Συνέντευξη με τον συγγραφέα του «Δεκαεπτά Κλωστές», Πάνο Δημάκη
Ο Πάνος Δημάκης σίγουρα δεν κάνει ένα μόνο πράγμα. Δεν είναι μόνο συγγραφέας. Ούτε μόνο το «Γεράκι» του ‘The Chase’. Πέρα από τη μεγάλη εμπειρία του στον χώρο των μεταφράσεων, το εκπληκτικό περιεχόμενο που παράγει ως δημιουργός του podcast «Χίλιες και μία λέξεις», μεταξύ άλλων καταπιάνεται και με τη διδασκαλία, ένα αντικείμενο που κατέχει χρόνια, αφού διδάσκει σε στελέχη πολυεθνικών εταιρειών επαγγελματικά αγγλικά και ισπανικά.
Και ενώ το καθένα από αυτά ή και όλα μαζί φαντάζουν κάτι παραπάνω από αρκετά, αν όχι εντυπωσιακά, ο ίδιος συνεχίζει ακάθεκτος να εξερευνά τους συναρπαστικούς δρόμους που ανοίγονται με τη γνώση, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του ένα πλήθος μοναδικών χαρισμάτων και γνωρισμάτων που δεν παύει να εξελίσσει και να εμπλουτίζει ακούραστα.
Πολύγλωσσος, φιλομαθής, με κοφτερή ματιά, με βαθιά ενσυναίσθηση, και έναν τρόπο έκφρασης που αιχμαλωτίζει, ο Πάνος Δημάκης θα μπορούσε να ιδωθεί και ως η σύγχρονη εκδοχή του «καθολικού ανθρώπου», και φυσικά δεν απορεί κανείς γιατί κερδίζει έτσι αβίαστα τον θαυμασμό, τη συμπάθεια και την εκτίμηση του κόσμου.
Η πολυσχιδής προσωπικότητά του είναι σαν να ρέει μέσα στις συγκλονιστικές ιστορίες που αποτυπώνει με την ιδιαίτερη πένα του. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Το Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών», ξεκίνησε φέτος το ταξίδι του στα βιβλιοπωλεία, και μάλιστα με πρύμο καιρό όσον αφορά στη ζεστή υποδοχή του από το αναγνωστικό κοινό. Το νέο αυτό βιβλίο φαίνεται ότι ακολουθεί την επιτυχημένη πορεία που χάραξε το 2020 το «Δεκαεπτά Κλωστές» το οποίο στο τέλος του χρόνου θα αφιχθεί μέσω της Cosmote στη μικρή οθόνη, με τον Σωτήρη Τσαφούλια να είναι στο τιμόνι της σειράς και τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου να έχει επιμεληθεί το σενάριό της.
Έχοντας λοιπόν, τη χαρά και την τιμή να κουβεντιάσουμε με τον Πάνο Δημάκη, σας παραθέτουμε την αποκλειστική συνέντευξη που μας έδωσε αποκαλύπτοντάς μας πολλά και ξεχωριστά πράγματα για το «Δεκαεπτά Κλωστές», αλλά και για όσα άλλα διαγράφονται στον ορίζοντά του ως σχέδια!
Έχετε δώσει ένα συμβολικό τίτλο στο «Δεκαεπτά Κλωστές». Πώς το αποφασίσατε; Ήταν κάτι που προέκυψε πριν, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου ή μετά την ολοκλήρωσή του;
Π.Δ.: Και για τα τρία βιβλία, ακόμη και γι’ αυτό που ξεκίνησα πριν μια βδομάδα και έχω γράψει την πρώτη σελίδα, εξού κι είχα πάει στην Ιθάκη, ο τίτλος τους βρέθηκε σχεδόν αμέσως. Είχε ήδη βρεθεί είτε περίπου όταν είχα το story είτε στις πρώτες τριάντα σελίδες. Δηλαδή, οι «Δεκαεπτά Κλωστές» δεν ήταν να γίνουν δεκαεπτά, ήταν έντεκα γιατί εσείς που έχετε διαβάσει το βιβλίο, ξέρετε ότι το νόημα του τίτλου είναι συμβολικό γιατί έχει να κάνει με ανθρώπους. Στην αρχή θα ήταν λιγότερα τα θύματα, μετά όμως, όσο εξελισσόταν η πλοκή συνειδητοποίησα ότι δεν θα το έκανα «δεκαοκτώ», ούτε «δεκαεννιά κλωστές» ή «δεκαέξι κλωστές», και κατέληξα στις «Δεκαεπτά Κλωστές».
«Το Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών» μέσα στις πρώτες σελίδες είχε ήδη κλείσει. Και για το καινούργιο μου βιβλίο φανταστείτε έχω βρει τον τίτλο του έναν χρόνο πριν το ξεκινήσω.
Πώς σας ήρθε η έμπνευση να γράψετε το «Δεκαεπτά Κλωστές»; Βασίζεται σε αληθινό πρόσωπο, αυτό του Αντώνη Αρώνη, και σε ένα αληθινό έγκλημα που διαπράχθηκε αρχές του 20ου αιώνα. Άρα, πώς σας δόθηκε το πρωταρχικό ερέθισμα που σας παρακίνησε να αποτυπώσετε στο χαρτί αυτήν την ιστορία;
Π.Δ.: Πηγαίνω συχνά στα Κύθηρα, και αρχικά άκουσα τυχαία για αυτό το άτομο στο χωριό όπου έγινε το συμβάν. Μια οικογένεια φίλων επειδή κατάλαβε ότι μου αρέσουν οι παλιές ιστορίες, μάλιστα είχα ήδη γράψει το πρώτο μου λεξικό που είναι για παλιές λέξεις, κάνοντας αυτή τη διάγνωσή ότι εμένα μου αρέσουν αυτά, μου αφηγήθηκαν μια ιστορία που είχε συμβεί στο ίδιο το χωριό τους. Ήταν συγκλονιστικές οι συμπτώσεις, οι συγκυρίες, η όλη ιστορία αυτού του ανθρώπου, αλλά και των ανθρώπων που επλήγησαν, που πέθαναν, γιατί έμεναν στο ίδιο το χωριό. Οπότε, σκεφτείτε ότι στο απέναντι σπίτι είχαν θύματα. Ή μάλλον ακόμη και στο ίδιο το σπίτι όπου ήμουν, υπήρχε μία προγιαγιά που είχε πεθάνει.
Άκουσα λοιπόν, την ιστορία, πολύ γρήγορα όμως, μέσα στις πρώτες εβδομάδες που άρχισα να τη διηγούμαι σε φίλους και γνωστούς, συνειδητοποίησα ότι άγγιζε και άλλες χορδές μέσα μου κυρίως όσον αφορά στο θέμα της κοινωνικής αδικίας. Και εκεί μου γεννήθηκε η ιδέα που αρχικά ξεπρόβαλε σιγά σιγά, αλλά πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε ανάγκη να μιλήσω και για κάτι άλλο, καθώς η ίδια ιστορία είναι γεμάτη σασπένς, το έχετε διαβάσει το βιβλίο, και το ξέρετε ήδη.
Παρ’ όλα αυτά, ήθελα να μιλήσω και για άλλα πράγματα και έτσι μπήκε η μυθοπλασία, και πλάστηκαν χαρακτήρες όπως η ‘Άννα’ και η ‘Ρόζα’ που πολλοί αναγνώστες δεν ξέρουν ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Γενικά, η οικογένεια αυτή δεν υπήρξε ποτέ, και στη σειρά το σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη τους έχει δώσει πολύ πιο ανεπτυγμένο ρόλο, ειδικά σε αυτές τις δύο αδελφές. Δεδομένου ότι έχω ακούσει πάρα πολλές ιστορίες, και επειδή μου αρέσει πάρα πολύ το true crime, για παράδειγμα ακούω πάρα πολλά podcasts, το επόμενο βιβλίο μου θα έχει πάλι να κάνει με εγκλήματα. Και το τρίτο θα το περιλαμβάνει αυτό με κάποιον τρόπο, άρα είναι όντως ένα είδος που με συναρπάζει αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω κάτι τέτοιο, βασικά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω οτιδήποτε.
Δεύτερον, δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω μια συγκεκριμένη ιστορία, παρ’ όλο που είχα ακούσει πάρα πολλές, ωστόσο, αυτό που νομίζω ότι μου έκανε το ‘κλικ’ σε αυτήν την ιστορία ήταν τα μηνύματα που περνούσε. Και η κοινωνική αδικία δηλαδή και της κοινωνίας προς τον Καστελάνη, και του ίδιου του Καστελάνη προς την κοινωνία, αυτό που και ο Σωτήρης Τσαφούλιας αρέσκεται πολύ να τονίζει σε όλες τις συνεντεύξεις του, το πώς η κοινωνία δημιουργεί εγκληματίες και μετά «χορεύει» πάνω στα πτώματά τους λέγοντας ότι «σκοτώσαμε το τέρας».
Αυτό λοιπόν, με οδήγησε, γιατί εγώ δεν είχα γράψει ποτέ στη ζωή μου ούτε μια παράγραφο. Αυτό πολύς κόσμος μπορεί να μην το ξέρει και να νομίζει ότι εγώ πάντα έκανα κάποιες ιστορίες, κάποια σκαριφήματα, έστω κάποια ποιήματα. Έχω γράψει μόνο δύο στίχους για δύο τραγούδια, τίποτ’ άλλο. Δεν έχω γράψει ούτε ένα ποίημα. Δηλαδή, από το μηδέν πήγα σε ολόκληρο βιβλίο. Μάλλον, ενυπήρχε κάτι μέσα μου και νομίζω ότι βγήκε την κατάλληλη στιγμή, και για τα αναγνώσματά μου, τα ταξίδια μου, τις εμπειρίες μου όλα αυτά βγήκαν από μέσα μου, και απ’ ό,τι κατάλαβα τελικά είχε απήχηση στον κόσμο.
