Η νέα κονσόλα της Nintendo με την κωδική ονομασία “NX” μπορεί να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε συζήτησης για τον ιαπωνικό κολοσσό το τελευταίο διάστημα, ωστόσο το Wii U συνεχίζει την σύντομη ζωή του στην αγορά και η εταιρεία έχει υποσχεθεί επανειλλημένως να μην εγκαταλείψει το λιγοστό κοινό που επένδυσε πάνω του. Θα μου πείτε: “τετριμμένα λόγια PR”, και δεν θα έχετε άδικο. Είναι δεδομένο και πασιφανές πως η εταιρεία του Kyoto αδημονεί να “γυρίσει σελίδα” από το τεράστιο εμπορικό φιάσκο του διαδόχου του Wii, ωστόσο οφείλουμε να παραδεχτούμε πως προσπαθεί ακόμα, κάπως, να καλύψει τις ανάγκες των παικτών της. Μπορεί να μην τα καταφέρνει πάντα με εξαιρετικά αποτελέσματα –βλέπε τα προχειροφτιαγμένα και ελλιπέστατα Mario Tennis, Mario Party ή τις “αρπαχτές” τύπου Animal Crossing Happy Home Designer- αλλά δεν μπορούμε να μην της αναγνωρίσουμε πως έχει χτίσει σχεδόν από μόνη της μια εξαιρετική βιβλιοθήκη τίτλων για το σύστημα ενώ, με το Starfox Zero, το νέο Paper Mario: Color Splash αλλά και το πολυαναμενόμενο Zelda, καταβάλλει μια φιλότιμη προσπάθεια να δώσει στο Wii U ένα αξιοπρεπές “σβήσιμο”, έχοντας ταυτόχρονα προσανατολίσει εντελώς τις “βαριές” ομάδες ανάπτυξής της προς το μέλλον.
Βέβαια το Starfox Zero, που μας απασχολεί σήμερα, δεν είναι ακριβώς “δική της” προσπάθεια αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει για τον παίκτη - καταναλωτή. Σημασία γι’ αυτόν έχει το ίδιο το παιχνίδι. Το Zero λοιπόν, είναι μια συνεργασία της Nintendo με την Platinum Games, η αποδεδειγμένη πείρα της οποίας στο γρήγορο action gameplay, φαίνεται να ταιριάζει γάντι στο παλιομοδίτικο στυλ της σειράς Starfox. Μεταφράζεται όμως αυτή η θεωρητική πεποίθηση μας και στο αντίστοιχο επιθυμητό αποτέλεσμα; Έχοντας το παιχνίδι εδώ και περίπου έναν μήνα, μπορούμε με σιγουριά πλεον να πούμε πως ναι. Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Είναι λίγο δύσκολο να δώσουμε μια “ταμπέλα” στο παιχνίδι. Δεν είναι sequel, ούτε prequel κάποιου παιχνδιού της σειράς. Δεν είναι remake του Starfox 64, ούτε remaster φυσικά. Ούτε reboot το λες. Ωστόσο η συγγένειά του με τον αρχικό τίτλο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ουσιαστικά μοιράζονται την ίδια “ραχοκοκαλιά” τόσο σχεδιαστικά όσο και σεναριακά.
Ίσως ο σωστότερος χαρακτηρισμός θα ήταν “re-imagining”, όπως και το πρόσφατο Ratchet and Clank. Δηλαδή, έχοντας ως αφετηρία το StarFox 64, οι δημιουργοί το εκσυγχρόνισαν, το εμπλούτισαν, το προσάρμασαν στις ιδιαιτερότητες του Wii U και το άλλαξαν κατά τα γούστα τους σε αρκετά σημεία, αλλά, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να μιλάμε και για ένα εντελώς νέο παιχνίδι. Σε κάποιον που έχει ασχοληθεί με τους προηγούμενους τίτλους, θα είναι εξαιρετικά οικείο σαν εμπειρία. Σε αυτό το σημείο υπάρχουν ορισμένα επιχειρήματα που αντιμάχονται στο μυαλό μου οπότε θα τα παραθέσω και είστε ευπρόσδεκτοι να συνταχθείτε με όποιο πιστεύετε. Η σειρά Starfox μπορεί να απουσίασε από την προηγούμενη γενιά και το Wii, ωστόσο, το Starfox 64, έγινε ένα πολύ επιτυχημένο remake στο 3DS το 2011. Οπότε, από τη στιγμή που το gameplay του είναι ενός συγκεκριμένου στυλ, από θέμα χρονικής απόστασης, δεν είναι ότι έχουμε και “ατελείωτα” χρόνια να γευτούμε μια παρόμοια εμπειρία, ώστε να μας συνεπάρει το Zero, πόσο μάλλον, όταν αυτό βρίσκεται τόσο κοντά σε περιεχόμενο με το remake.
