Quantum Break Review

Quantum Break Review

01 Απριλίου 2016 07:00
It’s not a game. It’s a paycheck.

Κάνω ήδη την εικόνα στο μυαλό μου. O Sam Lake ωσάν άλλος Alan Wake, γυρνά προβληματισμένος στην καμπίνα του. Κάθεται στη γραφομηχανή του και βασανίζεται να γράψει λέξεις και προτάσεις. Στο μυαλό του γυρνούν τα λόγια του Spencer και της ομάδας του "Δεν μας κάνει το Alan Wake 2. Φέρε μας κάτι άλλο". Στύβει το μυαλό του και παλεύει να βρει ένα νέο concept. Ηχεί η φράση που του είπε ο Spencer στη συνάντηση τους "Αν κάνεις το δικό μας παιχνίδι θα σου δώσουμε μια παχιά επιταγή να την εξαργυρώσεις σε όποιο παιχνίδι θες". Ένα σαρδόνιο χαμόγελο βγαλμένο από τα facial animations του Max Payne ξεπρόβαλε στο πρόσωπο του Lake. “Έτσι μόνο θα μπορέσω να κάνω το Alan Wake 2. Είναι ο μόνος τρόπος" σκέφτηκε από μέσα του. Ο Spencer ως άλλη Barbara Jagger στεκόταν από πίσω του σαν το χάρο, το στοίχειωνε και κινούσε τα νήματα των σκέψεών του, μιας και με εκβιαστικό τρόπο τον έβαλε να καθίσει και να γράψει κάτι άλλο, κάτι που δεν είναι Alan Wake και κάτι που δεν ένοιωθε να γράψει.

Εκείνη τη στιγμή του ήρθε η ιδέα να συνδυάσει το στοιχείο του time travel, το gameplay του Max Payne και μια τηλεοπτική σειρά, που αποτελούσε το όραμα του για το «παιδί» του τον Alan. "It’s not a game. It’s a paycheck” ξεστόμισε με μια κενή έκφραση στο πρόσωπό του και ξεκίνησε να γράφει… Quantum Break by Sam Lake. Κάπως έτσι γεννήθηκε το blockbuster παιχνίδι της Remedy Entertainment για το οποίο η Microsoft στηρίζει το ανοιξιάτικο line-up του Xbox. Τι είναι λοιπόν το Quantum Break; Παιχνίδι και σειρά; Μια σειρά που κατά διαστήματα παίζεις και λίγο; Μια κινηματογραφική εμπειρία; Αυτή την πολύ λεπτή γραμμή θολώνει το νεότερο πόνημα της Remedy, ενώνοντας δύο μέσα που μοιράζονται τόσα πολλά κοινά, αυτό της τηλεοπτικής σειράς και ενός βιντεοπαιχνιδιού. Το μόνο σίγουρο είναι πως πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από ότι μας έχουν συνηθίσει οι Φινλανδοί. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Στο Quantum Break πρωταγωνιστούν ο Jack Joyce, που τον υποδύεται ο Shawn Ashmore – ο Iceman από την πρώτη X-Men τριλογία, ο αδερφός του William, τον οποίο υποδύεται ο Dominic Monaghan και είναι ένας λαμπρός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Riverport και ιδιοφυία στην κβαντική φυσική, ο Paul Serene, που τον ενσαρκώνει ο Aiden Gillen, γνωστός φυσικά για τον ρόλο του ως “Littlefinger" στο Game of Thrones, ο Lance Reddick ως Martin Hatch, που είναι το δεξί χέρι του Paul Serence, ενώ τελευταία και μη εξαιρετέα η Beth Wilder ως τη φίλη και βοηθό στο ταξίδι του Joyce, που την υποδύεται η Courtney Hope. Πως μπλέκονται όλοι αυτοί σε μια ιστορία εκδίκησης λύτρωσης αλλά και της σωτηρίας του κόσμου; Ένα βράδυ ο Serene καλεί αναπάντεχα τον Joyce στο Πανεπιστήμιο του Riverport, η πόλη που εκτυλίσσονται τα γεγονότα, για να του δείξει τη νεότερή του ανακάλυψη. Πρόκειται για μια χρονομηχανή, την οποία κατασκεύασε με τη βοήθεια του Dr. William Joyce.

Θέλοντας να βρει ένα πιο μοντέρνο setting και πλοκή, ο Lake στήνει τα πιόνια του σε μια σκακιέρα που παίζει επικίνδυνα με το χρόνο και τις συνέπειές του.