Αλλά, δεν είμαι μία ιστορία γνωστή στα Κύθηρα, είναι μία ιστορία που τώρα έγινε γνωστή στο νησί. Την γνώριζαν κυρίως άνω των σαράντα ετών. Και πολλοί αυτής της ηλικίας, δηλαδή, ο μέσος σαραντάρης θα την είχε ακούσει σαν παραμύθι. Εφόσον έχετε διαβάσει το βιβλίο, θα θυμάστε ότι τον Καστελάνη τον πυροβολεί ο παπάς και έτσι τρέπεται σε φυγή. Τον Μάιο που βρισκόμουν εκεί για τα γυρίσματα, γνώρισα τα δισέγγονά του και το γνώριζαν όλο αυτό ως παραμύθι. Μου είπαν χαρακτηριστικά ότι: «μας έλεγαν πως ο προπάππους μας είχε κάνει αυτό, και εμείς το είχαμε στο μυαλό μας ως ένα ψεύτικο ανδραγάθημα που μας έλεγε ο παππούς και η γιαγιά. Δεν είχαμε καταλάβει ότι όντως είχε γίνει!».
Οπότε, αντιλαμβάνεστε ότι άτομα άμεσα εμπλεκόμενα με την ιστορία, έστω οι απόγονοι, το πίστευαν ως παραμύθι ή ότι μέχρι και πρόσφατα μέχρι πριν τριάντα χρόνια, όταν ένα παιδάκι ήταν άτακτο του έλεγαν ότι «έλα τώρα σπίτι γιατί θα σε πάρει ο Καστελάνης!». Είναι κάτι παρόμοιο όπως λέμε: «θα σε πάρει ο Μπαμπούλας».
Καταλαβαίνετε λοιπόν, ότι η ιστορία είχε περάσει στη σφαίρα του μύθου, παρ’ όλο που δεν είναι τόσο παλιά. Ίσως, γιατί απ’ όσο ξέρω για εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Κυθηραϊκές εφημερίδες, και έτσι κι εγώ έψαξα σε Αθηναϊκές εφημερίδες, και άρα δεν καταγράφηκε ακριβώς επίσημα. Φανταστείτε ότι η πρώτη επίσημη καταγραφή έγινε πολλά χρόνια μετά, στα τέλη του ’60. Και αυτή η ιστορία, αυτή η καταγραφή που έγινε άρθρο πριν πέντε χρόνια, αυτή αποτέλεσε τη βάση μου, γιατί ζει αυτή η κυρία και είναι μία εξαιρετική γυναίκα! Και αυτής η καταγραφή στάθηκε η βάση για να γράψω εγώ, γιατί το ’69, το ’70, ζούσαν άτομα που ήταν είκοσι χρονών τότε, ογδόντα χρονών ας πούμε τώρα, οπότε ήξεραν πράγματα από πρώτο χέρι, και έτσι βασίστηκα αρκετά σε αυτό.
Ναι μεν, μπορούσα να πάρω από την γυναίκα αυτήν πληροφορίες, αλλά μετά χρειάστηκε να κάνω έρευνα στα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων που έχει ψηφιοποιήσει εφημερίδες, και από εκεί και έπειτα, όταν δεν είχα πλέον κενά στην ιστορία, έδωσα χώρο και στη μυθοπλασία.
Το εάν λεγόταν έτσι ή όχι ο ήρωας, το εάν το σπίτι του ήταν μικρό ή μεγάλο, δεν με ενδιέφερε. Εγώ έφτιαξα έναν δικό μου χαρακτήρα. Επίσης, έφτιαξα την ‘Άννα’ και τη ‘Ρόζα’, μια εντελώς διαφορετική οικογένεια, ή επέλεξα μια οικογένεια για να προσωποποιήσει τα θύματα που πάνω σ’ αυτή μίλησα για όλα τα θύματα. Αν εξαιρέσεις αυτά, δεν ήξερα τίποτα για αυτούς. Ήξερα μόνο κάποιες ηλικίες. Αλλά για ‘μένα ήταν ένα σύμβολο η οικογένεια Βλαντή, για να μιλήσω για τα θύματα. Δεδομένου ότι είχαν γίνει δύο παρουσιάσεις στα Κύθηρα και ήταν πολύ συγκινητικό το κλίμα.
Ειδικά, πέρυσι στη μεγάλη παρουσίαση που είχα κάνει για το «Δεκαεπτά Κλωστές», αυτή είχε γίνει κάτω από το καμπαναριό που συνέβη η σφαγή, και υπήρχε κόσμος που δεν είχε αντιληφθεί πού είχε έρθει, και όταν έλεγα ότι «η σφαγή για την οποία σας μιλάω έγινε εκεί στα δέκα μέτρα», ανατρίχιαζαν όλοι. Ήταν σοκαριστικό, και πόσο μάλλον το να περπατάς σε αυτήν την πλατεία.
Και νομίζω ότι όσοι άνθρωποι θα πάνε του χρόνου στα Κύθηρα ή όσοι πήγαν πέρυσι και πρόπερσι έχοντας διαβάσει το βιβλίο, θα υποβάλλονται λόγω αυτού του τοπίου. Κάναμε τα γυρίσματα στις Καλοκαιρινές και λες και το έκανε επίτηδες ο καιρός, είχε ομίχλη. Και μιλάμε τώρα για 10 Μαΐου, και για ομίχλη που δεν σ΄αφήνει να δεις τίποτα. Σαν να σου έλεγε ο καιρός «σου δίνω το κατάλληλο σκηνικό για να κάνεις τη δουλειά σου, Τσαφούλια!».
Προκειμένου να γράψετε την ιστορία σας, κάνατε σχολαστική έρευνα. Ποιες προκλήσεις συναντήσατε σε αυτό το στάδιο συγγραφής;
Π.Δ.: Η έρευνα δεν σταμάτησε ποτέ στην πραγματικότητα, και μάλιστα θα μπορούσε να προστεθεί και άλλο υλικό το οποίο μάλιστα, έμαθα τώρα στα γυρίσματα. Δηλαδή, έρχονταν άνθρωποι οι οποίοι έλεγαν: «θέλω να μοιραστώ μαζί σας μία λεπτομέρεια που ξέρω». Μας είπαν πράγματα τα οποία αν είχαν μπει στο βιβλίο, και ακόμη καλύτερα στο σενάριο που είναι μία πιο ελεύθερη απόδοση του βιβλίου, θα υπήρχαν ακόμα πιο τραγικές συμπτώσεις. Και υπήρξαν τόσο τραγικές συμπτώσεις που ο Τσαφούλιας τρελάθηκε και αναφώνησε: «πλάκα μου κάνεις! Να το ξέραμε νωρίτερα αυτό!», αλλά είχαν ήδη γίνει τα γυρίσματα!
Αυτά ίσως, δεν ξέρω βασικά αν θα τα ανακοινώσουμε όταν θα βγει η σειρά, αν θα γίνουν κάποιες εκπομπές ή κάποιο podcast όπου θα αναλύονται και θα ήταν ωραίο να αναφερθούν εκεί. Εγώ έκανα έρευνα. Η πρόκληση η μεγάλη ήταν ότι δεν ήξερα αν είναι ακόμη ταμπού το συγκεκριμένο γεγονός. Ήξερα από σκόρπιες φήμες ότι σε κάποιους ανθρώπους δεν αρέσει να μιλούν για αυτό. Στο κάτω κάτω, πρόκειται για ένα έγκλημα στο οποίο μπορεί να εμπλέκονται άτομα της οικογένειάς τους ή επειδή είναι η ιστορία μίας κοινωνίας η οποία στρέφεται εναντίον των ανθρώπων μέσω του κουτσομπολιού και του bullying, και θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να πει «και τι γράφει αυτός για ‘μας; Δηλαδή, θα μας κακολογήσει;». Αυτός ήταν ένας φόβος μου αρκετά υπαρκτός με αποτέλεσμα να μην κάνω αρκετές συνεντεύξεις με παππούδες, να μην το ψάξω πάρα πολύ. Αλλά, από ένα σημείο και ύστερα, δεν με ένοιαζε να το ψάξω περισσότερο γιατί η βασική ιστορία ήξερα ότι έχει γίνει, και αφού διασταύρωσα τις πληροφορίες που ήθελα ανατρέχοντας και στο internet, σε αυτά που βρήκα από το αρχείο της Βουλής και αλλού, είδα ότι συμφωνούσαν.
Κάποια στιγμή αφού είχε βγει το βιβλίο, εμφανίστηκε ένας κύριος και μας διάβασε μαντινάδες που είχαν γραφτεί τότε, δεκαοκτώ στο σύνολό τους, και δεν σας κρύβω ότι εκείνη την ώρα αγχώθηκα λίγο μήπως έλεγαν άλλη ιστορία πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Όμως, με πολλή ανακούφιση είδα ότι όλες τους συμφωνούσαν ακόμη και με πράγματα που είχα φανταστεί. Μόνο ένα πράγμα συνειδητά άλλαξα. Υπήρχε μία πολύ έντονη φήμη ότι το ζευγάρι που παγίδευσε τον Καστελάνη με το τέχνασμα με τα παπούτσια, είναι ότι η ιστορία, οι αφηγήσεις έλεγαν πως η γυναίκα ήταν κανονικά μέσα στο κόλπο. Ωστόσο, ακόμη και να ήταν, εγώ δεν ήθελα να το αποδώσω έτσι γιατί έγραφα το βιβλίο σε μια εποχή που το κίνημα Me Too ήταν σε άνοδο και καλώς ήταν. Αποφάσισα ότι δεν προσέφερε τίποτα να παρουσιάσω άλλη μια «Σαλώμη», να δαιμονοποιήσω άλλη μια γυναίκα όπως συμβαίνει με πολλές γυναίκες, και εξού και τις σκοτώνουν ή τις βλάπτουν με οποιονδήποτε τρόπο.
