Βρισκόμαστε στο έτος 1968 σε μια φανταστική Νέα Ορλεάνη. Ο πρωταγωνιστής μας, Lincoln Clay, είναι ένας Αφροαμερικανός βετεράνος πολέμου, όπου μένοντας ορφανός από μικρή ηλικία υιοθετήθηκε από τον Sammy Robinson, ανήκοντας πλέον στη μαφία. Γυρνώντας από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, επανενώνεται με τους φίλους και τη θετή οικογένειά του, γιορτάζοντας μέχρι πρωίας την άφιξή του. Στη συνέχεια, όπως όλοι φανταζόμαστε, κάτι πάει πολύ στραβά και ο Lincoln είναι έτοιμος να πάρει εκδίκηση καταστρώνοντας ένα χρονοβόρο σχέδιο με πολλούς μικρούς στόχους μέχρι να φτάσει στον τελικό του προορισμό. Όλο το σενάριο ξετυλίγεται με πολλά flashbacks από το παρελθόν, αντικρουόμενα με το παρόν και σε συνδυασμό με την καλή σκηνοθεσία προσδίδει μια ωραία κινηματογραφική εμπειρία.
Tο voice acting, τα facial expressions και το lip sync είναι πολύ καλά δουλεμένα, με λίγη περισσότερη έμφαση δουλειάς στον Lincoln μιας και τον βλέπουμε συχνότερα. Οι χαρακτήρες είναι ενδιαφέροντες, ο καθένας με το δικό του μικρό ή μεγάλο παρελθόν και ο καθένας παίζει το δικό του ρόλο στην εκδίκηση του πρωταγωνιστή του Mafia 3. Το κλίμα της εποχής, αποτυπώνεται σχεδόν τέλεια, με τεχνολογίες της δεκαετίας του 60', ρουχισμό, απόψεις και πεποιθήσεις, αλλά το κυριότερο χαρακτηριστικό που σε μεταφέρει άμεσα στην εποχή είναι οι επιλογές της μουσικής. Γνωστά τραγούδια από rock, soul, blues ή country ακούγονται από κάθε ραδιόφωνο, κάθε αυτοκίνητο και οι επιλογές τους είναι ίσως από τα πιο λαμπρά σημεία του Mafia 3.
Ο ρατσισμός υπάρχει παντού, κυρίως προς τους σκουρόχρωμους, στην οποία μειονότητα ανήκει και ο Lincoln αντιμετωπίζοντας πολλές εχθρικές συμπεριφορές εις βάρος του. Τα μαγαζιά δεν τον εξυπηρετούν και τα σχόλια των περαστικών είναι ωμά. Αυτή η συμπεριφορά όμως δεν σταματάει εκεί, καθώς η αστυνομία συμπεριφέρεται διαφορετικά σε κάθε περιοχή και ο χρόνος ανταπόκρισής της σε ένα έγκλημα διαφέρει από την "ποιότητα" και την "τσέπη" των κατοίκων της εκάστοτε γειτονιάς. Υπάρχουν περίπου δέκα districts και σταδιακά παίρνουμε τον έλεγχο αυτών και τα αναθέτουμε στους τρεις βασικούς συνεργάτες μας. Οι συνεργάτες αυτοί, έχοντας δουλέψει κατά κάποιον τρόπο με τον μεγαλύτερο εχθρό μας στο παρελθόν, κατέληξαν σε αιματηρές διαφωνίες και ήρθαν με το μέρος μας για να μας βοηθήσουν να τον κατατροπώσουμε. Αναθέτωντας κάθε περιοχή σε έναν από τους τρεις, ξεκλειδώνουμε διαφορετικά perks, όπως όπλα, εκρηκτικά ή παράνομες υπηρεσίες, αλλά ρισκάρουμε επιπροσθέτως να μας εναντιωθεί κάποιος αν τον "ρίξουμε" πολύ σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Ο χάρτης είναι μεγαλύτερος από τους χάρτες των δύο προηγούμενων παιχνιδιών ενωμένους, αλλά χωρίς να είναι χαοτικά μεγάλος. Εδώ, δυστυχώς, τελειώνουν και όλα τα θετικά που έχει να δώσει το παιχνίδι. Ο μεγάλος αυτός χάρτης, είναι σημαντικά άψυχος, παρόλο που έχει αρκετή κίνηση στου δρόμους, διότι δεν υπάρχει καμία ιδιαιτερότητα σε καμία γωνιά της πόλης. Οι περισσότεροι δρόμοι είναι ίδιοι, ασχέτως αν είναι σωστά διακοσμημένοι για την εποχή, οι εννιά στις δέκα πόρτες είναι για ντεκόρ, ελάχιστη αλληλεπίδραση με τα αντικείμενα στο περιβάλλον και ο κόσμος πέρα από το να σε "καρφώνει" στην αστυνομία όταν σε δει να διαπράττεις ένα έγκλημα, προχωράει ως ένα άβουλο ρομπότ χωρίς καμία αντίδραση. Το gunplay είναι απλά ομαλό και δουλεύει, τόσο όσο και σε αρκετά παλαιότερα παιχνίδια με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Το stealth σύστημα, έχει κάποιους βασικούς μηχανισμούς που όλοι έχουμε ξαναδεί και μάλιστα καλύτερα υλοποιημένους, όπως cover πίσω από εμπόδια, σφύριγμα για προσέλκυση αντιπάλων, όπλα με σιγαστήρες και αθόρυβο περπάτημα.
