Οι ταινίες που βλέπουμε μικροί, συνήθως μάς σημαδεύουν για πάντα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ταινίες που ανήκουν στο είδος του τρόμου. Μία ταινία που με έχει σημαδέψει είναι το ”The Blob” (1988) του Charles “Chuck” Russel (The Mask, Eraser, The Scorpion King κ.α). Είχα, που λέτε, τη βιντεοκασέτα στην ελληνική βερσιόν της, με τίτλο «Η Μάζα» και κάθε φορά που μέναμε μόνοι στο σπίτι, παρέα με φίλους μου, τη βάζαμε στο…βίντεο. Ναι, ξέρω, πολλές από τις λέξεις που ήδη έχω αναφέρει είναι άγνωστες για πολλούς που γεννήθηκαν μετά το 2000, αλλά τι να κάνουμε παιδιά, έτσι είναι η ζωή! Το σενάριο έλεγε πως μετά από την πτώση ενός μετεωρίτη κοντά στο Arborville της Καλιφόρνια, ένα παράξενο είδος ζωής που είχε τη μορφή γλίτσας, άρχισε να εισβάλει στην ήσυχη επαρχιακή πόλη και να κατασπαράζει ανθρώπους. Όσο περισσότερους κατανάλωνε, τόσο ισχυρότερο γινόταν, με αποτέλεσμα η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο και μέσα σε λίγες ώρες να γίνεται το…«έλα να δεις».
Το concept στο Carrion, το παιχνίδι που σας παρουσιάζω στο παρόν κείμενο, είναι πάνω-κάτω το ίδιο. Ο τίτλος αυτοπροσδιορίζεται ως reverse-horror game, που σε απλά ελληνικά σημαίνει πως σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των παιχνιδιών του είδους που ελέγχουμε τον «καλό» και μαχόμαστε ενάντια στον «κακό», εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Για την ιστορία το παιχνίδι αναπτύχθηκε από το Phobia Game Studio, το οποίο εδρεύει στην Βαρσοβία της Πολωνίας, ενώ τα καθήκοντα του publishing τα έχει αναλάβει η Devolver Digital. Ο τίτλος κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι για Xbox One (δωρεάν στο Gamepass), PC και Switch.
Το σενάριο λέει πως ένα άμορφο κόκκινο και ανατριχιαστικό πλάσμα άγνωστης ταυτότητας κρατείται σε κάποιες ερευνητικές εγκαταστάσεις οι οποίες ανήκουν σε μία εταιρία ονόματι “Relith Science”. Το πλάσμα αυτό καταφέρνει να αποδράσει από το containment unit του και προσπαθεί να βρει το δρόμο προς την ελευθερία. Εμείς, φυσικά, ελέγχουμε το «τέρας» και πρακτικά το βοηθάμε να βρει την έξοδο του ερευνητικού κέντρου. Στο δρόμο μας θα καταστρέψουμε και θα σκοτώσουμε κάθε τι που αποπειράται να μας εμποδίσει. Όσο περισσότερο «αίμα» μαζέψει στα πλοκάμια του το τέρας, τόσο μεγαλύτερο και ισχυρότερο γίνεται, ακριβώς όπως και στο The Blob.
Πρόκειται για ένα side-scrolling platformer, με έντονο το Metroidvania στοιχείο. Το αιμοδιψές τέρας θα πρέπει να αποκτήσει πρόσβαση σε διάφορα δωμάτια των τεράστιων εγκαταστάσεων, τα οποία πολλές φορές αρχικά είναι απροσπέλαστα, ωστόσο με την επίλυση διαφόρων γρίφων και φυσικά αρκετού backtracking, εν τέλει θα βρει το δρόμο του. Το πιο «αριστουργηματικό» και απολαυστικό πράγμα στο παιχνίδι είναι η κίνηση του πλάσματος και η αμεσότητα του χειρισμού. Η ελευθερία των κινήσεων, ελέω της αμορφίας του τέρατος, είναι εξαιρετική και συνθέτουν ένα πραγματικά εθιστικό αποτέλεσμα.