Σε μία περίοδο που οι γυναίκες προσπαθούσαν να κερδίσουν τον σεβασμό από τους άνδρες και όρθωναν τη φωνή τους, δεν μπορούσα εγώ να κάτσω να γράψω για το αντίθετο, δηλαδή για μια πλανεύτρα, μια σαγηνεύτρια , και είπα «όχι δεν θα το κάνω αυτό». Και βγήκε το βιβλίο και όλο και περισσότερες μαρτυρίες ήρθαν που συνηγορούσαν στο ότι όντως αυτή το ξεκίνησε. Αλλά ακόμη και τώρα δεν θα το άλλαζα πραγματικά. Ποιητική αδεία κάποια πράγματα τα αλλάζω, όμως τα πιο πολλά έμειναν όπως είχαν, και μετά η άλλη πρόκληση ήταν να είμαι πιστός σε μια εποχή που δεν την ήξερα εγώ γιατί ακόμη και Κυθήριος να ‘μουν, πού να ήξερα εγώ πως ζούσαν εκεί το 1909; Δεν μιλάμε για το 1960, δηλαδή κάποιος που βλέπει τις «Άγριες Μέλισσες», εγώ δεν βλέπω πολλές ελληνικές σειρές, παρ’ όλα αυτά από εικόνες που είδα αποσπασματικά και φέρουν κάτι από τη δεκαετία του ’50, δεν είδα κάτι που να πω: «α, έτσι ντύνονταν!». Έχω δει ταινίες, ξέρω πώς ντυνόταν η γιαγιά μου, ο παππούς μου, οπότε δεν είναι τόσο μακρινό να αγγίξεις το τότε, ακόμη και τα χρηστικά αντικείμενα ενός σπιτιού. Ενώ το 1909 είναι μία εντελώς άλλη εποχή και δεν μιλάμε για την Αθήνα, μιλάμε για τα Κύθηρα, ένα νησί που δεν το ξέρει τόσο καλά ο κόσμος, δεν είναι Κέρκυρα, δεν είναι Κεφαλονιά ή Κρήτη, δεν είναι αυτό που έχουμε δει σε πάρα πολλά βιβλία του Ξενόπουλου και άλλων.
Άρα εκεί όντως έπρεπε να κάνω μια ενδελεχή έρευνα που μου πήρε αρκετό καιρό, αλλά είμαι χαρούμενος γιατί δεν βρέθηκε ένας Κυθήριος να μου πει «τι λες, βρε άνθρωπε; Δεν χορεύαμε εμείς αυτά, δεν μιλούσαμε έτσι, δεν κάναμε αυτό, δεν τρώγαμε αυτά τα πράγματα». Και έτσι προσπάθησα να εντάξω πολλά στοιχεία αλλά όχι με τουριστικό τρόπο. Αυτό το κάνω και στο «Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών», θα το κάνω και στο καινούργιο μου βιβλίο που η πλοκή του θα διαδραματίζεται στην Ιθάκη.
Μαθαίνεις για τον χώρο, την κοινωνία ενός μέρους. Πολλές φορές κόσμος που έχει διαβάσει το βιβλίο μού λέει: «θα ήθελα να πάω στα Κύθηρα!», που φανταστείτε ότι εγώ δεν έχω ούτε μία σκηνή με παραλία στο βιβλίο. Ούτε μία. Δεν είναι ένα τουριστικό βιβλίο, αλλά προσπάθησα να το κάνω τόσο κινηματογραφικό που να ζωντανεύει και ο τόπος. Έπρεπε να κοιτάω ακόμα και χάρτες έτσι ώστε όταν περιγράφω τον πρωταγωνιστή να περπατάει, όταν ανεβαίνει έναν λόφο να υπάρχει όντως αυτός ο λόφος, να μην τον έχω βγάλει από το μυαλό μου.
Επίσης, με προβλημάτιζε μήπως βρεθεί κάποιος και με κατηγορήσει λ.χ. ότι σπιλώνω τη μνήμη της προγιαγιάς ή του προπάππου του όσον αφορά στους «κακούς» του βιβλίου, όμως δεν βρέθηκε ποτέ κανένας να πει κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα, το αγκάλιασε όλη η κοινωνία των Κυθήρων, και η πνευματική ελίτ και ο απλός κόσμος. Όταν έρχονται ηλικιωμένοι που έχουν χάσει τον παππού τους, γιατί μιλάμε για τόσο παλιά, και σου λένε: «ευχαριστούμε που μιλάς για τα πεθαμένα μας!», παρ’ όλο που μιλάω στο βιβλίο κυρίως για τον δολοφόνο των οικείων τους, είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή το ότι αναγνωρίζουν πως σεβάστηκα και τα θύματα.
Δεν ανοίχτηκαν όλοι. Ωστόσο, όλοι οι κάτοικοι ήταν πολύ φιλικοί. Εντούτοις, μία γιαγιά που είχε έρθει στην πρώτη παρουσίαση με τη φωτογραφία του συλληφθέντος Καστελάνη, τη θυμάμαι να εκφράζεται έντονα για αυτόν λέγοντας: «αυτό το κάθαρμα! Αυτός ο αλήτης σκότωσε την προγιαγιά μου!». Εγώ αγχώθηκα με το τι να κάνω αν αρχίσει και φωνάζει κατά τη διάρκεια της παρουσίασης. Εντούτοις, μου μετέφεραν ότι στο τέλος της παρουσίασης δεν μιλούσε καθόλου και παρακολουθούσε με πάρα πολλή προσοχή.
Βέβαια, εγώ έχω κάνει και παρουσίαση, η τελευταία στα Κύθηρα η οποία ήταν απόλυτα αφιερωμένη στα θύματα. Ο Καστελάνης ήταν ο Καστελάνης, αλλά και αυτά τα πρόσωπα είχαν όνομα, μάθαμε τι δουλειές έκαναν. Μιλήσαμε πολύ για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων εκεί σαν να μιλούσαμε για την καθημερινότητα αυτών των θυμάτων.
Οι συγγενείς των θυμάτων που διάβασαν το βιβλίο, με κάποιον τρόπο συναισθάνθηκαν και τον άνθρωπο που αδικήθηκε τόσο από τους γύρω του ώστε να φτάσει στα άκρα; Τελικά, αυτά τα αισθητήρια της κοινωνίας έχουν αλλάξει κάπως σε σχέση με παλιότερα;
Π.Δ.: Γενικά, είτε ήταν απόγονοι θύματος και το ήξεραν, γιατί κάποιοι μπορεί να μην το γνώριζαν καν, θεωρώ ότι έχουν αλλάξει κάπως τα αισθητήρια της τοπικής κοινωνίας, αφού οι ερωτήσεις αλλά και τα σχόλια που λάμβανα στα social media από Κυθήριους είναι πάντοτε υποστηρικτικά με την έννοια ότι έλεγαν «τον φάγανε τον άνθρωπο», αλλά χαίρομαι κιόλας όταν επισημαίνουν ότι «κι οι άλλοι δεν έφταιγαν σε τίποτα» που εν τέλει είναι και η γραμμή που ακολουθώ κι εγώ.
Τον πονάω, τον καταλαβαίνω, τον νιώθω τον Καστελάνη, όμως σαφώς και στο τέλος του βιβλίου δεν του δίνω συγχωροχάρτι. Και αυτό επειδή του δόθηκαν ευκαιρίες, γιατί όσο πονεμένος και να ήταν, είχε και την επιλογή που του πρότεινε η ‘Άννα’, αυτήν προς την αλλαγή. Δεν το έκανε και λόγω της δύσκολης ψυχολογικής του κατάστασης και λόγω των ουσιών. Όμως, πολύς κόσμος τάσσεται υπέρ του και εκτός των Κυθήρων. Εγώ δεν είμαι ακριβώς υπέρ του. Τον καταλαβαίνω, τον νιώθω, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι έκανε το λάθος που πολλοί άνθρωποι άδικα πλήρωσαν είτε με τη ζωή τους ή αυτοί που έμειναν πίσω αναγκάστηκαν να περιέλθουν στη φτώχεια, στην προσφυγιά.
Όταν χάνεις τη μάνα σου και είσαι δύο χρονών παιδάκι, γιατί υπήρξαν και πολλά παιδάκια που πέθαναν, και πολλές νέες γυναίκες, σημαίνει ότι πολλά άτομα υπέφεραν, άλλα έμειναν ορφανά. Ξέρω το βίωμα ενός ανθρώπου που ήταν δέκα ετών όταν πέθανε η μητέρα του τότε. Και το παιδί αυτό ζώντας σε απόλυτη ένδεια, κατάφερε τελικά στα δεκαπέντε του χρόνια να πάει στην Αυστραλία. Η εγγονή του που τώρα είναι εβδομηντάρα, και έχουμε γίνει φίλοι μου αποκάλυψε ότι: «ο παππούς δεν μας είπε ποτέ καμία ιστορία. Δεν ανέφερε ποτέ αυτό το πράγμα», που σημαίνει ότι ο ψυχισμός αυτού του ανθρώπου σίγουρα επηρεάστηκε τόσο αρνητικά σε βαθμό που να θέλει να το αποκρύψει αφού είδε ουσιαστικά τη μητέρα του να πεθαίνει.
Σήμερα, μπορεί να μην υπήρχαν καν απόγονοι από αυτές τις οικογένειες που επλήγησαν. Ωστόσο, σκέφτηκα αν εγώ ήμουν συγγενής ενός θύματος, πόσο μάλλον αν ήταν και μία πιο σύγχρονη ιστορία που έγινε π.χ. το 1980, πώς θα ήθελα να χειριστούν την περίπτωσή μου. Εγώ έκανα την παρουσίαση του βιβλίου μου στα Κύθηρα σχεδόν εκατόν δέκα τρία ολόκληρα χρόνια μετά, έχοντας μεσολαβήσει μια κάποια χρονική απόσταση από ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός. Ο πόνος από το «τραύμα» έχει απαλυνθεί σημαντικά.
