Η αλήθεια είναι πως όταν το Immortals: Fenyx Rising είχε παρουσιαστεί στην E3 του 2019 ως Gods & Monsters, μου είχε φανεί εντελώς αδιάφορο. Λίγο το γεγονός ότι θύμιζε ένα κάπως «καρτουνίστικο» Assassin’s Creed Odyssey, λίγο ότι έδινε ξανά την εντύπωση μιας ακόμα γενικά κουρασμένης open world συνταγής αλά Ubisoft, όπως καταλαβαίνεις όλοι αυτοί οι οιωνοί έκαναν φαντάζομαι αρκετούς από εμάς να μην του δώσουμε ιδιαίτερη σημασία. Χαίρομαι πολύ που εν τέλει διαψεύστηκα και βίωσα μια αναπάντεχα επικότατη περιπέτεια από το πουθενά. Το ίδιο αναπάντεχα άλλωστε, δημιουργήθηκε και το παιχνίδι, όταν η ομάδα του Ubisoft Quebec έπεσε κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του AC: Odyssey πάνω σε ένα bug, το οποίο μεταμόρφωσε τους ανθρώπους σε γιγαντιαίους Κύκλωπες. Κάπως έτσι, ως μια άλλη Αθηνά που γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία, γεννήθηκε και η ιδέα για ένα αυτόνομο παιχνίδι με υψηλά productions values, που σκοπό έχει να εξερευνήσει του μύθους της αρχαίας Ελλάδας, δίνοντας έμφαση όχι στο δράμα, αλλά στην κωμωδία.
Για καλή τύχη της Ubisoft, ωστόσο, δεν της βγήκε σε τραγωδία. Βέβαια, η «τύχη» δεν είναι σε καμιά περίπτωση η λέξη που αρμόζει στο Immortals, γιατί τίποτα δεν είναι τοποθετημένο τυχαία στον κόσμο του. Το γεγονός πως η «μαμά» Ubisoft ήταν απασχολημένη με τα άλλα της τεράστια τέκνα, φαίνεται πως άφησε την απαιτούμενη δημιουργική ελευθερία στην ομάδα, να πάρει στοιχεία από το ξεκάθαρα αγαπημένο τους Zelda Breath of the Wild και να φτιάξει ένα νέο IP, θυμίζοντας σχεδόν εποχές παλιάς, καλής Ubisoft. Δεν είναι ότι δεν πατά πάνω στον σύγχρονο σχεδιασμό των open world παιχνιδιών της εταιρίας, όμως το κάνει με έναν φανταστικό τρόπο μέσα από το σχεδιασμό, το στήσιμο και τους μηχανισμούς του, που δίνει την αίσθηση του φρέσκου, κάνοντάς σε να θέλεις να εξερευνήσεις κάθε σπιθαμή του κόσμου του και να ξεσκεπάσεις τα μυστικά του.
Η ιστορία του παιχνιδιού ξεκινά με ένα ναυάγιο, όπου ο/η Fenyx (ανάλογα τι φύλο θα επιλέξουμε να είναι ο χαρακτήρας μας) καταλήγει στο σύμπλεγμα των νησιών Golden Isle. Ξυπνώντας εκεί, ανακαλύπτει πως έχει έρθει η αποκάλυψη, αφού ο τιτάνας Typhon -τον οποίο οι θεοί του Ολύμπου είχαν φυλακίσει στα Τάρταρα- δραπετεύει και με στόχο την εκδίκηση και την ανακατασκευή του κόσμου όπως ο ίδιος επιθυμεί, μετατρέπει τους ανθρώπους σε πέτρα, ενώ μυθικά πλάσματα ξεχύνονται σε όλο το μήκος και πλάτος του χάρτη, ξεκάνοντας οποιαδήποτε άλλη μορφή ζωής συναντούν. Οι θεοί χάνοντας τη μάχη μαζί του και προκειμένου να γλιτώσουν τον αφανισμό τους, καταφεύγουν σε μια εναλλακτική μορφή, ώστε να κρυφτούν από το μένος του. Ναι, καλά το κατάλαβες, ο Fenyx, ένας απλός story teller που ζει στη σκιά του ηρωικού αδερφού του, χρησιμεύοντας μέχρι τώρα στις μάχες ως κουβαλητής ασπίδας, πρέπει να βρει το σθένος να γίνει o πολεμιστής που κρυφά ονειρευόταν και να πείσει τους θεούς να επιστρέψουν στην αρχική τους μορφή, ώστε να σώσουν τον κόσμο. Το σενάριο του παιχνιδιού μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και οι ανατροπές του να είναι λίγο-πολύ αναμενόμενες, όμως κάνει σωστά τη χρήση των στοιχείων του ταξιδιού του ήρωα που συναντάμε σε κάθε επιτυχημένη ιστορία χαρακτήρα.