Ίσως ο σωστότερος χαρακτηρισμός θα ήταν “re-imagining”, όπως και το πρόσφατο Ratchet and Clank. Δηλαδή, έχοντας ως αφετηρία το StarFox 64, οι δημιουργοί το εκσυγχρόνισαν, το εμπλούτισαν, το προσάρμασαν στις ιδιαιτερότητες του Wii U και το άλλαξαν κατά τα γούστα τους σε αρκετά σημεία.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως μιλάμε για ένα εξαιρετικό παιχνίδι, το καλύτερο της σειράς, που ενδεχομένως να τυγχάνει τώρα της καλύτερης υλοποίησής του και για ένα gameplay που παραμένει το ίδιο διασκεδαστικό και απολαυστικό όπως την πρώτη φορά που το παίξαμε. Αρα, από τη μία έχουμε να κάνουμε με ένα βελτιωμένο μεν, “ξαναζεσταμένο φαγητό” δε, και από την άλλη όμως, με ένα φαγητό που παραμένει πεντανόστιμο. Το ζήτημα είναι που θα εστιάσει ο καθένας. Αφήνοντας στην άκρη το θέμα της πρωτοτυπίας, ας δούμε τι κάνει καλά ο τίτλος. Τα Starfox είναι shooters που την περισσότερη ώρα βρίσκονται πάνω σε ράγες, αφήνοντας τον παίκτη να ελλίσεται σε έναν περιορισμένο χώρο και να εστιάζει στην γρήγορη στόχευση και τις “σπιρτώδεις” αντιδράσεις του. Αυτό που τα κάνει να ξεχωρίζουν είναι, πέρα από την απολαυστική τους αίσθηση στον αέρα, το πιο πλούσιο απ’ ότι αρχικά φαίνεται, level design, το απλό αλλά εθιστικό gameplay και η ιδιαίτερη προσέγγισή τους στην δυσκολία.
Για όσους δεν γνωρίζουν, ανάλογα με τις επιδόσεις του παίκτη σε κάθε πίστα και το αν εκπλήρωσε κάποια κριτήρια που δεν είναι πάντα ξεκάθαρα, ξεκλειδώνεται και διαφορετική πίστα για την συνέχεια. Το Starfox Zero σέβεται και τιμά απόλυτα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, βελτιώνοντας ταυτόχρονα αρκετά βασικά στοιχεία όπως ο έλεγχος και ο ρυθμός. Πολλές πίστες είναι ίδιες, με κάποιες μικρές προσθήκες ή αλλαγές ενώ, άλλες είναι εντελώς καινούργιες. Σαν σχεδιαστική φιλοσοφία όμως, δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα. Το ίδιο ισχύει και για τα οχήματα. Ενώ τα παραδοσιακά Arwing και Landmaster είναι παρόντα και προσφέρουν την κλασική τους κινησιολογία με τους ελιγμούς και τα “barrel rolls”, έχουμε και την προσθήκη ενός ελικοπτεροειδούς που αλλάζει εντελώς το ύφος του gameplay. Με αυτό, ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να κατεβάζει με σκοινί ένα ρομποτάκι –ίδιος ο R.O.B. για τους γνώστες της ιστορίας της Nintendo-, να συλλέγει αντικείμενα ή να χακάρει panels. Δεν είναι σε καμία περίπτωση μοιρασμένος ο χρόνος ανάμεσα στα οχήματα, με το Arwing να κατέχει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο με το Landmaster να ακολουθεί και την παρουσία του νέου οχήματος να προσφέρει απλά, μια στο τόσο, μια ευπρόσδεκτη αλλαγή στον γρήγορο ρυθμό του παιχνιδιού.