Έγραψα αυτό το βιβλίο με τα θύματα στη σκέψη μου, χωρίς να ξέρω καν ποιοι ήταν γιατί γενικά σαν άνθρωπος θέλω να κοιτάω και τις δύο πλευρές, και τις δύο εκδοχές. Εν προκειμένω, μιλάμε για ένα έγκλημα. Πώς λοιπόν, εγώ θα ηρωοποιήσω κάποιον που όσες αδικίες κι αν υπέστη, έπραξε ένα τόσο μεγάλο κακό, όταν δηλαδή ξέρω ότι έβλαψε τόσους πολλούς ανθρώπους;
Ναι μεν, καταλήγει να είναι συμπαθής στη συνείδηση του κόσμου, εστιάζοντας κυρίως στον Κυθηραϊκό κόσμο, γιατί κάποιος που δεν είναι από εκεί θα το διαβάσει ως βιβλίο ή θα το δει ως σειρά, αλλά στο νησί εκείνο στην πλειονότητα του κόσμου το πρόσημο δεν είναι αρνητικό. Με ευχαριστεί που ο κόσμος το βλέπει έτσι. Γι’ αυτό και με τόση χαρά πήγαν εξακόσιοι Κυθήριοι και έπαιξαν ως κομπάρσοι ,αλλιώς θα μπορούσαν να πουν: «γιατί να μπω στον κόπο να συμμετάσχω σε κάτι τέτοιο; Για έναν δολοφόνο;» . Όχι, είμαι πολύ χαρούμενος που και ο κόσμος το βλέπει έτσι!
Ο χαρακτήρας του Καστελάνη ξεπηδάει με αλλιώτικη ζωντάνια μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Μετατρέπεται σε έναν αντιήρωα που κερδίζει αβίαστα τη συμπάθεια και την κατανόηση του αναγνώστη. Σας πέρασε από το μυαλό να μεταβάλλετε κάτι πάνω στα γεγονότα που τον καθόρισαν;
Π.Δ.: Κοιτάξτε δεν υπήρχαν πολλά στοιχεία για το πραγματικό πρόσωπο από το οποίο εμπνεύστηκα εγώ τον Καστελάνη. Τα μοναδικά που θα μπορούσα θεωρητικά να βρω αλλά δεν το έκανα τελικά, ήταν να κοιτάξω αν υπάρχουν αρχεία στη φυλακή του Ναυπλίου. Ωστόσο, με απέτρεψαν κάποιοι δικηγόροι που μου είπαν: «εδώ δεν βρίσκουμε αρχεία δικών του 1980, θα βρεις εσύ του 1909;». Και κακώς βέβαια, γιατί θα έπρεπε να το ‘χα ψάξει. Έπρεπε να το ψάξω ανεξάρτητα, όπως και να ‘χει. Εφόσον δεν είχα καθόλου όμως, τέτοια στοιχεία από πρώτο χέρι, αποφάσισα εγώ να φτιάξω έναν Καστελάνη.
Δηλαδή, ήξερα ότι η ιστορία έλεγε πως ήταν ένας άνθρωπος καλός, ευυπόληπτος, που κοιτούσε τη δουλειά του. Ότι το πρόσημο εκεί στα Κύθηρα ήταν σχετικά θετικό, και που ύστερα έγινε ακόμη πιο θετικό μετά το βιβλίο και τη σειρά, οπότε έπρεπε να σκεφτώ τι οδηγεί κάποιον σε ένα τέτοιο έγκλημα. Μίλησα με ψυχιάτρους. Μου είπαν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα αν υπάρξουν οι “κατάλληλες” συνθήκες. Και σκέφτηκα αν κάνω έναν ευέξαπτο χαρακτήρα θα ήταν κάτι το προφανές, οπότε επέλεξα να κάνω έναν πιο αδύναμο χαρακτήρα.
Κακά τα ψέματα ο Καστελάνης δεν είναι ένας δυνατός χαρακτήρας. Αν ήταν μπορεί να μην είχε κάνει αυτό που έκανε. Είναι ένας άνθρωπος ανασφαλής και έτσι ήταν πολύ πιο εύκολη και η αποδοχή του bullying που είχε δεχτεί. Το δέχτηκε κατά βάση. Προσπάθησε να το πολεμήσει, αλλά δεν το πολέμησε όσο θα ‘πρεπε. Αφέθηκε κάπως. Άρα, ο χαρακτήρας του Καστελάνη που είναι ο βασικός χαρακτήρας εν πολλοίς είναι δικό μου δημιούργημα. Επαναλαμβάνω ο χαρακτήρας του. Τα λόγια που αντάλλασε με τον πατέρα και την μητέρα του ή όποιον άλλον, έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να τα ξέρω.
Επίσης, απ’ ό,τι έμαθα στην έρευνα που έκανα, ο πατέρας του μάλλον δεν ζούσε. Εγώ όμως, ήθελα να έχει έναν πατέρα. Επιπλέον, τον χαρακτήρα της ‘Άννας’ τον επινόησα. Ομολογώ ότι αυτό που σκέφτηκα να δώσω στον Καστελάνη ήταν ότι θα είχε κάποια σχέση γιατί στη φωτογραφία της σύλληψής του αληθινού προσώπου, του Αρώνη δηλαδή από τις αρχές, υπήρχε ένα δαχτυλίδι στο χέρι του. Δεν με ενδιέφερε ο Καστελάνης να είναι παντρεμένος γιατί εκείνη την εποχή δεν χώριζαν εύκολα οι άνθρωποι, δεν έπαιρναν διαζύγια. Έτσι, τον έκανα να είναι αρραβωνιασμένος.
Έπειτα, ο χαρακτήρας της ‘Ρόζας’ ή της μάνας του, όλα αυτά πλάστηκαν γιατί δεν μπορούσα να ξέρω τίποτα τέτοιο. Όλη η πραγματική ιστορία ενυπάρχει μέσα στη μυθοπλασία. Είναι όλη εκεί μέσα, ακόμη και λεπτομέρειες. Π.χ. Η ζάχαρη που πέταξε στον καφέ του και την πέρασαν για ναρκωτικό ήταν πραγματικό. Έγινε αυτό όντως. Όμως, πολλές τέτοιες μικρές σκηνές είναι δικές μου. Αλλά ό,τι έγινε πραγματικά εντάχθηκε μέσα στο βιβλίο μου, εκτός από τη συμμετοχή της Αντζολέτας που την άλλαξα. Την έκανα λιγότερο ενεργή.
Είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι;
Π.Δ.: Χωρίς να είμαι απόλυτα γνώστης έως καθόλου θα έλεγα, όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, για τις ανάγκες του βιβλίου μου απευθύνθηκα σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας γιατί ο μεγάλος μου φόβος ήταν πώς θα αποδώσω κάτι τέτοιο. Το πώς θα αποτύπωνα την πλήρη μεταστροφή ενός πρωτύτερα άκακου ανθρώπου σε στυγερό δολοφόνο γιατί είναι στυγνότατα τα εγκλήματά του. Γι’ αυτό, μίλησα κατά κύριο λόγο επισταμένα με μία ψυχίατρο και της εξήγησα το story για να καταλάβει, και μου είπε ότι όντως οποιοσδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε δολοφόνο αν προκύψουν οι ανάλογες περιστάσεις. Βέβαια, στην περίπτωση του Καστελάνη υπήρχε μία πρότερη κατάσταση σ’ αυτόν όπως μία πίεση από την μητέρα του, τα κοινωνικά πρότυπα, τις νόρμες, μια γενικότερη ανασφάλεια, οπότε ήταν πιο εύκολο για αυτόν να φτάσει σε αυτό το σημείο απ’ ότι για κάποιους άλλους.
Μέσα στο βιβλίο χτίζετε με τις περιγραφές σας μία πολύ υποβλητική ατμόσφαιρα αυτή των Κυθήρων του 1909. Πόσο σύνθετο είναι να αποδοθεί τόσο αντιπροσωπευτικά ένα μέρος, μία κοινωνία σε σύγκριση με το τώρα; Θα μπορούσατε να είχατε διαλέξει έναν διαφορετικό χρόνο ιστορίας για να την κάνετε πιο σύγχρονη ίσως, όπως το να εξελίσσεται στο σήμερα; Kαι γιατί προτιμήσατε να μην το κάνετε;
Π.Δ.: Εφόσον διαδραματίστηκε τότε, θα μου φαινόταν πολύ άκυρη η μεταφορά του στο σήμερα ή στο 1960. Συν τοις άλλοις, ήταν μία πάρα πολύ γοητευτική περίοδος κατ’ εμέ. Εγώ λατρεύω την ιστορία. Οπότε, η συγκεκριμένη εποχή για την υπόλοιπη Ελλάδα είναι η Belle Époque. Ενώ εγώ δεν το ήξερα ακριβώς, δηλαδή το βλέπω τώρα που έγινε η σειρά. Μέσα στο βιβλίο έλεγα ότι οι τότε κυρίες πήγαιναν και παραλάμβαναν τα ωραία μποτάκια τους, αλλά τώρα που είδα το ενδυματολογικό κομμάτι στη σειρά, τις ενδυματολόγους να ντύνουν με υπέροχα ρούχα τις κυρίες που συμμετέχουν στο project, τότε το κατάλαβα καλύτερα. Ακόμη και η ‘Άννα’ και η ‘Ρόζα’ στη σειρά είναι λίγο πιο πλούσιες απ’ ότι στο βιβλίο με αποτέλεσμα να ντύνονται πάρα πολύ όμορφα για την εποχή. Και υπάρχουν ακόμη κοπέλες, κυρίες και κύριοι που ντύνονται ακόμη πιο ωραία.