Στο Immortals, η περιπέτεια βρίσκει τον πρωταγωνιστή, ο οποίος ενώ φαινομενικά είναι αδύνατον να ανταπεξέλθει, εν τέλει κάνει τον κύκλο του, ανεβάζει τα stakes που πρέπει, βρίσκει τη νέμεσή του, την αντιμετωπίζει και βγαίνει νικητής, καταλήγοντας ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος απ’ ότι αρχικά ξεκίνησε. Μη φανταστείς, ωστόσο, πως το παιχνίδι παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Αντιθέτως, έχει εντελώς ανάλαφρο και χιουμοριστικό ύφος, γεμάτο ατάκες και άφθονο αυτοσαρκασμό, μετατρέποντας απολαυστικά γνωστούς αρχαίους μύθους και τραγωδίες σε παρόδια, που σίγουρα θα σε κάνει πολλές φορές να γελάσεις. Βασικά μου θύμισε αρκετά την ταινία «Το Κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο», η οποία κατά τον ίδιο τρόπο έπαιρνε υπέροχα όλο το δράμα των παλιών Ελληνικών ταινιών και το διακωμωδούσε. Το δίδυμο άλλωστε Προμηθέα-Δία που έχει αναλάβει την εξιστόρηση των γεγονότων που βλέπουμε στην οθόνη μας, είναι τόσο απολαυστικό, με τον έναν να έχει το ρόλο του σοβαρού και τον άλλον το ρόλο του ανάλαφρου κωμικού, με αποτέλεσμα κάθε φορά που η αφήγηση πάει με την ανάλογη επική μουσική υπόκρουση να πάρει δραματικό ύφος, όλο κάποια κωμική ατάκα θα πετάξουν, που θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Μάλιστα, κάποιες φορές σπάει χαριτωμένα τον τέταρτο τοίχο, όπως για παράδειγμα εκεί που μονολογεί ο Fenix, λέγοντας πως καμιά φορά αισθάνεται ότι δεν έχει έλεγχο των πράξεών του, για να πεταχτεί ο Ερμής και να συμπληρώσει κοιτάζοντας την κάμερα, ναι, είναι σαν κάποιος από το μακρινό μέλλον να μας ελέγχει!