Το gameplay του δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο αλλά σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, θεωρώ πως κάνει μια χαρά την δουλειά του, προσφέροντας ποικιλία και ένα ευχάριστο διάλειμμα μέσα στο σύνολο. Μένοντας λίγο ακόμα στα οχήματα, υπάρχει και η επιλογή του Walker, ενός δίποδου ρομπότ στο οποίο μπορεί να μεταμορφωθεί ανά πάσα στιγμή το Arwing και να μεταφέρει τη δράση από τον αέρα στο έδαφος. Θα θεωρούσα αρκετά επιτυχημένη αυτή την προσθήκη αν δεν με δυσκόλευε τόσο στον έλεγχο, έχοντας μια νευρική απόκριση που δεν μπορούσα να διαχειριστώ εύκολα. Έτσι κι αλλιώς, πάντοτε θεωρούσα ότι τα Starfox γίνονται πιο “χροντροκομμένα” όταν το gameplay τους βρίσκεται στο έδαφος, οπότε φαίνεται πως η παράδοση συνεχίζεται. Μιας και ανοίξαμε προηγουμένως κουβέντα για τον ρυθμό, πλέον σχεδόν σε κάθε πίστα, υπάρχει μια εναλλαγή μεταξύ του on-rails shooting και της ελεύθερης περιήγησης. Στη δεύτερη, που βρίσκω και πιο διασκεδαστική, ο παίκτης έχει την ελευθερία να κινηθεί όπου θέλει σε μια μεγάλη ανοικτή περιοχή.
Σε αυτές, συνήθως εκτυλίσσονται οι αερομαχίες που είναι κατ’ εμέ οι ωραιότερες στιγμές του τίτλου και τα διάφορα bosses. Είναι οι στιγμές στις οποίες αποτυπώνονται πιο έντονα τα μεγαλύτερα ατού του σχεδιασμού: η ένταση, ο υπέροχος έλεγχος και η “ζωντάνια”. Κάποτε το Starfox 64 εντυπωσίαζε με τον σχολιασμό της δράσης από τους χαρακτήρες την ώρα της μάχης. Το στοιχείο αυτό έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο τώρα και σε συνδυασμό με τον πιο πλούσιο τεχνικό τομέα, χαρίζει ένα πολύ ευχάριστο δυναμικό αποτέλεσμα. Δεν είναι πως αυτά που ακούγονται είναι κάτι το ιδιαίτερο, ίσα ίσα, ωστόσο είναι αρκετά για να μεταφέρουν μια “ενέργεια” που δίνει την αίσθηση στον παίκτη πως συνεχώς κάτι “γίνεται” και πως οι ενέργειές του έχουν αντίκτυπο γύρω του.
Το μεγαλύτερο highlight του τίτλου όμως εντοπίζεται στον έλεγχο. Έμελλε να φτάσουμε στην δύση της κονσόλας για να δούμε ώριμες προτάσεις από την Nintendo που πραγματικά δικαιώνουν το concept της κονσόλας ως κάτι όχι απλά διαφορετικό, αλλά καλύτερο από τους παραδοσιακούς μοχλούς. Μετά το Splatoon και το Mario Maker, έρχεται και το Zero να προσφέρει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα που δεν μπορεί να υλοποιηθεί κάπου αλλού. Σε αυτό, η οθόνη του μοχλού απεικονίζει τη θέα από το cockpit του αεροσκάφους και χρησιμοποιώντας τα γυροσκόπια, κάνει τη στόχευση “παιχνιδάκι”. Με λεπτές κινήσεις του καρπού, προσφέρει ταχύτητα και ακρίβεια που δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί η παραδοσιακή μέθοδος με τον αναλογικό μοχλό. Παρόλα αυτά, είναι αδύνατον να παίξεις το παιχνίδι κοιτώντας μόνο στον μοχλό. Διότι μέσα από το cockpit χάνεται η αντίληψη του χώρου και της κατεύθυνσης που έχει ο παίκτης όταν βλέπει από πίσω το αεροσκάφος του. Έτσι, είναι αναγκασμένος να εναλλάσσει την οπτική του ανάμεσα στις δύο οθόνες ανάλογα με την περίσταση.