Και όσον αφορά στη σκηνογραφία, υπήρχαν πράγματα που εγώ δεν τα είχα φανταστεί ακριβώς έτσι. Υπήρχαν σπίτια που μου έδειξαν και ήταν αρχοντικά, απλά δεν ήταν του νεοκλασικού στυλ ή τα του Επτανησιακού ρυθμού που ίσως να έχουμε στο μυαλό μας. Οπότε, για εμένα ήταν μία πολύ γοητευτική περίοδος που σίγουρα συνιστούσε πρόκληση το να την μεταφέρω στην ιστορία. Γι’ αυτό και έψαχνα σχολαστικά για να την αποδώσω σωστά σε όλους τους τομείς από το φαγητό και τη διακόσμηση μέχρι οτιδήποτε άλλο, χωρίς όμως να το εξαντλήσω σε λεπτομέρειες που είναι κουραστικές.
Εμένα, με ενδιαφέρει πολύ να περιγράφω και τη φύση, κάτι που κάνω και στο δεύτερο βιβλίο μου. Την φύση των Κυθήρων όπως τη γνώρισα, τη φύση της Αρκαδίας που την ήξερα, τη φύση της Ιθάκης όπου πήγα εκεί και την ξαναθυμήθηκα γιατί θα παίξει σημαντικό ρόλο στο επόμενο έργο μου.
Στο «Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών» επέλεξα πάλι ως χρόνο το παρελθόν και για συμβολικούς λόγους, αλλά και γιατί και εμένα μου αρέσει πολύ ως περίοδος αυτή του ’49-’50. Στο καινούργιο βιβλίο βέβαια, τα πράγματα εκτυλίσσονται στο σήμερα. Για πρώτη φορά επιλέγω το παρόν. Γλιτώνω άλλα πράγματα, και δεν χρειάζεται να κάνω τέτοιου είδους έρευνα, γιατί εκείνο είναι ένα πιο βαθύ, αλληγορικό βιβλίο σε σχέση με τα άλλα.
Έχετε έναν κινηματογραφικό τρόπο γραφής που συνοδεύεται από την εντύπωση ενός αόρατου αφηγητή, ο οποίος δεν είναι ακριβώς ένας τελείως αποστασιοποιημένος παρατηρητής. Συχνά μοιάζει να συναισθάνεται τα πρόσωπα της υπόθεσης. Υπάρχει λόγος που δημιουργείτε μία τέτοια αίσθηση στον αναγνώστη;
Π.Δ.: Εμένα μου αρέσει η τριτοπρόσωπη γραφή. Την εφάρμοσα και στο δεύτερο, και τώρα και στο τρίτο μου βιβλίο, με τη μικρή εξαίρεση ότι στις «Δεκαεπτά Κλωστές» στο τελευταίο κεφάλαιο ‘μιλάει’ ο ίδιος ο Καστελάνης. Όντως, θεωρώ ότι εφόσον εγώ είμαι ο αφηγητής, ότι είμαι ‘εκεί’. Είμαι σαν ένας αόρατος άνθρωπος μέσα στο δωμάτιο ή οπουδήποτε αλλού στον χώρο δράσης, που παρατηρεί τις αντιδράσεις τους. Ξέρει τους μύχιους φόβους τους και τις επιθυμίες των χαρακτήρων του, καθώς είναι ένας παντογνώστης αφηγητής. Είναι ένας μικρός θεός γιατί πώς αλλιώς ξέρει τι γίνεται μέσα στο μυαλό τους ή ως προς το συναίσθημά τους; Προσπαθεί να τους καταλάβει και να κάνει και τον αναγνώστη να τους καταλάβει.
Πάντα μου άρεσε αυτό και στα βιβλία που διάβαζα, δηλαδή το να υπάρχει μια εσωτερική ματιά. Και από τότε που έγινα συγγραφέας έχω γίνει λίγο πιο αυστηρός με τον τρόπο που διαβάζω ένα άλλο βιβλίο. Βέβαια, σίγουρα υπάρχουν διαφορετικά στυλ γραφής μεταξύ των οποίων και τα ‘πιο στεγνά’. Συνειδητοποιώ όμως, καθώς περνούν τα χρόνια και τώρα που έχω αρχίσει να γράφω κι εγώ, ότι το πολύ ‘στεγνό’ στυλ δεν μου πολυαρέσει. Δηλαδή, δεν μπορώ μόνο διάλογο. Με κουράζει απίστευτα. Τολμώ να πω όσο και αιρετικό να ‘ναι, μου φαίνεται και λίγο φτωχό.
Ο διάλογος είναι πολύ εύκολο να γραφτεί, πιστέψτε με! Εξού και ότι μπορούν να γραφτούν σενάρια. Βέβαια, υπάρχουν διάλογοι και διάλογοι, και αυτό το βλέπουμε και σε σειρές, από τη μία σε συγκλονιστικές σειρές με φοβερούς διαλόγους, και από την άλλη ανοησίες σε ελληνικά σίριαλ και παντού. Εννοείται ότι μπορεί να κάνεις θαύματα μόνο με διαλογικά κομμάτια. Όμως, νομίζω ότι ακόμη και η περιγραφή του τόπου μετράει πολύ επειδή και ο τόπος είναι βασικός πρωταγωνιστής.
Και στις «Δεκαεπτά Κλωστές» τα Κύθηρα, και η Αρκαδία στο δεύτερο βιβλίο μου είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές. Η ίδια η φύση είναι η πρωταγωνίστρια γιατί αυτή είναι η μεγάλη αντίστιξη με την οργανωμένη κοινωνία, και το ίδιο συμβαίνει και με το τρίτο μου έργο όπου η φύση εκεί κι αν έχει την τιμητική της! Βέβαια, και με άλλον τρόπο αφού εκεί είναι και εκδικήτρια.
Οι γέφυρες ενώνουν, υψώνονται πάνω από χάσματα, περνούν σε απέναντι όχθες, ‘μιλούν’ στους διαβάτες τους. Μέσα στο μυθιστόρημά σας παρουσιάζουν και ανθρώπινες ιδιότητες, προσλαμβάνοντας μία αλληγορική διάσταση. Θα θέλατε να εστιάσουμε λίγο σε αυτόν τον ιδιότυπο ανιμισμό που διατρέχει το βιβλίο σας;
Π.Δ.: Αυτός ο ανθρωπομορφισμός, ο ανιμισμός με γοητεύει και ζορίστηκα πάρα πολύ να μην το βάλω εμφανώς και στο δεύτερο βιβλίο μου. Εκεί είναι λιγότερο ξεκάθαρο. Μου αρέσει πολύ αυτή η προσέγγιση. Βασικά, στις «Δεκαεπτά Κλωστές» το γεφύρι είμαι εγώ, εγώ μιλάω. Δικές μου απόψεις είναι. Μου αρέσει πάρα πολύ ο συμβολισμός είτε αυτό έχει να κάνει με αντικείμενα είτε με ιδέες ή με λέξεις. Για παράδειγμα, στο δεύτερο βιβλίο όλα τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι συμβολικά και εξού υπήρχε και ένα παράρτημα.
Στο τρίτο, θα είναι τα πάντα συμβολικά ακόμη και οι χαρακτήρες, και ταυτόχρονα θα προσπαθήσω να τα κάνω και αρκετά εύληπτα γιατί ο πολύς συμβολισμός κουράζει. Αξιοποιώ τον συμβολισμό γιατί μου αρέσει να χρησιμοποιώ διάφορες προσλαμβάνουσες και να μιλάω με πράγματα ειπωμένα για πράγματα νέα, που πάντοτε είναι επίκαιρα, είναι σχετικά με την κάθε κοινωνία. Δηλαδή, το bullying είτε τώρα ονομάζεται έτσι παρ’ ότι δεν υπήρχε τότε ως όρος, υπήρχε πάντως, ως φαινόμενο πάντοτε. Ανέκαθεν τέτοια ζητήματα αγγίζουν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό, θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο έχει αγγίξει πάρα πολλούς γιατί είναι μία ιστορία η οποία δεν έπρεπε να ξεχαστεί.
Εγώ έτσι την περιγράφω πάντα. Είναι μία ιστορία παλιά, αλλά δεν έπρεπε να λησμονηθεί, γι’ αυτό και την ‘ανέσυρα’, γιατί μιλάει για πολλά που ταλανίζουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τους ανθρώπους εν γένει, και δυστυχώς δεν έχει αλλάξει και τίποτα. Τώρα ειδικά με τα social media όπου υπάρχει απίστευτη ανθρωποφαγία και τοξικότητα. Οπότε, έχω επιλέξει τον ανθρωπομορφισμό επειδή εγώ αγαπώ πάρα πολύ και τη μυθολογία. Και εκεί έχουμε πλείστες περιπτώσεις άψυχων πραγμάτων που είχαν φωνή, συνείδηση. Επίσης, ήθελα να βάλω μέσα στη δράση τη διάσημη γέφυρα στο Κατούνι η οποία είναι όντως η μεγαλύτερη γέφυρα των Βαλκανίων ακόμα σε χρήση. Άρα, η πρώτη σκηνή με τη γέφυρα μέσα στο βιβλίο, μπήκε γιατί εξυπηρετούσε ταυτόχρονα πολλούς σκοπούς το ‘ζωντάνεμά’ της.
Πιστεύετε ότι όλα ορίζονται από το τυχαίο, κοινώς το πεπρωμένο, ή ότι οι άνθρωποι διαλέγουν και υφαίνουν το νήμα της ζωής τους με τη θέλησή τους;
Π.Δ.: Αυτό είναι ένα περίπλοκο θέμα. Θεωρώ πως όσο κι αν υπάρχει μία αόρατη οντότητα, ο Θεός ας πούμε, όπως υπάρχουν αυτοί που κρατούν τα νήματα στο θέατρο σκιών, κατά βάση εμείς έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Σίγουρα, δεν μπορείς να ελέγξεις καταστάσεις όπως έναν πόλεμο ή μια επακόλουθη πείνα που μπορεί να προκύψει, ή το ότι μια πρωία ξυπνάει ο διευθυντής σου και σε απολύει. Όμως, ακόμη και το πώς διαχειρίζεσαι τις δυσχέρειες της ζωής, όσα μάταια έρχονται, οπωσδήποτε ως έναν βαθμό μπορούμε να έχουμε λόγο στα πράγματα.