Το παιχνίδι προσφέρει τόσο μεγάλη ποικιλία σε γρίφους, μάχες και παραμετροποιήσεις, που ενώ σε καθοδηγεί σε ένα συγκεκριμένο γραμμικό μονοπάτι στην ιστορία του, τελικά σε αφήνει μέσω του gameplay και των επιλογών του να φτιάξεις τη δική σου περιπέτεια και να ανακαλύψεις έναν κόσμο γεμάτο κρυμμένα θαύματα και κινδύνους, ο οποίος με τις σκληρά κερδισμένες απολαβές αποζημιώνει κάθε επίδοξο εξερευνητή. Το Immortals, σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια του είδους, δε σου παραδίδει τον κόσμο του στο πιάτο. Σου προσφέρει τα «εργαλεία» για το τι μπορείς και τι δεν μπορείς (ακόμα) να κάνεις και σε αφήνει να δώσεις τη μάχη σου για να τον κατακτήσεις. Μια μάχη που φέρει διάφορες μορφές. Dungeons γεμάτα θανάσιμους και προοδευτικά απαιτητικούς γρίφους, εχθρούς και bosses που πρέπει να προετοιμαστείς κατάλληλα για να νικήσεις, challenges αλά Hunger Games που έχουν να κάνουν με δεξιότητες στο τόξο, στο τρέξιμο, τη λογική κ.α. Το σίγουρο είναι ότι κάθε φορά που λύνεις ή φέρεις εις πέρας κάτι, νιώθεις πως το κέρδισες με το σπαθί σου και το κυριότερο; Η απολαβή μέσα από αυτό έχει νόημα και αποτελεί κίνητρο για να εξερευνήσεις και να δεις τι μπορεί να κρύβεται σε εκείνες τις σπηλιές στους γκρεμούς, στα υπόγεια υδάτινα ερείπια ή στη κορυφή του βουνού που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Το πως θα πας εκεί; Αυτό εξαρτάται από εσένα. Μάθε τις δυνατότητές σου, εξέλιξέ τες, εφοδιάσου με το κατάλληλο armor και όπλο, ακόνισε το μυαλό σου και πήγαινε. Θέλεις να πας εκεί που φτάνει το μάτι σου; Μπορείς να πας. Το κατά πόσο θα τα καταφέρεις ή θα πάρεις τα μπρος πίσω όμως, είναι κάτι που θα το ανακαλύψεις μόνος σου.
Ο χάρτης του παιχνιδιού χωρίζεται σε επτά τοποθεσίες, όπου οι πέντε εξ αυτών αποτελούν την επικράτεια μιας θεότητας, της οποίας η προσωπικότητα αντικατοπτρίζεται στη μορφολογία της. Για παράδειγμα εκείνη της θεάς Αφροδίτης είναι ένα παραδεισένιο μέρος με καταπράσινα δάση και καταρράκτες, του Άρη ένα άγονο μέρος γεμάτο σημάδια πολέμου και ερείπια από μάχες, της Αθηνάς έχει διάσπαρτους ναούς που φέρνουν στην αρχαία Αθήνα, του Ήφαιστου μοιάζει με μια βιομηχανική ζώνη γεμάτη αυτοματοποιημένες μηχανές κ.ο.κ. Ο παίκτης προκειμένου να ξεκλειδώσει την κάθε περιοχή, καλείται αλά Assassin’s Creed να ανέβει στο υψηλότερο σημείο που απεικονίζεται ως ένα τεράστιο άγαλμα του εκάστοτε θεού και από κει ατενίζοντας το τοπίο να ανοίξει χειροκίνητα τα σημεία ενδιαφέροντος. Αν κι αυτό μπορείς να το κάνεις από οποιοδήποτε ψηλό σημείο του παιχνιδιού χάρη στο εκπληκτικό level design και draw distance που κυριολεκτικά μπορείς να πας και να δεις μεμιάς κάθε άκρη του, με χάλασε που όλο αυτό δεν είναι αυτοματοποιημένο.
Το γεγονός μάλιστα πως κάποια σημεία απαιτούν εξαιρετική ακρίβεια στο να πατήσεις το κουμπί πάνω τους, κάποιες φορές με εκνεύρισε και θεωρώ μου σπατάλησαν άδικα χρόνο, αντί να με αφήσουν όπως ήθελα απλά να παίξω. Πέρα ωστόσο από το γεγονός αυτό, η πλοήγηση στον κόσμο του είναι μια άκρως ευχάριστη και απολαυστική εμπειρία, προφέροντας μεγάλη ποικιλία φανερών και μη περιοχών να ανακαλύψετε. Η πλοήγηση μπορεί επίσης να επιτευχθεί και πάνω σε ένα άλογο ή ελάφι, τα οποία μόλις εξημερώσουμε μέσω ενός απλού μηχανισμού, μπορούμε να καλούμε οποιαδήποτε στιγμή θέλουμε. Το σίγουρο πάντως είναι πως με όποιον τρόπο κι αν επιλέξετε να κινηθείτε μέσα στον τεράστιο αυτό χάρτη, θα συναντήσετε τοπία, ηλιοβασιλέματα και αστροφεγγιές που παρά το «καρτουνίστικο» ύφος, θα σας κόψουν την ανάσα και θα σας κάνουν να σταματάτε για να χαζέψετε ή να τραβήξετε με το photo mode screenshots. Να φανταστείς αν και το παιχνίδι προσφέρει fast travel, προτιμούσα να πάω μόνος μου εκεί που ήθελα για να χαζέψω και παράλληλα να εξερευνήσω στην πορεία, παρά να το χρησιμοποιήσω. Κάτι τέτοιο, είχα να το νιώσω από την εποχή του The Witcher 3.