Μπορεί να ακούγεται κουραστικό αλλά σε λίγη ώρα συνηθίζεται και τα αποτελέσματα είναι απολαυστικά. Περιηγείσαι κοιτώντας την τηλεόραση και όταν θέλεις να εστιάσεις στο shooting κομμάτι, στρέφεσαι στον μοχλό. Προσωπικά δεν είμαι οπαδός των motion controls οποιασδήποτε μορφής διότι απαιτούν να έχεις συνεχώς τα χέρια σου σε μια –σχετικά- όρθια στάση και να είσαι σε εγρήγορση μπροστά στην οθόνη, γεγονότα που έρχονται σε αντιπαράθεση με τις δικές μου gaming συνήθειες που συνοψίζονται στο νωχελικό ξάπλωμα και μια γενική χαλαρότητα. Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ όμως, πως ο συγκεκριμένος τρόπος ελέγχου είναι ο ιδανικότερος για το παιχνίδι. Για όσους αναρωτιούνται, δεν προσφέρεται η επιλογή να απενεργοποιηθούν πλήρως τα motion controls, παρά μόνο να περιοριστούν. Είναι λογικό, αν σκεφτούμε πως αυτά αποτελούν ίσως την σημαντικότερη και πιο ουσιαστική προσθήκη στην εμπειρία “Starfox”. Δυστυχώς όμως έχουν και το κόστος τους. Πρακτικά, με την παρουσία της δεύτερης οπτικής από το gamepad, το Wii U κάνει render, επεξεργάζεται και στέλνει με απλά λόγια, ταυτόχρονα δύο εικόνες. Μία στην τηλεόραση και μια στον μοχλό. Και όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η κονσόλα της Nintendo δεν είναι και κανένα “τέρας” ιπποδύναμης. Με αποτέλεσμα, όταν γίνονται πολλά πράγματα στην οθόνη και ιδιαίτερα στις μεγάλες εκρήξεις, να δυσκολεύεται να κρατήσει σταθερό το frame rate της εικόνας.
Για να είμαστε δίκαιοι, η Platinum έχει στοχεύσει στα 60 FPS και στο μεγαλύτερο μέρος του τίτλου τα καταφέρνει θεσπέσια, με την κίνηση να έχει μια γλυκιά αίσθηση, ωστόσο, παρότι δεν θα λέγαμε ότι καταστρέφει ούτε στο ελάχιστο την εμπειρία, χτυπάει λίγο άσχημα στο μάτι όταν συμβαίνει το φαινόμενο. Ο τεχνικός τομέας γενικότερα, ενώ δεν εντυπωσιάζει σε στατικές εικόνες, δεν φαίνεται ποτέ “φτωχός”. Η εικόνα είναι “γεμάτη” και σφύζει από κίνηση, “κρύβοντας” έτσι τα χαμηλής ανάλυσης textures και την έλλειψη λεπτομερειών. Κάθε πίστα έχει την δική της αισθητική και υπάρχει αρκετά μεγάλη ποικιλία στα περιβάλλοντα, από περίεργους πλανήτες και αυτά τα βαρετά φουτουριστικά κτίσματα, μέχρι το “βαθύ” διάστημα με τον εντυπωσιακό του ορίζοντα. Όσον αφορά το οπτικό αποτέλεσμα δηλαδή, το παιχνίδι ικανοποιεί, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν και το δύσκολο έργο που έχει να “συντηρεί” δυο εικόνες ενώ “τρέχει” με 60 FPS. Τέλος, εκτός από το “Main Game” υπάρχει και η επιλογή “Training” που ενώ ξεκινά σαν απλές μικρές πιστούλες εξομοίωσης που υπάρχουν για να μάθουν στον παίκτη τον χειρισμό και τις ικανότητες κάθε οχήματος, εξελίσσονται σε μικρά διασκεδαστικά mini games.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.