Απεγνωσμένα και πολύ βιαστικά ο Serene εξηγεί στον Jack πως πρέπει με τη βοήθειά του να την ενεργοποιήσουν, καθώς παίζεται το «κεφάλι» του και η εταιρία του στην επιτυχία του πειράματος. Μέσα στην αφέλεια του, ο Jack βοηθάει τον παλιόφιλο του Paul και εκεί είναι που όλα πάνε στραβά. Η ενεργοποίηση της χρονομηχανής αποτυγχάνει και ο χρόνος πλέον μετράει αντίστροφα προς το τέλος του που ως συνέπεια έχει την καταστροφή του κόσμου. Οι δυο τους καταλήγουν να αποκτούν δυνάμεις που διαχειρίζονται το χρόνο, με τον Paul μάλιστα να έχει τις δυνατότερες αφού μπορεί να δει το μέλλον. Πολύ γρήγορα τα πράγματα μπλέκουν άσχημα και ο William Joyce μπαίνει στην υπόθεση με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί από τον Serene μπροστά στα μάτια του Joyce, ξεκινώντας έτσι το χωροχρονικό ταξίδι του προς την εκδίκηση. Αυτές είναι αρκετές πληροφορίες για να έχετε μια spoiler-free ιδέα της ιστορίας του Quantum Break. Θέλοντας να βρει ένα πιο μοντέρνο setting και πλοκή, ο Lake στήνει τα πιόνια του σε μια σκακιέρα που παίζει επικίνδυνα με το χρόνο και τις συνέπειές του. Οι επιρροές του είναι εμφανέστατες και μου θύμισαν αρκετά την αφήγηση των ταινιών του Christopher Nolan, όπως τα Inception και Interstellar, αλλά και το Looper του Rian Johnson. Βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει τη χαρακτηριστική γραφή του, μιας και το θέμα του time-travel είναι ιδιαίτερα δύσκολο για να το χειριστεί κάποιος σεναριογράφος και ο Lake τα καταφέρνει περίφημα να αποδώσει μια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη ιστορία.

Εκεί που για εμένα δεν έδεσε τέλεια το γλυκό είναι αυτή η ελαφρότητα που διέπει το Quantum Break. Μια αίσθηση πως είναι πολύ mainstream ή μάλλον πως μια ιστορία που δεν είναι “mainstream” είναι ντυμένη με ένα τέτοιο πανωφόρι. Και δεν είναι μόνο το πως είναι στημένος ο Joyce ως χαρακτήρας, που ενώ μοιάζει για 30 χρονών, η συμπεριφορά του, το λεξιλόγιό του και το στυλ του θυμίζει άτομο που μόλις βγήκε από την εφηβεία. Είναι και το γεγονός πως παίζοντας το Quantum Break δεν σε αφήνει να νιώσεις τον κίνδυνο πως όλα καταρρέουν γύρω σου, παρά το ότι το μυστήριο που έχει στρώσει ο Lake πάνω σε κάθε χαρακτήρα χτίζει ένα πέπλο που δύσκολα σε ξεκολλάει από την οθόνη. Τη mainstream γεύση την έχει και η μουσική επένδυσή του αλλά σε αυτό θα αναφερθώ αργότερα. Την ίντριγκα πάλι την κρατάει σε αμείωτο επίπεδο μέχρι το τέλος του, το οποίο ξεδιπλώνεται κυριολεκτικά σαν ένα κουβάρι, μέχρι το τελευταίο δραματικό cutscene. Μπορεί να μην έχει plot twists επιπέδου Alan Wake, ωστόσο για τα μέτρα και τα σταθμά του παιχνιδιού είναι αυτό που θα περίμενε κανείς.

Συνολικά στα πέντε Acts του παιχνιδιού, παρεμβάλει ανάμεσα το σόου του Quantum Break, το οποίο εξελίσσεται παράλληλα με τα γεγονότα που παίζουμε στα acts και δίνουν τη δυνατότητα να δούμε την ιστορία από την πλευρά των κακών και της Monarch Solutions. Σε αυτό το σημείο είναι που μπαίνει το σημαντικότερο αφηγηματικό εργαλείο-μέσο σύνδεσης του παίκτη με την πλοκή και λέγονται Junction Points. Αυτά εμφανίζονται στο τέλος του κάθε act, με την κάμερα να γυρνάει στην προοπτική του Serene, όπου μας δίνεται η ευκαιρία να σμιλέψουμε εμείς την ιστορία που θα δούμε, μέσα από δύο διαφορετικές επιλογές, οι οποίες ευτυχώς δεν είναι ποτέ μαύρο και άσπρο, αλλά κινούνται ανάμεσα στις αποχρώσεις του γκρι και με βάση τα κίνητρα των κακών.