Το πρόβλημα εδώ είναι πως η A.I. είναι τόσο χαμηλού επιπέδου που σε συνδιασμό με τους προαναφερθέντες μηχανισμούς εξαλείφει κάθε πρόκληση δυσκολίας. Για παράδειγμα, όσο ο Lincoln περπατάει αθόρυβα, κανείς δεν πρόκειται να τον ακούσει ακόμα κι αν πέσει πάνω σε εμπόδια. Όταν καλύπτεται πίσω από κάποιο τοίχο και σφυρίξει, θα το ακούσουν πολλοί, αλλά μόνο ένας θα πλησιάσει το σημείο του Lincoln. Ακόμα κι αν είναι παρέα τεσσάρων ατόμων, ένας μόνο θα είναι ο περίεργος κάθε φορά, θα στραγγαλιστεί από τον παίκτη και οι υπόλοιποι θα συνεχίζουν το πηγαδάκι τους. Έτσι, έχουμε μια εύκολη τακτική, να σφυρίζουμε μέχρι να στεγνώσουμε από σάλιο και να σκοτώνουμε κατά σειρά ολόκληρο στρατόπεδο χωρίς καμία ενόχληση. Αν σε κάθε συμμορία, φροντίσουμε να σκοτώσουμε πρώτους και τους 2-3 sentries που υπάρχουν και είναι οι μόνοι που καλούν ενισχύσεις, τότε μιλάμε για ένα περίπατο στο πάρκο.
Παρόλο που το stealth δίνει μια εναλλακτική προσέγγιση προς το στόχο της αποστολής από το να πάμε ανοιχτοί στην ανταλλαγή πυρών, το level design είναι αρκετά μονοδιάστατο και δεν δίνει πραγματικές επιλογές στον παίκτη. Τα μοντέλα των χαρακτήρων είναι μετρημένα στα δάχτυλα και επαναλαμβάνονται στο ίδιο μοτίβο σε κάθε αποστολή, ενώ ακόμα και τα animations εξολόθρευσης είναι ακριβώς τα ίδια κάθε φορά. Για την "εξολόθρευση" επίσης, η Hangar 13 έχει κάνει μια... παράξενη επιλογή: Το αν θα κάνεις lethal ή non-lethal χτύπημα στον αντίπαλο, επιλέγεται μέσα από το κεντρικό menu. Δηλαδή πόσο δύσκολο μπορεί να είναι το πάτημα δύο διαφορετικών κουμπιών σε κάθε περίπτωση και να αποφασίζεις πάνω στη στιγμή της δράσης;
Από το menu επίσης, υπάρχει η επιλογή arcade ή simulation οδήγηση (και τα δύο arcade είναι, μην τρελαθούμε), την οποία βρήκα αρκετά ικανοποιητική για τέτοιου είδους παιχνίδι, παρόλη τη γκρίνια που είχα ακούσει να περιφέρεται. Και ο τεχνικός τομέας, δυστυχώς, έχει αρκετά στραβοπατήματα, όπως τα πατροπαράδοτα, πλέον, bugs και glitches των open world τίτλων, με μερικά από αυτά να απαιτούν restart από το παιχνίδι για να μπορούμε να συνεχίσουμε παρακάτω. Ενώ τα γραφικά φαίνονται σε λιγοστά σημεία καλά, υπάρχει μια εκνευριστική θολούρα (στην έκδοση του Xbox One), και οι φωτισμοί είναι -στην καλύτερη περίπτωση- λάθος. Σε μια βιτρίνα ή στην άσφαλτο που αντανακλά το φως, ο ήλιος επιμένει να στραβώνει τον παίκτη, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που υπάρχει φως εκεί που δεν θα έπρεπε. Τα καιρικά φαινόμενα, αρκετές φορές ξεκινούν και σταματούν απότομα, ενώ η τεχνολογία που έχει χρησιμοποιηθεί για αυτά είναι παρωχημένη.
