ούμα Θέρμαν και ακροβάτες που σήμερα είναι και αύριο δεν είναι, Ντι Κάπριο, Μπραντ Πιτ, Τζέιμι Φοξ, Ντε Νίρο, Χάρβεϊ Καιτέλ καταφερε ένα πολύ απλό αλλά ταυτόχρονα και πολύ δύσκολο πράγμα. Αποδόμησε το σινεμά, το έκανε κομφετί και το φύσηξε με όλη του την δύναμη χαμογελώντας σατανικά να σκορπιστεί στον αέρα μπροστά στα μάτια κριτικών, γνωστικών και μη. Επειδή όμως ζει και αναπνέει σινεμά (και πρόκληση) κάθισε οκλαδόν πάνω στο χαλί του σαλονιού του και από το 1992 μέχρι και σήμερα προσπαθεί να ξανακολλήσει το κομφετί όπως γουστάρει αυτός. Προσπαθεί να φτιάξει ένα δικό του χαοτικό σινεμά με τέλεια όμως αρμονία ήχου, εικόνας, συναισθημάτων. Κατά τη γνώμη μου το έχει καταφέρει.

Για όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα θα μιλήσουμε στο μέλλον και μην ξεχνάτε ότι έρχονται και τα Oscars και αναμένουμε πως και πως τη δικαίωση του μοναδικού ίσως ανθρώπου που δικαιούται να πει ότι προωθεί το American Dream στηρίζοντας ταυτόχρονα την εικόνα ολόκληρου του Hollywood στις πλάτες του. Πλάτες τις οποίες καλύπτουν τα πιο καλοραμμένα κουστούμια στο Αμερικάνικο σινεμά. Για τους γνωστούς Sylvester Stallone, για τους φίλους Sly.

Ευχαριστώ τα παιδιά των Unboxholics και ιδιαίτερα τον Σάκη, τον Αλέκο και τον Γιώργο που με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν το χώρο να εκφράσω τις απόψεις μου για το σινεμά καθώς και τις παραξενιές μου. Ελπίζω η συνεργασία μας να αποδειχθεί επιτυχημένη και να μεταφέρουμε στους αναγνώστες το πάθος μας για καλό και μερικές φορές «κακό» σινεμά.