Αν και αλλάζουν με ενδιαφέρον τρόπο το πως θα βιώσεις το ταξίδι, το αποτέλεσμα -δηλαδή το τέλος του- είναι ένα και μοναδικό. Το περιθώριο για να παίξεις ξανά το παιχνίδι δεν τόσο μεγάλο όσο περίμενα, εκτός και αν το κίνητρο είναι τα πολλά collectables που αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες παρασκηνιακές πλοκές και κρύβουν…λαχταριστά easter eggs για το “multiverse” που δημιούργησε μεταξύ των παιχνιδιών της η Remedy. Θεωρώ πως ενώ μπήκαν στον κόπο να δημιουργήσουν τόσες κλωστές για το αφηγηματικό κουβάρι του, θα έπρεπε να στήσουν και ένα δεύτερο εναλλακτικό τέλος, μιας και οι αποφάσεις που πήρα έκραζαν για κάτι τέτοιο. Φυσικά, αυτό δεν έγινε μιας και το Quantum Break είναι, ως γνωστόν, ένα πείραμα και ένα ρίσκο για την εταιρία. Η πένα του Lake, παρά το ότι έπρεπε να κινηθεί σε επιφανειακά και mainstream επίπεδα, έχτισε δύο ανταγωνιστές για τον Joyce, τους Paul Serene και Martin Hatch που ο καθένας έχει τη δική του δυναμική και φυσικά ένα πέπλο μυστηρίου για το παρελθόν τους.

Θεωρώ πως ενώ μπήκαν στον κόπο να δημιουργήσουν τόσες κλωστές για το αφηγηματικό κουβάρι του, θα έπρεπε να στήσουν και ένα δεύτερο εναλλακτικό τέλος, μιας και οι αποφάσεις που πήρα έκραζαν για κάτι τέτοιο.

Γενικότερα, θα ήθελα –και περίμενα- την ποιότητα της παραγωγής να είναι σε πιο υψηλά επίπεδα. Φανταστείτε πως το feeling που αφήνει είναι σαν μια σειρά επιστημονικής φαντασίας που ξεπήδησε από κανάλι τύπου Syfy και CW. Φαίνεται άλλωστε πως το budget ήταν ιδιαίτερα σφιχτό, όχι μόνο από την προσθήκη του «δευτεροκλασάτου» Ashmore ως το πρόσωπο του παιχνιδιού αλλά και από τα εφέ που σαν ταβάνι έχουν τις παραγωγές των live-action μικρού μήκους που απολαμβάνουμε στο YouTube. Από την άλλη, κάνει απλά καλά τη δουλειά της και αυτή είναι να ζεστάνει τον παίκτη-θεατή στο σύμπαν του Quantum Break και να δει από ένα διαφορετικό πρίσμα την ιστορία, πράγμα σπάνιο. Ωστόσο δεν έχει τη φροντίδα του Sam Lake και φαίνεται από χιλιόμετρα. Το σόου μπορεί να επηρεαστεί επίσης από τα πολλών ειδών collectables του παιχνιδιού, όπου τα Quantum Ripples -όπως ονομάζονται- ξεκλειδώνουν έξτρα σκηνές που δένουν πιο σφιχτά την αφήγηση αλλά και τη σύνδεση του παίκτη με το μέσο που παρακολουθεί. Πρέπει να τονίσω πως η μετάβαση από το gameplay και το παιχνίδι προς τη σειρά γίνεται σχεδόν απρόσκοπτα –αν δεν υπήρχε και το streaming των επεισοδίων θα ήταν ακόμη καλύτερα. Το όλο εγχείρημα δένει και είναι σε γενικές γραμμές πολύ ομαλό ως προς τον ρυθμό. Εδώ να αναφέρω, πως η διάρκεια του τίτλου ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και άγγιξε τις 9 ώρες στο πρώτο playthrough, χωρίς βιασύνες και με αρκετή σχολαστικότητα από την πλευρά μου όσον αφορά την ανακάλυψη των collectibles.