Όταν δεν συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα άσχημο υπάρχει μία διαρκής γκρίνια, μία συνεχής μεμψιμοιρία ή δυσανασχέτηση, μία διαρκής τάση καταδίωξης. Κάτι μίζερο όπως: «γιατί αυτός πρόκοψε κι εγώ όχι;». Η εύκολη ροπή των ανθρώπων είναι να νομίζουν ότι η ευτυχία που έχουν καταφέρει κάποιοι άλλοι, οφείλεται απλά στην τύχη ή στα μέσα, σε διασυνδέσεις ή διευκολύνσεις που είχαν. Αυτό θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ άδικο γιατί όντως η επιμονή και η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό αποδίδουν.
Ναι, θα υπάρξουν αναποδιές, τρικλοποδιές, όπως και σίγουρα υπάρχουν πολύ άξιοι άνθρωποι που δεν κατάφεραν να κάνουν πράγματα γιατί δυστυχώς η τύχη υπάρχει. Εγώ πιστεύω στην τύχη, στη μοίρα. Πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει μια προδιάθεση όμως, κατά βάση εμείς κινούμε τα νήματα της ζωής μας. Εξού και τον «κατηγορώ» τον Καστελάνη γιατί πήρε τον λάθος δρόμο. Θα μπορούσε να φύγει εντελώς. Ας πήγαινε κάπου αλλού, στην Αμερική που λέει ο λόγος.
Ως δημιουργός του Καστελάνη, θα μπορούσατε να μοιραστείτε τα συναισθήματά σας και τους προβληματισμούς σας για αυτό το πρόσωπο από την αρχή μέχρι και τον επίλογο της ιστορίας του;
Π.Δ.: Νομίζω τα συναισθήματά μου και οι σκέψεις μου δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα για τον Καστελάνη. Έχει συναντήσει τόσες κατραπακιές και είναι και έτσι η ιδιοσυγκρασία του που δεν μπορεί να ξεχάσει τί του συνέβη και έτσι παγιδεύεται στα σκοτάδια του. Είναι ένας ήλιος αλλά δεν είναι αυτόφωτος. Δίνει το φως του αλλά αν δεν του δώσεις και εσύ φως δεν μπορεί να λάμψει ο ίδιος. Και έτσι όταν του σβήνεις αυτό το φως και το κλέβεις, εκείνος καταρρέει.
Όσα του συνέβησαν είναι τραγικά. Τον έπλασα έτσι σαν έναν τραγικό ήρωα-αντιήρωα ταυτόχρονα. Δεν μπορείς να δικαιολογήσεις αυτά που κάνει. Απ’ την άλλη όμως, κατανοείς το τι συνετέλεσε για να οδηγηθεί εκεί. Γενικά, εγώ απεχθάνομαι τους μονοδιάστατους, μονολιθικούς χαρακτήρες. Όλοι δεν είμαστε ένα πράγμα, ούτε άσπρο-μαύρο, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος με τέτοιες ψυχολογικές διακυμάνσεις και δύσκολα βιώματα.
Νομίζω, αν τον είχα μπροστά μου, θα ήθελα να τον πάρω μια αγκαλιά. Ναι, έκανε ό,τι έκανε. Και ήταν λάθος του γιατί ο Καστελάνης, όπως θυμάστε, δεν μετανιώνει ποτέ κάτι που ήξερα και γι’ αυτό επέλεξα να μην καταφύγω στην εύκολη λύση, δηλαδή να τον μετατρέψω σ’ έναν κοσμοκαλόγερο που στράφηκε στην Αγία Γραφή ή κάτι παρόμοιο. Θα προσπαθούσα λοιπόν, να του εξηγήσω ότι έκανε το λάθος, αλλά και τι θα μπορούσε να κάνει από εκεί και έπειτα, να επιδιώκει να κάνει το καλό, τέλος πάντων. Να προσπαθεί να βελτιωθεί ο ίδιος.
Θεωρώ ότι όσον αφορά στη σειρά, και πολύ μεγάλο μέρος των θεατών θα έχει την ίδια άποψη. Ότι δεν θα τον κατηγορήσουν, δεν θα τον αντιπαθήσουν. Αντιθέτως, θα είναι ένας ρόλος ο οποίος θα μείνει. Και ως προς αυτό βοηθάει πάρα πολύ και ο Πάνος Βλάχος με την ερμηνεία του. Πιστεύω ότι στο κοινό θα μείνει πολύ βαθιά χαραγμένη αυτή η ερμηνεία και ο ρόλος.
Ο Πάνος Βλάχος που ενσαρκώνει τον Καστελάνη στη σειρά, κατάφερε να αγκαλιάσει έτσι όπως φανταζόσασταν τον Καστελάνη του βιβλίου;
Π.Δ.: Ο Καστελάνης της σειράς είναι ένα, γίνεται ένα με τον Καστελάνη του βιβλίου χάρη στον Πάνο Βλάχο. Παρ’ όλο που δεν έχω δει όλα τα γυρίσματα γιατί ήταν στα Κύθηρα δύο μήνες περίπου, ενώ εγώ ήμουν δύο εβδομάδες. Οπότε, εγώ τον έχω δει και εκτός σετ, για παράδειγμα να μην τρώει όλη μέρα τίποτα εκτός από ένα πορτοκάλι ή ένα μήλο για να μπει στον ρόλο του ταλαιπωρημένου. Τον έχω δει να μη μιλάει με κανέναν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κάποιες μέρες, μόνο και μόνο γιατί ήθελε να μπει για τα καλά στον ρόλο. Έχω δει βέβαια και κάποια αστεία bloopers που θα τα δείξουν μάλλον όταν βγει η σειρά. Όμως, θεωρώ ότι ο Πάνος Βλάχος με την ερμηνεία του είναι ο Καστελάνης. Είναι ένας άγγελος και ένας δαίμονας ταυτόχρονα. Υπάρχουν στιγμές που παίζει τον άγγελο και μοιάζει με άγγελο, και κάποιες αντίστοιχες ‘διαβολικές’ του στιγμές.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ομώνυμης τηλεοπτικής διασκευής αυτού του έργου σας, δίνοντάς σας ένα ρόλο-κλειδί. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα περισσότερα γι’ αυτό;
Π.Δ.: Δεν θα πω πάρα πολλά. Θα ήθελα να επεκταθώ αργότερα πάνω σ’ αυτό. Ωστόσο, να πως ότι είμαι πολύ χαρούμενος που το βιβλίο μου γίνεται πλέον και σειρά, και όσον αφορά στο αποτέλεσμα που βλέπω να αναδύεται καθώς έχω δει ένα μικρό κομμάτι του, πρόκειται για μία απίθανη δουλειά! Η σειρά θα βγει κοντά στα Χριστούγεννα. Έχω ανεβάσει και εγώ ο ίδιος κάποιες φωτογραφίες.
Εγώ παίζω έναν δημοσιογράφο της εποχής ο οποίος εξ’ Αθηνών ορμώμενος πήγε στο νησί για να καλύψει το θέμα. Εξού και το ντύσιμό μου στη σειρά είναι έτσι πιο αστικό. Σημαίνει πάρα πολλά πράγματα για ‘μένα αυτός ο ρόλος. Και είναι ο καλύτερος ρόλος που θα μπορούσε να μου δώσει γιατί ταιριάζει ταμάμ όχι με τον Πάνο Δημάκη αλλά με το ότι είμαι ο συγγραφέας του βιβλίου.
Θα μπορούσατε να μοιραστείτε λίγα περισσότερα μαζί μας από την εμπειρία σας στο σετ, και από τη συνεργασία σας με τα μέλη του cast και τους υπόλοιπους συντελεστές; Θα συμμετείχατε και πάλι σε κάτι αντίστοιχο;
Π.Δ.: Αν γίνει σειρά και το δεύτερο βιβλίο μου, για το οποίο γίνονται ήδη κάποιες σοβαρές συζητήσεις, δεν θα με χαλούσε να παίξω ένα μικρό ρολάκι! Ένα πέρασμα ας πούμε. Δηλαδή, στις «Δεκαεπτά Κλωστές» παίζω συνολικά γύρω στα δύο λεπτά. Είναι ανοιχτή λοιπόν, και αυτή η προοπτική όσον αφορά στο «Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών», δηλαδή να υπάρξει μεταφορά του. Περιμένουμε όμως, πού θα καταλήξουν αυτές οι κουβέντες καθώς μεσολαβεί καλοκαίρι τώρα.
Υπάρχει μία καλή εταιρεία παραγωγής που οι άνθρωποί της πιστεύουν ότι θα μπορούσε να προχωρήσει και αυτό. Ίδωμεν! Είμαι αισιόδοξος! Αλλά προς το παρόν δεν έχουμε κάτι σίγουρο. Εγώ θεωρώ ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει και μια πιο εκτεταμένη σειρά από άποψη επεισοδίων. Θα μπορούσε να αποτελείται και από δέκα πέντε επεισόδια.
Πάντως, ήταν μία εκπληκτική εμπειρία να βρεθώ στα γυρίσματα του «Δεκαεπτά Κλωστές». Είτε οι δικές μου σκηνές που ήταν δύο μέρες γύρισμα είτε αυτές που παρακολούθησα στα Κύθηρα, είτε στον Κεραμεικό και στο Λαύριο, ήταν ένα χολιγουντιανό σετ, και αυτό το λέω με πλήρη συνείδηση. Μάλιστα, μου το είπαν και πολλοί ηθοποιοί που έχουν κάνει πολλά πράγματα και έχουν εμπειρία πάνω σ’ αυτό. Πρόκειται για μία εξαιρετική παραγωγή.