Αν και δε μπορώ να τις χαρακτηρίσω «μάχες», υπάρχουν αρκετές σκηνές που το τέρας θα πρέπει να έρθει σε επαφή με επιστήμονες ή με οπλισμένους άνδρες της ασφάλειας του κτηρίου και εκεί είναι που τα πράγματα γίνονται πολύ -πολύ όμως- splatter! Αρχικά η εξέλιξη του gameplay είναι «ανησυχητικά» απλή μιας και το μόνο που κάνεις είναι να μετακινείσαι από δωμάτιο σε δωμάτιο καταναλώνοντας σάρκες, ωστόσο στην πορεία προστίθενται ενδιαφέροντες μηχανισμοί, που χαρίζουν μία ικανοποιητική ποικιλία στο σύνολο. Πιο συγκεκριμένα, το τέρας αρχίζει και ανακαλύπτει τα διάσπαρτα κομμάτια του DNA του και αποκτάει ικανότητες και αντοχές που αρχικά δεν είχε.
Σημαντικό ρόλο παίζει και το μέγεθος του πλάσματος, ανάλογα με τις περιστάσεις, με τον παίκτη να πρέπει να υπολογίζει πόσο «μεγάλο» θα είναι. Αν, επί παραδείγματι, πρέπει να χωρέσει από μία μικρή σχισμή, θα πρέπει «αφοδεύσει» κομμάτια του, προκειμένου να πάρει μικρότερη μορφή. Όσον αφορά την πρόκληση, είναι και αυτή κλιμακούμενη, μιας και στην αρχή τα πράγματα είναι σχετικά απλά, αλλά στην πορεία, τόσο οι εχθροί, όσο και οι γρίφοι δυσκολεύουν.
Το δυσκολότερο πράγμα βέβαια στο παιχνίδι και αυτό που με «χάλασε» περισσότερο είναι ο περίπλοκος χάρτης, μιας και οι περιοχές/ δωμάτια, μοιάζουν εξαιρετικά πολύ μεταξύ τους και μετά από λίγη ώρα παιχνιδιού αρχίζεις και μπερδεύεσαι έντονα. Θαρρώ πως από τις 6 ώρες που αφιέρωσα συνολικά στο παιχνίδι μέχρι τα credits του, τις -τουλάχιστον- δύο, τις ξόδεψα στο να προσπαθώ να προσανατολιστώ. Επιπροσθέτως, θα ήθελα περισσότερη ποικιλία στους γρίφους και τα set pieces, μιας και σε τελική ανάλυση, ανακυκλώνει ελαφρώς το περιεχόμενό του. Τέλος, λάτρεψα το background της ιστορίας που αποκαλύπτεται μέσω κάποιων ατμοσφαιρικών flashback, για τα οποία, φυσικά, και δε θα σας μιλήσω για να μη σας χαλάσω την έκπληξη.
Τεχνικά, βρήκα το Carrion ένα από τα ομορφότερα indie που έχω παίξει τελευταία. Ο τίτλος απεικονίζεται με μία 16-bit αισθητική, που όμως μοιάζει φρέσκια και καλοστημένη. Τα physics είναι εξαιρετικά, τα particle effects «εθιστικά» και γενικά έχουμε να κάνουμε με ένα οπτικοακουστικό διαμαντάκι, που αφενός δε ρίχνει σαγόνια για τα τεχνολογικά του επιτεύγματα, αλλά αφετέρου σίγουρα έχει μία πολύ ιδιαίτερη και καλαίσθητη πινελιά στο art direction. Ένα από τα δυνατότερα σημεία του Carrion είναι το soundtrack του, το οποίο επιμελείται ο Cris Velasco. Ο Velasco, με το τεράστιο βιογραφικό, έχει γράψει απίθανα ατμοσφαιρικά θέματα που δίνουν μία πολύ σπάνια υφή στο παιχνίδι.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.