Ο χαρακτήρας μας αν έχει το απαιτούμενο stamina, μπορεί κυριολεκτικά να σκαρφαλώσει παντού ή να πετάξει με τα φτερά του Ίκαρου αλά Link, από ένα ψηλό σημείο σε ένα χαμηλότερο. Αυτό όμως που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, είναι πως σε κάθε γωνιά που επέλεξα να στρίψω, απλά για να δω τι υπάρχει εκεί πέρα, υπήρχε και κάτι να με περιμένει που θα με αντάμειβε από ικανοποιητικά έως πλουσιοπάροχα. Είτε αυτό ήταν μέρος ενός puzzle τυχαίου ναού που βρέθηκε στον δρόμο μου, είτε εχθροί που βρήκα και αντιμετώπισα για να «λουτάρω» το σεντούκι με τον epic εξοπλισμό που φυλούσαν, είτε γιατί επέλεξα να εισέλθω σε ένα αλά Zelda shrine και να λύσω γρίφους προκειμένου να αποκτήσω τους κεραυνούς του Δία και να αναβαθμίσω την αντοχή μου.
Εντύπωση επίσης μου έκανε το πόσο διαφορετικά είναι τα puzzles μεταξύ τους, κάνοντάς με να αναρωτιέμαι συχνά πως είναι δυνατόν να σκέφτηκαν τόσους πολλούς και έξυπνους γρίφους. Είναι πολύ σημαντικό να μη νιώθει ο παίκτης ότι κάνει τα ίδια και τα ίδια και ομολογώ πως στον συγκεκριμένο τομέα η ομάδα τα πήγε εξαιρετικά, αφού ούτε για μια στιγμή δεν ένιωσα ότι κάτι μοιάζει με κάτι άλλο, ώστε να με κάνει να κουραστώ ή έστω λίγο να βαρεθώ. Αυτό ομολογώ μου συμβαίνει σπάνια στα open world παιχνίδια (ειδικά αυτά της Ubisoft). Σημαντικό προφανώς ρόλο σε αυτό, έπαιξε και το γεγονός πως εφόσον έχουν γίνει όλοι πέτρα, δεν υπάρχουν NPCs, ούτε συνεπώς διάλογοι που θα σε γεμίζουν με quests. Το quest ουσιαστικά είναι ένα και είναι ξεκάθαρο από την αρχή. Από κει κι ύστερα το πως θα κινηθείς, τι θα ανακαλύψεις και σε τι θα επιλέξεις να εμπλακείς, εξαρτάται αποκλειστικά από εσένα τον ίδιο. Η ομορφιά του παιχνιδιού είναι ότι την περιπέτεια την ανακαλύπτεις, δεν στη «φορτώνει» κάποιος άσχετος NPC. Έτσι, πέρασαν 40 περίπου ώρες για να δω τίτλους τέλους (χωρίς φυσικά να ανοίξω τα πάντα στο 100%) και πραγματικά δεν κατάλαβα καθόλου πως πέρασε ο χρόνος. Να πω σε αυτό το σημείο πως ο completionist που θα θέλει να ολοκληρώσει τα πάντα, θα χρειαστεί σίγουρα τον διπλάσιο, μπορεί και τριπλάσιο παραπάνω χρόνο.