Επικρατούσε η οργάνωση και η ευγένεια. Δεν είδα ποτέ να υπάρξουν καθυστερήσεις ή ασυνεννοησία. Πάντοτε, υπήρχε πλήρης συντονισμός, απίστευτη ευγένεια από τον Σωτήρη Τσαφούλια, ο οποίος είναι ο ευγενέστερος άνθρωπος του κόσμου, μέχρι τους ανθρώπους που απλά κουβαλούσαν το φαγητό, το catering. Μιλάμε για μία ευγένεια όχι μόνο προς εμένα που εντάξει είμαι ο συγγραφέας και δεν μπορώ να πω, ένιωσα πραγματικά πολύ όμορφα με τη συμπεριφορά τους, αλλά ακόμη και με ηθοποιούς που έπαιξαν ένα ρολάκι του μισού λεπτού.
Και μου έλεγαν πόσο όμορφα αλληλεπιδρούσαν και η εταιρεία Tanweer, και η Cosmote και το ίδιο το συνεργείο του Σωτήρη. Ήταν μία πολύ ωραία εμπειρία και για τα Κύθηρα, και στους Κυθήριους θα μείνει αξέχαστη. Για ‘μένα ήταν ένα φοβερό πράγμα να βλέπεις τα λόγια σου, είτε τα ακριβή ή τα παραλλαγμένα ή το ίδιο το concept να ‘ζωντανεύει’ μπροστά σου μέσα από τρομερούς ηθοποιούς και μερικούς ανερχόμενους που δεν τους ήξερα.
Όταν είδα τον διάλογο των δύο αδερφών για την ηθική, και ξέρεις ότι είναι σκηνή που την έχεις βγάλει εντελώς από το μυαλό σου, ήταν φοβερό. Έρχονταν οι ηθοποιοί και μου έλεγαν: «τι απέγινε τελικά ο χαρακτήρας μου;», για μορφές τις ιστορίας που εγώ έπλασα, και τους απαντούσα: «τι εννοείς; Δεν υπήρξε ο χαρακτήρας σου. Εγώ τον έφτιαξα!». Αυτό ήταν και αστείο και συγκινητικό ταυτόχρονα.
Την προσαρμογή του σεναρίου ανέλαβε η Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Σε τι βαθμό έχει διατηρηθεί η πιστότητα στην αφήγηση σε σχέση και με το πρωτότυπο έργο; Υπάρχουν κάποιες έντονες διαφοροποιήσεις που ενδεχομένως να ανιχνεύσει κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο;
Π.Δ.: Σίγουρα υπάρχουν. Θα δει κανείς δύο χαρακτήρες που δεν υπάρχουν καν στο βιβλίο, ή ακόμη χαρακτήρες οι οποίοι έχουν μετουσιωθεί σε κάτι άλλο, δηλαδή έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, χωρίς να αλλοιώνουν τη ροή της πλοκής. Σίγουρα όμως, κάποιος θα διαπιστώσει και κάτι τέτοιο. Η βασική και πιο έντονη διαφορά είναι το στοιχείο του έρωτα. Στο βιβλίο είναι σαφώς λιγότερο έντονο. Στη σειρά είναι πιο αισθητό. Υποθέτω είναι και πιο τηλεοπτικό το να υπάρχει αυτή η έμφαση σε ένα love story, οπότε και μεγεθύνθηκε. Τα μηνύματα δεν χάνουν την ουσία τους, απλά καταλαμβάνει περισσότερο χρόνο και έκταση στην τηλεόραση το κομμάτι της αγάπης απ’ ότι της δίνεται στο βιβλίο. Αν το έκανα εγώ, ίσως να έβαζα λιγότερο love story. Αλλά, κάτι τέτοιο δεν με πείραξε, αφού καταλαβαίνω ότι το τηλεοπτικό προϊόν είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Η Μιρέλλα είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και τη λογίζω πλέον ως φίλη. Είναι για μένα δώρο ότι ανακάλυψε το βιβλίο μου και αποφάσισε να το μεταφέρει στη μικρή οθόνη!
Στο σύνολο του βιβλίου απαντώνται έννοιες όπως αυτή της δικαιοσύνης και της αδικίας, της ελεύθερης επιλογής και της μοίρας. Πιστεύετε ότι στη σύγχρονη αντίληψη αυτά έχουν μετασχηματιστεί κάπως; Kαι αν ναι, σε τι βαθμό;
Π.Δ.: Επειδή έχω μεγαλώσει σε μικρή κοινωνία, την οποία και επισκέπτομαι πολύ συχνά, και επειδή ταξιδεύω πάρα πολύ στην Ελλάδα, και στις παρουσιάσεις μού λένε για το καινούργιο βιβλίο που είναι για το παρελθόν, δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Έχουν μετουσιωθεί κάπως αλλά απλά με μοντέρνους όρους. Δεν χρειάζεται πλέον να περιμένεις να παντρέψεις τις αδερφές σου για να παντρευτείς εσύ. Αυτό γινόταν τριάντα με σαράντα χρόνια πριν.
Η ηθική έχει χαλαρώσει και ευτυχώς έγινε έτσι. Είναι ένα θέμα που σχολιάζω σε όλα τα βιβλία μου εννοώντας την προσποιητή ηθική, την επιβεβλημένη, καθώς συνηθίζω να λέω ότι: «οι θεοί της αρχαίας Ελλάδας ή ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε σήμερα ίσως να γελούσαν με την ηθική που έχουν επιβάλει οι ίδιοι οι άνθρωποι επικαλούμενοι τον Θεό», ότι δηλαδή, είναι δικό του θέλημα ό,τι γίνεται. Θεωρώ ότι έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα και άλλα που δεν έχουν αλλάξει. Είναι αργές οι αντιδράσεις των ανθρώπων σε πολλά ζητήματα. Ευτυχώς, σε κάποια άλλα εξελισσόμαστε, σε πολλά άλλα όμως ακόμη κι αν θεωρητικά υπάρχει μία ‘άνοιξη του μυαλού’, κατά βάση πάλι ‘χειμώνα’ έχουμε.
Βλέπω μορφωμένους ανθρώπους και πώς εκφράζονται για διάφορα πράγματα είτε είναι η ηθική είτε είναι οι πρόσφυγες, και εκφράζουν μεσαιωνικές αντιλήψεις άτομα που δεν το περίμενα. Δεν μιλάμε για τον κόσμο που είναι αμαθής, και λες, τέλος πάντων, εφόσον δεν έχει γίνει κοινωνός μιας κουλτούρας και επειδή έχει παραδοθεί στα social media, μπορεί να μην έχει ανοίξει το μυαλό του. Γιατί η μάθηση είναι το πρώτο μέλημα κάθε αρχής. Αλλά μιλάμε και για ανθρώπους που θεωρητικά έχουν ταξιδέψει, έχουν ανοίξει τα μάτια τους, έχουν διαβάσει, και παρ’ όλα αυτά, φέρονται όπως φέρονται.
Θεωρώ ότι έχουμε αργά αντανακλαστικά ακόμα. Οπωσδήποτε, υπάρχουν μεγάλες βελτιώσεις, αλλά μια τέτοια ιστορία με τον Καστελάνη θα μπορούσε να είχε γίνει και τώρα. Σήμερα δηλαδή, θα μπορούσε να κατηγορήσει κάποιος έναν ή μία για σεξουαλική παρενόχληση μόνο και μόνο επειδή ήθελε να κερδίσει από προσοχή μέχρι χρήματα είτε λόγω μίσους ή εκδίκησης, και μετά να ξεκινήσει μία σπείρα καθόδου στην καριέρα αυτού του ανθρώπου που στοχοποιείται, και ο κόσμος να πιαστεί από αυτό και να το ενισχύσει με τον ίδιο τρόπο που γινόταν και το 1909.
Πόσο θεωρείτε ότι ευθύνονται η περιθωριοποίηση, το μίσος, και το συνακόλουθο στίγμα που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα άτομα ή κοινωνικές ομάδες, ώστε να οδηγηθεί κάποιος σε ένα έγκλημα;
Π.Δ.: Το έγκλημα δεν δικαιολογείται με τίποτα, με καμία δύναμη. Και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν οι αρχές οι οποίες θα θεσπίσουν όχι μόνο νόμους, αλλά θα φροντίσουν να υπάρχει συλλογική ενεργοποίηση και ευαισθητοποίηση για παράδειγμα, για τις ψυχικές νόσους. Εδώ υπάρχει ακόμα στίγμα σε μία οικογένεια η οποία έχει ένα παιδί που αντιμετωπίζει ένα τέτοιο θέμα, και οι ίδιοι το κρύβουν αντί να το αποδεχτούν και να βρουν λύση, αλλά φυσικά επηρεάζει και ο περίγυρος σε αυτό.
Χρειάζεται να βρεθούμε πιο κοντά στους ανθρώπους που είτε έχουν κάποιες ψυχικές ασθένειες είτε είναι παραβατικοί, γιατί για να έγιναν παραβατικοί λογικά φταίει η φτώχεια, η αποστέρηση, η έλλειψη μάθησης, τα κακά πρότυπα κ.λπ. Νομίζω μπορεί να εκπαιδευτεί ο κόσμος έτσι ώστε να δρα αλλιώς, και να προληφθούν καταστάσεις για το μέλλον ακόμη και όταν ήδη υπάρχει μια παραβατικότητα ή όταν υφίστανται παρερμηνείες και στερεότυπα όπως στην περίπτωση της δυσλεξίας. Και παλιότερα όταν ήμουν εγώ μικρός, αλλά και μέχρι σήμερα πολλοί αμφισβητούν την αντιληπτική ικανότητα των δυσλεκτικών, ότι δήθεν δεν τα παίρνουν τα γράμματα. Υπήρχε τέτοια άγνοια τότε. Τώρα σιγά σιγά αυτό το στίγμα φεύγει σε μεγάλο βαθμό. Ακόμη και το ότι πας σε ψυχαναλυτή δεν θεωρείται ταμπού, παρ’ όλο που πολύς κόσμος επιμένει να το βλέπει ακόμη έτσι.