Δεν αναφέρθηκα μέχρι στιγμής στο gameplay του και αυτό γιατί δεν είναι το παν στο παιχνίδι, καθώς αποτελεί ένα ευχάριστο διάλειμμα από την πολύπλοκη time-travel ιστορία του. Ο Joyce, λοιπόν, δανείζεται την κίνηση και την αίσθηση του Max Payne και είναι εμφανές από τη ανάλαφρη κίνησή του στο χώρο αλλά και από το πως εκτελείται ένα slow-motion εφέ μόλις εξουδετερώνεις τον τελευταίο αντίπαλο. Αντί για bullet-time και slow motion, εδώ ο ίδιος του χειρίζεται τον χρόνο και μπορεί να δημιουργήσει time shield, time stops ή να τρέξει πολύ γρήγορα με το time rush. Ο πρωταγωνιστής έχει στη διάθεσή του ένα οπλοστάσιο από Chronon abilities που ο συνδυασμός τους κρίνεται αναγκαίος, καθώς ανάλογα με τα είδη των εχθρών ωθείται να χρησιμοποιήσει ότι έχει στην διάθεση του, μαζί με τα όπλα που βρίσκει.

Από την άλλη, η κάλυψη γίνεται αυτόματα όταν πηγαίνει κοντά σε σημεία που γίνεται κάλυψη και ο μηχανισμός αν και δεν λειτουργεί τέλεια, έχει ως σκοπό την τέρψη των οφθαλμών με τον χαμό που προκαλούν οι Chronon δυνάμεις και οι σφαίρες που περνούν ξυστά από τον Joyce. Δεν πρόκειται για κάποιο ιδιαίτερα σοφιστικέ gameplay σύστημα, διότι δομήθηκε έτσι ώστε να προσθέσει εκρήξεις αδρεναλίνης και παικτικής ευχαρίστησης με το ιδιαίτερα στιβαρό και εκκωφαντικό gunplay του, σε μια άκρως κινηματογραφική εμπειρία. Παρόλο που οι δυνάμεις του Joyce αργούν να ξεδιπλωθούν στο χειριστήριο του παίκτη, αυτές τείνουν να γίνονται επαναλαμβανόμενες όπως και το γενικότερο στήσιμο των μαχών όσο κοντεύει προς τον τερματισμό. Ουσιαστικά, το gameplay απλώς "αγιάζει τα μέσα".

Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι του Quantum Break είναι ο τεχνικός τομέας του, ο οποίος υποστηρίζεται από την ολοκαίνουργια μηχανή γραφικών της Remedy ονόματι "Northlight Engine". Επειδή πολλά ακούστηκαν περί αναλύσεων, προσωπικά μου έριξε το σαγόνι στο πάτωμα και δε μπορούσα να το μαζέψω έως ότου έπεσαν τα credits. Προφανώς έχει μια απαλή απεικόνιση, δεν είναι ό,τι πιο ευκρινές έχω δει και ενίοτε έκανε την εμφάνισή του το φαινόμενο του tearing. Το παιχνίδι, όμως, όμως αποτελεί τρανή απόδειξη πως η ανάλυση δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην τελική εικόνα και πως το εικαστικό και η ποιότητά του υπερνικούν τα pixels. Η Remedy μπορεί να περηφανεύεται για το οπτικό επίτευγμα του Quantum Break, στο οποίο ο φωτορεαλισμός είναι σε υψηλά επίπεδα. Πρόκειται, μάλλον, για το παιχνίδι με τους πιο εντυπωσιακούς και αληθοφανείς φωτισμούς που είδαν ποτέ τα μάτια μου, με το φως να αντιδρά και να αντανακλάται σε κάθε επιφάνεια του περιβάλλοντος. Εκεί όμως που με άφησε άφωνο ο τεχνικός τομέας είναι το πόσο ζωντανεύει χάρις το στοιχείο των stutters. Όταν σταματάει ο χρόνος, το εικαστικό του Quantum Break παίρνει μια απόκοσμη μορφή όπου τα πάντα βρίσκονται στο κενό, αλλάζουν, σπάνε από τα θραύσματα του χρόνου, διαμορφώνουν κατά βούληση το level design και συνεχώς βρίσκονται σε κίνηση, ενώ…τα πάντα έχουν νεκρώσει. 

Το παιχνίδι, όμως, όμως αποτελεί τρανή απόδειξη πως η ανάλυση δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην τελική εικόνα και πως το εικαστικό και η ποιότητά του υπερνικούν τα pixels.