Ένα άλλο στοιχείο του παιχνιδιού που δεν είναι καθόλου βαρετό, είναι οι μάχες του. Χάρη στον γρήγορο ρυθμό, τις αποφυγές που με το σωστό timing παγώνουν για δευτερόλεπτα τον χρόνο, τις αποκρούσεις που σπάνε τις άμυνες και ζαλίζουν τους εχθρούς, τα counter attacks και τις αναβαθμίσιμες εντυπωσιακές θεϊκές δυνάμεις που είχα στην κατοχή μου, μπορώ να πω πως απόλαυσα κάθε συμπλοκή που μου προσέφερε το παιχνίδι και το διασκέδασα δεόντως. Δεν είναι ότι το παιχνίδι διαθέτει κανένα πολύπλοκο σύστημα που θα σε κάνει να καταστρώσεις καμιά ιδιαίτερη στρατηγική, όμως το αίσθημα που σου χαρίζει με τα φανταχτερά εφέ των δυνάμεων, τα finishing moves που εκτοξεύουν τον εχθρό στον αέρα και το απλοϊκό stealth system που φέρει μέγιστη ζημιά, προσφέρουν ένα απολαυστικότατο σύστημα μάχης που σε εθίζει.
Αν και ουσιαστικά δεν υπάρχει κάποιο character level up σύστημα, η ποικιλία των σπαθιών, τσεκουριών και τόξων, καθώς και τα διαφορετικά buffs που φέρουν πάνω τους, προσφέρουν μια ικανοποιητική γκάμα, την οποία έχουμε τη δυνατότητα να διαχειριστούμε και να αναβαθμίσουμε παίζοντας τόσο ουσιαστικά, όσο και εμφανισιακά σύμφωνα με τις ανάγκες μας και το στυλ που μας αρέσει. Σε αυτό το σημείο να πω πως τα microtransactions κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, όμως όπως και στα Assassin’s Creed έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνα που απευθύνονται στους ανυπόμονους προσφέροντας νομίσματα και υλικά για αναβάθμιση, όμως, αυτά μπορούν κάλλιστα να αποκτηθούν παίζοντας ή φέροντας εις πέρας εναλλακτικές extra ημερήσιες ή μηνιαίες αποστολές του τύπου σκότωσε τόσους εχθρούς, λύσε τάδε αριθμό γρίφων κ.ο.κ.
Τα γραφικά του παιχνιδιού στην Xbox Series X έκδοση που έπαιξα προσφέρουν την επιλογή του Fidelity, η οποία δίνει προτεραιότητα στον οπτικό τομέα, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα καλούδια της νέας γενιάς, όπως υψηλής ποιότητας textures και 4Κ ανάλυση, ενώ εκείνη του Performance δίνει προτεραιότητα στο framerate με μια μικρή ωστόσο -ανεπαίσθητη θα έλεγα- έκπτωση στον οπτικό τομέα. Πέρα από τις συγκεκριμένες επιλογές, αυτό που αντίκρισα οπτικά μπροστά μου ήταν ένα υπέροχο παιχνίδι, με ολοζώντανους χαρακτήρες, που σε φάσεις νόμιζα ότι θα ξεπηδήσουν από την οθόνη. Σε συνδυασμό δε με την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει στο HDR του, νομίζω δύσκολα θα αφήσουν κάποιον ανεντυπωσίαστο.
Υπεύθυνος για τη μουσική επένδυση του παιχνιδιού είναι ο Gareth Coker, ο οποίος είχε επιμεληθεί το soundtrack των Ori and the Blind Forest και Ori and the Will of the Wisps. Αναμενόμενα οι μελωδίες του δεν έχουν τον ίδιο μελαγχολικό τόνο, όμως έχει γίνει πολύ ωραία δουλειά που ταιριάζει γάντι με το ύφος του Immortals. Ως προς τον τεχνικό τομέα, η αλήθεια είναι ότι 4-5 φορές το παιχνίδι μου «κράσαρε», ενώ μια έκτη έφτασε να σβήσει εντελώς ακόμα και την κονσόλα. Πέρα από αυτό, το ατυχές θέλω να πιστεύω γεγονός (το οποίο εικάζω θα λυθεί με κάποιο update μέχρι την κυκλοφορία του) δεν αντιμετώπισα κάποιο άλλο τεχνικό πρόβλημα παίζοντας.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.