Περνάτε πολλά σημαντικά και δυνατά μηνύματα μέσα από αυτόν τον μύθο. Ποιο πιστεύετε ότι είναι ο πυρήνας του και θα θέλατε να σταθείτε περισσότερο σ’ αυτό;
Π.Δ.: Νομίζω αυτό που έχει αξία για εμένα, έχει να κάνει με το να αφήνεις τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που εκείνοι επιθυμούν, όταν βέβαια αυτή η συμπεριφορά τους δεν βλάπτει τους άλλους. Δηλαδή, ο Καστελάνης δεν είχε κάνει τίποτα που να έβλαπτε κάποιον. Ο κόσμος όμως πίστεψε στο μεγάλο ψέμα που ειπώθηκε εναντίον του και το ασπάστηκαν.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχει το θέμα των fake news και εκείνο του bullying που μπορεί να προέλθει από κάτι τέτοιο εφόσον κάποιος πειστεί από κάτι ψευδές. Ήθελα να μιλήσω για την τάση των ανθρώπων να καταδικάζουν ειδικά ό,τι εμπίπτει στην κατηγορία της ηθικής, γιατί αυτό δεν υπήρχε τόσο έντονο στην πραγματική ιστορία όσο στο βιβλίο, εξού και πλάστηκαν οι δύο αδερφές και η οικογένεια ‘Καμπίτη’.
Πιστεύω ότι η ηθική και η ψευδοηθική είναι αυτό που κυριαρχεί στο βιβλίο, και που πολλές φορές γελάω όταν το σκέφτομαι. Είναι και βασικό θέμα του επόμενου βιβλίου μου. Και η ελεύθερη βούληση παίζει σημαντικό ρόλο εδώ, όπως και το κατά πόσο θα ‘πρεπε αφήνουμε τους ανθρώπους να πράττουν αυτό που θέλουν αλλά όχι εις βάρος των άλλων, γιατί η ελεύθερη επιλογή πρέπει να δομείται σωστά. Εν τέλει, όπως είδαμε ο Καστελάνης τη χρησιμοποίησε με τον χείριστο τρόπο.
Μέσα από την ιστορίας σας καταρρίπτετε την ψευδαίσθηση ενός δίκαιου κόσμου, ότι δηλαδή, πρέπει να συμβαίνουν καλά πράγματα σε όσους αποζητούν το καλό, και κακά σε όσους διαιωνίζουν το κακό. Γιατί σας ενδιαφέρει να υπογραμμίσετε κάτι τέτοιο;
Π.Δ.: Φανταστείτε ότι στο νέο μου βιβλίο σκέφτομαι ποιον καλό θα «καταστρέψω». Και στο επόμενο βιβλίο, δηλαδή, είναι πολύ καλοί οι χαρακτήρες, αλλά μου φαίνεται πολύ απλοϊκό το παραπάνω ως αντίληψη. Μάλιστα, μία από τις αγαπημένες μου ταινίες είναι το Funny Games με τη Naomi Watts. Αυτή η ταινία είναι η αποθέωση του «δεν θα σ’ αφήσω, θεατή, να περιμένεις να δεις αθώους ανθρώπους να σφαγιάζονται, και στο τέλος ο δολοφόνος να σκοτώνεται από τον πρωταγωνιστή ή την πρωταγωνίστρια, για να μπορείς εσύ να πας ήσυχος σπίτι σου με καθαρμένη την ψυχή σου, ενώ έχεις ήδη δει τόση θηριωδία». Αυτή η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί σου κλείνει το μάτι και σου λέει: «όχι, δεν θα σου δώσω αυτό που θέλεις ή προσδοκάς. Θα σου στερήσω την πρωταγωνίστρια τη στιγμή που νομίζεις στο τέλος ότι θα τους σκοτώσει, θα επιζήσει και θα βγει νικήτρια έστω έχοντας χάσει την οικογένειά της, και εσύ θα πάρεις την εκδίκησή σου».
Ο Καστελάνης περνάει πολλές αντιξοότητες. Πιστεύετε ότι τον πραγματικό μας χαρακτήρα, τα αληθινά μας χρώματα και πτυχές τα δείχνουμε κατά κύριο λόγο σε δύσκολες καταστάσεις ή και στις καλές;
Π.Δ.: Ιδανικά θα έπρεπε και στις καλές. Νομίζω ότι πολλές φορές στις καλές δεν είναι πολύ εμφανές. Είναι αυτό που λέμε συχνά «ο καλός ο φίλος στα δύσκολα φαίνεται». Στις ευχάριστες στιγμές είναι όλοι και όλα καλά. Όταν όμως, συμβαίνει κάτι απρόοπτο και δυσάρεστο, έχουμε δει να εξαφανίζονται άτομα από τη ζωή μας. Ίσως και εμείς να το έχουμε κάνει σε άλλους αυτό, από άγνοια; Δεν ξέρω. Θεωρώ λοιπόν, αν και δεν το κάνουμε, ότι και σε εύκολες και σε δύσκολες στιγμές θα έπρεπε να αφήσουμε να βγει προς τα έξω το ποιοι είμαστε. Και συνήθως, στα δύσκολα αποδεικνύεται το τι έχουμε να δώσουμε: αδιαφορία, νοιάξιμο, όλα εκεί φαίνονται.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Ετοιμάζετε κάποιο άλλο βιβλίο ίσως; Θα έχει να κάνει και αυτό με κάποιο πραγματικό γεγονός ή με το true crime είδος;
Π.Δ.: Ξεκινάω ένα μεγάλο project τώρα, ίσως το μεγαλύτερο που έχω κάνει ποτέ, και εκεί είμαστε σε συζητήσεις αλλά κυρίως για το πώς θα υλοποιηθεί. Έχει ήδη εγκριθεί και έχει να κάνει με την εκπαίδευση στην οποία στο κάτω κάτω δραστηριοποιούμαι.
Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό, γιατί εγώ το πρότεινα και είδα ότι η ιδέα άρεσε και υπήρχαν πολύ ‘ευήκοα ώτα’. Εντούτοις, δεν θα ήθελα να πω περισσότερα, γιατί θα ήθελα πρώτα να έχει οριστικοποιηθεί καθ΄όλα το εγχείρημα αυτό. Πάντως, θα είναι ένα πολύ μεγάλο project για το οποίο θα δουλεύω όλο το φθινόπωρο. Και βασικά, το αμέσως επόμενο μεγάλο project είναι το καινούργιο μου βιβλίο, το τρίτο σε σειρά, το οποίο έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω.
Σχετικά με το νέο βιβλίο που έχω στα σκαριά, ασχολούμαι με το crime, αλλά όχι με το true crime. Το έκανα μία φορά, αλλά δεν θέλω να με ‘φωτογραφίζουν’ ως ο αστός που ζωντανεύει αληθινές ιστορίες εγκλημάτων. Διαβάζω πάρα πολύ true crime πολύ πριν γίνει της μόδας. Αλλά, τώρα ειδικά με τα podcast, το περιεχόμενο στο YouTube, παρακολουθώ πάρα πολλά. Και έχω διαβάσει και έχω δει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορίες, όμως καμία δεν μου έχει γεννήσει την ανάγκη να την καταγράψω. Πιστεύω ότι αν ποτέ ξαναγεννηθεί θα ‘ ναι μία ιστορία απ’ την οποία αναδύονται κι άλλα πράγματα, όπως: η αδικία, θέματα ψυχικής φύσεως κ.ά. Για παράδειγμα, τώρα έχω διαβάσει φοβερές ιστορίες με εγκλήματα πάθους. Κακώς τα ονομάζουμε έτσι αλλά καταλάβατε τι εννοώ. Οι ιστορίες αυτές μπορεί να έχουν τρομερές ανατροπές, εντούτοις, προς το παρόν δεν πιάνω τον εαυτό μου έτοιμο να γράψει κάτι τέτοιο.
Προτιμώ να γράψω τα δικά μου εγκλήματα, όπως στο «Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών» που βρίθει εγκλημάτων, αλλά είναι όλα μέσα από το μυαλό μου, και πάντα εμποτισμένα με μία κριτική για την κοινωνία. Το «Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών» πραγματεύεται πολλά υποκινούμενα εγκλήματα. Μιλάει επίσης, για τη δημαγωγία, για τη φθοροποιό δύναμη της εξουσίας, την τάση των ανθρώπων να χωρίζονται σε στρατόπεδα, και να βλέπει κανείς τα ‘φίδια’ που ψιθυρίζουν στα αυτιά τους διχαστικές φράσεις για να πέσουν στην παγίδα και να σφάλουν.
Και μέσα σε όλα αυτά διαδραματίζονται και εγκλήματα με πολύ σασπένς. Το επόμενο μυθιστόρημα θα καταπιάνεται με τον Θεό. Οπότε, θα είναι ένα σχετικά πιο φιλοσοφικό βιβλίο και μακράν πιο συμβολικό όλων όσων έχω γράψει μέχρι πρότινος. Θα έχει και αυτό πολλούς θανάτους, και πολλή αγωνία, ίσως περισσότερη και από τα υπόλοιπα. Γιατί στις «Δεκαεπτά Κλωστές» το σασπένς αργεί να κλιμακωθεί επίτηδες, αφού θέλω να το χτίσω, να είναι έτσι βραδυφλεγές. Ενώ στο επόμενο ξεκινάει κατευθείαν η αγωνία, όχι με flashbacks όπως στα προηγούμενα όπου παίζω με το in media res, όπου βάζω ένα ‘τυράκι’ για να δεις τι γίνεται και μετά το αναπτύσσω. Εδώ πλέον, στο καινούργιο βιβλίο, ξεκινάει κατευθείαν η δράση αλλά παράλληλα θα είναι και πιο βαρύ από άποψη νοημάτων.
Ευχαριστούμε θερμά τον Πάνο Δημάκη για αυτήν την ξεχωριστή συνέντευξη! Η ομάδα των Unboxholics, του ευχόμαστε να μην σταματήσει ποτέ να εμπνέεται από όλα όσα τον εκφράζουν πραγματικά και του δίνουν ώθηση να συνεχίσει να δημιουργεί!
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.