Ας είναι ένα παιχνίδι απρόσεκτο και βιαστικό, πλέον δεν μου κάνει εντύπωση, αλλά αυτό που πραγματικά δεν καταλαβαίνω, είναι πώς πάρθηκε η απόφαση να αφαιρεθούν πολλά μικρά λεπτομερή χαρακτηριστικά από τα προηγούμενα παιχνίδια, που έδιναν ταυτότητα στο franchise. Ας πούμε πως παλαιότερα, όταν η παρανομία σου ήταν μικρή, ο αστυνομικός απλώς σου έκοβε μία κλήση την οποία έπρεπε να πληρώσεις. Πλέον, με την παραμικρή δικαιολογία, είτε με κλοπή είτε με απλή παράβαση του ΚΟΚ, θα καταλήξεις σε κυνηγητό και πυροβολισμούς μέχρι να πεθάνεις. Σας θυμίζει κάτι; Όταν ξεκίνησα το παιχνίδι, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην το συγκρίνω με τον κολοσσό του Grand Theft Auto. Όμως η Hangar 13 δεν θέλει να με βοηθήσει να κρατήσω αυτή την υπόσχεση. Δεν θέλει να δώσει μια ταυτότητα που προσδίδει στο κύρος της Μαφίας, αλλά επέλεξε το δρόμο που προτιμούν τα περισσότερα open world παιχνίδια την τελευταία δεκαετία. Λείπουν όμως τρία μυστικά συστατικά από τη συνταγή σας φίλτατοι developers, τα οποία η Rockstar κρατάει σφραγισμένα στο θησαυροφυλάκιό της μαζί με τα εκατομμύριά της. Όραμα, τόλμη, δημιουργικότητα.
Ακόμα, όμως, δεν έχω φτάσει στο μεγάλο μελανό σημείο του Mafia 3. Όλα τα αρνητικά μέχρι τώρα μπορούν να προσπεραστούν και να παίρνουμε μικρά ευχάριστα διαλείμματα από τα πολύ καλοστημένα cinematics. Ύστερα από τόσα φάουλ, το παιχνίδι κάνει τρανταχτό το γεγονός πως δεν ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει και τη σφραγίδα της έλλειψης δημιουργικότητας έρχεται να βάλει η επαναληπτικότητα των αποστολών. Χωρίς καμία υπερβολή, μετά τις δύο πρώτες ώρες παιχνιδιού, ο τίτλος έχει δώσει όσα θα μπορούσε και δεν έχει τίποτα νέο να δείξει. Σκοτώνεις άτομα σε χαμηλότερα σκαλοπάτια από τον κεντρικό στόχο σου, καταστρέφεις την περιουσία του για να τον προκαλέσεις, φτάνεις στο στόχο σου, τον σκοτώνεις. Μετά τι κάνουμε; Μαθαίνουμε για τον επόμενο στόχο και κάνουμε ξανά την ίδια διαδικασία με ελάχιστες έως και μηδαμινές παραλλαγές. Επαναλαμβάνοντας αυτή τη διαδικασία είκοσι φορές έχεις γίνει πρωταθλητής σε γενοκτονία, τα κίνητρά σου έχουν θολώσει και έχεις γίνει πιο επικίνδυνος και από τον τελικό σου "κακό". Ακόμα και οι δευτερεύουσες αποστολές είναι τα κλασσικά fetch quests, από το σημείο Α στο σημείο Β και τούμπαλιν, με ελάχιστες εξαιρέσεις ενδιαφέροντος, ενώ τα πολύωρα ταξίδια με το αυτοκίνητο κουράζουν.
Το μεγάλο κρίμα, είναι πως το παιχνίδι αυτό δεν είναι μια αρπαχτή, αλλά μια χαμένη ευκαιρία για έναν πολύ αξιόλογο τίτλο στη σειρά Mafia. Δεν έχει microtransactions, δεν κόβεται απότομα ώστε να ζητήσει πληρωμή για DLC, αντιθέτως έχει μία έναρξη υποδειγματική, με δράση, απίστευτο soundtrack, με ωραίες ερμηνείες, με συγκινήσεις, που φαίνεται πως έχει δουλευτεί και όλη η ροή του σεναρίου στην πορεία είναι ευπρεπέστατη. Αυτό όμως αποδεικνύει ότι σε παιχνίδια τέτοιου βεληνεκούς δεν αρκεί να δουλευτεί μόνο ένας τομέας καλά. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, πως η Hangar 13 ως σύνολο (πιθανώς και η 2K να φέρει ευθύνη) δεν πίστεψε στη δημιουργία της, δεν είχε ένα όραμα εξ αρχής ώστε να το υλοποιήσει σωστά και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που φαίνεται σε οποιοδήποτε video game. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό που σπανίζει στη σημερινή βιομηχανία, ενώ υπάρχει η πεποίθηση πως δημιουργώντας έναν ανοιχτό κόσμο και πετώντας τυχαία σηματάκια στο χάρτη για να αυξήσουμε τις ώρες αγγαρείας, θα κάνουμε τον τίτλο να πουλήσει. Και, δυστυχώς, σε κάποια γνωστά franchises ακόμα πουλάει.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.