Επίσης, παρατήρησα τα εξαιρετικά ragdoll physics του Quantum Break, τα οποία, τουλάχιστον εγώ, δεν έχω δει καλύτερα σε action παιχνίδι μέχρι στιγμής. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στο κομμάτι του motion capture αφού τα 3D μοντέλα των ηθοποιών αποτελούν 1:1 μεταφορά των πραγματικών, ενώ η γενικότερη υφή των γραφικών του, κάνει τη μετάβαση από gameplay σε cutscene και από custscene σε σειρά μια ενιαία οντότητα. Το performance capture όμως της Northlight Engine είναι ανεπανάληπτο, διότι συνεχώς έβλεπα την απίθανη λεπτομέρεια στα πρόσωπα των ηθοποιών, αλλά και την αποτύπωση των πολύ καλών ερμηνειών τους με απόλυτη πιστότητα. Υπήρξαν στιγμές που έβλεπες το βλεφάρισμα του Joyce, την ψυχρότητα στο πρόσωπο του Hatch και το χαρακτηριστικό τικ του Serene στα χείλη. Το ένα χέρι νίβει το άλλο λένε και στην περίπτωση του motion capture, το ακριβέστατο lip sync αποτυπώνει τις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών και μάλιστα, ισχύει όχι μόνο στα cutscenes αλλά και κατά την διάρκεια του gameplay. Αρκεί να ζουμάρετε την ώρα που παίζετε και θα καταλάβετε. Πράγματι, έγινε μοναδική δουλειά από το εικαστικό τμήμα της Remedy, που εν τέλει δικαιολογεί επάξια τον τίτλο του πιο όμορφου παιχνιδιού του Xbox One και σίγουρα μέσα στα καλύτερα της τρέχουσας γενιάς. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το sound design, το οποίο μεταλλάσσεται με βάση τις Chronon δυνάμεις του Joyce, όπως για παράδειγμα αν βρίσκεται μέσα σε ένα stutter ο ήχος αλλοιώνεται σαν σε αργή κίνηση ή αν είναι μέσα σε ένα time shield ακούγεται υπόκωφα. Το παράπονό μου στην υπόθεση έγκειται, όπως και για το σύνολο του παιχνιδιού, στο ότι δεν έχει μεράκι και το soundtrack αποτελεί επίπτωση αυτού. Ο Petri Alanko επιστρέφει μετά το Alan Wake για λογαριασμό του Quantum Break, χωρίς όμως το αλλόκοτο και ορχηστρικό πεντάγραμμό του σε πλήρη ισχύ και έτσι τα κομμάτια αντί να πηγαίνουν χέρι-χέρι με τα τεκταινόμενα, να τα ντύνουν και να σπρώχνουν τη δράση, καταλήγουν απλά σε έναν συνοδευτικό χαρακτήρα. Ακόμη και οι μουσικές επιλογές για τα credits των επεισοδίων έχουν αυτή τη mainstream γεύση με γνωστά κομμάτια που θα λατρέψει το δημογραφικό 15-24.

Συνοψίζοντας : Στο δια ταύτα, το Quantum Break είναι ο ορισμός του κινηματογραφικού παιχνιδιού και ένα πείραμα που δουλεύει και θα αγαπήσει ιδιαίτερα ένα πιο ευρύ κοινό από ότι αγάπησε το Alan Wake. Εδώ, έχουμε την περίπτωση ενός παιχνιδιού-εκβιασμός και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στη δημιουργία του. Τουλάχιστον για κάποιον που έχει παίξει το Alan Wake και ένιωσε την ψυχικά διαταραγμένη πένα του Lake θα καταλάβει ότι λείπει κάτι. Και λείπει το μεράκι και η παράνοια που είχε το Alan Wake. Εκεί είναι που ενίσταμαι στην όλη υπόθεση, πως αν δεν είχε μπει το χέρι της Microsoft, θεωρώ πως το αποτέλεσμα θα ήταν πιο ώριμο και αισθητά πιο σκοτεινό. Το ευχάριστο της υπόθεσης του Quantum Break είναι πως ο Lake φέρει εις πέρας την αποστολή που του έθεσε η Microsoft και έχει την επιταγή για το Alan Wake 2 στο τσεπάκι του.
Box Art
Tested on : Xbox One
Developer : Remedy Entertainment
Publisher : Microsoft
Available for : Xbox One, PC (Windows 10)
Release date : 2016-04-05